ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 874/2010, 875/2010,

876/2010, 878/2010)

 

9 Aυγούστου, 2012

 

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 874/2010)

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΗ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

........................

(Υπόθεση Αρ. 875/2010)

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

..............................

 

(Υπόθεση Αρ. 876/2010)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

........................

(Υπόθεση Αρ. 878/2010)

 

ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΟΥ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τους Αιτητές.

Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

_ _ _ _ _ _


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.Με τις παρούσες προσφυγές που έχουν συνενωθεί κατόπιν σχετικού διατάγματος, αμφισβητείται η νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία οι αιτητές δεν προάχθηκαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου από 19.4.2010 γιατί κρίθηκαν ως μη προσοντούχοι και/ή ως μη πληρούντες τις προϋποθέσεις του Νόμου και των Κανονισμών. Η συγκεκριμένη απόφαση γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με την επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 21.4.2010.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η διαδικασία προαγωγής των εξειδικευμένων μελών της Αστυνομίας στο βαθμό του Υπαστυνόμου καθορίζεται στους περί Αστυνομίας (Προαγωγές Εξειδικευμένων Μελών) Κανονισμούς του 2006, (ΚΔΠ 191/2006), όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί, (στο εξής οι «Κανονισμοί»).

 

Ειδικότερα ο Καν. 4(1)(β) των πιο πάνω Κανονισμών προνοεί τα ακόλουθα όσον αφορά την προαγωγή Λοχία στο βαθμό του Υπαστυνόμου:

 

Προσόντα

για

προαγωγή

4.-(1) Για προαγωγή στους πιο κάτω βαθμούς της συνδυασμένης θέσης Αστυφύλακα, Λοχία, Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β΄, ο δικαιούχος πρέπει να κατέχει τα ακόλουθα προσόντα:

 

(α)  Σε Λοχία -

 ..................................................................................................................

 

(β)  Σε Υπαστυνόμο -

 

(i)       Να έχει συμπληρώσει εξαετή υπηρεσία στο βαθμό του Λοχία:

 

        Νοείται ότι Λοχίας ο οποίος δεν είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή άλλου ισοδύναμου προσόντος ή κάτοχος σε ισχύ επαγγελματικής άδειας χειριστή, ηλεκτρολόγου, μηχανικού ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων αλλά είναι κάτοχος διπλώματος σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τριετή ή τετραετή μεταλυκειακό κύκλο σπουδών, αντί της εξαετούς υπηρεσίας θα πρέπει να συμπληρώσει επταετή υπηρεσία στο βαθμό του Λοχία. και

 

(ii)     κατά τη διάρκεια της διετίας που προηγείται της συμπλήρωσης εξαετούς ή επταετούς, ανάλογα με την περίπτωση, υπηρεσίας στο βαθμό του Λοχία, δεν του έχει επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη από αυστηρή επίπληξη για πειθαρχικό αδίκημα σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Πειθαρχικούς) Κανονισμούς.»

 

 

 

 

 

Σημειώνεται ότι στις παρούσες υποθέσεις και οι τέσσερις αιτητές υπηρετούν στο βαθμό του Λοχία στη Λιμενική Αστυνομία Κύπρου και είναι κάτοχοι διπλώματος Ανώτερων Σχολών Εμπορικού Ναυτικού της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, όλοι τους προσλήφθηκαν στην Αστυνομία ως εξειδικευμένο προσωπικό στο βαθμό του Λοχία, οι μεν Χριστόδουλος Παναγή (Προσφ. 874/2010), Γεώργιος Κωνσταντίνου (Προσφ. 875/2010) και Ανδρέας Ηροδότου (Προσφ. 876/2010), στις 9.3.2004, ο δε Πέτρος Πέτρου (Προσφ. 878/2010) στις 15.3.2004. Τώρα όσον αφορά τα προσόντα τους, οι Χριστόδουλος Παναγή και Ανδρέας Ηροδότου κατέχουν δίπλωμα πλοιάρχου των Ανώτερων Δημόσιων Σχολών Εμπορικού Ναυτικού Πρέβεζας και Μακεδονίας αντίστοιχα, ενώ οι Γεώργιος Κωνσταντίνου και Πέτρος Πέτρου κατέχουν δίπλωμα μηχανικού των Ανώτερων Δημόσιων Σχολών Εμπορικού Ναυτικού Μακεδονίας και Χανίων επίσης αντίστοιχα.

