ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αργυρού Παναγιώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 639
Πετρίδου Φλωρεντία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 636
Γιασουμής Ιάσων ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 27
Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1248/2009-1252/2009 και 1270/2009)
20 Ιουλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1248/2009)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΥΦΩΝΟΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 1249/2009)
ΕΛΕΝΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 1250/2009)
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 1251/2009)
ΠΡΟΚΟΠΙΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 1252/2009)
ΜΗΛΙΑ ΧΑΤΖΗΛΟΙΖΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 1270/2009)
ΕΛΕΝΗ ΠΑΤΕΡΑ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Στ. Μαξούτη (κα.) για Τ. Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για τους Αιτητές σε όλες τις προσφυγές.
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Παπαχαραλάμπους, για τα Ε/Μ Ε. Χ΄΄ Κωνσταντή, Μ. Μαντοβάνη, Α. Ξιουρή και Γ. Πελεκάνου.
Γ. Γιωργαλλής, για το Ε/Μ Α. Χρίστου.
Π. Λεωνίδου, για το Ε/Μ Θ. Κυριάκου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με τις εξεταζόμενες συνεκδικαζόμενες προσφυγές οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο δήλωση και/ή απόφαση ότι η απόφαση και/ή πράξη των καθ' ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε την 3.7.2009 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αρ. 4378, υπ' αρ. γνωστοποίησης 884, με την οποία διορίστηκαν εκ νέου, κατόπιν επανεξέτασης αναδρομικά από την 15.3.2007 στη μόνιμη θέση Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού, Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αντί και/ή στη θέση των αιτητών, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη κάθε εννόμου αποτελέσματος.
Είναι η θέση των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου που προέκυψε από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 771/2007, 772/2007, 773/2007, 774/2007, 775/2007, 776/2007 και 813/2007, η οποία εκδόθηκε στις 20.5.2009.
Σύμφωνα με τη θέση των αιτητών η Ε.Δ.Υ., σε πλήρη σύγκρουση με την ακυρωτική απόφαση και χωρίς ποτέ να την έχει εφεσιβάλει εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Αποφάσισε αυθαίρετα και προκλητικά να μην λάβει υπόψιν της τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταγράφοντας μάλιστα στα πρακτικά της ότι διαφωνεί με τη δικαστική κρίση.
Το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών (Παράρτημα 2 της ένστασης), παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών, ομοιάζει περισσότερο με γραπτή αγόρευση, σε διαδικασία προσφυγής προς υποστήριξη της νομιμότητας της ήδη ακυρωθείσας απόφασης, παρά με τήρηση πρακτικών συνεδρίασης διοικητικού οργάνου σε διαδικασία επανεξέτασης. Μάλιστα ασκείται και κριτική στην απόφαση του Δικαστηρίου και γίνεται παραπομπή σε άσχετη, με το αντικείμενο της επανεξέτασης, νομολογία.
Παρατίθεται πιο κάτω αυτούσιο απόσπασμα από τα πρακτικά που τηρήθηκαν από την ΕΔΥ κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης:
«Ενόψει αυτού, η Επιτροπή αποφάσισε όπως σημειωθεί στο παρόν πρακτικό της επανεξέτασης η θέση της, που ενισχύεται νομολογιακά, ότι δεν πρέπει να αμφισβητείται από το Δικαστήριο η κρίση της επιτροπής κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. Σχετική νομολογία, που μιλά από μόνη της ακολουθεί:
'Είναι ανεπίτρεπτο να αμφισβητείται και προσβάλλεται η προσωπική επάρκεια ή εντιμότητα ατόμων που ασκούν διοικητική λειτουργία, και μάλιστα όταν αυτά διορίζονται στη βάση συνταγματικών διατάξεων όπως στην περίπτωση μας. Το διοικητικό δικαστήριο δεν διερευνά κατά πόσο τα μέλη των διοικητικών οργάνων διαθέτουν τα πιο πάνω χαρακτηριστικά. Αυτό που έχει εξουσία να κάνει είναι να ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων τους. Διαφορετικά, τα άτομα που συνθέτουν συλλογικά το διοικητικό όργανο θα ήσαν προσωπικά υπόλογα στο δικαστήριο, και ενδεχομένως να ανακρίνονται, για την ορθότητα και αλήθεια των όσων αναφέρονται στα πρακτικά των αποφάσεων τους.
