ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
SPANOS ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 1826
LEONIDOU ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 1918
Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731
Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 ΑΑΔ 71
Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ.2) (1993) 3 ΑΑΔ 347
Kυπριακή Δημοκρατία μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας ν. Aίγλης Xριστούδη (1996) 3 ΑΑΔ 267
Mουρτζής Mάριος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 605
Iωάννου Kώστας Δ. ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 624
Σπανός Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 432
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 756
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλες ν. Δώρας Γερμανού και Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 93
Iωσηφίδης Xρίστος και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 410
Ζωδιάτης Γιώργος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 406
Χριστοδούλου Ειρήνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164
Τρύφωνος Έλλη και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 377
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Ταλιώτη (2010) 3 ΑΑΔ 391
Παναγή Λοΐζος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 639
ΖΗΣΗΣ ΚΑΛΛΕΝΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1280/2007, 23 Φεβρουαρίου 2010
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 339/2010 και 471/2010)
20 Ιουλίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 339/2010)
ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
-----------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 471/2010)
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΚΟΥΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
-----------------------------------------
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 339/2010.
Σ. Ανδρέου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 471/2010.
Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
-----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις πιο πάνω προσφυγές, οι οποίες σε κάποιο στάδιο συνενώθηκαν, επιδιώκεται από αμφότερους τους αιτητές, η ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Καρδιολογίας από 1.2.2010.
Η Ε.Δ.Υ. για την πλήρωση της μιας κενής μόνιμης θέσης ως ανωτέρω, αποφάσισε στη συνεδρία της ημερ. 24.4.2009, να επιληφθεί του θέματος σε ημερομηνία που θα καθοριζόταν μεταγενέστερα σε συνεδρία που θα παρίστατο και η Διευθύντρια των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, (εφεξής «η Διευθύντρια»). Στην επόμενη συνεδρία της ημερ. 21.10.2009, η Ε.Δ.Υ., αφού μελέτησε τα στοιχεία των τριών προσοντούχων υποψηφίων, και υπό το φως του γεγονότος ότι η υπό πλήρωση θέση είναι η υψηλότερη στην πυραμίδα της ειδικότητας, το δε δημόσιο συμφέρον απαιτούσε την επιλογή του καταλληλότερου, αποφάσισε προς ενίσχυση της αντίληψης της για κάθε υποψήφιο, να τους καλέσει σε προφορική εξέταση ενώπιον της, στη δε συνεδρία αποφασίστηκε να παρίστατο και η Διευθύντρια συνοδευόμενη από το Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος (Καρδιολογίας) προς βοήθεια της Ε.Δ.Υ. κατά την προφορική εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 17 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, ως τροποποιήθηκε.
Στην επόμενη συνεδρία της ημερ. 16.12.2009, παρέστησαν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. οι τρεις υποψήφιοι, δηλαδή, οι δύο αιτητές στις παρούσες προσφυγές και το ενδιαφερόμενο μέρος, καθώς και η Διευθύντρια και ο Ευαγόρας Νικολαΐδης Διευθυντής Κλινικής/Τμήματος (Καρδιολογίας). Στους υποψήφιους υποβλήθηκαν ερωτήσεις σε θέματα που άπτονταν των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης, καθώς και των απαιτήσεων του σχεδίου υπηρεσίας. Η Διευθύντρια αφού διαβουλεύθηκε με τον κ. Νικολαΐδη, αναφορικά με το επιστημονικό μέρος των ερωτήσεων, αξιολόγησε την απόδοση εκάστου υποψηφίου ως «εξαίρετη». Αποχωρούντος του κ. Νικολαΐδη, η Διευθύντρια προέβηκε σε σύσταση υπέρ του Βασίλειου Γιαννηκουρίδη, αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 471/2010, ο οποίος, κατά τη θέση της, υπερείχε των άλλων δύο υποψηφίων καθότι, πέραν των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων, κατείχε υπέρτερο ακαδημαϊκό προσόν, δηλαδή, «Διδακτορικό Τίτλο Ιατρικής», το οποίο παρόλο που δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας και δεν αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, ήταν άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, στο οποίο και έδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Οι άλλοι δύο συνυποψήφιοι δεν κατείχαν τέτοιο προσόν.