 

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, τα υπό αναφορά διπλώματα των αιτητών έχουν αναγνωριστεί από το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (στο εξής «ΚΥΣΑΤΣ») ως τίτλοι ισότιμοι και αντίστοιχοι προς πτυχίο Ανώτατης Εκπαίδευσης Τεχνολογικού Τομέα στον κλάδο/ειδίκευση Πλοιάρχου και/ή Μηχανικών ανάλογα με την περίπτωση.

 

Σχετικά με την εν λόγω αναγνώριση των διπλωμάτων των αιτητών από το ΚΥΣΑΤΣ, το θέμα τέθηκε ενώπιον της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, η οποία σε σχετική γνωμάτευσή της ημερομηνίας 4.12.2008, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής:

 

«(β) Στην υπό εξέταση περίπτωση, μεταξύ άλλων, θα πρέπει ν΄ αξιολογηθεί το πτυχίο που απονεμήθηκε από την Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Κρήτης.

 

Είναι γεγονός ότι το ΚΥΣΑΤΣ αναγνωρίζει αυτό ως ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο Ανώτατης Εκπαίδευσης Τεχνολογικού Τομέα. Όπως αντιλαμβάνομαι αυτό, ο κάτοχος αυτού δεν κατέχει ισότιμο και αντίστοιχο πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου. Στο πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ δεν αναφέρεται ότι το πτυχίο είναι ισότιμο και αντίστοιχο πανεπιστημιακού επιπέδου.

 

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω τείνω να συμφωνήσω με την άποψη που εκφράστηκε από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, παρόλο που, σύμφωνα με τη Νομολογία, αρμόδιο ν΄ αποφασίσει επί του θέματος είναι το διορίζον όργανο.»

 

 

 

 

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την πιο πάνω γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, κρίθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση ότι οι αιτητές δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 4(1)(β) των Κανονισμών για προαγωγή στο βαθμό του Υπαστυνόμου.

 

Αναφορικά δε με τα τέσσερα πρόσωπα που τελικά προήχθησαν στον επίδικο βαθμό, δηλαδή τους Λοχίες: 3413 Ιωάννη Αρτεμίου, 3431 Μιχάλη Κουλέρμου, 3446 Γιάννη Τζιώρτζιη και 3484 Λοϊζο Κουννή, ο Αρχηγός της Αστυνομίας ενημερώθηκε ότι ήταν προσοντούχοι, αλλά και ειδικότερα για τα προσόντα καθενός εξ αυτών, με σχετική επιστολή του Αναπληρωτή Αστυνομικού Διευθυντή του Τμήματος Α΄ ημερομηνίας 16.3.2010. Διευκρινίζεται όμως, ότι οι αιτητές δεν ζητούν την ακύρωση της προαγωγής οποιουδήποτε από τους προαχθέντες, αλλά το παράπονό τους περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι παράνομα δεν προάχθηκαν και αυτοί. Αυτό δηλώθηκε ρητά σε άλλη προσφυγή όπου οι δικηγόροι των διαδίκων είναι οι ίδιοι, δηλαδή την υπ΄ αρ. 877/2010 που είναι επίσης ορισμένη ενώπιόν μου και διερωτώμαι γιατί δεν είχε γίνει αίτημα για συνεκδίκαση της με τις παρούσες υποθέσεις αφού εγείρονται τα ίδια νομικά και πραγματικά θέματα. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για άλλη προσφυγή, της ίδιας φύσης, την υπ΄ αρ. 879/2010 που έχει τεθεί για εκδίκαση ενώπιον άλλου συναδέλφου και εκκρεμεί.

