ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 264/2007)
23 Ιουλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στες]
ΕΥΛΑΒΙΑ ΨΑΡΑ ΑΛΛΩΣ ΛΙΑ ΨΑΡΑ,
Εφεσείoυσα,
ν.
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΜΟΥΣΚΟΥ ΑΛΛΩΣ
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ,
Εφεσίβλητης.
___________
Μ. Εύζωνα (κα), για την Εφεσείουσα.
Λ. Μαυρίκιος, για την Εφεσίβλητη.
_________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη τραυματίστηκε όταν στις 19.8.2003 παρασύρθηκε από το όχημα της εφεσείουσας στην προσπάθειά της να διασχίσει τη λεωφόρο Αναβαργού στην Πάφο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απέδωσε στην εφεσείουσα (εναγόμενη) ποσοστό ευθύνης 70% και στην εφεσίβλητη (ενάγουσα) 30%. Επιδίκασε επίσης στην εφεσίβλητη γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.
Η λεωφόρος Αναβαργού στο σημείο που μας ενδιαφέρει είναι πλάτους 13.40 μ., ενώ το σημείο σύγκρουσης απέχει από την αριστερή άκρη του δρόμου στην κατεύθυνση της εφεσείουσας 4.80 μ. Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα της σκηνής (τεκμήριο 1) το πίσω μέρος του αυτοκίνητου της εφεσείουσας, όπως βρέθηκε στην τελική του θέση, απέχει 11.60 μ. από το σημείο σύγκρουσης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού άκουσε σχετική μαρτυρία, κατέληξε ότι η εφεσίβλητη στάθηκε στο πεζοδρόμιο και αφού ήλεγξε την τροχαία κίνηση στο δρόμο και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα εν κινήσει άρχισε να διασταυρώνει. Η εφεσείουσα δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη της εφεσίβλητης στο δρόμο. ΄Ανκαι προέβη σε ελιγμό προς τα δεξιά, δεν απέφυγε τη σύγκρουση.
Το δικαστήριο έκρινε την εφεσείουσα κατά 70% αμελή λόγω της παράλειψής της να προσέξει εγκαίρως την εφεσίβλητη, όπως θα έπρεπε να είχε πράξει. Το σημείο σύγκρουσης επιβεβαιώνει, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η εφεσίβλητη είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής λωρίδας της κυκλοφορίας, προτού κτυπηθεί. Το δικαστήριο απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι στην περιοχή υπήρχαν δύο σταθμευμένα οχήματα πίσω από τα οποία προέβαλε ξαφνικά η εφεσίβλητη.
Η εφεσίβλητη κρίθηκε κατά 30% ένοχη συντρέχουσας αμέλειας γιατί δεν επέδειξε ικανή φροντίδα για τον εαυτό της, διασταυρώνοντας σημείο του δρόμου στο οποίο η κίνηση οχημάτων ήταν αναμενόμενη και δεν κατόρθωσε να αντιληφθεί το όχημα της εφεσείουσας που εκινείτο στο δρόμο.
Πριν προχωρήσουμε στους λόγους έφεσης θα πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι. Η εφεσείουσα στο περίγραμμα αγόρευσής της αναφέρεται σε απόδοση στην εφεσίβλητη από το δικαστήριο ποσοστού ευθύνης 70% και στην εφεσείουσα 30%, παραπονείται μάλιστα με τον πρώτο λόγο έφεσης ότι το πιο πάνω συμπέρασμα είναι λανθασμένο αφού η εφεσείουσα έπρεπε να απαλλαγεί από οποιανδήποτε ευθύνη. Την ίδια προσέγγιση περί της ευθύνης της εφεσίβλητης κατά 70% επαναλαμβάνει και στο δεύτερο λόγο έφεσης όπου υποστηρίζει ότι εν όψει του καταμερισμού της ευθύνης οι γενικές αποζημιώσεις επιδικάστηκαν λανθασμένα.
Είναι αλήθεια ότι το πρωτόδικο δικαστήριο σε δύο περιπτώσεις στη δακτυλογραφημένη μορφή της απόφασης αναφέρει ότι κατανέμεται η ευθύνη σε ποσοστό 70% εναντίον της ενάγουσας και 30% εναντίον της εναγόμενης. Στο πρωτότυπο έχει όμως διορθωθεί και στις δύο περιπτώσεις ιδιοχείρως και συνεπώς η τελική απόφαση θα πρέπει να διαβάζεται ως κατανέμουσα ευθύνη 70% προς την εναγόμενη (εφεσείουσα) και 30% προς την ενάγουσα (εφεσίβλητη). Είναι, εξ άλλου, φανερό από το όλο πνεύμα της απόφασης ότι αυτή ήταν η απόφαση του δικαστηρίου και απλώς, εκ παραδρομής, από γραφικό λάθος αναγράφηκαν λανθασμένα τα ποσοστά. Έτσι θα συνεχίσουμε, θεωρώντας ότι ο καταμερισμός ευθύνης που απέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο είναι 70% ευθύνη στην εφεσείουσα και 30% ευθύνη στην εφεσίβλητη. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο σχετικός λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Η εφεσείουσα υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας κατέληξε σε συμπεράσματα μη λογικώς επιτρεπτά και μη στηριζόμενα σε μαρτυρία και κατά συνέπεια αυθαίρετα. Επισημαίνει, ότι στο δυστύχημα δεν υπήρχαν ουσιαστικά αυτόπτες μάρτυρες και ότι οι μόνοι που μπόρεσαν να καταθέσουν για τις συνθήκες του δυστυχήματος ήταν οι διάδικοι.
Η εφεσείουσα ασχολείται ιδιαίτερα με τον ισχυρισμό της ότι η εφεσίβλητη προέβαλε πίσω από δύο σταθμευμένα αυτοκίνητα, ισχυρισμός ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η θέση των δύο κατ΄ ισχυρισμόν σταθμευμένων αυτοκινήτων σημειώθηκαν στο τεκμήριο 1, γιατί απλώς έτσι υποδείχθηκε στον εξεταστή της υπόθεσης από την εφεσείουσα.
Το δικαστήριο αποδέχτηκε ως αληθή την εκδοχή και τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, κατάληξη η οποία επίσης προσβάλλεται από την εφεσείουσα.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εφεσείουσα ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας πρωτοδίκως είναι εσφαλμένη. Το δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί, αποδέχτηκε τόσο τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, όσο και τη μαρτυρία του Χαράλαμπου Χαραλάμπους (Μ.Ε.3), ο οποίος έτρεξε στη σκηνή μόλις αντιλήφθηκε ότι είχε γίνει δυστύχημα. Ο Χαραλάμπους κατέθεσε ότι στη σκηνή δεν υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα. Το δικαστήριο με λεπτομέρεια εξηγεί γιατί δεν δέχτηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως αληθή και γιατί προέβη σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις.
Όπως είναι γνωστό η αξιολόγηση της μαρτυρίας βαρύνει συνήθως το πρωτόδικο δικαστήριο και δεν βλέπουμε οποιονδήποτε λόγο να επέμβουμε, είτε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, είτε στα τελικά συμπεράσματα του δικαστηρίου ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης.
Ως προς το τελευταίο σχετικό επιχείρημα της εφεσείουσας ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη μπορούσε να γίνει αντιληπτή από απόσταση τουλάχιστον 12 μ., είναι λανθασμένο, θα πρέπει να πούμε ότι η συγκεκριμένη κατάληξη του δικαστηρίου έχει την έννοια ότι η εφεσείουσα μπορούσε να αντιληφθεί την ύπαρξη της εφεσίβλητης μέσα στο δρόμο έγκαιρα, ούτως ώστε, αν δεν ήταν αμελής, να καταφέρει να αποφύγει τη σύγκρουση. Η εφεσίβλητη είχε ήδη διασχίσει το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής λωρίδας στην κατεύθυνση της εφεσείουσας. Δεν υπήρχαν οποιαδήποτε σταθμευμένα οχήματα που να παρακωλύουν την ορατότητα της εφεσείουσας η οποία, θα έπρεπε να λάβει αποτρεπτικά μέτρα.
Λαμβανομένων υπ΄ όψιν των τραυμάτων της εφεσείουσας, η εφεσείουσα παραπονείται επίσης για το ύψος των αποζημιώσεων τις οποίες θεωρεί μη αιτιολογημένες και υψηλές. Υποστηρίζει ότι οι αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είναι σχετικές, μια και οι τραυματίες στις περιπτώσεις εκείνες ήταν άτομα νεαρής ηλικίας με πολύ σοβαρότερα τραύματα και συνέπειες.
Οι ειδικές αποζημιώσεις συμφωνήθηκαν από τους διαδίκους σε £678 (€1.158) επί πλήρους ευθύνης.
Η ηλικίας τότε 60 ετών εφεσίβλητη, μετά τον τραυματισμό της μεταφέρθηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών Ατυχημάτων του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου και λόγω προοδευτικής επιδείνωσης του επιπέδου της συνείδησης κρίθηκε αναγκαία η μεταφορά της στο Νευροχειρουργικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Παρουσίαζε σοβαράς μορφής κρανιοεγκεφαλική κάκωση με υποσκληρίδιο αιμάτωμα. Αξονική τομογραφία του εγκεφάλου έδειξε την ύπαρξη καταγμάτων κρανίου στην αριστερή ινιακή χώρα και τη δεξιά κροταφοβρεγματική. Παρουσίαζε επίσης εγκεφαλικές θλάσεις στη δεξιά μετωπιαία και κροταφική χώρα και υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά.
Η εφεσίβλητη υποβλήθηκε σε κρανιοτομή και παροχέτευση του υποσκληριδίου αιματώματος. Μετεγχειρητικά παρέμεινε σε ελεγχόμενο υπεραερισμό των πνευμόνων ενωμένη σε αναπνευστήρα για ένα δεκαήμερο και ακολούθως αποσυνεδέθη, αφού της έγινε τραχειοτομή. Παρέμεινε σε κρίσιμη κατάσταση για 14 περίπου ημέρες. Προοδευτικά το επίπεδο συνείδησης άρχισε να βελτιώνεται και η εφεσίβλητη ήταν σε θέση να εκτελεί απλές εντολές. Στις 5.10.2003 υποβλήθηκε σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση για επανατοποθέτηση του οστικού ελλείμματος και παροχέτευση υγρού.
Μετά από εντατική φυσιοθεραπεία και κινητοποίηση, η εφεσίβλητη απολύθηκε δύο περίπου μήνες μετά το δυστύχημα και στη συνέχεια παρακολουθείται στα εξωτερικά ιατρεία του Νευροχειρουργικού Τμήματος. Ανέπτυξε άποιο διαβήτη ο οποίος ύστερα από τη λήψη κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής για 4-5 μήνες υποχώρησε. Η πιθανότητα μελλοντικής υποτροπής της υπόφυσης, το τραύμα στην οποία προκάλεσε διαταραχές στην έκκριση της ορμόνης με αποτέλεσμα τον άποιο διαβήτη, θεωρείται απομακρυσμένη. Είναι σε θέση να επικοινωνεί πλήρως με το περιβάλλον και δεν παρουσιάζει εστιακά παθολογικά σημεία. Λαμβάνει αντιεπιληπτική αγωγή.
Παραπονείται για δυσκολίες στη μνήμη, αιμωδίες στα κάτω άκρα, θάμπωμα στην όραση και μείωση της ακοής δεξιά, καθώς και περιτραυματική αμνησία. Ο σύζυγός της αναφέρθηκε σε αλλαγή στη συμπεριφορά της για εύκολο εκνευρισμό και ανασφάλεια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παραμείνει μόνη, ενώ έγινε εριστική και ευσυγκίνητη.
Η εφεσίβλητη υπέστη ένα σοβαρό τραυματισμό ο οποίος έθεσε τη ζωή της σε σοβαρό κίνδυνο, ενώ ταλαιπωρήθηκε με τις επανειλημμένες επεμβάσεις και επιπλοκές που παρουσίασε. Παρουσιάζει συναισθηματική αστάθεια και μεταπτώσεις. Το είδος αυτό της συμπεριφοράς είναι εκτός χαρακτήρα και οφείλεται στην κάκωση του μετωπιαίου λοβού του εγκεφάλου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η μαρτυρία της σχετικά με το πρόβλημα στη δεξιά οφρύ, τον επηρεασμό της όρασης και της ακοής, αλλά και της όσφρησης δεν λαμβάνονται υπ΄ όψιν κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, αφού δεν καλύπτονται από τα δικόγραφα. Η πιθανότητα μετατραυματικής επιληψίας υπολογίστηκε από το δικαστήριο σύμφωνα με την υφιστάμενη μαρτυρία σε 5%.
Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλα τα τραύματα και τις συνέπειες της εφεσίβλητης, βρίσκουμε ότι το ποσό των £37.000 (€63.218) που της επιδικάστηκε επί πλήρους ευθύνης δεν είναι υπερβολικό και δεν χρειάζεται επέμβασή μας. Το παράπονο της εφεσείουσας ότι οι υποθέσεις που χρησιμοποιήθηκαν ως παρόμοιοι τραυματισμοί (Χαραλάμπους ν. Πογιατζή (1998) 1 Α.Α.Δ., 726 και Χρίστου ν. Χριστοφή (1998) 1 Α.Α.Δ. 503) αφορούν σοβαρότερες περιπτώσεις και νεαρότερους ενάγοντες απορρίπτεται, γιατί έστω κι΄ αν οι τραυματισθέντες σ΄ αυτές ήταν νεαρότεροι, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι οι υποθέσεις αυτές έχουν εκδοθεί 14 χρόνια προηγουμένως.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
/ΜΔ