Στην αίτηση που μας απασχολεί καταγράφεται στο πρακτικό πως ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας χρησιμοποίησαν τις σημειώσεις τους, για τους λόγους που ήδη ανέφερα. Είναι αδιανόητο για το Δικαστήριο να αμφισβητεί αυτή την καταχώρηση, και να θέλει να επιβεβαιώσει την αλήθεια της». (Προσφυγή αρ. 20/2000, Ανδρούλλα Αγρότου ν. ΕΔΥ.)
Πέραν αυτού, η Eπιτροπή σημειώνει τη διαφωνία της στη θέση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η ενώπιόν της διαδικασία «είχε σαν αποτέλεσμα να διαγραφεί εντελώς η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και προς τούτο τονίζει ότι από τους 82 πρώτους σε τελική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή προσήλθαν ενώπιον της για προφορική εξέταση οι 78 και η Επιτροπή επέλεξε για διορισμό στις εν λόγω θέσεις τους 68, δηλαδή ένα υψηλότατο ποσοστό, ίσο με 87,2%. Πέραν αυτού, η Επιτροπή τονίζει ότι από τους υπόλοιπους 10 πρώτους, σύμφωνα με την τελική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, που δεν επιλέγηκαν, τόσο ο Διευθυντής, που ήταν και ο Πρόεδρος της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και η Επιτροπή, τους αξιολόγησαν, σε γενικές γραμμές, σε χαμηλότερο επίπεδο από ότι τους επιλεγέντες, κατά την ενώπιόν τους προφορική εξέταση, ασκώντας, με αυτό τον τρόπο, την κρίση και τη διακριτική τους ευχέρεια, στα όρια που τους επιτρέπει ο Νόμος.
...............................
Έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, και αφού, σε προηγούμενη συνεδρία της, συμμορφούμενη με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επανέφερε τα πράγματα στην κατάσταση που ίσχυε πριν από την απόφαση της που ακυρώθηκε, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης 10 μόνιμων θέσεων Βοηθού Ασφαλιστικού Λειτουργού, Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που παραμένουν κενές ύστερα από την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με ημερομηνία 26.1.07, σε ότι αφορά τον από 15.3.07 διορισμό 10 Ενδιαφερομένων Μερών στις εν λόγω θέσεις.
Η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 34(Α) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2008 και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πάσχει η κρίση που αποκόμισαν τόσο αυτή όσο και ο Διευθυντής κατά την ενώπιον τους προφορική εξέταση , αποφάσισε ότι η κρίση και των δύο διασώζεται και λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της επανεξέτασης.»
Ειδικότερα υποδεικνύουν οι αιτητές, η ΕΔΥ πεπλανημένα θεώρησε, ότι δεν πάσχει η κρίση που αποκόμισε κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων που διεξήχθη στα πλαίσια της αρχικής διαδικασίας για την πλήρωση των θέσεων και ότι η μόνη της υποχρέωση και καθήκον προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, ήταν να επαναφέρει τα πράγματα στην κατάσταση που ίσχυε πριν την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης ενημερώνοντας τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα για την ακύρωση του διορισμού τους.
Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η Ε.Δ.Υ. εκμηδένισε τα πρόσθετα προσόντα που κατείχαν οι αιτητές σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ενδιαφερόμενων προσώπων. Στην προσπάθειά της δε να αιτιολογήσει την απόφασή της, παρατηρούν οι αιτητές, η Ε.Δ.Υ. ανέφερε γενικολογώντας τα πιο κάτω :
«Η Επιτροπή, αφού απέδωσε στα εν λόγω προσόντα την ανάλογη βαρύτητα και τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, έκρινε ότι αυτά δεν μπορούν να ανατρέψουν την απόφαση της, δεδομένου ότι οι επιλεγέντες, οι οποίοι δεν διαθέτουν τέτοια προσόντα υπερείχαν κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση και αξιολογήθηκαν στο υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης της (Εξαίρετοι). »
Η πιο πάνω όμως αναφορά της Ε.Δ.Υ. επισημαίνουν οι αιτητές έρχεται και πάλι σε πλήρη σύγκρουση με την ακυρωτική δικαστική απόφαση αφού η ίδια ακριβώς αιτιολογία είχε καταγραφεί και κατά την αρχική διαδικασία και αξιολογήθηκε και κρίθηκε από το δικαστήριο ως παράνομη, με αποτέλεσμα η Ε.Δ.Υ. να παραβιάσει και στο σημείο αυτό τον κανόνα του δεδικασμένου και την αρχή της επανεξέτασης. Συγκεκριμένα στην ακυρωτική απόφαση, υποδεικνύουν οι αιτητές, αναφέρεται:
«Πρόδηλο είναι επίσης ότι η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει εκ θεμελίων, στερούμενη παντελώς αιτιολογίας.
...............................
Η ΕΔΥ λοιπόν παραγνώρισε και ουδόλως έλαβε υπόψη της όλη την προηγηθείσα διαδικασία ενώπιον της ΣΕ, η οποία και αποσκοπούσε στον προσδιορισμό αντικειμενικής αξίας, και (βρίσκω πολύ δύσκολο να δεχθώ από σύμπτωση) αξιολόγησε «Εξαίρετος» ακριβώς 82 υποψηφίους για να τους επιλέξει στη συνέχεια για μόνο ουσιαστικά το λόγο ότι τους είχε αξιολογήσει έτσι!»
Πέραν όμως της παραβίασης αυτής του δεδικασμένου σε σχέση με τα πρόσθετα προσόντα των αιτητών, υποβάλλουν οι αιτητές, προκύπτει και παραβίαση των καθορισθέντων από τη Νομολογία ορίων της διακριτικής εξουσίας της ΕΔΥ εφόσον η ΕΔΥ παράνομα εξομοίωσε και εξίσωσε την κατοχή των συναφών με τα καθήκοντα της θέσης πρόσθετων προσόντων με τα πρόσθετα προσόντα που δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.
Περαιτέρω ισχυρίζονται οι αιτητές ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ παρέλειψαν να υπαγάγουν τα προσόντα των υποψηφίων στην πρόνοια 3 (4) του σχεδίου υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία «Τριετής συνεχής πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα αποτελεί πλεονέκτημα».
Υποβάλλει στο σημείο αυτό η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών ότι οι αιτητές κατέχουν τριετή συνεχή πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης αλλά παρ' όλα αυτά δεν αξιολογήθηκε η πείρα τους, ούτε συσχετίστηκε αυτή με βάση την πρόνοια 3 (4) του σχεδίου υπηρεσίας, με αποτέλεσμα να μην αποδοθεί σε αυτούς το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας.
Περαιτέρω είναι η θέση των αιτητών ότι οι καθ' ων η αίτηση εξουδετέρωσαν την κατοχή του πλεονεκτήματος με τρόπο που στο τέλος απέβη σε κριτήριο άνευ σημασίας σε αντίθεση με τη προφορική συνέντευξη που τελικά κατέληξε το καθοριστικό και το αποκλειστικό κριτήριο προς επιλογή των υποψηφίων για διορισμό, παραβιάζοντας την πάγια Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν, μέσω της γραπτής τους αγόρευσης προδικαστική ένσταση, την οποία υιοθετούν και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Μαντοβάνη, Χατζηκωνσταντή, Ξιουρή και Πελεκάνου, ισχυριζόμενοι ότι ορισμένοι εκ των αιτητών δεν νομιμοποιούνται να προσβάλουν το διορισμό ορισμένων ενδιαφερομένων προσώπων για το λόγο ότι δεν είχαν προσβάλει τους αντίστοιχους διορισμούς στα πλαίσια εκδίκασης των Συνεκδικαζόμενων Προσφυγών αρ. 771/2007 κ.α. κατά την αρχική διαδικασία.