 

Ακολούθως, ο Αρχηγός Αστυνομίας, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα σχετικά στοιχεία σύμφωνα με τους Κανονισμούς 3(1) και 4(2) των Κανονισμών, καθώς και τις πρόνοιες του άρθρου 17Α(3)(α) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, (Ν. 73(1)/2004) όπως τροποποιήθηκε, αποφάσισε την προαγωγή των τεσσάρων προαναφερθέντων προσώπων στο βαθμό του Υπαστυνόμου αφού εξασφάλισε την απαιτούμενη από το Νόμο έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και με επιστολή του ημερομηνίας 21.4.2010 ενημέρωσε σχετικά τους Αστυνομικούς Διευθυντές και/ή Διοικητές.

 

Οι εν λόγω προαγωγές με ισχύ από 19.4.2010 δημοσιεύτηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές ημερομηνίας 26.4.2010 με αποτέλεσμα την καταχώριση των παρουσών προσφυγών, όπως και των προαναφερθεισών 877/2010 και 879/2010.

 

 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών στις πανομοιότυπες αγορεύσεις της για όλες τις προσφυγές, (αρχική και συμπληρωματική) προωθεί τους εξής λόγους ακύρωσης:

 

(α) αναιτιολόγητη η επίδικη απόφαση για αποκλεισμό των αιτητών από τις προαγωγές,

(β) εσφαλμένη ερμηνεία του Κανονισμού 4(1)(β) των Κανονισμών από τον Αρχηγό Αστυνομίας - βασίστηκε σε πεπλανημένη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας,

(γ) πλάνη περί τα πράγματα λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, αλλά και παράβαση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που τέθηκε ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση σε σχέση με την ορθή ερμηνεία του πιο πάνω Κανονισμού,

(δ) παράβαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, λόγω της ερμηνείας που προσέδωσε η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας στον Κανονισμό,

(ε)  ύπαρξη δεδικασμένου ως προς την ορθή ερμηνεία του Κανονισμού 4(1)(β) ενόψει της απόφασης ημερομηνίας 12.7.2011 στην προσφυγή 1310/2009 η οποία δεν εφεσιβλήθηκε

και

(στ) υπάρχει προς όφελος των αιτητών τεκμήριο κατοχής «πτυχίου πανεπιστημίου ή ισοδύναμου προσόντος» καθότι όταν διορίστηκαν πριν έξι χρόνια στο βαθμό του Λοχία απαιτείτο βάσει του κανονισμού 10 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών (ΚΔΠ 51/1989), αλλά και της προκήρυξης της θέσης τέτοιο προσόν.

 

Από πλευράς των καθ΄ ων η αίτηση εγείρονται προδικαστικά δύο ενστάσεις. Με την πρώτη τίθεται ζήτημα παραβίασης του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Προβάλλεται ειδικότερα, ότι οι αιτητές δεν δύνανται να εγείρουν τον υπό (β) πιο πάνω λόγο ακύρωσης καθότι ο συγκεκριμένος λόγος δεν στοιχειοθετείται στα νομικά σημεία της αίτησης ακύρωσης όπως απαιτεί ο υπό αναφορά κανονισμός.  Με τη δεύτερη, υποστηρίζεται ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης απόφασης καθότι δεν πληρούσαν τις προβλεπόμενες από τους σχετικούς Κανονισμούς προϋποθέσεις ούτως ώστε να προαχθούν στις επίδικες θέσεις.

 

Διαζευκτικά των πιο πάνω ενστάσεων ο συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζει την ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων. Αξιολογώντας τις το θεωρώ ορθό όπως εξεταστεί πρώτα η προδικαστική ένσταση που αφορά στο έννομο συμφέρον των αιτητών. Όπως έχει ήδη λεχθεί, υποβλήθηκε εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να προσβάλουν την επίδικη απόφαση, καθότι κρίθηκαν ως μη προσοντούχοι και/ή ως μη πληρούντες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον Καν. 4(1)(β) των Κανονισμών, με αποτέλεσμα η προαγωγή τους στο βαθμό του Υπαστυνόμου να καθίσταται αδύνατη.

