ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                      Υπόθεση Αρ.1177/2008    

 

21 Aυγούστου, 2012

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

G. N. ECODOMICA LTD,

Aιτήτρια,

και

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.    ΤΜΗΜΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ΄ων η αίτηση.

 

- - - - - - -

Γ. Θωμά, για αιτήτρια

Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για καθ΄ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η  

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.:   Η αιτήτρια είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, έχει έδρα των δραστηριοτήτων της τη βιομηχανική περιοχή Αγίου Σιλά στη Λεμεσό και ασχολείται βασικά με την εισαγωγή και την εμπορία  ειδών οικοδομικών υλικών, περιλαμβανομένων και ειδών κατασκευασμένων από χυτοσίδηρο τα οποία χρησιμοποιούνται ως καλύμματα ή και μέσα πρόσβασης σε επιφανειακά ή υπόγεια αποχετευτικά έργα.  Μεταξύ των χωρών από τις οποίες η εταιρεία εισάγει τέτοια προϊόντα είναι και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αρ. 1212/2005, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή στις 30.7.2005, επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπιγκ στις εισαγωγές προϊόντων χύτευσης από μη ελατό χυτοσίδηρο του τύπου που χρησιμοποιείται για την κάλυψη και/ή την πρόσβαση σε επιφανειακά ή υπόγεια αποχετευτικά δίκτυα και τα μέρη τους, είτε μηχανικά είτε επεξεργασμένα επικαλυμμένα ή βαμμένα  ή συνδυασμένα με άλλα υλικά, εξαιρουμένων συγκεκριμένου τύπου πυροσβεστικών κρουνών.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Κανονισμού 2913/1992 η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή όταν αυτά πωλούνται προς εξαγωγή, με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της κοινότητας.

 

Δυνάμει εγκυκλίου - Εγκύκλιος αρ. 24 ημερομηνίας 3.8.2005 - η τότε Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων πληροφόρησε το προσωπικό ότι με βάση τον Κανονισμό 1212/05 επιβάλλεται δασμός αντιντάμπιγκ σε μη ελατό χυτοσίδηρο το οποίο χρησιμοποιείται για σκοπούς που αναφέρονται στον Κανονισμό.

 

Μεταξύ της 12.10.2005 και 26.1.2007 η αιτήτρια πραγματοποίησε αριθμό εισαγωγών - 39 συνολικά - προϊόντων χύτευσης/τεχνουργήματα, από τον Κίνα από μη εφετό χυτοσίδηρο (cast iron +ductile iron) που χρησιμοποιείται για την κάλυψη φρεατίων αποχέτευσης ή και άλλων επιφανειακών ή υπόγειων αποχετευτικών διχτύων.

 

Για να καταστεί δυνατή η εμπορία των πιο πάνω εισαχθέντων εμπορευμάτων στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η εταιρεία υπέβαλε σχετικές διασαφήσεις οι οποίες καταχωρήθηκαν στο λογισμικό σύστημα ΘΗΣΕΑΣ του Τμήματος Τελωνείων.  Με βάση τις εν λόγω διασαφήσεις βεβαιώθηκαν οι εισαγωγικοί δασμοί και φόροι τους οποίους η εταιρεία κατέβαλε.  Στις εν λόγω διασαφήσεις, τα εμπορεύματα δηλώθηκαν με τον Κωδικό Taric 7325109910 με αποτέλεσμα να μην επιβληθεί ο φόρος αντιντάμπιγκ.

 

Ως αποτέλεσμα μεταγενέστερου ελέγχου τον οποίο διενέργησαν οι Τελωνειακές Αρχές στα πλαίσια του οποίου συγκρίθηκαν οι δηλωθείσες στο λογισμικό σύστημα του Τμήματος Τελωνείου, τιμές αγοράς προϊόντων σιδήρου και χυτοσιδήρου που εισήχθησαν στη Δημοκρατία με τις ισχύουσες παγκοσμίως τιμές διαπραγμάτευσης των δύο συγκεκριμένων προϊόντων, διαπιστώθηκε ότι οι τιμές που είχαν δηλωθεί στα πλαίσια των διασαφήσεων που η αιτήτρια είχε υποβάλει, ήταν χαμηλότερες από τις πραγματικές τιμές διαπραγμάτευσης και ότι τα εισαχθέντα εμπορεύματα διασαφήθηκαν με υποτιμολογημένες αξίες.

 

Τις πιο πάνω διαπιστώσεις των Τελωνειακών Αρχών, ακολούθησε έλεγχος των εμπορευμάτων, των αρχείων, βιβλίων και άλλων εγγράφων τα οποία εντοπίστηκαν στα γραφεία και στα υποστατικά της αιτήτριας, από Λειτουργούς του Τμήματος και συλλέγηκαν στοιχεία.  Οι έρευνες  επεκτάθηκαν και στην Τράπεζα με την οποία η αιτήτρια συνεργαζόταν.

 

Αφού αξιολογήθηκε το σύνολο των στοιχείων που είχαν συλλεγεί στα πλαίσια των πιο πάνω ερευνών, διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια και/ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της, κατά παράβαση των προνοιών του Κανονισμού 1212/05 συνέχισαν να δηλώνουν τα συγκεκριμένα δύο προϊόντα με λανθασμένο κωδικό γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την χρέωση και συνακόλουθα την καταβολή από την εταιρεία χαμηλότερων εισαγωγικών δασμών αφού δεν καταβαλλόταν ο πρόσθετος δασμός αντιντάμπιγκ.  Διαπιστώθηκε επίσης ότι για τις 22 από τις 39 εισαγωγές από την Κίνα στις οποίες η εταιρεία είχε προβεί κατά την περίοδο 19.10.2005 - 26.1.2007 είχε δηλωθεί από την εταιρεία χαμηλότερη αξία εμπορευμάτων από την πραγματική.

 

Με επιστολή της ημερ. 29.4.2008 η τότε Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων πληροφόρησε την αιτήτρια ότι όφειλε στη Δημοκρατία το συνολικό ποσό των €476.993,00, ποσό το οποίο αντιπροσώπευε εισαγωγικό δασμό (€1.965,00), πρόσθετο δασμό αντιντάμπιγκ (€350.867,00), Φ.Π.Α. (€81.068,00) και χρηματική επιβάρυνση (€43.363,00), πλέον τόκο.

 

Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ως εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής.

 

Για σκοπούς ολοκλήρωσης των γεγονότων θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι με Εγκύκλιο της - Εγκύκλιος 74 ημερ. 12.1.2007 - η τότε Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων  διευκρίνισε ότι τα «προϊόντα χύτευσης του τύπου που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη ή/και την πρόσβαση σε επιφανειακά ή υπόγεια αποχετευτικά δίκτυα και τα μέρη τους, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θα κατατάσσονται κάτω από την διάκριση 732510 έστω και αν αυτά είναι κατασκευασμένα από όλκιμο χυτοσίδηρο (ductile iron) ή από φαιό χυτοσίδηρο (grey iron) και θα επιβαρύνονται με δασμό αντιντάπιγκ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αρθ. 1212/2005.»

 

Προεξάρχουσα θέση στους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης κατέχει η θέση της αιτήτριας, η οποία ας σημειωθεί, δέχεται ότι η δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων ήταν εσφαλμένη, ότι η κατοχύρωση εσφαλμένου κωδικού στις διασαφήσεις έγινε καλόπιστα και κατόπιν υποδείξεων των Τελωνειακών Αρχών οι οποίες τελούσαν υπό πλάνη εφόσον και οι ίδιες θεωρούσαν ότι τα επίμαχα προϊόντα που η αιτήτρια εισήγαγε από την Κίνα, ενέπιπταν στη συγκεκριμένη δασμολογική κλάση.

 

Επικουρικά και προς επίρρωση της πιο πάνω βασικής της θέσης, η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι οι Τελωνειακές Αρχές παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα έρευνα καθώς επίσης και ότι προέβησαν σε εσφαλμένες ενέργειες.  Συγκεκριμένα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι, εφόσον τα εμπορεύματα έτυχαν τελωνειακού ελέγχου, οι Τελωνειακές Αρχές όφειλαν να εξακριβώσουν την ορθή δασμολογική κατάταξη και να επιβάλουν έγκαιρα τους ορθούς δασμούς και όχι να «έρχονται εκ των υστέρων» και μάλιστα μετά που η αιτήτρια διέθεσε στην αγορά τα εμπορεύματα σε χαμηλότερη τιμή, να απαιτούν πρόσθετους δασμούς προκαλώντας έτσι στην αιτήτρια τεράστιες οικονομικές ζημιές.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι απόψεις των καθ΄ων η αίτηση η επιχειρηματολογία των οποίων περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι η ορθή ηλεκτρονική βεβαίωση των δασμών προϋποθέτει καταχώρηση ορθών στοιχείων εφόσον το λογισμικό σύστημα επεξεργάζεται τα δεδομένα χωρίς να μπορεί να διαγνώσει αν αυτά είναι ορθά ή λανθασμένα.  Την ευθύνη δε για την υποβολή των ορθών δεδομένων έφερε αποκλειστικά η αιτήτρια, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν το έπραξε και συνεπώς αυτή και μόνο φέρει την ευθύνη για οποιαδήποτε οικονομική ζημιά ήθελε υποστεί ως αποτέλεσμα της επιβολής των ορθών δασμών.

 

Δοθέντων των εκατέρωθεν θέσεων, η επίδικη διαφορά εστιάζεται βασικά στο κατά πόσο  ήταν ευθύνη της αιτήτριας ως εισαγωγέα, να ελέγχει την ορθότητα των στοιχείων που δηλώνει στις διασαφήσεις που υποβάλλει ή ήταν ευθύνη των Τελωνειακών Αρχών να ελέγχουν την ορθότητα των καταχωρήσεων στις διασαφήσεις και να επιβάλουν τους ανάλογους δασμούς πριν τα εμπορεύματα μπουν σε κυκλοφορία έτσι ώστε να παρέχεται στους εισαγωγείς η δυνατότητα καθορισμού των τιμών πώλησης στη βάση και των δασμών που καταβάλλονται χωρίς οι εν λόγω Αρχές να μπορούν εκ των υστέρων να απαιτούν τη διαφορά.

 

Διεξήλθα πολύ προσεκτικά το ενώπιον μου υλικό όπως αυτό προκύπτει μέσα από τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν ενώπιον μου, έχοντας συνέχεια κατά νου τις επί του προκειμένου θέσεις της αιτήτριας και τα σχετικά επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνηγόρου της.  Κατ΄αρχήν θεωρώ σκόπιμο να υπομνήσω τη νομολογιακή αρχή ότι στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσης που λήφθηκαν υπόψη από τη διοίκηση, η κρίση της οποίας επί τέτοιων θεμάτων στην ουσία παραμένει ανέλεγκτη, εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πρόδηλο λάθος στην όλη εξέταση του θέματος.  Με άλλα λόγια το ζητούμενο είναι αν όλα τα στοιχεία λήφθηκαν υπόψη και διερευνήθηκαν δεόντως προτού ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων ν. Περικλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 619, 626, 627  και CCC Laundries Limited v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 427.

 

Επανερχόμενος στην παρούσα περίπτωση, παρατηρώ τα πιο κάτω:

 

Συνιστά κοινό έδαφος το γεγονός ότι η ενέργεια των καθ΄ων η αίτηση να κατατάξουν τα επίμαχα εμπορεύματα σε διαφορετική κλάση από αυτή στην οποία τα είχαν αρχικά κατατάξει, με αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση σε βάρος της αιτήτριας των οφειλόμενων δασμών, ήταν το αποτέλεσμα μεταγενέστερου ελέγχου που διενήργησε η αρμόδια υπηρεσία των καθ΄ων η αίτηση.  Το δικαίωμα της εκ των υστέρων απαίτησης της διαφοράς των δασμών που προέκυψε σαν αποτέλεσμα του εν λόγω μεταγενέστερου ελέγχου, παρέχεται στους καθ΄ων η αίτηση όχι στη βάση οποιασδήποτε πρακτικής αλλά από αυτό τον ίδιο το Νόμο (βλ. άρθρα 48 και 52 του Ν. 94(Ι)/04).  Κατά συνέπεια οι καθ΄ων η αίτηση εφάρμοσαν τη νομοθεσία.  Και σ΄αυτή τους την ενέργεια οι καθ΄ων η αίτηση οδηγήθηκαν αποκλειστικά από τη συμπεριφορά της αιτήτριας, η οποία κατά το χρόνο εισαγωγής των προϊόντων της, αντί να μεριμνήσει ώστε τα προϊόντα της να υπαχθούν στην ορθή δασμολογική κλάση, παρέλειψε να το πράξει.  Υπενθυμίζω ότι τη βάση για την αυτόματη βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών και φόρων που αφορούσαν τα εν λόγω προϊόντα, αποτέλεσαν τα δεδομένα και οι πληροφορίες που περιείχαν οι διασαφήσεις που η αιτήτρια καταχώρισε κατά το χρόνο εισαγωγής των προϊόντων.

 

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ενήργησε με τον τρόπο που ενήργησε με υποδείξεις των Λειτουργών των καθ΄ων η αίτηση οι οποίοι την καθοδήγησαν ως προς τον κωδικό Taric.  Οι εν λόγω ισχυρισμοί όμως απορρίφθηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση και η αιτήτρια, η οποία έφερε το βάρος απόδειξης τους, δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδείκνυε το βάσιμο των εν λόγω ισχυρισμών της, με αποτέλεσμα αυτοί να παραμείνουν ατεκμηρίωτοι και συνεπώς μετέωροι.

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι, ενόψει του μεγάλου χρόνου που διέρρευσε και του ότι τα προϊόντα είχαν ήδη διατεθεί στην αγορά όταν οι καθ΄ων η αίτηση της κοινοποίησαν την επίδικη απόφαση, η επιβολή των επίδικων φόρων αναδρομικά συνιστά ακόμα ένα στοιχείο που στην ουσία παραβιάζει τους κανόνες χρηστής διοίκησης και ίσης μεταχείρισης ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύει κακοπιστία από πλευράς των καθ΄ων η αίτηση.

 

Είχα την ευκαιρία σχετικά πρόσφατα (βλ. προσφυγή 210/2008 E.A. Nutrition & Sports Ltd ν. Δημοκρατίας, ημερ. 13.12.2009) να ασχοληθώ με πανομοιότυπο θέμα.  Επειδή η θέση της νομολογίας μας επί του συγκεκριμένου θέματος εξακολουθεί να παραμένει η ίδια, παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την εκεί απόφασή μου, το οποίο υιοθετώ και για σκοπούς της πρώτης απόφασης μου:

 

«Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εκ των υστέρων απαίτηση των καθ'ων η αίτηση προέκυψε αποκλειστικά από τη συμπεριφορά της αιτήτριας η οποία παρέλειψε να υπαγάγει τα προϊόντα της στην ορθή δασμολογική κλάση όπως και από το γεγονός ότι οι καθ'ων η αίτηση ασκούσαν δικαίωμα που βρίσκει έρεισμα στο Νόμο και όχι σε οποιαδήποτε πρακτική, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η καλή πίστη δεν μπορεί να αφεθεί να καταλήξει σε κατάργηση της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 196) ούτε και υπερφαλαγγίζει, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Tamasos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, «την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης που είναι συνυφασμένη όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου». Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται από την Ολομέλεια στην υπόθεση Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικού κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 530, 534, «το Τελωνείο δεν μπορούσε και δεν δικαιούτο να απαλλάξει τον εισαγωγέα από την πληρωμή νόμιμα οφειλομένων δασμών που αποτελεί απαράγραπτο χρέος προς τη Δημοκρατία και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί με διοικητική απόφαση (δέστε Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ. ν. Της Δημοκρατίας, Αριθμός Προσφυγής 492/91, ημερομηνίας 20/12/92)». Τέλος, επισημαίνω την αρχή ότι η εξουσία που παρέχεται στο Τελωνείο στον τομέα ταξινόμησης εμπορευμάτων στην ορθή δασμολογική κλάση είναι πολύ ευρεία και το Δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει, αν διαπιστώσει ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου (Rodafinia v. Republic (1988) 3 C.L.R. 45)