Η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου των αιτητών ότι η πιο πάνω προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί ηγέρθηκε σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας κατά παράβαση του άρθρου 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 που ορίζει ότι «Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως» δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Θεωρώ ότι η πιο πάνω προδικαστική ένσταση επειδή αφορά σε θέμα νομιμοποίησης των αιτητών να προσβάλουν την επίδικη πράξη και κατ΄ επέκταση άπτεται ζητήματος δημόσιας τάξης μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και δύναται να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο[1].
Θεωρώ ωστόσο την πιο πάνω προδικαστική ένσταση αβάσιμη. Συμφωνώ με την ευπαίδευτη συνήγορο των αιτητών ότι οι αιτητές νομιμοποιούνται να προσβάλουν τους διορισμούς οποιουδήποτε προσώπου που διορίστηκε κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, έστω και αν δεν είχε ο καθένας ξεχωριστά προσβάλει τους διορισμούς όλων των ενδιαφερομένων προσώπων καθώς η λήψη απόφασης κατά τη διαδικασία επαναξέτασης αποτελεί νέα εκτελεστή διοικητική πράξη χωρίς όμως τη δυνατότητα ανακίνησης θεμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί σε προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες (Δέστε: Ρένος Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38).
Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας των συνεκδικαζόμενων προσφυγών.
Η θέση των αιτητών περί παραβίασης του δεδικασμένου λόγω μη συμμόρφωσης της ΕΔΥ προς τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβηκε το Ανώτατο Δικαστήριο στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση, με βρίσκει σύμφωνο.
Η ύπαρξη του δεδικασμένου κρίνεται κυρίως από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης. Κάθε, κριθέν από το δικαστήριο, ζήτημα και κάθε εύρημα του, είναι δεσμευτικό για τη διοίκηση η οποία δεν είναι πλέον ελεύθερη να έχει αντίθετη άποψη.
Ως προς την εφαρμογή των αρχών του δεδικασμένου στο πεδίο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, διαφωτιστική είναι η πιο κάτω περικοπή από την απόφαση της Ολομέλειας στην Παναγιώτης Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639:
«Να υπενθυμίσουμε, επί του προκειμένου, πως με την ακυρωτική δικαστική απόφαση η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί μ' αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος, δηλαδή με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Όταν δε το διοικητικό όργανο επανεξετάζει το θέμα η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση. Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο. Σ' αυτή τη διεργασία θα βοηθηθεί βέβαια η διοίκηση και από την αιτιολογία που οδήγησε στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου, αλλά μόνο αναφορικά με το μέρος της που ήταν απολύτως αναγκαίο για να κριθεί το συγκεκριμένο σημείο. Η μόνιμη έγνοια του διοικητικού οργάνου πρέπει πάντοτε να είναι: η λήψη απόφασης σύμφωνα με το νόμο, τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας.»
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμη την παράθεση των αυτούσιων δικαστικών ευρημάτων στα οποία η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας όφειλε να είχε συμμορφωθεί:
«Πρόδηλο είναι ότι η ανατροπή της σειράς αυτής προς όφελος των ΕΜ στο στάδιο της ΕΔΥ οφείλετο στην καλύτερη αξιολόγηση τους από την ΕΔΥ στην ενώπιον της προφορική εξέταση. Όλα τα ΕΜ αξιολογήθησαν «Εξαίρετοι» από την ΕΔΥ, η δε αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ για την επιλογή τους, πέραν της περιγραφικής αναφοράς στη βαθμολογία που είχαν από τη ΣΕ (και που ασφαλώς δεν τους κατέτασσε μεταξύ των 82 πρώτων), περιορίσθηκε στην παρατήρηση ότι είχαν την εξαίρετη αξιολόγηση της για την ενώπιον της προφορική εξέταση, (προσθέτοντας μόνο για το ΕΜ3 ότι είχε ΒΑ μη σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και για το ΕΜ7 ότι είχε δίπλωμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης). Τους αιτητές τους αξιολόγησε όλους «Πολύ Καλός».
Πρόδηλο είναι επίσης ότι η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει εκ θεμελίων, στερούμενη παντελώς αιτιολογίας όπως εισηγούνται και οι αιτητές, χωρίς να υπεισέρχομαι στους άλλους λόγους ακύρωσης. Έχω διεξέλθει όλες τις αξιολογήσεις της ΕΔΥ για την ενώπιον της προφορική εξέταση και έχω μετρήσει 82 αξιολογήσεις «Εξαίρετος», ακριβώς δηλαδή όσες και οι θέσεις! Ακόμα πιο εκπληκτικό, αυτοί ήσαν και οι 82 επιλεγέντες από την ΕΔΥ, ουσιαστικά με την αιτιολογία ότι είχαν αξιολογηθεί από την ΕΔΥ στο ψηλότερο επίπεδο απόδοσης! Η ΕΔΥ λοιπόν παραγνώρισε και ουδόλως έλαβε υπόψη της όλη την προηγηθείσα διαδικασία ενώπιον της ΣΕ, η οποία και αποσκοπούσε στον προσδιορισμό αντικειμενικής αξίας, και (βρίσκω πολύ δύσκολο να δεχθώ από σύμπτωση) αξιολόγησε «Εξαίρετος» ακριβώς 82 υποψηφίους για να τους επιλέξει στη συνέχεια για μόνο ουσιαστικά το λόγο ότι τους είχε αξιολογήσει έτσι! Το σκανδαλώδες της προσέγγισης αυτής, που πλήττει την ίδια την αξιοπιστία της ΕΔΥ, είχε σαν αποτέλεσμα να διαγραφεί εντελώς η διαδικασία ενώπιον της ΣΕ, ώστε να διερωτάται κανείς προς τι η διαδικασία εκείνη, αν όχι χάριν εμφανίσεων, αφού η ΕΔΥ ούτως ή άλλως θα επέλεγε εκείνους τους οποίους η ίδια θέλησε να αξιολογήσει «Εξαίρετος» στην ενώπιον της προφορική εξέταση, δηλαδή τα ΕΜ τα οποία κατά το πλείστον πόρρω απείχαν των αιτητών στη σειρά κατάταξης της ΣΕ. Απέβη έτσι η πλήρης «συμπτώσεων» προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ το μοναδικό κριτήριο επιλογής και μάλιστα με τρόπο που αφήνει πολλά ερωτηματικά στο δικαστήριο όπως και σε κάθε απλό πολίτη. Δεν περιποιεί τιμή στο κράτος δικαίου και στη διαφάνεια επιλογής η απόφαση αυτή της ΕΔΥ».
Σαφώς προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση ότι η κρίση που αποκόμισε η ΕΔΥ κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων που διεξήχθη στα πλαίσια της αρχικής διαδικασίας για την πλήρωση των θέσεων ήταν πλημμελής. Παρόλα αυτά, η ΕΔΥ κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης αποφάσισε να υιοθετήσει την, ήδη κριθείσα ως πάσχουσα, προφορική εξέταση αγνοώντας παντελώς τα δικαστικά ευρήματα της προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης.
Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου, παρέλκει η εξέταση άλλων θεμάτων που ηγέρθηκαν στις εξεταζόμενες συνεκδικαζόμενες προσφυγές.
Οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτητών, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει. Καμιά διαταγή για έξοδα για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.
[1] Στην υπόθεση Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ. v. Δημοκρατίας (1995) 4 (Γ) Α.Α.Δ. 1627 αποφασίστηκε ότι με την αγόρευση τους οι αιτητές δεν μπορούν να επεκταθούν σε λόγους άλλους από αυτούς που διατυπώνονται στην αίτηση, εκτός βέβαια αν είναι λόγοι δημόσιας τάξης που μπορούν να εγερθούν και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε μεταξύ άλλων και στις αποφάσεις της Ολομέλειας Πετρίδου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636 και Γιασουμής v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27.