 

Κατά τη γνώμη μου η ένσταση δεν ευσταθεί. Η θέση των αιτητών είναι ότι κατέχουν τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις και ότι κακώς αποκλείστηκαν από τις επίδικες προαγωγές. Αφού επομένως το επίδικο ζήτημα στις προσφυγές είναι ακριβώς αν ορθά έκριναν οι καθ΄ ων η αίτηση ότι οι αιτητές δεν πληρούσαν τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, αυτοί  δεν στερούνται του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος προώθησης των προσφυγών. Το εγειρόμενο ζήτημα αφορά στην ουσία των υποθέσεων και θα πρέπει να εξεταστεί. (Βλ. μεταξύ άλλων Χρυσοστόμου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 316).

 

Οσον αφορά τώρα το δεύτερο προδικαστικό ζήτημα που έθεσαν οι καθ΄ ων η αίτηση, της παραβίασης του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ότι δηλαδή δεν δικαιούνται, λόγω μη δικογράφησης, να προωθούν οι αιτητές τον ισχυρισμό που αναφέρουν στην παράγραφο (β) πιο πάνω, περί πλάνης της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, κατά την άποψή μου ούτε αυτό ευσταθεί. Στην υπόθεση Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) ΑΑΔ 1627 αποφασίστηκε ότι με την αγόρευσή του ο αιτητής δεν μπορεί να επεκτείνεται σε γεγονότα άλλα από αυτά που διατυπώνονται στην αίτηση, εκτός βέβαια αν είναι λόγοι δημόσιας τάξης που μπορούν να εγερθούν και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε και σε αποφάσεις της Ολομέλειας. (Βλ. μεταξύ άλλων Latomia Estate Ltd κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3(Β) ΑΑΔ 672). Το θέμα αυτό διέπεται από τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού σε σχέση με τον οποίο στην προαναφερθείσα υπόθεση Latomia Estate Ltd κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 685-686 αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

 

«7. Εκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

 

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (Ιδε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 398).»

 

 

 

 

Στρεφόμενοι στα γεγονότα των παρουσών περιπτώσεων, από μια προσεκτική μελέτη των νομικών σημείων, πάνω στα οποία βασίζονται οι προσφυγές, διαπιστώνεται, ότι τα εν λόγω σημεία καλύπτουν πλήρως τους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται. Ειδικότερα όσον αφορά τον υπό (β) επίδικο λόγο ακύρωσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αναφορά σε πλάνη της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας γίνεται στα πλαίσια ανάλυσης του γενικότερα προβαλλόμενου ισχυρισμού περί εσφαλμένης ερμηνείας του Καν. 4(1)(β) των Κανονισμών από τους καθ΄ ων η αίτηση. Όπως δε προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, κατόπιν σχετικής ενδιάμεσης αίτησης του αιτητή, το Δικαστήριο, στις 17.11.2011 ενέκρινε την έκδοση διατάγματος δυνάμει του οποίου επιτράπηκε η τροποποίηση της αίτησης ακύρωσης. Κρίνω ότι το υπ΄ αριθμό 14 νομικό σημείο της νέας τροποποιημένης αίτησης ακύρωσης καλύπτει πλήρως το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης ο οποίος επαναλαμβάνω αφορά στην ερμηνεία του Καν. 4(1)(β) των Κανονισμών. Το παραθέτω:

 

«14. Παραβιάστηκαν οι Κανονισμοί (Οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές Εξειδικευμένων Μελών) Κανονισμοί (ΚΔΠ 191) 2006) ειδικότερα ο Κανονισμός 4(1)(β)(i) και ο σχετικός Νόμος (Ο περί Αστυνομίας Νόμος Ν. 73(1)/2004). Ειδικότερα η ερμηνεία του άρθρου 4(1)(β) των Κανονισμών αποφασίστηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1310/09 Χριστόδουλος Παναγή ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12.7.2011 και αποτελεί δεδικασμένο για τον Αρχηγό Αστυνομίας αφού η απόφαση κατέστη τελεσίδικη.»

 

 

 

 

Εφόσον οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται θα προχωρήσω στην ουσία των υποθέσεων.