Με αναφορά στην αρχαιότητα των υποψηφίων, ο εκ μέρους της Διευθύντριας συστηθείς υστερούσε μόνο έναντι του Μάριου Κασσιανίδη, αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 339/2010, από τον οποίο όμως ο συστηθείς υπερείχε σε προσόντα, ενώ δεν υστερούσε σε αξία. Σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο μέρος, Παναγιώτη Αβρααμίδη, η Διευθύντρια ανέφερε ότι ο Αβρααμίδης έπετο σε αρχαιότητα, ενώ η κατοχή υπ΄ αυτού του «Banchelor of Science in Physiology with Basic Medical Science», δεν ήταν άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Κατά τα άλλα, ο Γιαννηκουρίδης υπερείχε σε προσόντα από τον Αβρααμίδη και δεν υστερούσε σε αξία. Η Ε.Δ.Υ., ανέβαλε την περαιτέρω εξέταση του θέματος της πλήρωσης της θέσης λόγω έλλειψης χρόνου.
Στην επόμενη συνεδρία της ημερ. 4.1.2010, η Ε.Δ.Υ. προέβηκε στη δική της αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, κρίνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετο» και τους δύο άλλους υποψηφίους και παρόντες αιτητές, ως «πάρα πολύ καλούς». Αφού στη συνέχεια στάθμισε τα τρία κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, η Ε.Δ.Υ. δεν υιοθέτησε τη σύσταση της Διευθύντριας, κρίνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος ως υπέρτερο των άλλων υποψηφίων, προσφέροντας του την επίδικη θέση. Κατέγραψε στη συνέχεια τα εξής:
«Επιλέγοντας τον Αβρααμίδη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ενώ οι ανθυποψήφιοι του αξιολογήθηκαν στο επίπεδο του Πάρα πολύ καλός, και δεν υστερεί αυτών σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Σ΄ ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο επιλεγείς υστερεί έναντι των ανθυποψηφίων του. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την υπεροχή του Αβρααμίδη στην ενώπιον της προφορική εξέταση, τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, που είναι η υψηλότερη στην ιεραρχία, έκρινε ότι η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία και δεν μπορεί να αποβεί καθοριστικό στοιχείο στην επιλογή του καταλληλότερου.
Τέλος, η Επιτροπή σημείωσε ότι τόσο ο επιλεγείς Αβρααμίδης όσο και ο Γιαννηκουρίδης, που δεν επιλέγηκε, διαθέτουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία, όμως δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.»
Και οι δύο αιτητές στην ουσία εισηγούνται ότι η Ε.Δ.Υ., χωρίς ειδική αιτιολογία, απέκλινε κατά παράβαση της νομολογίας από τη σύσταση της Διευθύντριας. Απέκλινε επίσης από την απόδοση που η Διευθύντρια και ο κ. Νικολαΐδης, ο οποίος συνόδευε τη Διευθύντρια μετά από εισήγηση της ίδιας της Ε.Δ.Υ., έκριναν ως «εξαίρετη», επί του επιστημονικού μέρους της προφορικής εξέτασης. Επίσης η Ε.Δ.Υ., παραγνώρισε την κατά 5½ χρόνια αρχαιότητα του υποψήφιου Κασσιανίδη έναντι του ενδιαφερομένου μέρους και την κατά 5 χρόνια αρχαιότητα του Γιαννηκουρίδη έναντι του ενδιαφερομένου μέρους. Αρχαιότητα που κατά τη νομολογία, ως εισηγήθηκαν οι συνήγοροι στις αγορεύσεις τους, φέρει μαζί της και την ανάλογη πείρα που προσθέτει στην αξία των υποψηφίων.
Περαιτέρω οι αιτητές εισηγούνται ότι η Ε.Δ.Υ. δεν αναφέρθηκε στα υπέρτερα τους προσόντα παραγνωρίζοντας, ιδιαίτερα όσον αφορά τον Γιαννηκουρίδη, το διδακτορικό δίπλωμα και όσον αφορά τον Κασσιανίδη, την ειδικότητα στην Καρδιολογία μετά από τριετή κύκλο σπουδών, έναντι της μικρής διάρκειας δίπλωμα Καρδιολογίας που είχε το ενδιαφερόμενο μέρος. Εν τέλει οι αιτητές εισηγούνται από κοινού ότι ανετράπη η εικόνα υπέρ της υπεροχής των αιτητών τόσο σε προσόντα, όσο και σε αρχαιότητα, της αξίας ούσης ισοδύναμης, με μόνη την προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ., η οποία διαφοροποίησε το αποτέλεσμα από την απόδοση που έκριναν πρέπουσα και ορθή, η Διευθύντρια και ο Ε. Νικολαΐδης, ώστε να αποτελέσει τη μόνη αιτιολογική βάση για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους.
