ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1035/2010)
13 Ιουλίου, 2012
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28, 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
YURU LI,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Ανδρέας Κ. Καρεκλάς, για την Αιτήτρια.
Λαμπρινή Λάμπρου - Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόρριψη αιτήματος της αιτήτριας για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή, για το λόγο ότι αυτή παρέμεινε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά τις περιόδους 10/7/2001 - 30/7/2001 και 17/10/2004 - 20/10/2004, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από την Κίνα, ήλθε στην Κύπρο, για πρώτη φορά, στις 26/6/2001, για να φοιτήσει σε ιδιωτικό κολέγιο στη Λευκωσία. Για το σκοπό αυτό, της παραχωρήθηκε θεώρηση εισόδου και άδεια παραμονής μέχρι 10/7/2001. Στις 31/7/2001, υπέβαλε, με καθυστέρηση, αίτηση για παραχώρηση σ' αυτήν άδειας προσωρινής παραμονής ως φοιτήτρια, η οποία εγκρίθηκε. Της παραχωρήθηκε η σχετική άδεια μέχρι 31/7/2002. Στις 12/2/2002, συνελήφθηκε από άνδρες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, Υ.Α.Μ. Λεμεσού, να εκπορνεύεται. Εξετάσεις κατέδειξαν ότι αυτή είχε εγκαταλείψει τις σπουδές της. Εκδόθηκαν εναντίον της Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης και απελάθηκε στις 18/2/2002.
Στις 9/9/2004, η αιτήτρια τέλεσε γάμο στην Κίνα με τον Ελληνοκύπριο Κωνσταντίνο Σεραφείμ και, στις 18/9/2004, της επιτράπηκε η είσοδος στη Δημοκρατία και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 17/10/2004. Στις 20/9/2004, και πάλι με καθυστέρηση, υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής ως σύζυγος Κύπριου υπηκόου, η οποία εγκρίθηκε. Η εν λόγω άδεια ανανεωνόταν έγκαιρα και αδιάλειπτα μέχρι 30/11/2012. Στο μεταξύ, στις 6/3/2008, υπέβαλε την αίτηση, η οποία, παραπονείται, κακώς απορρίφθηκε.
Η αιτήτρια, για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλει και, με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, αναπτύσσει σειρά λόγων. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, κακόπιστα, καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και με μεγάλη καθυστέρηση, παραβιάζει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης και/ή της χρηστής διοίκησης, ως και την αρχή της ισότητας, είναι προϊόν πλάνης και/ή ανεπαρκούς έρευνας και στερείται αιτιολογίας.
Ο συνήγορος της αιτήτριας, επικαλούμενος τα αποφασισθέντα στη Dolidze κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 539, υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, αφού η κ. Ε. Μαραθεύτου, η οποία υπέγραψε, για τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (η «Διευθύντρια»), την επιστολή προς την αιτήτρια, δεν είχε εξουσιοδοτηθεί για τη λήψη της. Αρμόδιος γι' αυτήν, είναι ο Υπουργός Εσωτερικών. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η υπό των καθ' ων η αίτηση παρουσιασθείσα εξουσιοδότηση, ημερομηνίας 17/6/2000, η οποία δόθηκε από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών, Δρ. Χρ. Χριστοδούλου, δεν έχει νομική ισχύ, αφού αυτός, κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, έπαυσε να είναι Υπουργός και ο νέος Υπουργός Εσωτερικών δεν εξέδωσε νέα εξουσιοδότηση.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τον πιο πάνω ισχυρισμό και παραπέμπουν σε χειρόγραφη απόφαση της Διευθύντριας, ημερομηνίας 25/6/2010, την οποία αυτή έλαβε στη βάση εξουσιοδότησης που της δόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών για να ασκεί τις εξουσίες του ΄Αρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, (Ν. 141(Ι)/2002), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος») - (βλ. Κ.Δ.Π. 262/2000, ημερομηνίας 17/6/2000, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13/10/2000).
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας για αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου είναι εντελώς αβάσιμος. Προκύπτει, από τα ενώπιόν μου τεθέντα, ότι η Διευθύντρια είχε νομότυπα εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτή, μετά την υποβολή προς την ίδια Σημειώματος με το ιστορικό της υπόθεσης - (βλ. Παράρτημα 9 στην ένσταση) - για μελέτη και λήψη απόφασης, ενήργησε στα πλαίσια των εξουσιών της. Το γεγονός ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε από προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών δεν επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο και ούτε αναιρεί τη δοθείσα προς αυτήν εξουσιοδότηση, αφού δεν υπήρξε μεταγενέστερα άλλη απόφαση.
Είναι η εισήγηση της αιτήτριας ότι οι καθ' ων η αίτηση, εφόσον τους δημιουργήθηκαν ερωτηματικά ως προς την εδώ παραμονή της, θα έπρεπε να την καλέσουν, για να εξηγήσει τους λόγους της μη έγκαιρης συμπλήρωσης και υποβολής των αιτήσεών της για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής της. Εφόσον, ισχυρίζεται, τα αιτήματά της, τα οποία υποβλήθηκαν, έστω, καθυστερημένα, εγκρίθηκαν, αυτοί δε νομιμοποιούνται, εκ των υστέρων, να επικαλούνται την παράνομη παραμονή της. Υποστηρίζει ότι η καθυστέρησή τους να απαντήσουν στο αίτημά της για πολιτογράφηση - (το υπέβαλε στις 6/3/2008 και έλαβε απάντηση στις 6/7/2010) - δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), δικαίωμα ακρόασης, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπεται ρητά στο νόμο, παρέχεται σε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση απόφασης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσεως. Δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης «... όταν η κρίση του διοικητικού οργάνου για τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων της έκδοσης της δυσμενούς διοικητικής πράξης (βάσει δέσμιας αρμοδιότητας) στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα (ΣΕ 2594/1977, 796/1987, 3100, 4139/1988) ...» - (βλ. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτοπούλου, ΄Εκτη ΄Εκδοση, 1993, σελ. 160).
Η απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας έγινε σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (2) του ΄Αρθρου 110, του Νόμου, λόγω της προηγούμενης παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία.
Στη Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, σε σχέση με την πολιτογράφηση, αναφέρθηκαν τα εξής:- (σελ. 21)
«Η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης.
Υπενθυμίζουμε ότι, παρά το γεγονός ότι στην εξεταζόμενη νομοθετική διάταξη η λέξη 'παραμένει' είναι στον ενεστώτα, έχει ερμηνευτεί σε αριθμό πρωτόδικων υποθέσεων ότι καλύπτει και παράνομη παραμονή η οποία έλαβε χώρα στο παρελθόν (βλέπε Ali Mahmoud Abdel Meneem ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1552/07, ημερ. 5.11.2008, Χρυσοστόμου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1794/06, 17.12.2007 και Khamzaeva ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 727/06, ημερ. 16.7.2007).»
Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ζ.Μ., Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 193/07, 21/1/11, σε σχέση με τα διαστήματα της παράνομης διαμονής αλλοδαπών που αποτείνονται για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, αναφέρθηκαν τα εξής:-
«Παρόμοιο ζήτημα με αυτό που εδώ εγείρεται εξετάστηκε στη Yousife Mohamad v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 59/07, 1/2/10[1], στην οποία, με αναφορά στη δεύτερη επιφύλαξη[2] του ΄Αρθρου 110(2) του Νόμου, αναφέρθηκαν τα εξής:-
'΄Εχει τεθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορό του ότι ο εφεσείων από τη μια δεν εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, ενώ, από την άλλη, δεν παρέμενε παράνομα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του. Υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη επιφύλαξη ισχύει για πρόσωπα που είτε εισήλθαν παρανόμως στη Δημοκρατία, είτε ήταν παράνομοι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
Δεν συμφωνούμε με την τοποθέτηση αυτή. Η συγκεκριμένη επιφύλαξη είναι διατυπωμένη με πολύ ευρύ τρόπο και καλύπτει περιπτώσεις τόσο παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, όσο και παράνομης παραμονής στο παρελθόν, έστω κι' αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για πολιτογράφηση είχε νόμιμη παραμονή.'
Επίσης, στην Aster Asefaw Araya v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2097/06, 7/2/08, αναφέρθηκαν τα εξής:-
'Η Αιτήτρια δεν είχε ποτέ την απαραίτητη πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησής της, όπως απαιτείται στην εν λόγω Οδηγία εφόσον με τη λήξη της άδειας παραμονής της την 9.7.2002 η περαιτέρω παραμονή της στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη μέχρι την παραχώρηση νέας άδειας προσωρινής παραμονής την 30.6.2004. Το διάστημα εκείνο λοιπόν διέκοπτε τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή της στη Δημοκρατία για τα απαιτούμενα στην Οδηγία πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης.'
Ο εφεσίβλητος στην παρούσα υπόθεση, καίτοι εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία και κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του για πολιτογράφηση διέμενε νόμιμα, δεν πληρούσε την προβλεπόμενη για την περίπτωσή του - διέμενε στη Δημοκρατία για σκοπούς εργοδότησης - επταετή νόμιμη διαμονή. Τα διαστήματα της παράνομης διαμονής του δεν μπορούν να προσμετρήσουν. Οι μετέπειτα παρατάσεις της προσωρινής άδειας παραμονής του δε νομιμοποιούν την προηγούμενη παράνομη διαμονή του.»
Τα πιο πάνω απαντούν τους ισχυρισμούς της αιτήτριας σε σχέση με την παράνομη διαμονή της και την ανανέωση της άδειας παραμονής της, παρά το καθυστερημένο της υποβολής της αίτησης.
Οι ισχυρισμοί περί έλλειψης αιτιολογίας και πάλι δε βρίσκω να ευσταθούν. Είναι καλά γνωστό ότι η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας είναι ζήτημα το οποίο εξαρτάται από τη φύση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Η μορφή και οι λεπτομέρειες της απαιτούμενης αιτιολογίας ποικίλλουν, ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η απόφαση και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Η αιτιολογία είναι σαφής, έστω και αν είναι περιληπτική, εφόσον τα επί μέρους στοιχεία υπάρχουν αναλυτικά στο φάκελο. Κατά την αιτιολόγηση μιας απόφασης, δεν αναμένεται να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Θα πρέπει, όμως, τα απαιτούμενα στοιχεία να προκύπτουν από αυτούς κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο - (βλ. Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Εδώ, το σύνολο των στοιχείων του φακέλου, παρά το γεγονός ότι η αιτιολογία στην αποσταλείσα στην αιτήτρια επιστολή είναι λακωνική, συνιστά επαρκή αιτιολογία.
Ούτε τα περί πλάνης κατά τη λήψη της απόφασης βρίσκω να ευσταθούν. Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 46(1) του Ν. 158(Ι)/99, η διοίκηση ενεργεί με πλάνη περί τα πράγματα, αν, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτα, ή αν παραλείπει να λάβει υπόψη της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα. Στην παρούσα περίπτωση, τέτοια πλάνη δε διαπιστώνω να υπάρχει. Η Διευθύντρια, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, δεν έλαβε υπόψη της οποιοδήποτε στοιχείο εξ αντικειμένου ανύπαρκτο, ούτε παρέλειψε να λάβει υπόψη της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα. ΄Ολα όσα τέθηκαν στο Σημείωμα προς αυτήν και έλαβε υπόψη της είναι απόλυτα σχετικά με την αιτήτρια, αφορούν την εδώ παραμονή της και το περιβάλλον της και ορθά λήφθηκαν υπόψη. Πλάνη περί τα πράγματα δεν υπάρχει, όταν η διοίκηση σταθμίζει και αξιολογεί στοιχεία και γεγονότα που τίθενται ενώπιόν της για κρίση, εκτιμά στην ουσία διάφορα και αντιφατικά στοιχεία και προτιμά ορισμένα από αυτά, εφόσον η επιλογή στην οποία καταλήγει είναι λογικά επιτρεπτή.
΄Οπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, το δικαστήριο δεν επεμβαίνει, νοουμένου ότι η απόφαση που λήφθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπόψη του υλικού το οποίο βρισκόταν ενώπιον της διοίκησης - (βλ. ΄Ηρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307).
Ούτε τα περί καθυστέρησης των καθ' ων η αίτηση να εξετάσουν την αίτηση βρίσκω να ευσταθούν. Η αιτήτρια, εάν θεωρούσε ότι αυτοί καθυστερούσαν να της απαντήσουν, είχε θεραπεία, με την οποία θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία, την οποία, όμως δεν επέλεξε.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[2] «Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.»