 

ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, το κρίνω σκόπιμο να εξεταστεί πρώτα η εισήγηση περί ύπαρξης δεδικασμένου ως προς την ορθή ερμηνεία του Καν. 4(1)(β) των Κανονισμών, αφού η κατάληξη επί του θέματος αυτού δυνατό να κρίνει την τύχη των προσφυγών. Υποστηρίζεται ειδικότερα από τους αιτητές, στα πλαίσια του συγκεκριμένου ισχυρισμού, ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή 1310/2009 Χριστόδουλος Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αρχηγού Αστυνομίας, που εξεδόθη στις 12.7.2011, ακυρώνει την ερμηνεία που δόθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας, στα πλαίσια των παρούσων υποθέσεων, σ΄ ότι αφορά τον Καν. 4(1)(β) των Κανονισμών και δημιουργεί δεδικασμένο ως προς όλους τους αιτητές στις παρούσες υποθέσεις, αφού δεν εφεσιβλήθηκε. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από μέρους τους, ο αιτητής στην εν λόγω προσφυγή (που είναι ο πρώτος αιτητής στις παρούσες υποθέσεις), είχε ζητήσει από τον Αρχηγό Αστυνομίας να τον εντάξει στους προσοντούχους για προαγωγή στα 6 χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό του Λοχία - αίτημα που υποβλήθηκε πριν κλείσει τα έξι χρόνια. Ο Αρχηγός απέρριψε το αίτημά του αναφερόμενος σε γνωμάτευση που είχε ήδη από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας ερμηνεύοντας πως ο σχετικός Κανονισμός απαιτεί ισοτιμία και αντιστοιχία του τίτλου - πτυχίου. Η εν λόγω απόφαση ακυρώθηκε και έχει καταστεί τελεσίδικη. Συνεπώς, επισημαίνουν οι αιτητές, η συγκεκριμένη απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την ορθή ερμηνεία του υπό αναφορά Κανονισμού.

 

Στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608 σελ. 614 λέχθηκαν τα εξής:  «Ας σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη: Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054 και Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 349

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία κ.α. ν. Κούλουμου (2010) 3 ΑΑΔ 293 σελ. 298  αναφέρθηκαν σχετικά τα εξής:

 

«Η έννοια του δεδικασμένου στο διοικητικό δίκαιο έχει πλήρως και με επάρκεια νομολογηθεί σε βαθμό που δεν χρειάζεται εκτενής ανάλυση στην υπό κρίση περίπτωση. Σημειώνεται, όμως, ότι δεδικασμένο δημιουργείται όποτε στη βάση ταύτισης διαδίκου, ιδιότητας διαδίκων, επιδίκων θεμάτων και υπό την προϋπόθεση τελεσίδικης απόφασης, προκύπτει νομικό και/ή πραγματικό δεδομένο με αποτέλεσμα να δεσμεύεται κάθε διοικητικό όργανο από τα ήδη κριθέντα. Στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625, η Ολομέλεια αναγνώρισε επίσης την αντιστοιχία των αρχών του δεδικασμένου στο αστικό, με αυτές του διοικητικού δικαίου. Εφόσον υπάρχει από το αναθεωρητικό Δικαστήριο κρίση επί της ουσίας της διαφοράς με την εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων προς επίλυση των επιδίκων θεμάτων, προκύπτει δέσμευση ώστε να ισχύει σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης έναντι πάντων, στη δε περίπτωση απορριπτικής απόφασης, έναντι του αιτούντος (΄Αρθρο 59 (1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999

 

 

Πρέπει λοιπόν να δούμε τι ακριβώς αποφασίστηκε στην υπόθεση Χριστόδουλος Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Αρχηγού Αστυνομίας, υπόθ. αρ. 1310/2009, ημερ. 12.7.2011. Ο αιτητής στην εν λόγω υπόθεση (αιτητής και στην 874/2010 στις παρούσες υποθέσεις) ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο κάτοχος διπλώματος της Ανώτερης Σχολής Εμπορικού Ναυτικού Πρέβεζας (Ελλάδα) και που αναγνωρίστηκε από το ΚΥΣΑΤΣ ως ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης τεχνολογικού τομέα στον κλάδο/ειδίκευση πλοιάρχου. Με επιστολή του ημερ. 9.4.2009 ζήτησε από τον Αρχηγό τη μείωση του χρόνου υπηρεσίας από 7 χρόνια σε 6 για να θεωρηθεί προσοντούχος για προαγωγή στο βαθμό του Υπαστυνόμου με βάση την αναγνώριση του διπλώματος του, επικαλούμενος το άρθρο 8Α της Σύμβασης του Μαάστριχτ και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Το αίτημα του απορρίφθηκε αφού βασίστηκε σε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας που μεταξύ άλλων ανέφερε:

 

«(β) Στην υπό εξέταση περίπτωση, μεταξύ άλλων, θα πρέπει ν΄ αξιολογηθεί το πτυχίο που απονεμήθηκε από την Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Κρήτης.

 

Είναι γεγονός ότι το ΚΥΣΑΤΣ αναγνωρίζει αυτό ως ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο Ανωτάτης Εκπαίδευσης Τεχνολογικού Τομέα. Όπως αντιλαμβάνομαι αυτό, ο κάτοχος αυτού δεν κατέχει ισότιμο και αντίστοιχο πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου. Στο πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ δεν αναφέρεται ότι το πτυχίο είναι ισότιμο και αντίστοιχο πανεπιστημιακού επιπέδου.

 

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω τείνω να συμφωνήσω με την άποψη που εκφράστηκε από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, παρόλο που, σύμφωνα με τη Νομολογία, αρμόδιο ν΄ αποφασίσει επί του θέματος είναι το διορίζον όργανο.»

 

 

Στη συνέχεια, ο Αρχηγός Αστυνομίας απέστειλε στον αιτητή επιστολή ημερ. 6.7.09 με την οποία τον ενημέρωσε ότι με βάση την πιο πάνω γνωμάτευση, οι πρόνοιες του Καν. 4(1)(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές Εξειδικευμένων Μελών) Κανονισμών δεν πληρούνται και ως εκ τούτου το αίτημα του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί. Αυτή η θέση επαναβεβαιώθηκε με νέα απόφαση του καθ' ου η αίτηση, ημερ. 10.9.09.

 

Ο αιτητής με την εν λόγω προσφυγή ζήτησε την ακύρωση της εν λόγω απόφασης. Προώθησε ως λόγο ακύρωσης, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη πλάνης και ανεπίτρεπτης ερμηνείας του Καν. 4(1)(β) από τον Αρχηγό Αστυνομίας. Υποστηρίζει επίσης ότι η γνωμάτευση της Νομικής Yπηρεσίας δεν συνάδει με ρητή πρόνοια του κανονισμού και είναι πεπλανημένη. Εφόσον ο κανονισμός αναφορικά με την  μείωση της προαπαιτούμενης υπηρεσίας για σκοπούς προαγωγής, ίσχυε στις περιπτώσεις «κατόχων πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισοδύναμου προσόντος» και το ΚΥΣΑΤΣ είχε αναγνωρίσει την ισοδυναμία του διπλώματος του αιτητή με πανεπιστημιακό πτυχίο, ισοδυναμία που εν πάση περιπτώσει ο αιτητής θεωρεί ότι αναγνωρίζεται αυτόματα από τον Καν. 4(1)(β) και πιο συγκεκριμένα από την εκεί ερμηνεία του όρου «πτυχίο», η απαίτηση των καθ' ων η αίτηση να υπάρχει και αντιστοιχία με πτυχίο πανεπιστημίου, σύμφωνα με τη σχετική ερμηνεία, είναι αυθαίρετη. Το δικαστήριο (Κραμβής, Δ.) αφού ασχολήθηκε εκτεταμένα με την έννοια των λέξεων «ισοτιμία» και «αντιστοιχία» κατέληξε ως εξής:

 

«Η ερμηνεία που δόθηκε από τους καθ' ων η αίτηση σύμφωνα με την οποία για να αναγνωριστεί ισοδυναμία προς πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο κατά τον επίμαχο Κανονισμό, απαιτείται να συντρέχει πέραν της «ισοτιμίας» και η «αντιστοιχία», υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, παραμένει αναιτιολόγητη. Κατά συνέπεια η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή που στηρίχθηκε σε μια τέτοια ερμηνεία, συμπαρασύρεται σε ακύρωση.

 

Ο αιτητής επικαλείται την απόφαση στις Θέτις Φραγκουλίδου & Αλλοι ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 1745/2008 κ.α. ημερ. 15.7.09, η οποία τέθηκε ενώπιον των καθ' ων η αίτηση κατά την επανεξέταση του αιτήματος του. Εκεί το ζητούμενο βάσει του σχεδίου υπηρεσίας ήταν αν το πτυχίο των ΤΕΙ Ελλάδος που κατείχαν οι αιτητές ήταν ισότιμο προς πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο. Παρόλο που τα γεγονότα εκεί διαφοροποιούνται από αυτά της παρούσας υπόθεσης, ωστόσο υιοθετώ το σκεπτικό του Δ. Χατζηχαμπή όπως βρίσκεται στο πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Η ισοτιμία όμως ήταν δεδομένη από το 2002  και για το ΚΥΣΑΤΣ και για την ΕΕΥ (όπως μάλιστα ήταν και η αντιστοιχία. Το τι έκανε ουσιαστικά η ΕΕΥ ήταν να αναιρέσει τη δεδομένη ισοτιμία βασιζόμενη σε στοιχεία που αφορούσαν όχι την ισοτιμία αλλά την αντιστοιχία τους για σκοπούς διορισμού στην Ελλάδα. ........... Εφ΄ όσον ο Κύπριος νομοθέτης δεν εισήξε τέτοιες ρυθμίσεις, αλλά περιορίσθηκε στον ενιαίο καθορισμό και προκήρυξη θέσεων στη βάση της ισοτιμίας, δεν υπάρχουν περιθώρια άλλης ερμηνείας του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας. Αν καλό θα ήταν να υπάρχουν διακρίσεις στον καθορισμό και στις προκηρύξεις θέσεων μεταξύ πανεπιστημιακού/ακαδημαϊκού και τεχνολογικού/ επαγγελματικού πτυχίου, είναι για τον Κύπριο νομοθέτη να σταθμίσει και αποφασίσει ασκώντας τις ευθύνες του. Το Δικαστήριο απλώς διαπιστώνει ότι αυτό δεν έγινε.»

 

Υπήρξε και εδώ, κατά ανάλογο τρόπο, ουσιώδης πλάνη από τους καθ' ων η αίτηση, διότι ζητώντας πέραν της διαπιστωθείσας ισοτιμίας και αντιστοιχία, προσέθεσαν λέξεις στον επίμαχο κανονισμό που δεν υπάρχουν. Ενόψει του πιο πάνω λόγου ακύρωσης καθίσταται αχρείαστο να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν.»

 

 

Στρεφόμενοι στα γεγονότα των παρουσών υποθέσεων και λαμβάνοντας υπόψη ότι η πιο πάνω απόφαση δεν έχει εφεσιβληθεί,  καταλήγω ότι ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δεδικασμένου της εν λόγω απόφασης όσον αφορά την ερμηνεία του Κανονισμού 4(1)(β) ισχύει και στις παρούσες υποθέσεις.  

 

Οι αιτιάσεις των καθ΄ ων η αίτηση ότι εν προκειμένω δεν υπάρχει ταύτιση διαδίκων επειδή η προσφυγή 1310/2009 στρεφόταν μόνο κατά του Αρχηγού Αστυνομίας και όχι και εναντίον του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, όπως οι παρούσες προσφυγές, δεν ευσταθούν εφόσον η απόφαση στη 1310/2009 ήταν ακυρωτική που ισχύει έναντι πάντων (Δημοκρατία ν. Κούλουμου πιο πάνω).

 

Με το ίδιο σκεπτικό κρίνω ότι δεν ευσταθεί  η εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση ότι διάδικος στην εν λόγω προσφυγή ήταν μόνο ο Χριστόδουλος Παναγή και όχι και οι υπόλοιποι τρεις αιτητές των παρουσών προσφυγών.

 

Ενόψει της επιτυχίας του πιο πάνω λόγου ακύρωσης δεν παρίσταται  ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης που προβάλλονται.

 

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και  εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη με την κάθε προσφυγή απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

                                                                  Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο