ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1140/2009)
31 Αυγούστου, 2012
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
P.F.C. MOTORS LIMITED,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Θ. Ραφτοπούλου (κα), για Σ.Α. Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.
Ε. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία διατηρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο επιχείρηση εμπορίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, τα οποία εισήγαγε στην Κύπρο από διάφορες χώρες.
Με στόχο την επιβεβαίωση της ορθότητας των στοιχείων που περιείχοντο στις φορολογικές δηλώσεις τις οποίες η αιτήτρια υπέβαλλε στην Υπηρεσία Φ.Π.Α., λειτουργοί της Υπηρεσίας, ασκώντας τις εξουσίες που τους παρείχαν οι περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμοι 2000-2008 (ο Νόμος), διενήργησαν έρευνα στα υποστατικά της αιτήτριας στις 8/10/2008.
Στα πλαίσια της έρευνας εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν στοιχεία που αφορούσαν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας και λήφθηκαν καταθέσεις από πελάτες της. Συγκεκριμένα, για την περίοδο 2004-2007 λήφθηκαν συνολικά 39 καταθέσεις από ισάριθμους πελάτες της εταιρείας για αντίστοιχες πωλήσεις αυτοκινήτων. Για τα έτη 2004 και 2005 λήφθηκαν 19 καταθέσεις, ενώ για τα έτη 2006 και 2007 λήφθηκαν οι υπόλοιπες 20.
Η φορολογική περίοδος που τέθηκε κάτω από το μικροσκόπιο των λειτουργών της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. ήταν η περίοδος από 1/8/2001 μέχρι 31/7/2008.
Τον πιο πάνω έλεγχο ακολούθησε βεβαίωση φόρου με βάση το άρθρο 49 του Νόμου, δυνάμει της οποίας βεβαιώθηκε ως φόρος οφειλόμενος προς τους καθ'ων η αίτηση από την αιτήτρια, το συνολικό ποσό των ΛΚ87.931,67. Το εν λόγω ποσό αντιπροσώπευε, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, το συνολικό ποσό του φόρου εκροών που δεν δηλώθηκε από την αιτήτρια στις φορολογικές δηλώσεις της τις οποίες είχε υποβάλει στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. για τη συγκεκριμένη περίοδο. Το εν λόγω ποσό αντιστοιχούσε με ποσοστό υποδήλωσης της τιμής πώλησης των αυτοκινήτων 9,47%. Συγκεκριμένα ο έλεγχος αποκάλυψε ότι, για μεν τα έτη 2004 και 2005 οι τιμές πώλησης που καταχωρήθηκαν στα τιμολόγια πώλησης ήταν κατά 6,51% χαμηλότερες σε σχέση με τις τιμές που δήλωσαν οι πελάτες της αιτήτριας στις καταθέσεις τους ότι αγόρασαν τα αυτοκίνητα, για δε τα έτη 2006 και 2007 κατά 12,92% χαμηλότερες.
Αντιδρώντας οι αιτητές στην πιο πάνω βεβαίωση φόρου, η οποία τους κοινοποιήθηκε με επιστολή των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 9/6/2008, καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της.
Οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης περιστρέφονται γύρω από τους πιο κάτω δύο άξονες:
(α) Η προσβαλλόμενη πράξη είναι αυθαίρετη, λήφθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Έναυσμα για προβολή του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης έδωσαν οι πιο κάτω αναφορές στο εσωτερικό σημείωμα λειτουργού της Υπηρεσίας από τις οποίες προκύπτει, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε γιατί η αιτήτρια αρνήθηκε να συμβιβασθεί και πως η απόφαση για ποινική δίωξη της λήφθηκε πριν την ολοκλήρωση του ανακριτικού έργου και την αξιολόγηση της μαρτυρίας:
"Πρώτο Λειτουργό ΦΠΑ
κ. Θεοφ. Σκαπούλλη
Η υπόθεση αυτή θα οδηγηθεί σε ποινικό δικαστήριο, αφού ο διευθυντής της κ. Χρίστος Παπαδόπουλος δεν εξέφρασε επιθυμία συμβιβασμού.
Ως εκ τούτου, θα ετοιμαστεί και θα επιδοθεί άμεσα η διοικητική πράξη και όταν ολοκληρωθεί το ανακριτικό έργο (ολοκλήρωση των καταθέσεων που λαμβάνονται), θα σταλεί στον Τομέα Λήψης Δικαστικών Μέτρων για αξιολόγηση της Μαρτυρίας.
Παρακαλώ για τυχόν οδηγίες σας.
κ. Χριστούδη
Συμφωνώ. Παρακαλώ να εξεταστεί η δυνατότητα έκδοσης δύο διοικητικών πράξεων, μια για τις υποτιμολογήσεις και άλλη για τα μη δικαιούχα αυτοκίνητα από το Ηνωμ. Βασίλειο.
κ. Νίκο Χ' Παύλου
Ως οι οδηγίες στην παρ. (2)."
(β) Οι καθ'ων η αίτηση προχώρησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης παραβιάζοντας την υποχρέωση τους να χρησιμοποιήσουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση τους γιατί:
(i) Ενώ γνώριζαν για την ανομοιότητα των αποτελεσμάτων αναφορικά με τις περιόδους (2004-2005 και 2006-2007), καθόρισαν το ποσοστό υποτιμολόγησης χωρίς περαιτέρω έρευνα και
(ii) ενώ γνώριζαν ότι κατά τη διάρκεια των ετών 2001-2003 και 2008 η αιτήτρια δεν πραγματοποίησε πολλές πωλήσεις και κατ' επέκταση η οποιαδήποτε έρευνα για τις περιόδους αυτές θα ήταν σύντομη, δεν διεξήγαγε καμιά έρευνα για τις περιόδους αυτές.
Η κα Συμεωνίδου υιοθετεί αντίθετη θέση και προβάλλει εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. ’ξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ουσία της επιχειρηματολογίας της κας Συμεωνίδου συνιστά η θέση ότι ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, του φορολογούμενου υποχρεωμένου όχι μόνο να καταγράφει το σύνολο των απαραίτητων για σκοπούς βεβαίωσης του φόρου πληροφοριών, αλλά και να αποκαλύπτει στον Έφορο τα ορθά στοιχεία έτσι ώστε μέσα από το σύνολο τους να αναδεικνύεται η πραγματικότητα και να καθίσταται δυνατός ο ορθός προσδιορισμός των φορολογικών του δηλώσεων.
Στην παρούσα περίπτωση, υποστήριξε η κα Συμεωνίδου, η αιτήτρια εταιρεία απέτυχε να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωση της, με αποτέλεσμα ο Έφορος στον οποίο παρέχεται διακριτική ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού του φόρου, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, ενεργώντας μέσα στα ορθά πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, να προβεί σε βεβαίωση του οφειλόμενου από την αιτήτρια φόρου με βάση το άρθρο 49 του Νόμου.
Ήταν η θέση της κας Συμεωνίδου, η οποία απορρίπτει τα περί αυθαίρετης απόφασης και απόφασης που παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, ότι η ποινική δίωξη του φορολογούμενου συνιστά διαδικασία ανεξάρτητη από τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου του. Πρόκειται, σύμφωνα με την κα Συμεωνίδου, για δύο τελείως ανεξάρτητες διαδικασίες και όχι αλληλένδετες. Σύμφωνα με την πρακτική που η Υπηρεσία ακολουθεί, η ποινική διαδικασία ακολουθείται εκεί όπου τα περιθώρια εξεύρεσης εξώδικης διευθέτησης έχουν εξαντληθεί. Σε τέτοια περίπτωση, η μόνη διέξοδος και επιλογή που απομένει στην Υπηρεσία είναι η βεβαίωση του φόρου και η καταχώριση ποινικής δίωξης έναντι του φορολογουμένου. Τέλος, η κα Συμεωνίδου ισχυρίζεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η ποινική δίωξη της αιτήτριας δικαιολογείτο από το υλικό που είχε στα χέρια της η Υπηρεσία κατά τον κρίσιμο χρόνο, που ήταν ο χρόνος λήψης της εισήγησης για ποινική δίωξη της, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναμένεται η συμπλήρωση των ερευνών.
Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχετικές με τα ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα περίπτωση, υποθέσεις, τονίζουν την πάγια νομολογιακή αρχή ότι η ευθύνη παρουσίασης και αποκάλυψης των αναγκαίων και απαραίτητων για σκοπούς προσδιορισμού των φορολογικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου στοιχείων, βαρύνει αποκλειστικά τον ίδιο, ο οποίος για το σκοπό αυτό υποχρεούται να τηρεί ορθά και πλήρως ενημερωμένα στοιχεία. Παράλειψη συμμόρφωσης του φορολογούμενου με τη συγκεκριμένη υποχρέωση του, ενεργοποιεί τις εξουσίες που το άρθρο 49(1) του Νόμου παρέχει στον Έφορο να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο τρόπο την κρίση του, του φορολογούμενου στερούμενου, λόγω ακριβώς της μη συμμόρφωσης από πλευράς του με τη συγκεκριμένη υποχρέωση του, της δυνατότητας να επιζητήσει την επί του προκειμένου άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου, προς όφελος του. (Βλ., μεταξύ άλλων, Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 782, Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd. (2000) 3 Α.Α.Δ. 679 και Kokos Athanasiou Motors Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21 και την εκεί νομολογία που οι εν λόγω αποφάσεις παραπέμπουν).
Οι θέσεις της Δημοκρατίας με βρίσκουν σύμφωνο στην ολότητά τους. Την ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 49(1) του Νόμου, δυνάμει των οποίων ο Έφορος προχώρησε στη βεβαίωση του φόρου, προκάλεσε αποκλειστικά η συμπεριφορά της αιτήτριας, η οποία κατά παράβαση της σχετικής υποχρέωσης της δεν τηρούσε ορθά και πλήρως ενημερωμένα στοιχεία αναφορικά με τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες και όχι η συμπεριφορά του Εφόρου. Ο τελευταίος ποσώς δεν έχει με τη συμπεριφορά του δημιουργήσει οποιαδήποτε κατάσταση επί της οποίας η αιτήτρια να είχε βασισθεί για να πετύχει αποδέσμευση από την εν λόγω υποχρέωση της. Αυτή η ίδια ήταν που δημιούργησε την αναδυόμενη μέσα από τα βιβλία της εικόνα ανακρίβειας και δη τη διάσταση στις τιμές πώλησης που αναγράφονταν στα τιμολόγια και των πραγματικών τιμών στις οποίες τα αυτοκίνητα πωλήθηκαν.
Επομένως, δεν πρόκειται για θέμα περαιτέρω διερεύνησης, ως ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας το θέτει, αλλά αναδόμησης ουσιαστικά, του συνόλου της κατάστασης για τη δημιουργία της οποίας, υπεύθυνη είναι μόνο η αιτήτρια. Η τελευταία θα μπορούσε, δεν το έπραξε όμως, να δώσει εξηγήσεις για την ανακριβή εικόνα που αναδύεται μέσα από τα βιβλία της, υποδεικνύοντας στον Έφορο και θέτοντας ενώπιον του όλα εκείνα τα στοιχεία που ενδεχομένως να την δικαιολογούσαν. Αντ' αυτού, επεδίωξε να θέσει στους ώμους του Εφόρου την υποχρέωση αναζήτησης λύσεων για τις ανακρίβειες, αναδομώντας στην ουσία εκ βάθρων την εικόνα των βιβλίων της.
Τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω σφραγίζουν κατά την άποψη μου και τη θέση των αιτητών περί «μη χρησιμοποίησης από τον Έφορο, κατά τον καλύτερο τρόπο της κρίσης του». Το κατά πόσο ο Έφορος χρησιμοποίησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, είναι θέμα που εξετάζεται με βάση τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης που τίθεται ενώπιον του. Όπως έχω αναφέρει, την υποχρέωση να θέσει ενώπιον του Εφόρου το σύνολο των στοιχείων τα οποία απαιτούνται για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, την έχει ο φορολογούμενος, στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια, η οποία υπενθυμίζω οφείλει να τηρεί ορθά και πλήρη στοιχεία αναφορικά με τις εμπορικές της συναλλαγές. Και εδώ η αιτήτρια δεν το έχει πράξει. Είναι η διαπίστωση μου, από το ενώπιον μου υλικό, ότι ο Έφορος εξέτασε το σύνολο των στοιχείων που περιήλθαν στην κατοχή του, και ο ισχυρισμός ότι αγνόησε στοιχεία είναι αβάσιμος, όπως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι ο Έφορος έσφαλλε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας αναφορικά με την επιλογή της μεθόδου που υιοθέτησε για σκοπούς προσδιορισμού του καταβλητέου φόρου.
Η εισήγηση στο εσωτερικό σημείωμα λειτουργού της Υπηρεσίας για ποινική δίωξη της αιτήτριας, εφόσον η τελευταία δεν επέδειξε επιθυμία συμβιβασμού της υπόθεσης, ουδόλως δικαιολογεί συμπέρασμα περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης από πλευράς του Εφόρου, ούτε και καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση προϊόν αυθαιρεσίας. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από την κα Συμεωνίδου, οι δύο διαδικασίες - ποινική δίωξη και εξώδικη διευθέτηση - δεν αλληλοεξαρτώνται ούτε και η ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 49(1) συναρτάται με οποιαδήποτε από αυτές. Η ενεργοποίηση των συγκεκριμένων προνοιών συναρτάται με τα στοιχεία που ο αιτητής παρουσιάζει και αποκαλύπτει στον Έφορο για σκοπούς προσδιορισμού των φορολογικών υποχρεώσεων του (βλ. Van Boekel v. Customs and Excise Commission (1981) 2 All E.R. 505). Και αν ο φορολογούμενος, στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια, δεν επιθυμεί εξώδικη διευθέτηση της οφειλής της, τότε η μόνη επιλογή για σκοπούς εκτέλεσης της βεβαίωσης του φόρου ήταν η ποινική δίωξη της αιτήτριας.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί ανεπαρκούς κατά τον κρίσιμο χρόνο μαρτυρίας για σκοπούς ποινικής δίωξης της, περιορίζομαι στη διαπίστωση ότι αυτοί ουδέποτε τεκμηριώθηκαν∙ είναι γενικοί και αόριστοι.
Στη διαδικασία της προσφυγής το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτητής. Στην περίπτωση μας η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την επίκληση των προνοιών του συγκεκριμένου άρθρου.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και συνακόλουθα απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση 1.250. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