ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1188/2008)
10 Σεπτεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΑΛΑΝΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Μ. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου - Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), με την οποία προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος αντί της αιτήτριας, στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Γενική Εκπαίδευση) για τη Χημεία, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.
Η Επιτροπή στις 3.12.2007 αποφάσισε την προκήρυξη της θέσης και ακολούθως διαβιβάστηκαν στη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, υπό την ιδιότητά της ως προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατάλογος όλων των υποψηφίων, οι αιτήσεις τους, αντίγραφο της σχετικής δημοσίευσης και οι φάκελοι των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων.
Μετά την υποβολή της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αφού δεν υποβλήθηκε οποιαδήποτε ένσταση, η Επιτροπή κατήρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων και αποφάσισε να τους καλέσει σε προσωπική συνέντευξη στις 4.4.2008.
Οι συνεντεύξεις έλαβαν χώρα στη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 4.4.2008. Στη συνέντευξη προσήλθαν μόνο η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στη συνέχεια η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 7.4.2008, αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στη θέση στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η Επιτροπή τελούσε υπό πλάνη, τόσο ως προς την αρχαιότητα και τα προσόντα, όσο και ως προς την αξία.
Στο τηρηθέν από την Επιτροπή πρακτικό σημειώνεται ότι ως προς την αξία το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει, αφού ενώ οι δύο υποψήφιες είναι ισοδύναμες όσον αφορά το περιεχόμενο των φακέλων και περίπου ισοδύναμες στο θέμα των υπηρεσιακών εκθέσεων, το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο κατά την προσωπική συνέντευξη «η οποία λαμβάνεται υπ΄ όψιν ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων». Ως προς τα προσόντα επίσης η Επιτροπή κατέληξε ότι οι δύο υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα, ενώ για τον πρόσθετο τίτλο της αιτήτριας, δηλαδή το διδακτορικό δίπλωμα Επιστημών της Αγωγής από το Πανεπιστήμιο Πατρών, σημείωσε ότι το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δεν προνοεί ότι επιπρόσθετα προσόντα συνιστούν πλεονέκτημα.
Ως προς την αρχαιότητα η Επιτροπή έκρινε τις δύο υποψήφιες ως ισοδύναμες, χαρακτηρίζοντας την οκτώ μηνών διαφορά στην αρχαιότητα υπέρ της αιτήτριας στην ημερομηνία προαγωγής στη θέση Βοηθού Διευθυντή, ως οριακή.
Σε συμφωνία με τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας καταλήγω ότι η Επιτροπή τελούσε υπό πλάνη. Όσο μικρή και αν είναι η διαφορά στην αρχαιότητα (οκτώ μήνες στην προηγούμενη θέση που κατείχαν), αυτή δεν παύει να είναι κάποια διαφορά και συνεπώς οι δύο υποψήφιες δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ισοδύναμες ως προς την αρχαιότητα. Το ίδιο μεμπτή είναι και η κατάληξη ως προς τα προσόντα όπου η Επιτροπή και πάλι κατέληξε ότι οι δύο υποψήφιες ήταν ισοδύναμες. Σαφώς η αιτήτρια διέθετε διδακτορικό δίπλωμα και μάλιστα στις Επιστήμες της Αγωγής που, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Το λιγότερο που έπρεπε να πράξει η Επιτροπή ήταν ακριβώς να ερευνήσει το πόσο σχετικό ήταν το επιπρόσθετο αυτό προσόν της αιτήτριας πριν το απορρίψει.
Όμως η Επιτροπή τελούσε υπό πλάνη και ως προς την αξία των δύο υποψηφίων αφού κατέληξε ότι με βάση την απόδοσή τους στη συνέντευξη το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε στο κριτήριο της αξίας. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι και πάλι η Επιτροπή φαίνεται να έχει προσπαθήσει να υποτονίσει την υπεροχή της αιτήτριας, όσο μικρή και αν είναι αυτή στην αξία. Ενώ από το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων φαίνεται ότι η αιτήτρια υπερτερούσε σε αξία, η Επιτροπή κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε λόγω της καλύτερης απόδοσής της στην προσωπική συνέντευξη.
Η αξιολόγηση είναι πλέον αξιόπιστη όταν βασίζεται περισσότερο σε αντικειμενικά παρά σε υποκειμενικά κριτήρια. Πολύ περισσότερο όταν μια οριακή διαφορά στη συνέντευξη αποκτά τέτοια αποφασιστική σημασία, αφού υπερισχύει όλων των άλλων αντικειμενικών δεδομένων. Kι΄ αυτό χωρίς να λαμβάνεται υπ΄ όψιν ότι στην επιφύλαξη του άρθρου 35Β 10(α) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969-2012, Ν.65/87, προβλέπεται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπ΄ όψιν μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους. Στην παρούσα υπόθεση η απόδοση στην προφορική εξέταση αντί να αποτελέσει συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, κατέστη ουσιαστικά ο μόνος παράγων επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η υπέρμετρη βαρύτητα που προφανώς δόθηκε στη μικρή όντως διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων κατά τη συνέντευξη, καταφαίνεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε αυτή τη διαφορά ως αιτιολογία για παράκαμψη της υπεροχής της αιτήτριας, έστω και μικρής, τόσο στις ετήσιες εκθέσεις, όσο σε προσόντα και αρχαιότητα.
Η πλάνη στην οποία τελούσε η Επιτροπή είναι προφανής και ουσιώδης. Το ερώτημα δεν είναι αν η αιτήτρια έχοντας υπ΄ όψιν το σύνολο των στοιχείων ήταν ή όχι ανώτερη του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά κατά πόσο το βάθρο της κρίσης της Επιτροπής ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος αφαιρείται εξ αιτίας της πλάνης, όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση (βλέπε Νιόβη Παπαϊωάννου κ.α., (Αρ.2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, 723).
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