ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.1533 /2008)

 

30 Αυγούστου, 2012

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146, 25, 26, 28, 29 και 35 του Συντάγματος

 

1.     LEONARD FREDERIC SAYER,

2.    CHRISTINE SUSAN SAYER

 

                                                              Αιτητές,

-και -

 

1.  ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω

     ΤΜΗΜΑΤΟΣ     ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ

2.  ΔΗΜΟΣ ΠΕΓΕΙΑΣ

 

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

 

 

Ε.Μιχαήλ, (κα.) για Α.Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.

Αρ.Ζερβού, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση 1

Γ.Παπαζαχαρία για τους Καθ΄ων η αίτηση 2, και ενδιαφερόμενο μέρος

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή αμφισβητούν τη νομιμότητα της εκδοθείσας προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους πολεοδομικής αδείας, όπως και της αδείας οικοδομής. 

 

Η αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης είναι απαραίτητη για να καταδειχθεί το ζητούμενο. 

 

Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του τεμαχίου 788, Φ/Σχ.XLIV/16 στην τοποθεσία Ρίζα στην Πέγεια της επαρχίας Πάφου.  Το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ιδιοκτήτης των γειτνιαζόντων τεμαχίων 524 και 525, Φ.Σχ.XLIV/66 στην ίδια περιοχή.  Σε υποβληθείσα αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής αδείας, αυτή εγκρίθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2007 και εκδόθηκε επίσης άδεια οικοδομής στις 11 Ιανουαρίου 2008. 

 

Στις 18 Ιουλίου 2008 οι αιτητές ζήτησαν, από τους καθ΄ων η αίτηση 2, πληροφορίες αναφορικά με τις χορηγηθείσες άδειες και επίσης αντίγραφο τούτων.  Οι καθ΄ων η αίτηση 2 με επιστολή τους ημερ. 19 Αυγούστου 2008, πληροφόρησαν τους αιτητές ότι δεν ήταν εφικτό να τους παραχωρηθεί αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης.  Στη συνέχεια, στις 25 Σεπτεμβρίου 2008 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή, με αιτητικό όπως το έχω περιγράψει πιο πάνω. 

 

Οι καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστικώς ότι αφενός μεν η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και αφετέρου οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος για προώθηση της εν λόγω προσφυγής. 

 

Το θέμα του εκπροθέσμου είναι θεμελιακό και πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα.  Οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι οι αιτητές έλαβαν γνώση της υφιστάμενης αδείας οικοδομής πολύ πριν από τις 18 Ιουλίου 2008, δεδομένου ότι η άδεια είχε χορηγηθεί από τις 11 Ιανουαρίου 2008 και οι εργασίες κατασκευής άρχισαν από τότε.  Για ενίσχυση της θέσης αυτής οι καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν ότι τα στοιχεία των αδειών περιλαμβάνονται στην επιστολή των αιτητών και τούτο καταδεικνύει γνώση. 

 

Οι αιτητές επί του προκειμένου, ισχυρίστηκαν ότι έλαβαν γνώση για την έκδοση των αδειών προς όφελος του ενδιαφερόμενου μέρους στις 15 Ιουλίου 2008, όταν είχαν αποταθεί προς τους καθ΄ων η αίτηση 2 ζητώντας πληροφορίες για την εν λόγω ανάπτυξη.  Από το υλικό, που τότε συνέλεξαν, προχώρησαν στη σύνταξη της επιστολής ημερ. 18 Ιουλίου 2008. Συνεπώς, πρόβαλαν ότι η γνώση τους, παρόλο που δεν ήταν πλήρης για σκοπούς έναρξης της προθεσμίας, έγινε στις 15 Ιουλίου 2008. 

 

Η θέση των αιτητών με βρίσκει σύμφωνο.  Η προβολή ένστασης, για εκπρόθεσμη καταχώρηση προσφυγής, απαιτεί την στοιχειοθέτηση πλήρους γνώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης.  Ανάλογο θέμα με έχει απασχολήσει στην υπόθεση αριθμ.767/2006 O´Hare κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 16 Απριλίου 2010, όπου αναλύθηκαν οι αρχές που διέπουν το θέμα και για το σκοπό αυτό παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα.

 

«Όπως προσδιορίζεται από τη νομολογία η προθεσμία άρχεται από τη στιγμή που ο επηρεαζόμενος έλαβε γνώση της αμφισβητούμενης απόφασης. Η γνώση αυτή πρέπει να είναι πραγματική και με βάση τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και την πάγια νομολογία, ο αιτητής θεωρείται ότι έλαβε γνώση όταν περιέλθει στην αντίληψη του ολόκληρο το περιεχόμενο της πράξης, απόφασης ή παράλειψης της διοίκησης.  Η γνώση, όπως τονίστηκε στην υπόθεση, Ακίνητα Λούλλα Ιωνίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, πρέπει να είναι εκτεταμένη και επαρκής έτσι ώστε να γνωστοποιούνται στον επηρεαζόμενο οι επιπτώσεις της απόφασης και η κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί.»

 

 

Για το ίδιο θέμα, σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Μαραθεύτη ν. Δήμου Λεμεσού (2002) 3 ΑΑΔ 418:

 

"Όσον αφορά γνώση της πράξης από τον αιτητή, στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Σπηλιωτόπουλου, 5η Έκδοση, παράγραφος 467, σελ. 443-444, αναφέρεται ότι στις ατομικές διοικητικές πράξεις, ασχέτως του αν επιβάλλεται κοινοποίηση τους ή όχι, η προθεσμία για εκείνον που αφορά η πράξη αρχίζει να μετρά όταν αυτή περιέλθει σε «πλήρη» γνώση του, το ίδιο δε ισχύει και όταν ο αιτητής είναι τρίτος και η πράξη δεν είναι δημοσιευτέα. Το ότι η γνώση της πράξης πρέπει να είναι πλήρης για να αρχίζει να μετρά η προθεσμία, υποστηρίζεται από σωρεία νομολογίας, τόσο Κυπριακής όσο και Ελληνικής και η πλήρης αυτή γνώση πρέπει να προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου και σύμφωνα με τις συνθήκες κάθε υπόθεσης. (Δέστε, μεταξύ άλλων, Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 3 C.L.R. 1). Παραθέτουμε πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197, στη σελ. 202, που αφορά το ίδιο θέμα:

 

«Οι αρχές που διέπουν το θέμα έχουν διατυπωθεί από πολλού χρόνου και δεν αμφισβητούνται. Η προθεσμία που τίθεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και αναμφίβολα αρχίζει με την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης από το διοικούμενο. Το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τόσο την ελληνική θεωρεία και νομολογία, όσο και την κυπριακή.

 

 

Στο σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου, «Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Τρίτη Έκδοση, παραγρ. 30, αναφέρεται ότι:

 

 «πλήρης, είναι η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη. Για να είναι πλήρης η γνώση δεν απαιτείται η δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων από τα οποία προκύπτει η τήρηση των διαγεγραμμένων τύπων και όλων των στοιχείων που η διοίκηση έλαβε υπ΄όψη για να αιτιολογήσει την πράξη της.  Αν η πράξη είναι εύκολα προσιτή στον ενδιαφερόμενο, ή ουχί εντός εύλογου χρόνου ενέργεια των απαιτουμένων προς λήψη πλήρους γνώσης της πράξης, αποτελεί παράλειψη της οποίας οι συνέπειες εξομοιώνονται προς τη μη εμπρόθεσμο άσκηση της αίτησης ακύρωσης».

 

Η επάρκεια της γνώσης που κτάται, κρίνεται, κατά περίπτωση, μέσα στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης (Ευθυμία Σωφρονίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κακοπετριάς (1993) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1951 και Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2498).

 

Η γνώση τεκμαίρεται ότι υπάρχει όταν ο διοικούμενος έχει γνώση όλων των στοιχείων που επηρεάζουν τη θέση του (Papaioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R., 103, 108 και Κωνσταντίνου κ.ά ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 487).  Σε περίπτωση αμφιβολίας κατά πόσο ο αιτητής έλαβε γνώση ή ως προς την επάρκεια της ειδοποίησης, η αμφιβολία ενεργεί υπέρ του διοικούμενου (βλέπε μεταξύ άλλων  Costas Neophytou v. Republic 1964 C.L.R. 280).

 

 

Από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι αιτητές είχαν πλήρη γνώση των χορηγηθεισών, επί του προκειμένου, αδειών.  Ούτε στοιχειοθετείται έλλειψη εύλογης επιμέλειας από τους αιτητές, όπως θα αναμενόταν κάτω από τα περιστατικά της υπόθεσης.  Το γεγονός ότι στην επιστολή τους ημερ. 18 Ιουλίου 2008, αναφέρονται σε λεπτομέρειες αναφορικά με τις εκδοθείσες άδειες, δεν συνεπάγεται ότι είχαν πλήρη γνώση, πριν από την πιο πάνω ημερομηνία.  Αντιθέτως, καταφαίνεται ότι οι αιτητές προσπάθησαν να διαπιστώσουν κατά πόσο η ανέγερση των οικοδομών, από το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν σύμφωνη με την κείμενη νομοθεσία και για το λόγο αυτό είχαν αποταθεί προφορικώς και στη συνέχεια γραπτώς προς τους καθ΄ων η αίτηση 2.  Το γεγονός ότι οι οικοδομικές εργασίες βρίσκοντο σε εξέλιξη δεν μπορεί να ικανοποιήσει την προϋπόθεση της πλήρους γνώσεως που απαιτείται για να ενεργοποιηθεί η ένσταση του εκπροθέσμου.  Ανάλογο θέμα εξετάστηκε και στην υπόθεση αρ. 435/2008  Χάλιου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5 Μαρτίου 2010.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έχουν αποσείσει το βάρος στοιχειοθέτησης γνώσης από πλευράς αιτητών αναφορικά με τις εκδοθείσες άδειες, πριν από τις 15 Ιουλίου 2008.  Συνακόλουθα, η πρώτη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση αμφισβητείται το έννομο συμφέρον των αιτητών.  Η εισήγηση στηρίζεται στην απουσία στοιχειοθέτησης δυσμενούς επηρεασμού των συμφερόντων και ανέσεων από πλευράς αιτητών.  Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι οι αιτητές θεωρούνται περίοικοι πλην, όμως, προβάλλεται από τους καθ΄ων η αίτηση, ότι αυτό δεν είναι αρκετό για να θεμελιωθεί έννομο συμφέρον. 

 

Η ύπαρξη ιδιοκτησίας που γειτνιάζει με μια υπό ανέγερση οικοδομή, δεν είναι αρκετή για να στοιχειοθετηθεί έννομο συμφέρον, αλλά απαιτείται να καταδειχθεί ότι με την προσβαλλόμενη πράξη παραβλάπτονται τα συμφέροντα των αιτητών.  Το συμφέρον τους θίγεται, υποστήριξαν οι αιτητές, από τη στιγμή που περιορίζεται το δικαίωμα απόλαυσης της περιουσίας τους συνεπαγόμενο περιορισμό στο φως και τον αέρα. 

 

Δεν απαιτείται, σύμφωνα με τη νομολογία και αναφέρομαι στην υπόθεση αρ. 291/2006 Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 12 Ιανουαρίου 2006, να αποδειχθεί ότι πράγματι θίγεται το έννομο συμφέρον ενός αιτητή, αλλά απαιτείται η στοιχειοθέτηση μιας απλής πιθανολόγησης επί του θέματος αυτού.  Με βάση τα πιο πάνω, βρίσκω ότι οι αιτητές έχουν στοιχειοθετήσει ύπαρξη εννόμου συμφέροντος με βάση το ΄Αρθρο 146.2 του Συντάγματος και θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της προσφυγής. 

 

Οι αιτητές πρόβαλαν αρχικώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.  Είναι ο ισχυρισμός ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση των πολεοδομικών κανονισμών αναφορικά με τους συντελεστές δόμησης, εξειδικεύοντας το θέμα αναφορικά με την έκταση και το ύψος των εγκριθέντων προς ανέγερση οικοδομών.   Ισχυρίστηκαν ότι το ύψος των επίδικων οικοδομών υπερβαίνει το επιτρεπόμενο, κατά παράβαση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής.  Συγκεκριμενοποίησαν περαιτέρω το θέμα,  στα υπάρχοντα κλιμακοστάσια τα οποία δεν έχουν υπολογιστεί στο ύψος των οικοδομών, ούτε στον αριθμό των ορόφων. 

 

Εφαρμογή στην περίπτωση αυτή έχουν οι πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής του 1996. Στον παράρτημα «Α» της Δήλωσης Πολιτικής, δίδονται οι ερμηνείες των πιο κάτω όρων που χρησιμοποιούνται:

 

«όροφος» σε σχέση με οικοδομή σημαίνει το τμήμα της οικοδομής που διαχωρίζεται καθ´ύψος από διαδοχικά δάπεδα.

«ύψος» σε σχέση με οικοδομή σημαίνει την κατακόρυφη απόσταση την μετρούμενη από το μέσο επίπεδο του συνεχόμενου εδάφους, το οποίο εφάπτεται με τους εξωτερικούς τοίχους μέχρι το πάνω μέρος του επιπέδου της πλακάς της οροφής ή στην περίπτωση επικλινούς στέγης μέχρι του οριζοντίου επιπέδου των γείσων, με εξαίρεση την περίπτωση της μονόκιρτης επικλινούς στέγης όπου «ύψος» σημαίνει την κατακόρυφη απόσταση, μετρούμενη μέχρι το μέσο του κεκλιμένου επιπέδου της στέγης»

 

Η παράγραφος 5.5 αναφέρει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη στον αριθμό των οροφών το υπόγειο, το μεσοπάτωμα, ο υπόστεγος χώρος στάθμευσης και άλλοι χώροι που επιτρέπεται να ενσωματωθούν σε αυτό και άλλος υπόστεγος βοηθητικός χώρος με ύψος μέχρι 2.40, οποιοσδήποτε καλυμμένος όροφος με ύψος αποκλειστικά για ηλεκτρομηχανολογικές και υδραυλικές εγκαταστάσεις.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το κλιμακοστάσιο εφόσον δεν εμπίπτει μέσα στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 5.5 της Δήλωσης Πολιτικής, θεωρείται όροφος και συνεπώς παραβιάζεται η Δήλωση Πολιτικής λαμβανομένου υπόψη ότι οι οικοδομές είναι τριώροφες. Περαιτέρω, εισηγήθηκαν, εφόσον το κλιμακοστάσιο έχει δάπεδο αυτό θεωρείται όροφος και ότι ο υπολογισμός της στέγης στην περίπτωση επικλινούς στέγης γίνεται μέχρι του οριζοντίου επιπέδου των γείσων. Οι καθ΄ων η αίτηση προβάλουν ότι τα δωμάτια των κλιμακοστάσιων δεν μπορούν να θεωρηθούν όροφος διότι δεν έχουν δάπεδο και ότι το τελικό σημείο μέτρησης είναι το πάνω μέρος του επιπέδου της πλάκας της οροφής.

 

Ο τρόπος υπολογισμού του ύψους καθώς και το εάν τα κλιμακοστάσια χαρακτηρίζονται ως όροφος, εμπίπτουν στην κατηγορία των τεχνικών θεμάτων για τα οποία το Δικαστήριο, στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία, δεν επεμβαίνει.  Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, η Δήλωση Πολιτικής δεν εξαιρεί από τον υπολογισμό των ορόφων τα δωμάτια κλιμακοστασίου, με βάση την πρόνοια 3.5.8 της Δήλωσης Πολιτικής.  Η πολεοδομική αρχή δύναται να επιτρέψει λογική υπέρβαση του μέγιστου ύψους και του αριθμού των ορόφων αναφορικά με δωμάτια κλιμακοστασίου.  Ταυτοχρόνως, ο Καν.6Α. 3(ιι) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών, προβλέπει ότι το ύψος των δωματίων κλιμακοστασίων δεν θα υπερβαίνει τα 9 πόδια.  Από τα σχέδια που έχουν κατατεθεί φαίνεται ότι το ύψος τους ανέρχεται στα 2.4μ. περίπου, ήτοι κάτω από το ύψος το προβλεπόμενο από τον πιο πάνω Κανονισμό. 

 

Συνακόλουθα, έστω και αν γινόταν αποδεκτή η θέση των αιτητών ότι τα δωμάτια των κλιμακοστασίων θεωρούνται όροφος, οι καθ΄ων η αίτηση εγκρίνοντας την αίτηση του ενδιαφερομένου μέρους, είχαν τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέψουν υπέρβαση του αριθμού των ορόφων και του ύψους, αναφορικά με κλιμακοστάσια, υπό τον όρο ότι το ύψος των εν λόγω κλιμακοστασίων δεν θα υπερέβαινε το προβλεπόμενο ύψος των 9 ποδών.

 

Οι αιτητές πρόβαλαν επίσης ότι το ύψος της οικοδομής υπολογίστηκε λανθασμένα και ότι η μέτρηση δεν έγινε από το μέσο επίπεδο του συνεχόμενου εδάφους, παραπέμποντας επί του προκειμένου, στα αρχιτεκτονικά σχέδια όπου φαίνεται να υπάρχουν υψομετρικές διαφορές.  Παραπονούνται επίσης οι αιτητές ότι το ύψος της επιχωμάτωσης είναι μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο.  Αντίθετη, επί του προκειμένου, η θέση των καθ΄ων η αίτηση οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι οι μετρήσεις ήταν ορθές και έγιναν σύμφωνα με τη Δήλωση Πολιτικής και ότι οι οικοδομές προσαρμόζονται κλιμακωτά στη φυσική κλίση του εδάφους, περιλαμβανομένων των επιχωματώσεων που δεν ξεπερνούν το προβλεπόμενο όριο. 

 

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω τα εν λόγω θέματα είναι τεχνικής φύσεως και το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σ΄αυτά για να υποκαταστήσει το ρόλο της διοίκησης, αφού η τελευταία είναι γνώστης και κριτής των τεχνικών θεμάτων που περιλαμβάνονται σε μια υπόθεση.  Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Σταυρινού ν. Δημοκρατίας, (1986) 3 Α.Α.Δ. 119.

 

Υπάρχει αυτός ο δικαστικός αυτοπεριορισμός γιατί ο δικαστής δεν είναι σε θέση να προβαίνει σε κρίση επί τεχνικών θεμάτων, και ταυτοχρόνως δεν πρέπει να παρεμποδίζεται η διαδικασία έγκρισης οικοδομών και να καθίσταται ο διοικητικός δικαστής ιεραρχικώς προϊστάμενος της εγκρίνουσας διοικητικής αρχής.  Ο έλεγχος θεμάτων, αυτού του είδους, ασκείται μόνο όταν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.  Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από διεξαγωγή επαρκούς έρευνας και εντός του πλαισίου της άσκησης της διακριτικής εξουσίας των καθ΄ων η αίτηση. 

 

Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των αιτητών στρέφονται γύρω από τεχνικές έννοιες και κρίσεις επί αμιγώς τεχνικών θεμάτων.

 

Οι αιτητές αναφέρουν ότι το κλιμακοστάσιο έχει επιφάνεια 20μ το οποίο αποτελεί το 24% της ολικής επιφάνειας της οροφής και ότι υπάρχει ένας χώρος με διαστάσεις 4,3 Χ 2,5. Αυτό, όμως, δεν επηρεάζει τις άδειες εφόσον δεν υπάρχει περιορισμός ως προς το μέγεθος του κλιμακοστασίου. Περαιτέρω, όπως αναφέρουν οι καθ΄ων η αίτηση, αυτό είναι απαραίτητο από λειτουργικής άποψης για χρήση του ως διάδρομος πρόσβασης στην οροφή.

 

Οι αιτητές προβάλουν ότι εσφαλμένα δεν υπολογίστηκε το μέγεθος του κλιμακοστάσιου στο συντελεστή δόμησης. Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Σύμφωνα με την παράγραφο 3.4.6 (ια),για σκοπούς υπολογισμού του συντελεστή δόμησης, δεν θα υπολογίζονται στο εμβαδό του καλυμμένου χώρου του ορόφου το εμβαδόν του κλιμακοστάσιου με λογικό μέγεθος πάνω στην οροφή.

 Οι αιτητές προβάλλουν επίσης ότι η οικοδομή αρ 2 απέχει λιγότερο από τα 3 μέτρα από το σύνορο.  Στηρίζουν τον ισχυρισμό τους αυτό στα σχέδια που έχουν κατατεθεί.  Δεν είναι έργο του δικαστηρίου η αξιολόγηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων.

 

Υπήρξε εισήγηση από πλευράς αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.  Εάν, προσθέτουν, γινόταν η αναγκαία έρευνα θα διαπιστώνοντο οι μεγάλες υψομετρικές διαφορές που υπάρχουν.  Εισηγήθηκαν επίσης ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στο φάκελο της υπόθεσης, πέραν της πολεοδομικής αδείας, το οποίο να υποδηλοί ότι η αίτηση έτυχε της αναγκαίας μελέτης και ότι έγιναν και επιτοπίως έλεγχοι.  Σημείωσα πιο πάνω ότι δεν μπορώ να υπεισέρχομαι σε θέματα τεχνικής φύσεως, πλην, όμως, από το έντυπο της μελέτης που υπάρχει στο φάκελο της υπόθεσης, φαίνεται ότι λειτουργός των καθ΄ων η αίτηση εξέτασε τη μορφολογία του εδάφους και ανέφερε ότι πρόκειται για τεμάχιο με ομαλή ελαφρά κλίση.  Ταυτοχρόνως, κατά την εξέταση της αίτησης, οι καθ΄ων η αίτηση είχαν διαβουλευθεί με άλλα τμήματα και υπηρεσίες χωρίς την προβολή οποιασδήποτε ενστάσεως. 

 

Οι αιτητές πρόβαλαν ότι στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης να εξετάσουν κατά πόσο αυτή θα επηρέαζε τις ανέσεις των γειτονικών ακινήτων και περαιτέρω, ότι όφειλαν να τους είχαν καλέσει για να εκφράσουν την άποψη τους. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999, το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες ρητά ο νόμος αναφέρεται, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης  ή που είναι, άλλως πως, δυσμενούς φύσεως. 

 

Δεν υπάρχει ειδική νομοθετική πρόνοια στον περί Πολεοδομίας και Οικήσεως Νόμο του 1972, Ν.70/1972.  Η αναγκαιότητα προηγούμενης ακρόασης δεν τυγχάνει απόλυτης εφαρμογής.  Κάμπτεται όπου συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή όπου η διοικητική πράξη διαμορφώνεται με καθαρώς αντικειμενικά δεδομένα.  Οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν προηγούμενη υποχρέωση να ακούσουν τις απόψεις των αιτητών, πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά αυτό επαφιόταν στη δική τους κρίση και θα μπορούσαν να το πράξουν αν έκριναν τούτο αναγκαίο. 

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση αρ. 336/2002 Θεοδώρου ν. Επαρχιακού Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου, ημερ. 20 Ιανουαρίου 2004, με βρίσκει σύμφωνο.

 

«το θέμα ενέπιπτε εντός της διακριτικής ευχέρειας της Πολεοδομικής Αρχής. Οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περιέχονται στο άρθρο 26(1) του Νόμου 90/72 το οποίο προβλέπει ότι,

 

"Για να καταλήξει σε πολεοδομική απόφαση δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Πολεοδομική Αρχή λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες του εφαρμοστέου στην περίπτωση σχεδίου αναπτύξεως καθώς και οποιοδήποτε ουσιώδη παράγοντα."

 

Εφόσον το θέμα ρυθμίζεται από νομοθετικές διατάξεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές του διοικητικού δικαίου. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" 7η έκδοση, σελ. 73,

 

"Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου." (Σ.τ.Ε. 2786/1989)

 

 

Με γνώμονα τα πάνω, θεωρώ ότι ούτε ο ισχυρισμός περί ελλείψεως αιτιολογίας ή περί παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοίκησης, επί του προκειμένου, ευσταθούν. 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση 1 και 2.

 

                                                                      Κ.Παμπαλλής,

                                                                                Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο