ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Πιριπίτσης Ιωάννης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 9
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 ΑΑΔ 574
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χριστάκη Ευθυμίου (1999) 3 ΑΑΔ 485
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Iωάννη Αντωνίου (Αρ. 1) (2002) 3 ΑΑΔ 103
Kυπριακή Δημοκρατία ν. Πόλυς Xαραλάμπους Bαλιαντή (2007) 3 ΑΑΔ 446
Παναγιώτου Ευριπίδης και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 370
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 167/2010]
25 Ιουλίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Ιωνάς Νικολάου για ΙΩΝΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΕΠΕ για τον αιτητή.
Μαρίνα Σπηλιωτοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, που εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της 21.12.09, ο Π. Νικολή (ενδιαφερόμενος) προάχθηκε στη θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου. Με την παρούσα προσβάλλεται το κύρος αυτής της απόφασης.
Εξειδικεύθηκαν τρεις λόγοι ακυρότητας. Οι δυο πρώτοι αφορούν στην αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης (ΕΑ). Ο πρώτος σε σχέση με την «επαγγελματική κατάρτιση» που συνιστά ένα από τα δέκα στοιχεία αξιολόγησης στη βάση των οποίων προκύπτει η αξία, όπως αυτά προσδιορίζονται από τον Κανονισμό 7(2)(α) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004, (ΚΔΠ 214/2004 όπως τροποποιήθηκε). Σημειώνω συναφώς πως αυτά τα δέκα στοιχεία αντιστοιχούν ακριβώς στα δέκα στοιχεία αξιολόγησης στη βάση των οποίων καταρτίζονται οι ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 5(1)(β). Ο δεύτερος, σε σχέση με την «ευρύτητα εμπειριών» η οποία σύμφωνα με τον Κανονισμό 7(2)(β) επίσης συνυπολογίζεται ως προσδιοριστική της αξίας. Ο τρίτος και τελευταίος ισχυρισμός του αιτητή αφορά στη βαθμολογία σε σχέση με την προσωπική συνέντευξη που διεξήγαγε το Συμβούλιο Κρίσης (ΣΚ).
Η επαγγελματική κατάρτιση
Η μέγιστη βαθμολογία γι' αυτή, κατά τον Κανονισμό 7(2)(α)(νii) όπως και για τα υπόλοιπα εννέα στοιχεία κρίσης, ήταν τέσσερις μονάδες. Τρία από τα μέλη της ΕΑ έδωσαν στον αιτητή τέσσερις μονάδες και δυο τρεις μονάδες. Το σύνολο ήταν 18, ο μέσος όρος [βλ. την επιφύλαξη στον Κανονισμό 7(5)] ήταν 3.60 και αυτός αποδόθηκε στον αιτητή. Ο αιτητής υπέβαλε ένσταση, κατά τον Κανονισμό 7(6), επισημαίνοντας πως στην αξιολόγηση του προηγούμενου χρόνου του είχαν δοθεί πλήρεις μονάδες. Περαιτέρω πως η μείωση, όπως τη χαρακτηρίζει, ήταν άδικη αφού είχε, στο μεταξύ, παρακολουθήσει εκπαιδευτικό πρόγραμμα και συνέδριο που αύξησαν την επαγγελματική του κατάρτιση. Η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων δεν διαπίστωσε «οποιαδήποτε προφανή αντικειμενικά σφάλματα» στην αιτιολόγηση που είναι ο όρος που χρησιμοποιείται από τον Κανονισμό 7(6). Αυτό, με αναφορά στην αιτιολόγηση της αξιολόγησης, ως ακολούθως:
«Η αιτιολόγηση σε σχέση με την αξιολόγηση στην Παράγραφο Ι. (Στοιχεία Αξιολόγησης), βασίζεται στο γεγονός ότι η αξιολόγηση έγινε με ομόφωνη απόφαση της Πενταμελούς Επιτροπής Αξιολόγησης, αφού συμβουλεύθηκε τον άμεσα Προϊστάμενο σας και λήφθηκαν υπόψη το περιεχόμενο του Προσωπικού Φακέλου, του Ατομικού Δελτίου και οι ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των τελευταίων τεσσάρων ετών. Σημειώνεται ότι η βαθμολογία είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των πέντε μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης».
Επομένως, παρέμεινε αυτή η αξιολόγηση η οποία και προσδιόρισε ανάλογα την τελική βαθμολογία του αιτητή.
Κατά τον Κανονισμό 7(2) και (5) η αξιολόγηση της ΕΑ πρέπει να είναι αιτιολογημένη, και αυτό, παράλληλα προς την πρόνοια για τις μονάδες που κατά ανώτατο όριο μπορούν να δοθούν. Εδώ, όμως, ό,τι υπάρχει είναι απλώς η βαθμολογία. Το ίδιο και στο βοηθητικό έντυπο, αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης όπως χαρακτηρίζεται, που συμπληρώθηκε ξεχωριστά από το κάθε ένα από της μέλη της ΕΑ. Ενώ, στο κάτω μέρος του, υπάρχει η ένδειξη «αιτιολόγηση βαθμολογίας», η οποία όμως παρέμεινε κενή. Αυτή η ένδειξη αναφέρεται σε αιτιολόγηση «από τη μελέτη του φακέλου, του ατομικού δελτίου και των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης των τεσσάρων τελευταίων ετών του υποψηφίου, ως και από τη συμβουλή του άμεσα προϊσταμένου του», με αποσιωπητικά, ασφαλώς προς καταγραφή της εξήγησης. Όμως, εν πάση περιπτώσει, με κανένα τρόπο η καταγραφή των πηγών δεν θα μπορούσε να αναχθεί σε αιτιολόγηση. Σημειώνω δε πως δεν έχει συζητηθεί ως ξεχωριστό θέμα η δυνατότητα, σε σχέση με την αξιολόγηση της αξίας, συνυπολογισμού τέτοιων πηγών, πέραν των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης. Έχουμε, συνεπώς, καταφανή, εξ αντικειμένου, έλλειψη της αιτιολογίας για την επίμαχη βαθμολογία. Η σχετική ένδειξη στο βοηθητικό έντυπο παρέμεινε κενή και δεν υπάρχει τίποτε που να παρέχει τη δυνατότητα διακρίβωσης του λόγου της επίμαχης βαθμολογίας και συναφώς άσκησης δικαστικού ελέγχου. Όπως, εν προκειμένω, είναι ο βασικός ισχυρισμός του αιτητή και σημειώνω πως η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων δεν αναφέρθηκε σ' αυτό το κενό.
Η ευρύτητα εμπειριών
Η ευρύτητα εμπειριών που επίσης προβλέπεται ως προσδιοριστικό στοιχείο της αξίας, κατά τον Κανονισμό 7(2)(β) συντίθεται από σειρά καθορισμένων στοιχείων. Εν προκειμένω, συζητήθηκε, εν τέλει, το αναφερόμενο από τον Κανονισμό 7(2)(β)(γγ) σε «εκπαιδεύσεις στο εξωτερικό, διάρκειας τουλάχιστον τριών μηνών η κάθε μια σε θέματα συναφή με τα αστυνομικά καθήκοντα.» Αυτές βαθμολογούνται με 0.25 της μονάδας, με ανώτατη βαθμολογία 0.50 της μονάδας. Η ΕΑ δεν έδωσε μονάδες συναφώς στον αιτητή και στην ένστασή του περιέλαβε, ως δεύτερο και τελευταίο, και αυτό το θέμα. Αυτό, όπως διευκρινίστηκε, με αναφορά στην «τρίμηνη εκπαίδευση που παρακολούθησα με επιτυχία στην Πυροσβεστική Ακαδημία Αθηνών, στη Σχολή Επιμόρφωσης και Μετεκπαίδευσης Αξιωματικών από 26.1.2009 μέχρι 10.4.2009». Η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων απέρριψε την ένσταση του αιτητή εξηγώντας πως «από έρευνα που έγινε στον Προσωπικό σας Φάκελο και το Ατομικό σας Δελτίο η εκπαίδευση που αναφέρετε δεν συμπληρώνει τρεις μήνες και επιπλέον δεν ολοκληρώθηκε μετά την έναρξη των εργασιών της Πενταμελούς Επιτροπής Αξιολόγησης για το έτος 2009».
Τα επιχειρήματα του αιτητή αφορούσαν αποκλειστικά στο δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας που δόθηκε, δηλαδή στο παράνομο και πάντως ανεπίτρεπτο να ληφθεί υπόψη ο χρόνος έναρξης των εργασιών της ΕΑ. Όταν ήταν, πλέον, δεδομένο πως, εκκρεμούσας της διαδικασίας προαγωγών ολοκλήρωσε την επίμαχη εκπαίδευση που δεν ήταν απαιτούμενο προσόν. Εφόσον, όμως, η εκπαίδευση αυτή δεν ήταν τρίμηνης διάρκειας, όπως δηλώνουν και οι ημερομηνίες στις οποίες ο ίδιος ο αιτητής αναφέρθηκε, δεν είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα απόδοσης 0.25 της μονάδας κατ' επίκληση του Κανονισμού 7(2)(β)(γγ). Δεν είναι βάσιμος αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή και δεν θα ασχοληθώ με τη δευτερεύουσα αιτιολογία.
Η προσωπική συνέντευξη
Το ΣΚ, για την προσωπική συνέντευξη, έδωσε στον αιτητή 2.90 μονάδες και στον ενδιαφερόμενο 4.20 και η μικρή υπεροχή του αιτητή στην κατάταξη της ΕΑ (αιτητής 57.45, ενδιαφερόμενος 56.65) ανετράπη. Στον Πίνακα που υπέβαλε το ΣΚ προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας προηγείτο, πλέον, κατά τη βαθμολογία, ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος και προάχθηκε σ' αυτή τη βάση. Υποστηρίζει συναφώς ο αιτητής πως συντρέχει λόγος ακυρότητας επειδή δεν αιτιολογήθηκαν, όπως ήταν υποχρεωτικό, οι μονάδες που δόθηκαν.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(4)(β):
«Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται».
Στη συνέχεια, με την παράγραφο 4(γ), ουσιαστικά προσδιορίζονται οι συνιστώσες που συνθέτουν τη γενική εντύπωση και καθορίζεται ο μέγιστος αριθμός των μονάδων που μπορεί να αποδοθεί για την κάθε μια από αυτές, νοουμένου ότι το ανώτατο όριο των μονάδων για την προσωπική συνέντευξη είναι 7. Παραθέτω ολόκληρο τον Κανονισμό 9(4):
«(α) Το Συμβούλιο Κρίσης καλεί σε προσωπική συνέντευξη όλους τους υποψήφιους που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που υποβλήθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων.
(β) Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται.
(γ) Στα πλαίσια της προσωπικής συνέντευξης, η οποία βαθμολογείται με ανώτατο όριο τις 7 μονάδες, αξιολογείται η ικανότητα έκφρασης, η αυτοπεποίθηση/ αυτοέλεγχος, η εμφάνιση, η εντύπωση ως προς την κρίση του υποψηφίου κατά την προσωπική συνέντευξη, οι γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και οι γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της Αστυνομίας:
Νοείται ότι τα κριτήρια ικανότητα έκφρασης, αυτοπεποίθηση/ αυτοέλεγχος, εμφάνιση και η κρίση στις απαντήσεις του υποψηφίου βαθμολογούνται με ανώτατη βαθμολογία 0.50 της μονάδας το καθένα, ενώ τα υπόλοιπα δύο βαθμολογούνται με ανώτατη βαθμολογία 2.50 μονάδες το καθένα, όπως φαίνεται στο Παράρτημα Β:
Νοείται περαιτέρω ότι η βαθμολογία του υποψηφίου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των τριών μελών του Συμβουλίου Κρίσης.»
Ο αιτητής και ο ενδιαφερόμενος, για την ικανότητα εκφρασης, την αυτοπεποίθηση, την εμφάνιση και την εντύπωση ως προς την κρίση, εξασφάλισαν πλήρεις μονάδες, δηλαδή 0.50 για την κάθε συνιστώσα, σύνολο 2. Βαθμολογήθηκαν όμως διαφορετικά για τις «γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής», για τις οποίες δόθηκαν, στον αιτητή 0.70 της μονάδας ενώ στον ενδιαφερόμενο 1.40 της μονάδας και για τις «γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της αστυνομίας» για τις οποίες δόθηκε στον αιτητή 0.20 της μονάδας και στον ενδιαφερόμενο 0.80 της μονάδας. Ως προς τα δυο τελευταία, που είναι τα επίμαχα, με την επεξήγηση σε σχετικό έντυπο, από το κάθε μέλος, πως η απάντηση του αιτητή για το πρώτο ήταν «μέτρια» και για το δεύτερο «ανεπαρκής». Ενώ ο ενδιαφερόμενος απάντησε «καλά» και «μέτρια» αντιστοίχως. Παρεμβάλλω πως αυτοί οι όροι είχαν προαποφασιστεί, όπως αναφέρεται στην έκθεση του ΣΚ ημερομηνίας 11.11.09.
Ο αιτητής επικαλέστηκε σειρά πρωτόδικων αποφάσεων σύμφωνα με τις οποίες απόδοση μονάδων κατά τον πιο πάνω τρόπο, χωρίς οτιδήποτε άλλο, δεν ικανοποιούσε την απαίτηση για αιτιολογία αφού δεν καθιστούσε εφικτό το δικαστικό έλεγχο. Πρόκειται για τις αποφάσεις στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3ΑΑΔ 485, Πολύβιος Χ»Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 2327/06, ημερ. 15.5.2008, Πιερής Μαούρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 2286/06, ημερ. 4.6.2008, Ανδρέας Σάββα κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 175/2009 κ.α. ημερ. 31.5.2010, Ιωάννης Χαραλάμπους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 1700/2007 κ.α. ημερ. 18.6.2010, Πολύβιος Χ»Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 250/2009, ημερ. 31.5.2011 και Ροδοσθένης Μακρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 397/2010, ημερ. 4.10.11.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν πως υπάρχει αιτιολογία επαρκής αλλά, παράλληλα, εισηγήθηκαν και πως εφαρμοζόταν στην περίπτωση η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Βαλιαντή (2007) 3 ΑΑΔ 446.
Πράγματι, στην υπόθεση εκείνη απασχόλησε το ζήτημα της απονομής μονάδων σε σχέση με την εντύπωση από προφορική εξέταση, χωρίς οτιδήποτε άλλο, και η διοικητική πράξη επικυρώθηκε. Όμως, με τη διαφορά πως εκεί δεν απαιτείτο αιτιολογία αλλά απλώς καταγραφή μονάδων. Επομένως, κάθε άλλο παρά η πιο πάνω υπόθεση ενισχύει την άποψη των καθ' ων η αίτηση.
Έχω εντοπίσει, εν τούτοις, άλλες πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες κρίθηκε, αντίθετα προς τις προηγούμενες, πως απόδοση μονάδων ακριβώς με τον τρόπο που έγινε και εδώ, ότι ικανοποιούσε την απαίτηση για αιτιολογία. Πρόκειται για τις αποφάσεις στις υποθέσεις Ανδρέας Ανδριανού κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 388/2006, ημερ. 18.4.2008, Ευριπίδης Παναγιώτου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατία, Υποθέσεις αρ. 454/2006 κ.α., ημερ. 30.5.2008, Μιχάλης Ανδρονίκου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 241/2009, ημερ. 2.2.2010, Βασούλα Γιαννακού κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 251/2009 κ.α., ημερ. 5.5.2011, Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 240/2010 κ.α., ημερ. 29.12.2011 και Μάξιμος Χριστοδούλου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 266/2010 κ.α., ημερ. 14.2.2012.
Όταν ο Κανονισμός 9(4) προσδιορίζει ανώτατο όριο βαθμολογίας κατά συνιστώσα της γενικής εντύπωσης και παράλληλα απαιτεί αιτιολογία, αναπόφευκτα εννοεί πως δεν μπορεί να εξισώνονται οι βαθμολογίες προς την αιτιολογία. Έπεται πως δεν αρκεί η απόδοση μονάδων αλλά απαιτείται και αιτιολογία ως προς αυτές, εφόσον παρέχεται περιθώριο διαφοροποιήσεων μέχρι του ανωτάτου ορίου της κάθε μιας. Οπότε το ερώτημα είναι αν ικανοποιείται η απαίτηση για αιτιολογία με τις εξηγήσεις πως ο ένας απάντησε καλά ή μέτρια ή ανεπαρκώς και τα άλλα.
Παλαιότερα, γενικώς δεν απαιτείτο αιτιολόγηση των εντυπώσεων από προφορική συνέντευξη. Οπότε οι υποκειμενικές εκτιμήσεις αποτυπώνονταν με διαβαθμίσεις όπως εξαίρετος, πάρα πολύ καλός κλπ. Όταν, πλέον, νομοθετικά επιβλήθηκε η ανάγκη για αιτιολογία της γενικής εντύπωσης, στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 ΑΑΔ 574, που αφορούσε σε διορισμό από την ΕΔΥ, αποφασίστηκε, από την Ολομέλεια, πως η απόδοση των χαρακτηρισμών εξαίρετος, πάρα πολύ καλός κλπ, με αναφορά «στην ορθότητα των απαντήσεων που έδωσαν οι αιτητές στις ερωτήσεις, στη διατύπωση των απαντήσεων, στο βαθμό ευθυκρισίας και επίσης στην προσωπικότητά των», δεν ήταν επαρκής, αφού δεν ήταν εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Το ίδιο και στη Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου κ.α. (1995) 3 ΑΑΔ 119, επίσης σε σχέση με απόφαση της ΕΔΥ. Κρίθηκε από την Ολομέλεια πως η προσθήκη ότι οι υποψήφιοι απάντησαν κατά τρόπο εξαιρετικό, πάρα πολύ καλό κλπ, δεν πρόσθετε οτιδήποτε και συνιστούσε «φραστικό απλώς πλεονασμό». Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή στο σχετικό πρακτικό, που τιτλοφορείται "Γενική Εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση με αλφαβητική σειρά των ομάδων," χωρίζει τους υποψήφιους σε 4 ομάδες. Η κάθε ομάδα φέρει την επικεφαλίδα "εξαιρετική εντύπωση", "παρά πολύ καλή εντύπωση", "πολύ καλή εντύπωση" και "καλή εντύπωση". Απέναντι από την κάθε ομάδα υπάρχει μια σημείωση, που κατά την εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, είναι η αιτιολογία αυτής της γενικής εντύπωσης. Είναι όμως η γνώμη μας πως αυτή η ούτω καλούμενη αιτιολογία δεν προσθέτει τίποτε στην περιγραφή της γενικής εντύπωσης που διαβαθμίζεται ως "εξαιρετική", "πάρα πολύ καλή", "πολύ καλή" και "καλή". Στην κάθε ομάδα με φραστικό απλώς πλεονασμό, ανάλογα με την περίπτωση, προστίθεται πως οι υποψήφιοι απάντησαν κατά τρόπο εξαιρετικό, πάρα πολύ καλό κ.λπ., στις ερωτήσεις γνώσεων και κρίσεως. Το "εξαιρετικά" γίνεται "πάρα πολύ καλά", "πολύ καλά" και "καλά", ανάλογα με την ομάδα στην οποία κατατάσσονται οι υποψήφιοι, όπως αναφέρουμε παραπάνω.
Αναιτιολόγητη είναι επίσης και η κρίση της Επιτροπής σε ότι αφορά την προφορική εξέταση. Στο πρακτικό αναγράφεται μόνο η γενική της εντύπωση για τον κάθε υποψήφιο με τις καθιερωμένες φράσεις, που παραθέτουμε αμέσως πιο πάνω. Το γεγονός πως καθορίστηκαν γενικά κριτήρια, για την αξιολόγηση των υποψηφίων στη συνέντευξη, δεν σημαίνει πως αυτά αποτελούν την αιτιολογία για την απόδοση του καθενός στη συνέντευξη.
Δεν κρίνουμε ορθό να κάμουμε νύξη ως προς το πώς, κατά την άποψη μας, θα ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την αιτιολογία. Εναπόκειται στα αρμόδια όργανα να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασης τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο.
Αντιλαμβανόμαστε πως τα διοικητικά όργανα επιφορτίζονται με ένα βαρύ και δύσκολο έργο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν, όπως και στην παρούσα υπόθεση, πάρα πολλοί υποψήφιοι. Είμαστε όμως όλοι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουμε πιστά τις διατάξεις του νόμου».
Στη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 ΑΑΔ 485 οι υποψήφιοι βαθμολογήθηκαν από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά κεφάλαια, όπως γνώση, έκφραση, επικοινωνία, νοητικές ικανότητες και άλλα, ως εξαίρετοι, πάρα πολύ καλοί κλπ, χωρίς οτιδήποτε άλλο. Αποφασίστηκε πως δεν ικανοποιείτο με αυτό τον τρόπο η νομοθετική απαίτηση για αιτιολογία. Παραθέτω και εν προκειμένω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η βαθμολογία υποψηφίου, κάτω από οποιοδήποτε κεφάλαιο κρίσης, δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την εντύπωση του εξετάζοντος σώματος για την αξία του σ΄ εκείνο τον τομέα. Οι ιδιαίτερες βαθμολογίες μπορεί θεωρητικά να δώσουν το στίγμα της τελικής αξιολόγησης, δεν παύουν όμως να αποτελούν, όπως και η γενική αξιολόγηση, βαθμολογίες οι οποίες, όπως και η τελική, δεν παρέχουν τους λόγους για τους οποίους καθορίστηκαν στο επίπεδο που καθορίστηκαν. Το άθροισμα των βαθμολογήσεων για τον καθορισμό της γενικής αξιολόγησης δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Ό,τι ελλείπει από την τελική βαθμολογία ελλείπει και από τις επι μέρους βαθμολογίες. Απουσιάζουν και στις δύο περιπτώσεις οι λόγοι για τους οποίους το σώμα προήλθε στη συγκεκριμένη αξιολόγηση.
Αντικείμενο της αιτιολόγησης είναι η παροχή των λόγων για τη μόρφωση της "Α" ή της "Β" γενικής εντύπωσης. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη βαθμολογία η οποία αποδίδεται.».
Στην Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374 ανασκοπήθηκε η νομολογία και ήταν στη βάση της που αποφασίστηκε αρνητικά το εκεί ερώτημα αν χρειαζόταν να καταγράφεται το περιεχόμενο της προφορικής εξέτασης, δηλαδή οι ίδιες οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις. Με την ακόλουθη κατάληξη ως προς το τι προέκυπτε ότι απαιτούσε η νομολογία:
«Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο. Είναι σ΄ αυτό αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη του σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση. Η καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης θα χρειαζόταν μόνο αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης ώστε να καλύπτει και τα όσα το σώμα που διενήργησε την προφορική συνέντευξη θεώρησε, από άποψης βαθμολόγησης, πως συνέθεταν τα επί μέρους, τα οποία μεταφέρονται για να δικαιολογήσουν τη γενική εντύπωση. Αυτό όμως ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία το απαιτούν.»
Στην ίδια γραμμή κινήθηκε, στη συνέχεια, και η Δημοκρατία ν. Αντωνίου (Aρ. 1) (2002) 3 ΑΑΔ 103 στην οποία εξηγήθηκε πως
«(σ)την προκείμενη περίπτωση η συγκριτική θεώρηση των όσων αποδόθηκαν αντίστοιχα στον εφεσίβλητο και στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιολογούσαν τη διαφορά στην καταγραφείσα γενική εντύπωση και αυτό είναι αρκετό.».
Όσα εδώ προτείνονται ως η αιτιολόγηση που αναφέρεται, ήταν διαφορετικά από όσα κρίθηκαν επαρκή από την πιο πάνω νομολογία μας. Η απόδοση περισσότερων μονάδων στον ένα σε σχέση με άλλο, αναπόφευκτα σημαίνει πως, κατά την υποκειμενική κρίση του συλλογικού οργάνου ή των μελών που το συνθέτουν, ο ένας απέδωσε καλύτερα σε σύγκριση με τον άλλο και ασφαλώς δεν προσθέτει οτιδήποτε στην εικόνα η αναφορά ότι ο ένας απάντησε καλά, ο άλλος μέτρια κλπ. Εκείνο που αναζητείται είναι αιτιολογία που οι Κανονισμοί απαιτούν γι' αυτές ακριβώς τις διαβαθμίσεις που βρίσκουν την έκφραση τους στην προβλεπόμενη αριθμοποίηση. Τέτοια αιτιολογία δεν υπάρχει και, πράγματι, δεν παρέχεται καμιά δυνατότητα δικαστικού ελέγχου.
Στοιχειοθετείται, κατά τα ανωτέρω, λόγος ακυρότητας και η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά