ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Mεταξάς Γιώργος (2000) 1 ΑΑΔ 482
Aναστασίου Γιάννης ν. Eπιστημονικού Tεχνικού EπιμελητηρίουKύπρου (2003) 3 ΑΑΔ 616
Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Δρ. Νίκου Παυλίδη και Άλλου (2010) 3 ΑΑΔ 251
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 591/2011)
7 Αυγούστου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Λ. Χριστοδούλου, για τον Αιτητή.
Ν. Γρηγορίου, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αντιμετώπισε κατηγορία απρεπούς συμπεριφοράς προς ιεραρχικά ανώτερο του κατά παράβαση του Καν. 58(5) των περί Υπηρεσίας Φυλακών Κανονισμών του 2000 ΚΔΠ 19/2000 (εφεξής «οι Κανονισμοί»).
Ακολούθησε συνοπτική πειθαρχική διαδικασία σύμφωνα με τον Καν. 42(1) των Κανονσιμών. Ο αιτητής αρνήθηκε ενοχή και κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κρίθηκε ένοχος για το παράπτωμα της απρεπούς συμπεριφοράς κατά ανωτέρου και του επεβλήθηκε ποινή αυστηρής επίπληξης. Ο αιτητής επιδιώκει με την παρούσα προσφυγή την ακύρωση της εν λόγω απόφασης που του ανακοινώθηκε προφορικά στις 4.3.11.
Ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε είναι ότι πάσχει η συγκρότηση και/ή σύνθεση του πειθαρχικού οργάνου. Η εξουσία για άσκηση πειθαρχικού ελέγχου των μελών του προσωπικού των φυλακών ανήκει στο Διευθυντή την οποία, με βάση τις πρόνοιες του Καν. 37 δύναται να την εκχωρεί γραπτώς σε πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από τρία μέλη του προσωπικού Φυλακών που φέρουν τον βαθμό του Λειτουργού Φυλακών. Ο ίδιος Κανονισμός προνοεί ότι το αρχαιότερο από τα μέλη προεδρεύει και οι αποφάσεις του λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Στο στάδιο των διευκρινήσεων τέθηκε ενώπιον μου η γραπτή εξουσιοδότηση του Διευθυντή των Φυλακών ημερ. 11.3.09 δυνάμει του Καν. 37 με την οποία ορίστηκαν ως μέλη του πειθαρχικού Συμβουλίου οι Ελένη Βατυλιώτου (Ανώτερη Λειτουργός Τμήματος Φυλακών), Ανδρέας Έλληνας (Λειτουργός Τμήματος Φυλακών) και Νίκος Πλατρίτης (Λειτουργός Τμήματος Φυλακών).
Κατά την ακροαματική διαδικασία στις 25.2.11 και 4.3.11 παρόντες, σύμφωνα με τα πρακτικά, ήταν οι Ανδρέας Ελληνας, Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, Νίκος Πλατρίτης, Λειτουργός του τμήματος Φυλακών και κος Σολωμός Σολωμού, επιθεωρητής Φυλακών ως Κατηγορούσα Αρχή. Το τρίτο μέλος ήταν απόν και κατά τις δύο προαναφερόμενες δικασίμους χωρίς να καταγράφεται οποιαδήποτε εξήγηση αν ειδοποιήθηκε δεόντως να παρευρίσκεται ή ποιος ήταν ο λόγος της απουσίας του.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ανέφερε ότι η εξουσιοδότηση είναι γενικής φύσεως και ότι ο Νόμος δεν απαιτεί για κάθε συγκεκριμένη πειθαρχική υπόθεση να ορίζεται άλλο πειθαρχικό συμβούλιο. Κατ΄ επίκληση του άρθρου 23(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(Ι)/99 υποστήριξε ότι τα δύο παρόντα μέλη αποτελούσαν σε κάθε περίπτωση απαρτία και συνεπώς η σύνθεση ήταν νόμιμη.
Στα πρακτικά δεν αναφέρεται οτιδήποτε για το τρίτο μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου την κα Βατυλιώτου και για το λόγο της απουσίας της ενώ δεν υπάρχει καμία ένδειξη στα πρακτικά ή στο διοικητικό φάκελο ότι προσκλήθηκαν όλα τα μέλη νομότυπα να συμμετέχουν.
Το άρθρο 21(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99) απαιτεί, ότι για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο, «πρέπει να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες».
Στην Αναστασίου ν. ΕΤΕΚ (2003) 3 ΑΑΔ 616, 620, λέχθηκαν τα πιο κάτω για τη νομότυπη κλήση μέλους στη συνεδρία συλλογικού οργάνου:
«Οι σχετικές αρχές είναι σαφείς. Χρειάζεται η εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήση στη συνεδρία κάθε μέλους του συλλογικού οργάνου ώστε αυτό να θεωρείται ότι συνεδριάζει νομότυπα. Στην υπόθεση A.J. Pericleous (Services) Ltd v. Δημοκρατίας, Προσφ. 57/99, ημερ. 27/3/00 υιοθετήθηκαν τα πιο κάτω από το σύγγραμμα του Η.Γ. Κυριακόπουλου «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον» Β΄ Γενικό Μέρος, 4η έκδοση, σελ. 23:
«Όπως νομίμως συνεδριάση το συλλογικόν όργανον, δέον ν΄ απευθυνθή νομοτύπως και εμπροθέσμως κλήσις προς πάντα τα μέλη αυτού, κατά το ειδικώτερον εν τη ειδική νομοθεσία οριζόμενα . . . . . . . . .
Παράλειψις της νομοτύπου κλήσεως συνεπάγεται το ανίσχυρον της ληφθείσης αποφάσεως και αν έτι ετέλει το συλλογικόν όργανον εν απαρτία. Σ.Ε. 346/1933, 810/1936.»
Εξάλλου, με όμοιο τρόπο τίθεται το θέμα στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 σελ. 110-111. Σχετικό απόσπασμα ακολουθεί που είχε επίσης υιοθετηθεί στην υπόθεση A.J. Pericleous (ανωτέρω):
«Δεν αρκεί η παρουσία των συγκροτούντων νόμιμον απαρτίαν μελών, ίνα θεωρηθή το συλλογικόν όργανον ως συντεθειμένον νομίμως, αλλά δέον να προκύπτη συνάμα ότι η Διοίκησης κατέστησε δυνατήν την παρουσίαν απάντων των μελών του οργάνου δι΄ εγκαίρου προσκλήσεως των, όπως παραστώσιν εις την συνεδρίασιν . . . . ... Η πρόσκλησις των μελών του συλλογικού οργάνου δέον να προκύπτη είτε εξ αποδεικτικού επιδόσεως της σχετικής προσκλήσεως, είτε εκ βεβαιώσεως του μέλους: 1845 (53), 658 (57), 2208 (58), είτε εξ ετέρων εγγράφων: 913 (59), ουχί πάντως μεταγενεστέρων της συνεδριάσεως του οργάνου: 1845 (53), 558 (57), 913 (59). Πράξις συλλογικού οργάνου εκδοθείσα κατά παράβασιν των ως άνω αρχών είναι ακυρωτέα ένεκα κακής συνθέσεως αυτού.»
Αναφορικά με τον ισχυρισμό των καθ' ών η αίτηση ότι υπήρχε απαρτία, στην Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Δρ Νίκου Παυλίδη κ.α. (2010) 3 ΑΑΔ 251 λέχθηκαν τα εξής:
«Η ύπαρξη απαρτίας είναι κάτι εντελώς διάφορο από την ανωτέρω ευθύνη του οργάνου, συλλογικά λειτουργούντος. Όπου ο νόμος καθορίζει απαρτία λιγότερη από το σύνολο των μελών που συγκροτούν το συλλογικό όργανο, το πράττει για σκοπούς ευελιξίας του οργάνου ούτως ώστε σε πολυμελή όργανα, όπως εδώ το Πειθαρχικό Συμβούλιο, να μην είναι απαραίτητη η παρουσία της ολομέλειας για να χειριστεί δεδομένο θέμα. Δύναται να το πράξει με λιγότερο αριθμό, πάντοτε βεβαίως τηρουμένης της ελάχιστης απαρτίας.»
Στην υπό κρίση υπόθεση, η παρουσία δυο εκ των τριών μελών του Συμβουλίου δεν συγκροτούσε απαρτία εφόσον, η απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τον κανονισμό κατά πλειοψηφία. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ενήργησε εξ αρχής μέχρι τέλους της διαδικασίας με πάσχουσα σύνθεση.
Επισημαίνω όμως ένα ακόμη λόγο ακύρωσης ο οποίος άνκαι δεν συζητήθηκε, εντούτοις μπορεί αυτεπάγγελτα να εξεταστεί. Ο λόγος αυτός αφορά περισσότερο στην τήρηση άρτιων πρακτικών εφόσον τα πρακτικά συναρτώνται προς την νομιμότητας της σύνθεσης. Αξιοσημείωτη είναι η απουσία της υπογραφής καθώς και οποιασδήποτε τοποθέτησης του έτερου μέλους κ. Πλατρίτη κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης όπως αυτή ενσωματώθηκε στο πρακτικό ημερ. 4.3.11. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το καταληκτικό απόσπασμα:
«Πρόεδρος: Λαμβάνοντας υπόψη όσα ανάφερε ο δικηγόρος σχετικά με τις προηγούμενες καταδίκες, αναγνωρίζω ότι δεν έχουν σχέση με την παρούσα υπόθεση, όμως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
Συνεκτιμώντας και αναγνωρίζοντας τα 7 1/2 χρόνια υπηρεσίας που έχει ο κατηγορούμενος και βλέποντας τουλάχιστον ότι για αρκετά χρόνια ήταν ευσυνείδητος υπάλληλος, χωρίς να παραμερώ την πειθαρχία, θα είμαι πολύ επιεικείς μαζί του, αλλά επειδή είμαι πειθαρχιμένο άτομο, να παρακαλέσω να μην προβεί σε οτιδήποτε άλλο με τον καταγγέλοντα και το ίδιο θα γίνει από την άλλη πλευρά.
Καταλήγοντας θέλω να πω ότι η ποινή που μπορώ να του επιβάλω είναι η Αυστηρή Επίπληξη.
Πιστεύω ότι είναι η καταλληλότερη ποινή, ούτως ώστε να ικανοποιηθεί το αίσθημα της πειθαρχίας, αφού είμαστε υποχρεωμένοι εφ΄ όσον φοράμε στολή να σεβόμαστε την στολή των ανωτέρων μας.
..............
(Ανδρέας Ελληνας)
Λειτουργός Τμήματος Φυλακών»
Εύλογα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι η απόφαση δεν λήφθηκε αρμοδίως από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ως συλλογικό όργανο αλλά μόνο από τον Πρόεδρο κ. Ελληνα. Η διοικητική πράξη πρέπει να φέρει την υπογραφή των μελών του συλλογικού οργάνου που την εξέδωσε. Μόνο έτσι κατοχυρώνεται η ύπαρξη και το περιεχόμενο της και αποκλείεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή υπόνοια για αυθαιρεσία.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω κακής σύνθεσης και μη τήρησης άρτιων πρακτικών. Τα έξοδα της υπόθεσης επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και σε βάρος των καθ΄ ων η αίτηση.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.