Ο αιτητής Μάριος Κασσιανίδης γεννήθηκε στις 16.9.1954 και μετά την αποφοίτηση του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, έλαβε με λίαν καλώς το 1981, το δίπλωμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ειδικευθείς στη συνέχεια στην Καρδιολογία στην Ελλάδα μέχρι το 1987. Ενεγράφη στην Κύπρο ως ιατρός το 1987 και κατέχει πιστοποιητικό ειδικότητας στην Καρδιολογία από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου την ίδια χρονολογία. Διορίστηκε την 1.2.1989 ως Ιατρικός Λειτουργός, 2ης τάξης, στις 15.9.1990 ως Ιατρικός Λειτουργός, 1ης τάξης, και την 1.7.1996 ως Επιμελητής.
Ο Βασίλειος Γαννηκουρίδης γεννήθηκε στις 24.1.1954 και μετά το απολυτήριο του από το Γυμνάσιο Πόλεως Χρυσοχούς, απέκτησε δίπλωμα Ιατρικής με ειδικότητα στην Καρδιολογία το 1981 και 1984 αντίστοιχα από το Ιατρικό Ινστιτούτο Οδησσού της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Μετέπειτα, το 1988 απέκτησε Διδακτορικό Τίτλο Ιατρικής (Καρδιολογίας) από το Ινστιτούτο Ερευνών Καρδιολογίας Κιέβου. Ενεγράφη ως ιατρός στην Κύπρο το 1988 και κατέχει πιστοποιητικό ειδικότητας στην Καρδιολογία την ίδια χρονολογία από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου. Στις 3.6.1991 διορίστηκε ως Ιατρικός Λειτουργός, 1ης τάξης, (Καρδιολογίας), και στις 15.12.2001 προήχθη σε Επιμελητή.
Το ενδιαφερόμενο μέρος, Παναγιώτης Αβρααμίδης, γεννήθηκε στις 29.12.1958 και αφού αποφοίτησε από το The Kings School, Canterbury, Kent το 1977, έλαβε Banchelor of Science in Physiology with Basic Medical Sciences από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου το 1981 και Bachelor of Medicine and Bachelor of Surgery από το ίδιο πανεπιστήμιο το 1984. Έχει επίσης Diploma in Cardiology από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου το 1989 και είναι Licentiate and Member του Royal College of Physicians της Ιρλανδίας το 1990 και μέλος των Royal Colleges of Physicians του Ηνωμένου Βασιλείου το 1991. Έχει εγγραφεί ως ιατρός στην Κύπρο στις 15.2.1991 και την ίδια χρονολογία απέκτησε πιστοποιητικό ειδικότητας στην Καρδιολογία από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου. Διορίστηκε στις 2.5.1996 ως Ιατρικός Λειτουργός, 1ης τάξης, (Καρδιολογίας) και στις 15.12.2001 ως Επιμελητής.
Οι αιτητές κρίνονται ότι έχουν δίκαιο στις αντίστοιχες θέσεις τους. Όσον αφορά την προσφυγή αρ. 471/2010, στην οποία ο αιτητής Β. Γιαννηκουρίδης είχε υπέρ του τη σύσταση της Διευθύντριας, είναι γνωστό ότι η υπέρ ενός υποψηφίου σύσταση του προϊσταμένου ή του διευθυντή της υπηρεσίας αποτελεί, στη βάση πάγιας νομολογίας, σημαντικό στοιχείο κρίσης εφόσον στοχεύει στην ορθή καθοδήγηση του διορίζοντος οργάνου προς επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου, (Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826 και Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624). Αν το διοικητικό όργανο φρονεί ότι θα πρέπει να αποκλίνει από τη σύσταση, τότε και πάλι στη βάση σαφούς νομολογίας θα πρέπει να δώσει ειδική πειστική αιτιολογία γι΄ αυτή την απόκλιση, (Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267).
Κατά τη νομολογία, ειδική αιτιολογία που να αντισταθμίζει τη σύσταση αποτελεί η παράθεση πειστικών λόγων, (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432). Όπως δε αποφασίστηκε στην κατά πλειοψηφία απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 στη σελ. 171, οι λόγοι για την απόκλιση θα πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου και δεν μπορούν να συνάγονται από τα πρακτικά, ενώ η έννοια της «ειδικής αιτιολόγησης», περιέχει την εξειδίκευση των λόγων της απόκλισης είτε από την κατοχή πλεονεκτήματος που παρέχει πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, είτε της σύστασης του προϊσταμένου, (Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93 και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347).
Έχει παρατεθεί ανωτέρω η αιτιολογική κρίση της Ε.Δ.Υ., η οποία, ας σημειωθεί αφορούσε και τα μόνα που λέχθηκαν και για τους δύο αιτητές. Με κανένα τρόπο δεν μπορεί αυτή η γενικευμένη τοποθέτηση της Ε.Δ.Υ., να θεωρηθεί ότι αποτελεί ειδική πειστική αιτιολογία για απόκλιση από τη σύσταση της Διευθύντριας. Ιδιαιτέρως πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ήταν επιλογή της ίδιας της Ε.Δ.Υ. να προβεί σε προφορικές συνεντεύξεις των τριών υποψηφίων και να καλέσει προς βοήθεια της την Διευθύντρια με τον κ. Νικολαΐδη, οι οποίοι επί του εξειδικευμένου αντικειμένου των ιατρικών γνώσεων αφενός, θεώρησαν και τους τρεις υποψήφιους ως «εξαίρετους», αφετέρου δε η Διευθύντρια προχώρησε μετά τη διαβούλευση της με τον κ. Νικολαΐδη, στη σύσταση του υποψηφίου Γιαννηκουρίδη, την οποία σύσταση όμως η Ε.Δ.Υ. επέλεξε στην ουσία να αγνοήσει δίνοντας μια γενική δικαιολογία. Είναι φανερό από την αιτιολογική κρίση της Ε.Δ.Υ., ότι η διαφοροποιημένη της από τη σύσταση της Διευθύντριας στάση, οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε από την ίδια ως «εξαίρετο» στην ενώπιον της προφορική εξέταση, ενώ επέλεξε να αποδώσει το επίπεδο του «πάρα πολύ καλού» στους δύο αιτητές. Και πάλι, με βάση την υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους στην προφορική ενώπιον της εξέταση, παραμερίστηκε η σοβαρή αρχαιότητα αμφοτέρων των αιτητών και συνυποψηφίων του ως έχουσα περιορισμένη σημασία σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία.
Όπως και στην υπόθεση Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, η οριακή στην ουσία, με βάση τη νομολογία, ενώπιον της Ε.Δ.Υ. απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, δεν ήταν μετρήσιμη υπό το φως της αρχαιότητας των αιτητών και των προσόντων των αιτητών στα οποία θα γίνει αναφορά πιο κάτω, αλλά και όσον αφορά ιδιαιτέρως του Γιαννηκουρίδη και της υπέρ του σύστασης της Διευθύντριας. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Ειρήνη Χριστοδούλου - ανωτέρω - σελ. 170-171:
«Είναι αλήθεια ότι η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση έχει σημασία όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί η αξιολόγηση αυτή, όταν ιδίως είναι οριακής σημασίας, αλλά και βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου, αλλά και με τη διαφορετική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπ΄ όψιν.»
Το πιο πάνω απόσπασμα εφαρμόζεται απόλυτα και στην υπό κρίση υπόθεση σε σχέση με τον υποψήφιο Γιαννηκουρίδη, με μόνη βέβαια διαφορά ότι εδώ δεν υπήρχε Συμβουλευτική Επιτροπή. Σχετική είναι και η υπόθεση Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, ότι διαφορά στην απόδοση στην προφορική εξέταση μεταξύ του «πολύ καλός» με το «εξαίρετος», δεν ήταν τέτοια που μπορούσε νόμιμα να αποτελέσει λόγο απόκλισης από τη σύσταση.
Επιβεβαιώθηκε λοιπόν στην Ειρήνη Χριστοδούλου - ανωτέρω -, ότι η οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη, έστω και αν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία προς παραγνώριση της σύστασης του προϊσταμένου. Εδώ δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη η θέση της δικηγόρου της Ε.Δ.Υ. στη γραπτή της αγόρευση, ότι σέβεται μεν την απόφαση της πλειοψηφίας στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, αλλά παρά ταύτα παραπέμπει στην απόφαση της μειοψηφίας από την οποία παραθέτει εκτενέστατο απόσπασμα που καταλαμβάνει τέσσερεις σελίδες, για να εισηγηθεί ότι εφαρμόζεται απόλυτα και στην παρούσα περίπτωση, εφόσον συνηγορεί ευθέως «... στην ορθότητα και τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.». Είναι επιεικώς απαράδεκτη αυτή η στάση της Νομικής Υπηρεσίας, η οποία πρώτη πρέπει να σέβεται όχι μόνο λεκτικά, αλλά και ουσιαστικά, τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πόσο μάλλον αυτές που προέρχονται από την Πλήρη Ολομέλεια είτε είναι ομόφωνες, είτε πλειοψηφικές.
Στην υπόθεση Άρτεμις Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, προσφυγή υπ΄ αρ. 1072/09, ημερ. 13.7.2011, η Πλήρης Ολομέλεια, με ομόφωνη αυτή τη φορά απόφαση της επί του τελικού αποτελέσματος, απορρίπτοντας την προσφυγή της αιτήτριας, έψεξε επίσης ομόφωνα την Ε.Δ.Υ., όταν στην απόφαση της αναφέρθηκε στην πιο πάνω απόφαση στην Ειρήνη Χριστοδούλου, την οποία, ως δήλωσε, σεβόταν, αλλά επέμενε στη δική της άποψη που, όπως ανέφερε, υποστηριζόταν από την απόφαση της μειοψηφίας. Η Πλήρης Ολομέλεια είπε και τα εξής σχετικά με το ζήτημα:
«Ορθά, επομένως, η καθ΄ ης η αίτηση αισθάνθηκε υποχρεωμένη όπως σεβαστεί και εφαρμόσει τη νομική προσέγγιση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας και εντελώς αδόκιμα πρόβαλε την απαράδεκτη πεποίθηση της περί της ορθότητας της δικής της άποψης, επικαλούμενη την απόφαση της μειοψηφίας της Ολομέλειας επί ενός καθαρού νομικού θέματος.»
Είναι λυπηρό που διοικητικό όργανο τήρησε αυτή τη στάση έναντι απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και είναι διπλά λυπηρό που αυτή η στάση επαναλαμβάνεται από τη Νομική Υπηρεσία του κράτους, στην παρούσα υπόθεση.
Επιστρέφοντας στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, παρατηρείται επιπροσθέτως ότι η Ε.Δ.Υ. δεν έκαμε καμιά εξειδικευμένη αναφορά στα προσόντα των υποψηφίων. Απλώς, όπως προκύπτει από το απόσπασμα που παρατέθηκε αυτούσιο προηγουμένως, σημείωσε ότι τόσο ο Γιαννηκουρίδης, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, διέθεταν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία δεν απαιτούνται, δεν αποτελούν πρόσθετο προσόν και δεν είναι πλεονέκτημα, αποδίδοντας τους, ως είπε, τη δέουσα βαρύτητα. Η Ε.Δ.Υ., όμως, όφειλε να μην παραμείνει στη στερεότυπη φράση που χρησιμοποιείται στις υποθέσεις του είδους, (δέστε Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 156/08, ημερ. 29.9.2011), αλλά και την Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374), υπό το φως της διαπίστωσης της Διευθύντριας στη σύσταση της προς όφελος του Γιαννηκουρίδη (αλλά και του Κασσιανίδη όπως θα αναφερθεί κατωτέρω), ότι το προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους, BSc in Physiology with Basic Medical Sciences, (που ήταν το πρώτο του πτυχίο), δεν είναι άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Ενώ, αντιθέτως, ο Γιαννηκουρίδης κατείχε διδακτορικό τίτλο Ιατρικής, άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Η Ε.Δ.Υ. τήρησε ανεξήγητη σιωπή ως προς αυτή την επισήμανση της Διευθύντριας. Με το γενικευμένο της σκεπτικό εξουδετέρωσε το πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν του Γιαννηκουρίδη που θεωρήθηκε από τη Διευθύντρια ως άμεσα σχετικό, μη δίδοντας του κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα έναντι του πρόσθετου προσόντος του ενδιαφερόμενου μέρους που δεν ήταν άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Στη Ζήση Καλλένου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 1280/07, ημερ. 23.10.2010, λέχθηκε ότι δεν είναι αρκετό για το διοικητικό όργανο να αναφερθεί στο γεγονός ότι έδωσε στα πρόσθετα προσόντα των διαδίκων τη «δέουσα βαρύτητα», χωρίς να τα αξιολογήσει κατά πόσο ήταν ή όχι σχετικά. Η χωρίς ουσιαστική εξέταση των δεδομένων καθιστά τη φράση «δέουσα βαρύτητα», κενού περιεχομένου εφόσον δεν γνωστοποιείται πώς το διοικητικό όργανο έλαβε υπόψη και σε ποιο βαθμό τα προσόντα και αν είχαν ή όχι σημασία στην τελική επιλογή της διοίκησης. Λέχθηκε και στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - ότι η απλή λεκτική αναγνώριση ότι ένα προσόν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και λήφθηκε υπόψη, «δεν συνιστά οποιαδήποτε αξιολόγηση, μια και δεν αφήνονται περιθώρια για να αντιληφθούμε σε ποιο βαθμό ελήφθη υπ΄ όψιν και πόσο το προσόν επέδρασε στην απόφαση της Επιτροπής.». Σχετική είναι και η εντελώς πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Λένιας Γεωργίου κ.ά., Α.Ε. 43/09 και 51/09, ημερ. 10.7.2012.
Διαπιστώνεται επομένως ουσιώδης πλάνη στη συνεκτίμηση των προσόντων μεταξύ Γιαννηκουρίδη και Αβρααμίδη. Η Ε.Δ.Υ. δεν διατύπωσε αντίθετη άποψη από τη Διευθύντρια ως προς το άμεσα σχετικό προσόν του Γιαννηκουρίδη με τα καθήκοντα της θέσης.
Η νομολογία έχει με σταθερότητα διατυπώσει τη θέση ότι το διοικητικό όργανο όσον αφορά τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα προσόντα πρέπει να τα λάβει υπόψη κατά τον τρόπο που εκφράστηκε εκ νέου σχετικά πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας στην Έλλη Τρύφωνος κ.ά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377, από όπου το ακόλουθο απόσπασμα:
«Σύμφωνα με τη σχετική επί του θέματος νομολογία, (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374), το διοικητικό όργανο σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, έχει καθήκον να λάβει υπόψη τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, κινούμενο ανάμεσα σε δύο όρια: ούτε της απόδοσης υπερβολικής βαρύτητας ώστε αυτή να κατατείνει σε έκδηλη υπεροχή, ούτε όμως και της εντελώς οριακής αξιολόγησης, ώστε να μην τους δίνεται κατ΄ ουσίαν οποιαδήποτε σημασία, ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.»
Έπεται ότι η Ε.Δ.Υ., χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στα προσόντα των δύο υποψηφίων, απέτυχε στο καθήκον της να προβεί σε δέουσα έρευνα διακρίνοντας τη σχετικότητα του προσόντος του Γιαννηκουρίδη και αποδίδοντας σ΄ αυτό τη βαρύτητα που θα έκρινε ορθό και δίκαιο. Ουσιαστικά παραβίασε την πιο πάνω νομολογία εφόσον διέπραξε διπλό λάθος: αφενός δεν αναφέρθηκε στη σχετικότητα του προσόντος του Γιαννηκουρίδη και αφετέρου το ισοπέδωσε με αυτό του Αβρααμίδη, εφόσον στην ουσία το μεταχειρίστηκε ως να μην ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και άρα το κατέταξε στο εντελώς οριακής σημασίας επίπεδο, άνευ δηλαδή, οποιασδήποτε σημασίας.
Όσον αφορά την αρχαιότητα των τριών υποψηφίων είναι σαφές ότι τα 5½ και 5 έτη αρχαιότητας των αντίστοιχων αιτητών έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, παραγνωρίσθηκαν παράνομα. Η αρχαιότητα ουδέποτε έπαψε να είναι ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια και ούτε έπαψε να έχει τη δική του σημασία, ιδιαιτέρως όταν αυτή είναι εμφανής, (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391). Έχει δε κατ΄ επανάληψη αναγνωρισθεί ότι όταν τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα (αξία και προσόντα), η αρχαιότητα αναδύεται ως καταλυτικό στοιχείο. Λαμβάνεται υπόψη ακόμα και σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι, ενώ είναι δυνατό να αποτελέσει και λόγο απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου όταν οι υποψήφιοι είναι ισότιμοι σε αξία, (Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71 και Δημοκρατία ν. Ταλιώτη - πιο πάνω - ).
Εδώ δεν υπάρχει ισοδυναμία σε προσόντα μεταξύ Γιαννηκουρίδη - Αβρααμίδη και η αρχαιότητα έπρεπε να προσμετρήσει αναλόγως εφόσον οι υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι σε αξία μέσα από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση Κασσιανίδη σε σύγκριση με τον Αβρααμίδη. Ο Κασσιανίδης κατέχει ειδικότητα στην καρδιολογία μετά από τριετή εκπαίδευση στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, έναντι διπλώματος στην καρδιολογία που κατέχει ο Αβρααμίδης διάρκειας 6 μηνών, ενώ υπενθυμίζεται το πρώτο του πτυχίο στο BSc in Physiology with Basic Medical Sciences που απέκτησε πριν το πτυχίο ιατρικής, δεν κρίθηκε από τη Διευθύντρια ως άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Τα πρόσθετα προσόντα των δύο αυτών υποψηφίων ομοίως δεν έτυχαν αναφοράς από την Ε.Δ.Υ., ως έπρεπε, έστω και αν η Διευθύντρια είχε συστήσει τον Γιαννηκουρίδη. Ο δικηγόρος του Γιαννηκουρίδη επισύναψε, ως αντίλογο στη θέση του δικηγόρου του ενδιαφερομένου μέρους ως προς τη φύση του διπλώματος καρδιολογίας που αυτό κατέχει, αντίγραφο από τη σχετική ιστοσελίδα του Google όπου δίδονται στοιχεία αναφορικά με το εν λόγω δίπλωμα. Η σημασία αυτής της παραπομπής είναι ότι η ίδια Ε.Δ.Υ., σε καμιά σχετική έρευνα δεν προέβηκε για να συγκρίνει τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων.
Η Ε.Δ.Υ., έχουσα ενώπιον της τρεις υποψηφίους, όφειλε να επιλέξει τον καταλληλότερο υπό το φως του συνόλου των τριών κριτηρίων διότι είναι ο συνυπολογισμός και των τριών κριτηρίων που αποκτά τελικώς σημασία. «Η εξισορρόπηση τους κατά τρόπον που βοηθά στην ανεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου αποτελεί έργο του διοικητικού οργάνου και η κρίση του επ΄ αυτού ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.», όπως λέχθηκε στη Μιχάλης Καΐση ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 479/09, ημερ. 22.7.2010 και επιβεβαίωθηκε στην Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -. Εδώ όμως η Ε.Δ.Υ. ουδέν ουσιαστικό συνυπολόγισε μεταξύ Κασσιανίδη-Αβρααμίδη.
Η αρχαιότητα λοιπόν ήταν εμφανώς υπέρ και των δύο αιτητών. Ακόμη και μικρότερη αρχαιότητα έχει αναγνωρισθεί ως ικανό διαφοροποιητικό στοιχείο υπέρ του κατόχου της. Τέσσερα χρόνια στη Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731 θεωρήθηκαν ως ουσιαστική αρχαιότητα. Ενώ στην πολύ πρόσφατη Δημοκρατία ν. Λένιας Γεωργίου κ.ά., - πιο πάνω -, έγινε στα πλαίσια του σκεπτικού, εκτίμηση από την Ολομέλεια ότι 5 χρόνια αρχαιότητα για μια υποψήφια εκ των προαχθέντων ήταν μεγάλη, υπό το φως μάλιστα μικρών διαφορών ως προς τη βαθμολογία μετά από τις ετήσιες εκθέσεις, οι οποίες δεν εκτιμούνται ως ουσιώδεις, (Νίκος Αττάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 55/08, ημερ. 18.1.2012). Στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - η αρχαιότητα ήταν μόνο 11 μήνες, αλλά προσμέτρησε στην όλη εικόνα των υποψηφίων. Το ίδιο και στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410, 418. Στην Κυριάκος Παρτάση ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1617/07, ημερ. 9.12.2008, αρχαιότητα 18 μηνών θεωρήθηκε σημαντική και όχι οριακή.
Η αρχαιότητα των 5½ και 5 ετών αντίστοιχα, φέρει μαζί της υπέρτερη πείρα και παρόλο που η πείρα δεν θεσμοθετείται ως κριτήριο στις προαγωγές, εν τούτοις έχει αναδειχθεί μέσα από τη νομολογία ως επαυξάνουσα την αξία των υποψηφίων. Στη Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - λέχθηκαν τα εξής:
«Άλλωστε όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία, θέση που εδώ παραγνωρίζει ο εφεσείων, η αρχαιότητα φέρει μαζί της και την ανάλογη πείρα που προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου (Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756).»
Το σχετικό επιχείρημα στη Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, ήταν ότι η 15χρονη αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους μπορούσε να παρακαμφθεί ως οριακή υπέρ του εφεσείοντος επειδή πρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία, εισήγηση που απορρίφθηκε. Ακόμη, προστίθεται, και οριακή αρχαιότητα αναγνωρίζεται νομολογιακά ως αποδίδουσα υπέρτερη πείρα, ενώ αρχαιότητα δύο ετών προσμέτρησε στην αξία των υποψηφίων λόγω της πείρας που λογικά απορρέει από αυτή, στη Μιχαλάκης Καλογήρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1685/08, ημερ. 22.12.2009).
Εδώ, η Ε.Δ.Υ. ουδέν μνημόνευσε σε σχέση με την πείρα που φυσιολογικά απέκτησαν και οι δύο αιτητές μέσα από την αρχαιότερη υπηρεσία τους. Το μόνο που καταγράφηκε στο σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. ήταν απλώς ότι ο επιλεγείς, το ενδιαφερόμενο μέρος, δηλαδή,
«υστερεί έναντι των ανθυποψηφίων του. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την υπεροχή του Αβρααμίδη στην ενώπιον της προφορική εξέταση, τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, που είναι η υψηλότερη στην ιεραρχία, έκρινε ότι η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία και δεν μπορεί να αποβεί καθοριστικό σημείο στην επιλογή του καταλληλότερου.».
Καμιά απολύτως αναφορά στην πείρα των αιτητών, μηδενίζοντας στην ουσία την πενταετή αρχαιότητα τους, έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.
Η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποίησε βασικά την απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους στην προφορική ενώπιον της εξέταση για να παρακάμψει οτιδήποτε άλλο που ήταν υπέρ των αιτητών και ιδιαιτέρως του Γιαννηκουρίδη που είχε πρόσθετα και την υπέρ του σύσταση της Διευθύντριας. Αναγιγνώσκοντας τις εντυπώσεις που απεκόμισε η Ε.Δ.Υ. από την προφορική εξέταση των τριών υποψηφίων, ένας μένει με τον απόηχο μιας συνειδητής προσπάθειας μείωσης της απόδοσης των αιτητών και μεγιστοποίησης της απόδοσης του ενδιαφερομένου μέρους. Αυτό φαίνεται όχι μόνο από την πλέον εκτεταμένη αναγραφή των θετικών στοιχείων υπέρ του, έναντι αυτής των αιτητών, που είναι πιο μικρής έκτασης, αλλά και από το γεγονός ότι οι εντυπώσεις για όλους όπως αποτυπώθηκαν από την Ε.Δ.Υ., συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων. Αυτό, γιατί ενώ διαπιστώθηκε υπέρ του Αβρααμίδη, η υψηλού βαθμού ικανότητα του για οργάνωση, διοίκηση και αποτελεσματική λειτουργία της Κλινικής της Καρδιολογίας στα κρατικά νοσηλευτήρια, για τους αιτητές διαπιστώθηκε για αμφότερους ότι οι τοποθετήσεις τους σε θέματα οργάνωσης και διοίκησης υστερούσαν, είτε γιατί ήταν «αόριστες» και με «αδυναμία» (Γιαννηκουρίδης), είτε γιατί χρειαζόταν βοήθεια για ολοκλήρωση των απόψεων του που δεν ήταν πάντοτε «πλήρεις» (Κασσιανίδης). Και οι τρεις όμως υποψήφιοι είχαν «εξαίρετα» στα τελευταία χρόνια μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, τα οποία και λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ. και έγιναν δεκτές στο στοιχείο της αξιολόγησης «διευθυντική/διοικητική ικανότητα». Αυτό το στοιχείο περιλαμβάνει ικανότητα για έλεγχο, εποπτεία, προγραμματισμό, οργάνωση, διεύθυνση κλπ.
Το ίδιο ισχύει και για το άρτιο των γνώσεων και το «εξαίρετο» επίπεδο γνώσεων σ΄ όλο το φάσμα του αντικειμένου του, ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά η Ε.Δ.Υ. υποβάθμισε τη γνώση των αιτητών στο «πολύ καλές», και πάλι σ΄ αντίθεση με το «εξαίρετος» στα ανάλογα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων περί «επαγγελματικής κατάρτισης», που περιλαμβάνει γνώσεις και ενημέρωση στο γνωστικό αντικείμενο.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης. Εκάστη προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ εκάστου αιτητή και εναντίον της καθ΄ ης η αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.