 

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μου ότι ουδόλως από το ενώπιον μου υλικό προκύπτει συμπέρασμα για συμπεριφορά από πλευράς των καθ΄ων η αίτηση η οποία με οποιοδήποτε τρόπο παραβιάζει τους κανόνες της χρηστής διοίκησης ή της ίσης μεταχείρισης.

 

Η πιο πάνω κατάληξή μου στην ουσία σφραγίζει και τη μοίρα της θέσης της αιτήτριας περί παράνομης ανάκλησης διοικητικής πράξης λόγω παρόδου μακρού χρονικού διαστήματος και λαθών από πλευράς των καθ΄ων η αίτηση τα οποία δεν πρέπει να αφεθούν, σύμφωνα με τον κ. Θωμά,  να οδηγήσουν σε παραβίαση των συμφερόντων της αιτήτριας.  Πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο χρόνος που διέρρευσε μεταξύ της αρχικής δασμολόγησης και της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ήταν τέτοιος που να μην επιτρέπει ανάκληση της πρώτης απόφασης, στην προκειμένη περίπτωση με την εκ των υστέρων ορθή ταξινόμηση των προϊόντων επαναφέρθηκε η δημόσια τάξη.  Εξάλλου η παρέλευση χρόνου δεν μπορεί να αφεθεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα και κώλυμα για την ανάκληση μιας παράνομης διοικητικής πράξης όπου η εν λόγω πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον.

 

Τέλος, είναι η θέση της αιτήτριας ότι τα όσα περί μη υποτιμολόγησης των εμπορευμάτων ανέφερε στους Λειτουργούς του Τμήματος Τελωνείων ο διευθυντής της εταιρείας, αγνοήθηκαν και ή δεν ερευνήθηκαν όταν οι τελευταίοι απεφάσιζαν ότι τα εμπορεύματα είχαν υποτιμολογηθεί.  Οι Λειτουργοί των καθ΄ων η αίτηση δεν ερεύνησαν σύμφωνα με την επί του προκειμένου θέση της αιτήτριας τον ισχυρισμό του διευθυντή ότι η διαφορά που παρουσιαζόταν μεταξύ της τιμής που αναγραφόταν στα τιμολόγια και της δηλωμένης αξίας των εμπορευμάτων οφειλόταν στο ότι στην τιμή που αναγραφόταν στα τιμολόγια περιλαμβάνετο και η προμήθεια του διαμεσολαβητή καθώς επίσης και τα έξοδα επιθεώρησης των φορτίων και του ελέγχου ποιότητας και προδιαγραφών των εμπορευμάτων.  Από τα τιμολόγια τα οποία έχουν επισυναφθεί στην ένσταση και γενικά το περιεχόμενο του φακέλου, ουδόλως προκύπτει ότι στη δηλωθείσα επί των τιμολογίων τιμή περιλαμβανόταν οτιδήποτε πέραν του ποσού της αξίας των εμπορευμάτων.  Είναι η κατάληξη μου ότι οι καθ΄ων η αίτηση προέβησαν σε ενδελεχή έρευνα αντιπαραβάλλοντας τα τιμολόγια, τα εμβάσματα           και τις διασαφήσεις προτού καταλήξουν ότι για τις συγκεκριμένες διασαφήσεις και εισαγωγές εμπορευμάτων είχε δηλωθεί χαμηλότερη τιμή από την πραγματική.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1350 υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                                        Α. Πασχαλίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΧΠ/ΚΧ»Π

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο