ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 364/2011)
17 Ιουλίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CYPOIL TRADING LIMITED,
Αιτητών,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
Ι. Νικολάου, για τους Αιτητές.
Αλ. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εταιρεία Fedonas A. Kyriakou and Son Ltd, το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο και δεν εμφανίσθηκε στην παρούσα διαδικασία, υπέβαλε αίτηση στις 20.5.2010 προς την Αρχή Αδειών με στόχο τη χορήγηση άδειας Μεταφορέα Γ για ένα ενιαία βυτιοφόρο όχημα μεταφοράς πετρελαιοειδών μεικτού βάρους 27.000 κιλών προς εξυπηρέτηση των αναγκών της εταιρείας που διατηρούσε πρατήριο καυσίμων.
Στις 7.7.2010 η Αρχή Αδειών λαμβάνοντας υπόψη την εισήγηση του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, την ένσταση που υποβλήθηκε από την Ομοσπονδία Αυτοκινητιστικών Π.Ε.Ε.Α., ενέκρινε την αίτηση ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά πετρελαιοειδών από το πρατήριο της εταρείας σε όλους τους πελάτες της στην επαρχία Πάφου. Οι παρόντες αιτητές καταχώρησαν ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Αδειών η οποία απερρίφθη στις 3.2.2011. Η απόρριψη από την Αναθεωρητική Αρχή έγινε αφού άκουσε τα ενδιαφερόμενα μέρη επιφυλάσσοντας την απόφαση της στις 19.1.2011.
Οι αιτητές διατείνονται ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στα άρθρα 5(13) και (16)Α του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου αρ. 9/82, διότι δεν ερευνήθηκαν δεόντως όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, τις προϋποθέσεις άδειας χορήγησης Μεταφορέα Γ, ενώ πεπλανημένα κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί από επιχειρήσεις που μετέφεραν πετρελαιοειδή από τις εγκαταστάσεις των εταιρειών πετρελαιοειδών στη Λάρνακα αδειούχων Μεταφορέων Α. Λανθασμένα, κατά την εισήγηση, η Αναθεωρητική Αρχή απέρριψε την ιεραρχική τους προσφυγή θεωρώντας ότι η έκταση και η φύση της επιχείρησης του ενδιαφερομένου μέρους καθιστούσε απαραίτητη τη ζητούμενη άδεια Μεταφορέα Γ υπό το φως και της επιταγής του Νόμου για ίση ευκαιρία κτήσεως κέρδους.
Η Αναθεωρητική Αρχή πλανήθηκε ως προς το κατά πόσο ήταν απαραίτητη η άδεια Μεταφορέα Γ για τη διεξαγωγή των εργασιών επιχείρησης του ενδιαφερομένου μέρους εφόσον πουθενά στη σχετική απόφαση δεν καταγράφηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ήδη κάτοχος αδείας Μεταφορέα Β για ένα όχημα μεικτού βάρους 10 τόνων που χρησιμοποιείτο ήδη για την κάλυψη των αναγκών της επιχείρησης του για διανομή από τις αποθήκες καυσίμων. Η ύπαρξη της άδειας Μεταφορέα Β ήταν στη γνώση της Αναθεωρητικής Αρχής, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 19.1.2011, αλλά δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη εφόσον ούτε αναφέρθηκε στην απόφαση ούτε αιτιολογήθηκε ειδικά η αναγκαιότητα χορήγησης πρόσθετης άδειας Μεταφορέα Γ. Ούτε φαίνεται να απασχόλησε την Αναθεωρητική Αρχή κατά πόσο το όχημα του ενδιαφερομένου μέρους μεικτού βάρους 27.000 κιλών ήταν κατάλληλο για σκοπούς διανομής πετρελαιοειδών σε ξενοδοχεία και σπίτια όπως ήταν οι ανάγκες διανομής πετρελαίου στους πελάτες του ενδιαφερομένου μέρους και γιατί δεν μπορούσαν οι ανάγκες αυτές να ικανοποιηθούν με μικρότερο όχημα. Η θέση του ενδιαφερομένου μέρους ότι έχει «μεγάλο μέγεθος εργασιών» δεν αποτελεί επαρκή λόγο για χορήγηση άδειας Μεταφορέα Γ, με δεδομένο ότι τέτοια άδεια δυνάμει του Νόμου χορηγείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από Μεταφορείς άδειας Α. Περαιτέρω, η θέση του ενδιαφερομένου μέρους ότι του είχε δοθεί πιστοποίηση από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας ότι μπορούσε να διέρχεται στο αεροδρόμιο Πάφου δεν πιστοποιήθηκε εφόσον τέτοια άδεια δεν παρουσιάστηκε.
Προκύπτει εκ των ανωτέρω έλλειψη δέουσας έρευνας συμφώνως της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ελλιπής αιτιολογία οδηγούσα σε λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Περαιτέρω, κακώς η Αναθεωρητική Αρχή έκρινε ότι η ιεραρχική προσφυγή των αιτητών κατατέθηκε εκπρόθεσμα, πέραν δηλαδή της περιόδου των 20 ημερών, και ως εκ τούτου η ιεραρχική προσφυγή ήταν απορριπτέα. Η πλάνη της Αναθεωρητικής Αρχής συνίσταται στο ότι συνέδεσε την ημερομηνία έκδοσης απόφασης από την Αρχή Αδειών στις 7.7.2010 με την καταχώρηση της ιεραρχικής προσφυγής στις 14.10.2010, χωρίς να είναι γνωστή η ημερομηνία γνωστοποίησης ή κοινοποίησης της απόφασης της Αρχής Αδειών στους αιτητές ως πρόσωπα που είχαν έννομο συμφέρον. Η απόφαση της Αρχής Αδειών δεν κοινοποιήθηκε απευθείας στους αιτητές αλλά μόνο στην Ομοσπονδία Αυτοκινητιστών μέσω της οποίας έλαβαν γνώση στις 24.9.2010.
Αντίθετα, η Αναθεωρητική Αρχή υποστηρίζει τη νομιμότητα της πράξης στη βάση της κείμενης νομοθεσίας από τη μια και την ορθή άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας από την άλλη. Λήφθηκαν απ΄ αυτήν όλα τα στοιχεία και δεδομένα που ήταν διαθέσιμα και ασκήθηκε κρίση εντός των επιτρεπτών ορίων, ιδιαιτέρως λαμβάνοντας υπόψη, ότι ορισμένα θέματα αφορούσαν τεχνικά ζητήματα. Υπήρξε πλήρης έρευνα στη βάση των ουσιωδών στοιχείων που ήταν υπόψη της διοίκησης και ουδεμία πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο διαπιστώνεται. Περαιτέρω, η απόφαση τυγχάνει και πλήρως ή επαρκώς αιτιολογημένη.
Δεν διαπιστώνεται έρεισμα στην προσφυγή. Κατ΄ αρχάς σε ό,τι αφορά το εκπρόθεσμο της ιεραρχικής προσφυγής, η Αναθεωρητική Αρχή δεν φαίνεται να υποστηρίζει αυτή τη θέση, εξ ου και ουδέν αναφέρεται στη δική της γραπτή αγόρευση και κατά τις διευκρινίσεις η δικηγόρος για την Αρχή δέχθηκε ότι η Αναθεωρητική Αρχή, παρά τη δική της διαπίστωση ότι η ιεραρχική προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη, προχώρησε να επιληφθεί της ουσίας. Επομένως δεν ηγέρθη το ζήτημα στην αγόρευση της Αρχής στην εδώ προσφυγή. Ορθά τοποθετήθηκε η κα Καλησπέρα εφόσον η Αναθεωρητική Αρχή φαίνεται να αποφάσισε το ζήτημα του εκπρόθεσμου από μόνη της, χωρίς να το εγείρει στα ενώπιον της εμφανιζόμενα μέρη και σίγουρα χωρίς να επιδιώξει την τοποθέτηση των ιδίων των αιτητών. Όπως είναι γνωστό στο διοικητικό δίκαιο, οι προθεσμίες, ιδιαιτέρως όταν αυτές θεωρούνται ανατρεπτικές, αρχίζουν να μετρούν όχι απλά από την ημερομηνία λήψης της συγκεκριμένης απόφασης εναντίον της οποίας εγείρεται η προσφυγή, αλλά από τη γνώση αυτής, που σημαίνει βεβαίως γνώση όλων των ουσιωδών στοιχείων, (Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Ποταμίτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 315 και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415). Από το σκεπτικό της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, ημερ. 3.2.2011, είναι πρόδηλο ότι η Αρχή αποφάσισε μόνη της το ζήτημα του εκπροθέσμου και μάλιστα κατά συνοπτικό τρόπο, χωρίς να ενδιατρίψει στα γεγονότα που αφορούσαν την καθαυτή κοινοποίηση και χωρίς να δώσει την ευκαιρία στους αιτητές να τοποθετηθούν ως προς το πότε έλαβαν γνώση της απόφασης.
Επί της ουσίας όμως, δεν διαπιστώνεται έρεισμα στη θέση ότι δεν προηγήθηκε της απόφασης δέουσα έρευνα. Η Αναθεωρητική Αρχή είχε υπόψη της όλα τα δεδομένα της υπό κρίση προσφυγής και άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια υπέρ της αποδοχής της ιεραρχικής προσφυγής από τους αιτητές. Το τι συνιστά δέουσα έρευνα, ως είναι θεμελιωμένο από τη νομολογία, παραπέμπει στη γνώση και εξέταση κάθε σχετικού δεδομένου που είναι δυνατόν να επηρεάσει την απόφαση της διοίκησης. Εφόσον συλλέγονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία και δεδομένα που είναι αναμενόμενο και εφικτό να αναζητηθούν, η έρευνα είναι πλήρης, (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 211 και Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Από την άλλη, η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας, ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση αντικείμενο. Το Δικαστήριο παγίως δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά εξετάζει κατά πόσο η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής, (Δημοκρατία ν. C. Kassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835). Το κριτήριο της δέουσας έρευνας είναι η επάρκεια της και η τήρηση των κανόνων χρηστής διοίκησης, (Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. P. Kourris Constructions & Co (2007) 3 Α.Α.Δ. 157 και Α & Χ (Κτηματική) Λτδ ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας, υπόθ. αρ. 1683/10, ημερ. 21.12.2011).
Δεν είναι σαφές τι έπρεπε να ερευνήσει η Αναθεωρητική Αρχή και δεν το ερεύνησε. Από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης πράξης, είναι φανερό ότι η Αρχή διερεύνησε κάθε ισχυρισμό που πρόβαλαν οι αιτητές και προέβηκαν σε κρίση επί των θεμάτων που τέθηκαν. Απλώς οι αιτητές διαφωνούν με την κατάληξη της Αρχής. Υπήρχαν όμως τα δεδομένα. Η Αρχή εξέτασε κατά πόσον η άδεια μεταφορέα «Γ» ήταν απαραίτητη για το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο και δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί κατάλληλα από επιχειρήσεις που διαθέτουν άδεια οδικού μεταφορέα «Α». Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε δηλώσει την ανάγκη του για κάλυψη των αναγκών διανομής πετρελαίου στους πελάτες του και δηλώθηκε επίσης η πρόθεση να χρησιμοποιηθεί το όχημα τους με μικρό βάρος 27.000 κιλών. Δηλώθηκε επίσης ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε μεγάλο κύκλο εργασιών. Όσον αφορά το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ήδη κάτοχος άδειας μεταφορέα «Β» για όχημα μεικτού βάρους 10 τόνων, αλλά δεν αναφέρθηκε στο σκεπτικό της απόφασης, παρατηρείται ότι η παράλειψη ρητής αναφοράς δεν συνεπάγεται και μη δέουσα έρευνα. Όπως ορθά σημειώνει η συνήγορος της Αναθεωρητικής Αρχής, στη δική της αγόρευση σελ. 7-9, η Αρχή στάθμισε όλες τις σχετικές παραμέτρους, προς λήψη της απόφασης της, είχε ενώπιον της το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Αρχής Αδειών, καθώς και το σύνολο του διοικητικού φακέλου και οτιδήποτε προέκυπτε από αυτό. Άλλωστε, το γεγονός της κατοχής άδειας μεταφορέα «Β» ήταν στη γνώση της Αρχής, εφόσον από το διάλογο που παραπέμπει η δικηγόρος της Αρχής στις σελ. 6-7 της αγόρευσης της, έκδηλα φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ρωτήθηκε για την επάρκεια της άδειας «Β», προς εξυπηρέτηση των αναγκών του. Αυτός ο διάλογος διεξήχθη ενώπιον της Αρχής Αδειών κατά την εξέταση της αίτησης του ενδιαφερομένου μέρους, στις 7.7.2010, (Παράρτημα 3 στην ένσταση). Αλλά και στα πρακτικά που τηρήθηκαν από την ίδια την Αναθεωρητική Αρχή στη συνεδρία της ημερ. 19.1.2011, (Παράρτημα 7 στην ένσταση), και πάλι τέθηκε θέμα για την άδεια μεταφορέως «Β», και δόθηκαν οι πληροφορίες ότι το όχημα που είχε αυτή την άδεια είχε 7.000 λίτρα χωρητικότητα, είναι βάρους 10 τόνων, με δύο οδηγούς. Εξηγήθηκε δε γιατί δεν αρκούσε για τις ανάγκες της εργασίας του ενδιαφερόμενου μέρους.
Συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για έλλειψη δέουσας έρευνας. Όλα τα στοιχεία ήσαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία τεκμαίρεται ότι τα έλαβε υπόψη κατά τη νόμιμη παραγωγή της διοικητικής της απόφασης. Τα δεδομένα στην Cypoil Trading Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, υπόθ. αρ. 994/07, ημερ. 7.9.2009, στην οποία παρέπεμψαν οι αιτητές, όπου ακυρώθηκε η εκεί απόφαση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ήσαν διαφορετικά και δεν έχουν εδώ εφαρμογή. Κρίθηκε εκεί ότι έλειπε το υπόβαθρο επί πραγματικών δεδομένων ως προς κατά πόσο το όχημα ήταν ειδικά διασκευασμένο στην έννοια του Νόμου. Υπήρχαν, ως φαίνεται, μόνο αμφισβητήσεις των δεδομένων που αφορούσαν το όχημα και η κρίση της Αρχής ότι είχε «πεισθεί ότι το όχημα είναι ειδικά διασκευασμένο», δεν επαρκούσε για να ήταν δυνατός ο αναθεωρητικός έλεγχος, όχι επί τεχνικού θέματος, αλλά επί του πραγματικού υπόβαθρου που οδήγησε σ΄ αυτή την κρίση.
Εδώ, όμως, δεν υπάρχουν παρόμοια στοιχεία. Το όχημα του ενδιαφερομένου μέρους ήταν συγκεκριμένων τόνων, δεν τέθηκε οποιοδήποτε ζήτημα αναφορικά με το «ειδικώς διασκευασμένο» αυτού και το θέμα αφορούσε αν τα δεδομένα που είχε το ενδιαφερόμενο μέρος δικαιολογούσαν ή όχι την παροχή άδειας μεταφορέως «Γ», υπό το φως όλων των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, περιλαμβανομένης και της θετικής εισήγησης του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.
Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία η Αρχή Αδειών δυνάμει του άρθρου 3 έχει εξουσία και καθήκον έκδοσης αδειών οδικής χρήσεως, οι αποφάσεις της όμως δύνανται να προσβληθούν με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 4Α(1) από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών η οποία έχει καθιδρυθεί δυνάμει του άρθρου 4. Η Αναθεωρητική Αρχή μπορεί δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 4Α να επικυρώσει, ακυρώσει, τροποποιήσει ή εκδώσει νέα απόφαση στη θέση της προσβαλλόμενης. Μπορεί ακόμη να παραπέμψει την υπόθεση πίσω στην Αρχή Αδειών διατάσσοντας την να λάβει ορισμένη ενέργεια.
Δυνάμει του Μέρους IV του Νόμου ρυθμίζεται η οδική μεταφορά φορτίου. Το άρθρο 16Α προνοεί για τη χορήγηση άδειας μεταφορέα «Γ» από την Αρχή Αδειών σε ειδικά διασκευασμένα οχήματα τα οποία ανήκουν σε επιχειρήσεις «... εφόσον ικανοποιηθεί ότι η χρήση τέτοιων οχημάτων είναι απαραίτητη για τις ανάγκες της επιχείρησης που διεξάγει ο αιτητής.». Με επιφύλαξη στο εδάφιο (1) του άρθρου 16Α, η άδεια αυτή χορηγείται σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις και αφού προηγουμένως ληφθεί υπόψη «.. η δυνατότητα κατάλληλης εξυπηρέτησης από επιχειρήσεις που κατέχουν άδεια οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων για εσωτερικές, οδικές μεταφορές.». Να σημειωθεί επίσης ότι η άδεια μεταφορέας «Β» ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 16 και αφορά φορτηγά μηχανοκίνητα οχήματα με μεικτό βάρος που υπερβαίνει τα 10.000 κιλά, όχι όμως και τα 20.000 κιλά για τη μεταφορά φορτίου προς ίδιο λογαριασμό.
Στην υπόθεση Ανδρέας Πολυβίου ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (2002) 4 Α.Α.Δ. 129 ο Αρτέμης, Δ., (όπως ήταν τότε), ανεφέρθη στις πιο πάνω νομοθετικές ρυθμίσεις καθώς και στην έκταση και τρόπο άσκησης των εξουσιών της Αναθεωρητικής Αρχής στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας στην Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 837, όπου λέχθηκε ότι η εξέταση ιεραρχικής προσφυγής από την Αναθεωρητική Αρχή γίνεται εξ υπαρχής με την έννοια ότι η Αναθεωρητική Αρχή διεξάγει δική της έρευνα και χωρίς δέσμευση από τα συμπεράσματα της Αρχής Αδειών. Επίσης έγινε αναφορά και στην υπόθεση Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ν. Ευριπίδη κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 354 όπου επιβεβαιώθηκε η αρχή στη Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426, ότι η ιεραρχική προσφυγή δεν αποτελεί δικαστική διαδικασία και δεν αποσκοπεί στην εξέταση της ορθότητας του κατώτερου ιεραρχικά οργάνου, αλλά στη δημιουργία ενός δεύτερου σκέλους διαδικασίας λήψης απόφασης προς εξάλειψη τυχόν λαθών από το κατώτερο όργανο. Και η Αρχή Αδειών και η Αναθεωρητική Αρχή έχουν το ίδιο καθήκον να προαγάγουν τους σκοπούς του Νόμου με την εφαρμογή των προνοιών του, στην ενώπιον τους περίπτωση.
Μέσα στο πιο πάνω νομικό πλαίσιο και οι υπόλοιπες αιτιάσεις των αιτητών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης κρίνονται ανεδαφικές. Το βυτιοφόρο ήταν πέραν των 20.000 κιλών και επομένως ενέπιπτε στις προϋποθέσεις του εδαφίου (9) του άρθρου 16Α, ήταν ειδικά διασκευασμένο, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε, και διαφάνηκε ότι ήταν απαραίτητο για τις ανάγκες της επιχείρησης προς χορήγηση της άδειας μεταφορέας «Γ». Από την εξέταση των στοιχείων ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής διαφαίνεται ότι υποβλήθηκαν επαρκείς ερωτήσεις και υπήρχαν όλα τα δεδομένα προς ικανοποίηση της Αρχής, ότι η άδεια μεταφορέα «Γ» χρειαζόταν στο ενδιαφερόμενο μέρος προς μεταφορά καυσίμων από τις αποθήκες του προς τους πελάτες του στην επαρχία Πάφου μόνο και μάλιστα σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.
Με τα πιο πάνω δεδομένα εύλογα είχε πεισθεί η Αναθεωρητική Αρχή ότι οι μεταφορείς «Α» δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν το ενδιαφερόμενο μέρος σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και κυρίως σε μικρές ποσότητες από τον ένα αγοραστή στον άλλο και επομένως η άδεια ήταν απαραίτητη για τις ανάγκες της επιχείρησης του ενδιαφερομένου μέρους. Εύλογα επίσης η Αρχή πείσθηκε για το μέγεθος των εργασιών του ενδιαφερομένου μέρους όπως παρουσιάσθηκε από τους λογαριασμούς που κατατέθηκαν κατά την εξέταση της υπόθεσης, το καταστατικό της εταιρείας και το συμφωνητικό έγγραφο μεταξύ αυτού και της εταιρείας Petrolina (Holdings) Public Limited. Όλα αυτά τα έγγραφα κατατέθηκαν κατά τη διαδικασία εξέτασης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής ως Τεκμ. «Α»-«ΣΤ» στις 19.1.2011 και δεν αμφισβητήθηκε από τη συνήγορο των παρόντων αιτητών και προσφεύγοντων ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής. Εύλογη ήταν ταυτόχρονα και η άλλη προϋπόθεση του άρθρου 16Α, όπως η χορήγηση άδειας μεταφορέα «Γ», μη παραβλάπτει τα καλώς νοούμενα συμφέροντα άλλων επιχειρήσεων που κατέχουν άδεια οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων με μίσθωση ή αμοιβή. Διαπιστώθηκε ότι οι άλλες επιχειρήσεις μεταφορείς «Α» δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν επιχειρήσεις όπως του ενδιαφερομένου μέρους το οποίο δήλωσε ότι η άδεια θα χρησιμοποιείτο μόνο για μεταφορά καυσίμων εντός της επαρχίας Πάφου και μόνο στους πελάτες του. Εξηγήθηκε συναφώς ότι οι μεταφορείς «Α» δεν μπορούσαν να μεταφέρουν μικρές ποσότητες καυσίμων και στις ώρες που χρειάζονταν να γίνουν μεταφορές, δηλαδή ανά πάσα ώρα, και δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση επ΄ αυτού από τους αιτητές κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής στις 12.1.2011 (με γενικότητα τοποθετήθηκε η συνήγορος των αιτητών) και τα όσα λέχθηκαν ενώπιον της Αρχής Αδειών. Εφόσον λοιπόν οι άλλες επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν το ενδιαφερόμενο μέρος, ο όρος ή η προϋπόθεση της νομοθεσίας να μην παραβλάπτονται τα συμφέροντα άλλων επιχειρήσεων καθίσταται ανενεργός.
Όλα τα πιο πάνω ενέπιπταν εντός της διακριτικής ευχέρειας της Αναθεωρητικής Αρχής, ευχέρεια η οποία ασκήθηκε ως παρουσιάζεται εύλογα, κατά επιτρεπτό τρόπο και χωρίς πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο. Δεν εναπόκειται στο αναθεωρητικό Δικαστήριο να αντικαταστήσει τη δική του άποψη για την απόφαση της διοικητικής αρχής. Όλες οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 16Α έχουν εξεταστεί δεόντως από την Αρχή, η οποία σε μια εμπεριστατωμένη απόφαση στάθμισε όλους τους συναφείς παράγοντες μετά που άκουσε σε ακρόαση το ενδιαφερόμενο μέρος, και τους εδώ αιτητές ως ενιστάμενους από την απόφαση της Αρχής Αδειών. Όλα τα στοιχεία τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και δεν παρέχεται πεδίο για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, λόγω μη επαρκούς έρευνας ή στάθμισης των δεδομένων. Αντίθετα δε με την εισήγηση των αιτητών διαπιστώνεται πλήρης αιτιολογία με αναφορά σε ό,τι ήταν σχετικό από πλευράς γεγονότων σε συνδυασμό με τις διατάξεις της νομοθεσίας.
Τα όσα αναλύουν οι αιτητές στην αγόρευση τους επιδιώκουν στην ουσία αναθεώρηση και επί τεχνικών θεμάτων που είναι ανέλεγκτα από το Δικαστήριο εφόσον βέβαια δεν έχει παρεισφρήσει στην απόφαση πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα.
Ενόψει όλων των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