ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1386/2010)
30 Αυγούστου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ (ΛΑΤΣΙΑ ΜΟΤΟΡΣ) ΛΤΔ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ/Ή
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ε. Συμεωνίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση η οποία στάληκε στους αιτητές με επιστολή του καθ΄ ου η αίτηση 1 ημερ. 16.9.2010 και με την οποία επέβαλε εκ νέου, έπειτα από την ακυρωτική απόφαση που πέτυχαν οι αιτητές στην Α.Ε. 143/07, ακριβώς το ίδιο ποσόν των €66193,57 ή £38741,38 ως βεβαίωση οφειλομένου, δήθεν, φόρου για τις φορολογικές περιόδους από 1.1.1997 μέχρι 31.12.2003 είναι άκυρη παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση 1 ημερ. 16.9.2010 και με την οποία εξέδωσε νέα βεβαίωση φόρου για την περίοδο 1.1.1997 μέχρι 31.12.2003 παρά την ακυρωτική απόφαση που πέτυχαν οι αιτητές στην Α.Ε. 143/07 και ειδικά η απόφαση για περαιτέρω επιβολή και πρόσθετων χρηματικών επιβαρύνσεων ως τιμωρία των αιτητών γιατί πέτυχαν ακύρωση της πρώτης περί το θέμα πράξης, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Γ. Έξοδα και Φ.Π.Α.»
Σύμφωνα με τους αιτητές, η προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ άλλων, είναι αντίθετη με το νόμο, παραβιάζει το δικαστικό δεδικασμένο, πάσχει στα προπαρασκευαστικά της στάδια, και οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν εσφαλμένα καθότι δεν διεξήγαγαν, εκ νέου, έρευνα και έλεγχο αλλά στηρίχθηκαν στην πρώτη έρευνα και έλεγχο που διεξήχθησαν από αναρμόδιο όργανο.
Τα γεγονότα, σε συντομία, έχουν ως εξής:
Οι αιτητές ασχολούνται με εισαγωγή και πώληση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Με επιστολή (των καθ΄ ων η αίτηση) ημερ. 25.7.2005 επιβλήθηκε στους αιτητές το ποσόν των £38751,38 ως βεβαίωση Φ.Π.Α. για τις φορολογικές περιόδους 1.1.1997 - 31.12.2003, πλέον άλλες χρηματικές επιβαρύνσεις.
Εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης (βεβαίωσης) οι αιτητές καταχώρισαν την Προσφυγή 1465/05, η οποία απορρίφθηκε, και στη συνέχεια καταχώρισαν την Α.Ε. 143/07 στην οποία, οι αιτητές, πέτυχαν ακυρωτική απόφαση, την 20.6.2010.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 16.9.2010, οι καθ΄ ων η αίτηση επέβαλαν, εκ νέου, στους αιτητές, ακριβώς το ίδιο ποσό, ως βεβαίωση Φ.Π.Α., ανεπίτρεπτα, όπως λέγουν οι αιτητές, εφόσον υπήρχε η ακυρωτική απόφαση, και χωρίς να διενεργηθεί νέα, δέουσα και εις βάθος έρευνα από αρμόδιο όργανο. Από την άλλη, οι καθ΄ ων η αίτηση δέχονται ότι με την Α.Ε. 143/07 παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και ακυρώθηκε η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 25.7.2005 για βεβαίωση φόρου, επειδή η αρμόδια λειτουργός που διεξήγαγε την έρευνα και τον έλεγχο δεν είχε εξουσιοδότηση από τον Έφορο Φ.Π.Α. να διενεργήσει την έρευνα. Όμως, στην συνέχεια, ο Έφορος Φ.Π.Α. «ενεργώντας προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση» «εξέδωσε νέα διοικητική πράξη βασιζόμενη στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και η επιστολή της νέας διοικητικής πράξης υπογράφτηκε από τον Έφορο Φ.Π.Α.» (παραγ. 8 της ένστασης).
Στην Α.Ε. 143/07 αποφασίστηκε ότι η Λειτουργός που διεξήγαγε έρευνα και έλεγχο στην επιχείρηση των αιτητών, από 5.6.2003 μέχρι 2.6.2005, κατά το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας δεν είχε την αναγκαία εξουσιοδότηση, την οποία έλαβε στις 14.4.2005. Επειδή η διερεύνηση, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο της μέρος, έγινε από Λειτουργό χωρίς τη νόμιμη εξουσιοδότηση του Εφόρου Φ.Π.Α., η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και ακύρωσε τη βεβαίωση φόρου εκροών και εισροών. Στην προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 16.9.2010 η οποία υπογράφεται από τον Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων και Έφορο Φ.Π.Α., αναγράφεται μεταξύ άλλων ότι:
«1. Έχει διαπιστωθεί ότι οι φορολογικές δηλώσεις που αφορούν τον φόρο εκροών υποβάλλονταν καθ΄ υπολογισμό, δηλαδή δεν λαμβάνονταν υπόψη τα πραγματικά δεδομένα της επιχείρησης σας.
2.Κατά τον έλεγχο παρατηρήθηκε ότι υπήρχαν αυτοκίνητα τα οποία είχαν εισαχθεί από την εταιρεία σας, (είχε διεκδικηθεί ο φόρος εισροών), αλλά δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε τιμολόγια πώλησης ούτε παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε άλλα βιβλία ή αρχεία που να δείχνουν ότι είχε πραγματοποιηθεί η πώληση τους.
3.Από έρευνα του Τομέα Διερευνήσεων διαπιστώθηκε (σε ορισμένες περιπτώσεις) ότι η πραγματική αξία πώλησης αυτοκινήτων ήταν μεγαλύτερη από την τιμολογημένη αξία. Επομένως υπήρχε υποτιμολόγηση.»
Στο τέλος του θέματος με υπότιτλο «Φόρος Εκροών», στην προσβαλλόμενη απόφαση, αναγράφεται ότι: «Όλα τα στοιχεία που έχουν αναφερθεί στις παραγράφους 1-9 πιο πάνω έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της τελικής βεβαίωσης φόρου εκροών που σας έχει επιβληθεί όπως φαίνεται στον Πίνακα ΙΙ που επισυνάπτεται. Η συνολική βεβαίωση φόρου εκροών για την περίοδο από 1.1.1997 μέχρι 31.12.2003 ανέρχεται σε €28566,72 ή £16718,36».
Στο θέμα με υπότιτλο «Φόρος Εισροών», στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι παράγραφοι 10 και 13 αρχίζουν με το «έχει διαπιστωθεί», ενώ στην παράγραφο 14 σημειώνεται ότι: «Όλα τα ποσά που αναφέρονται στα σημεία 10-14 έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της βεβαίωσης φόρου εισροών που σας έχει επιβληθεί .».
Οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η επιβολή πρόσθετης χρηματικής επιβάρυνσης (που αναφέρεται στο αιτητικό Β της προσφυγής) δεν συνιστά αυτόνομη εκτελεστή διοικητική πράξη επειδή ο τόκος και η πρόσθετη επιβάρυνση προβλέπονται άμεσα από το σχετικό νόμο και δεν συνιστούν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου (Δέστε: Χριστοφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772 και Καλαπαλλίκης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 818). Συμφωνώ με τους καθ΄ ων η αίτηση ως προς την προδικαστική ένσταση και επομένως θεωρώ ότι με την παράγραφο Β του αιτητικού δεν προσβάλλεται ανεξάρτητη εκτελεστή διοικητική πράξη.
Ως προς το υπόλοιπο της προσφυγής, αφού εξέτασα όλα τα ενώπιον μου στοιχεία παρατηρώ τα εξής:
(α) Οι καθ΄ ων η αίτηση βασίζονται ουσιαστικά στην απόφαση της Ολομέλειας στην Μπάρτζος κ.α. ν. Δημοκρατία (2009) 3 Α.Α.Δ. 7 στην οποία αποφασίστηκε ότι, παρόλο που ο έλεγχος και η έρευνα είχαν γίνει από μη εξουσιοδοτημένο Λειτουργό (όπως στην προκείμενη περίπτωση), «τίποτε δεν εμπόδιζε την Έφορο Φ.Π.Α. να βασισθεί στα ήδη εξασφαλισθέντα πραγματικά δεδομένα, δηλαδή τα βιβλία των εφεσειόντων, το ημερολόγιο και τα άλλα τεκμήρια που εξασφαλίστηκαν ως αποτέλεσμα της έρευνας. Τα στοιχεία και δεδομένα αυτά ήταν ήδη στην κατοχή της Εφόρου Φ.Π.Α., θα ήταν δε χωρίς έννοια οποιαδήποτε ενέργεια για νέα έρευνα με σκοπό την εξασφάλιση στοιχείων». Στην υπόθεση Μπάρτζος (ανωτέρω), όμως, η Ολομέλεια σημειώνει ότι η ίδια η Έφορος Φ.Π.Α. κάμνει αναφορά στις διαπιστώσεις και στα «στοιχεία που έχει στη διάθεσή μου και στις εξηγήσεις που έχουν δοθεί από εσάς και το λογιστή σας». Από τη απόφαση της Εφόρου, στην υπόθεση εκείνη, η Ολομέλεια έκρινε ότι, ήταν προφανές πως «η Έφορος Φ.Π.Α. επανεξέτασε και ερεύνησε με βάση αυτά τα στοιχεία την περίπτωση των εφεσειόντων, άκουσε δε και τις θέσεις τους, όπως αυτές εκφράστηκαν από τον λογιστή τους», και κατέληξε στην απόφαση της. Οι καθ΄ ων η αίτηση βασίζονται επίσης της απόφαση της Ολομέλειας στην P. Tofinis Estates Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 337 στην οποία επιβεβαιώθηκε η Μπάρτζος.
(β) Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν χρησιμοποιήθηκαν απλά τα στοιχεία που συνέλεξε μη εξουσιοδοτημένη Λειτουργός, όπως στις δύο προαναφερόμενες υποθέσεις, αλλά δεν έγινε καθόλου νέα έρευνα από την Έφορο, η οποία απλά υιοθέτησε και προσυπέγραψε την απόφαση της μη εξουσιοδοτημένης Λειτουργού. Αυτό, κατά τους αιτητές, παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, εφόσον η μεταγενέστερη έγκριση της παρανομίας από αρμόδιο όργανο δεν θεραπεύει την παρανομία που έγινε από αναρμόδιο όργανο (Άρθρο 17(2) του Νόμου 158(Ι)/99).
Από όλα τα ενώπιον μου στοιχεία φαίνεται ότι ο Έφορος, στην παρούσα υπόθεση, δεν προέβηκε σε οποιανδήποτε έρευνα, δεν αξιολόγησε τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί (από τη μη εξουσιοδοτημένη Λειτουργό) αλλά ούτε και έδωσε ευκαιρία στους αιτητές να του παρουσιάσουν την υπόθεση τους, όπως έγινε στην Μπάρτζος και στην Tofinis (ανωτέρω). Από τα ενώπιον μου στοιχεία (και δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο διαφωτιστικό πρακτικό) φαίνεται ότι η συμβουλή που πήρε ο Έφορος ήταν «επανέκδοση της σχετικής διοικητικής πράξης με βάση την έρευνα που έγινε κατά την έκδοση της στο παρελθόν» (Δέστε: Κυανούν 186 στο διοικητικό φάκελο τεκμήριο 1). Επίσης από τη Νομική Υπηρεσία πήρε, ο Έφορος, την εξής συμβουλή: «Τα ίδια στοιχεία λοιπόν που συλλέχθησαν κατά το στάδιο της έρευνας από την Λειτουργό που κρίθηκε ότι δεν ήταν εξουσιοδοτημένη, θα μπορούν να ληφθούν υπόψη για σκοπούς νέας βεβαίωσης από τον Έφορο Φ.Π.Α.» (Δέστε: Κυανούν 173, στο τεκμήριο 1). Πουθενά όμως στη συμβουλή εκείνη δεν γίνεται αναφορά στα όσα τονίστηκαν στην Μπάρτζος (ανωτέρω) ότι ο Έφορος, με βάση τα συλλεγέντα στοιχεία, οφείλει να επανεξετάσει την υπόθεση των αιτητών, αφού ακούσει και τις θέσεις τους.
Από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, φαίνεται ότι ο Έφορος έλαβε υπόψη τα στοιχεία που συνελέγησαν, δεν προέβηκε όμως σε οποιανδήποτε επανεξέταση ο ίδιος, δεν άκουσε τις θέσεις των αιτητών, και δεν εξέδωσε δική του απόφαση - βεβαίωση φόρου αλλά απλά υιοθέτησε την προηγούμενη, μεμπτή, απόφαση. Εκτός από τα γενικά όπως π.χ. «Έχει διαπιστωθεί», «Κατά τον έλεγχο παρατηρήθηκε», «Από έρευνα .. Διαπιστώθηκε», μόνο στην παράγραφο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης ο Έφορος λέγει: «Έχω προβεί σε εξωλογιστικό προσδιορισμό ..», αλλά και αυτό εξουδετερώνεται, κατά την κρίση μου, από τη σημείωση μετά την παράγραφο 9, ότι όλα τα στοιχεία των παραγράφων 1-9 λήφθηκαν από τον προηγούμενο υπολογισμό και βεβαίωση φόρου.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, θεωρώ την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τη βεβαίωση φόρου από τον ΄Εφορο Φ.Π.Α., νομικά μεμπτή. Στην προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόστηκε εσφαλμένα, κατά την κρίση μου, η Μπάρτζος (ανωτέρω) καθότι ο Έφορος δεν βασίστηκε, μόνο, στα εξασφαλισθέντα πραγματικά δεδομένα, όπως είχε δικαίωμα να πράξει, αλλά προχώρησε και έβαλε απλά τη σφραγίδα επικύρωσης του, στην ακυρωθείσα απόφαση της μη εξουσιοδοτημένης Λειτουργού, χωρίς να προβεί ο ίδιος σε έρευνα και επανεξέταση της υπόθεσης των αιτητών (αφού ακούσει και τις θέσεις τους), και σε έκδοση δικής του απόφασης.
Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση ως η παράγραφος Α του αιτητικού της. Έξοδα €1.500, συν Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών. Ουδεμία απόφαση ως προς το Β του αιτητικού, το οποίον, υπό τις περιστάσεις, κατέστη άνευ αντικειμένου.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.