ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 693/2012)
16 Ιουλίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
MANON ALSHAER,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Χριστοδουλίδης, για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Στις 3.4.2012 μέλη της ΜΜΑΔ αφού έλεγξαν τα στοιχεία του αιτητή διαπίστωσαν ότι αυτός είναι Σύριος και ότι εισήλθε παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε άγνωστη ημερομηνία το 2011. Εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης και την επομένη, 4.4.2012 κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης με βάση το άρθρο 6(1)(κλ) του περί Αλλοδαπών Νόμου και εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησης. Τα εν λόγω διατάγματα γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή με επιστολή ημερ. 4.4.2012 την οποία ο αιτητής αρνήθηκε να παραλάβει.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει τα διατάγματα απέλασης και κράτησης που κατά τα ανωτέρω εκδόθηκαν εναντίον του. Ισχυρίζεται ότι παράνομα δεν έχει πληροφορηθεί στη μητρική του γλώσσα περί των εκδοθέντων εναντίον του διαταγμάτων. Προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι οι καθ΄ ων η αίτηση πληροφόρησαν γραπτώς τον αιτητή για τους λόγους έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων χρησιμοποιώντας την αγγλική γλώσσα η οποία καθώς φαίνεται είναι γλώσσα που κατανοεί ο αιτητής εφόσον είναι αυτή τη γλώσσα που χρησιμοποίησε για τους σκοπούς υποβολής αίτησης ασύλου ημερ. 18.4.2012, παράρτημα Α στην ένσταση. Στην Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 393 μεταξύ άλλων κρίθηκε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση του άρθρου 30 του Συντάγματος λόγω σύνταξης των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής στην ελληνική. Το άρθρο 30 του Συντάγματος δεν διαλαμβάνει οποιαδήποτε υποχρέωση για έκδοση της απόφασης στη γλώσσα του διαδίκου. Εφόσον η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για την κοινοποίηση της απόφασης ήταν κατανοητή στον αιτητή και ότι εν πάση περιπτώσει σύμφωνα με τα λεχθέντα στην Singh (ανωτέρω) δεν επιβαλλόταν να χρησιμοποιηθεί η γλώσσα του αιτητή αποφαίνομαι ότι δεν έχουν παραβιαστεί δικαιώματα του αιτητή και απορρίπτω τον σχετικό ισχυρισμό.
Ο αιτητής στις 18.4.2012 υπέβαλε αίτημα για πολιτικό άσυλο το οποίο βρίσκεται υπό εξέταση. Ενόψει της εν λόγω αίτησης η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης ανεστάλη στις 23.4.2012. Η διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης διατηρούσε τη δυνατότητα έκδοσης διατάγματος απέλασης παρά το γεγονός ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα υποβάλλει αίτημα για πολιτικό άσυλο. Σχετική επί του προκειμένου είναι η απόφαση στην Rahal v. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 741 στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η επιφύλαξη στο άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο. Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Δεν δεχόμαστε ότι όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου καθίσταται, στις πτυχές που εδώ συζητούμε, καθ΄ ολοκληρίαν ανενεργός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος.
Στην προκειμένη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Στηρίχθηκε σε περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναγνωρίζονται από τον περί Προσφύγων Νόμου ότι ενδέχεται να συνοδεύουν αιτητές ασύλου. Αυτή η διάκριση απασχόλησε πρωτοδίκως τον Κωνσταντινίδη Δ. στην υπόθεση Αναφορικά με τον Jamil Ahmed (2004) 1 ΑΑΔ 1752, όπου ανέφερε τα εξής:
«Λανθασμένη, όμως, θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αιτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή του. Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το αρ. 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει. Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή. Εκδόθηκαν για λόγους άλλους, μάλιστα πριν ο αιτητής υποβάλει καν αίτηση για άσυλο.»
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι σε περίπτωση απέλασής του στη Συρία θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας όπου εξετάζεται αποκλειστικά η νομιμότητα των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης που εκδόθηκαν εναντίον του. Εν πάση περιπτώσει ο ισχυρισμός βρίσκεται μετέωρος εφόσον δεν έχει προσαχθεί κανένα στοιχείο προς υποστήριξή του.
Το δικαίωμα κάθε χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της αποτελεί έκφραση της κρατικής κυριαρχίας. Το δικαίωμα εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στο έδαφος της Δημοκρατίας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και εφόσον η εξουσία αυτή ασκείται καλόπιστα και σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου το Δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης.
Η αίτηση απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €500 έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.