ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 264/2012)
22 Ιουνίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 29, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
NANCY BUNI VILLAFUERTE,
Αιτήτρια,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Α. Κατσούρη, για την Αιτήτρια.
Δ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τις Φιλιππίνες, προσβάλλει τη νομιμότητα διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της που εκδόθηκαν στις 14.2.2012, καθώς επίσης και τη νομιμότητα απόφασης των καθ΄ων η αίτηση που είχε προηγηθεί και κοινοποιηθεί στην ίδια στις 20.12.2011, με την οποία ακυρώνετο η άδεια προσωρινής παραμονής της στη Δημοκρατία. Επιζητεί δε την ακύρωση των προαναφερθεισών δύο αποφάσεων των καθ΄ων η αίτηση.
Τα γεγονότα που περιστοιχίζουν τα επίδικα θέματα της προσφυγής έχουν συνοψισθεί με επάρκεια στην Ένσταση των καθ΄ων η αίτηση και τα μεταφέρω εδώ όπως είχαν παρατεθεί στο δικόγραφο.
Η αλλοδαπή Nancy Buni Villafuente από τις Φιλιππίνες με αριθμό διαβατηρίου ΜΜ099817 αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 3.8.2004 με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός εργαζόμενη στην οικογένεια της Παναγιώτας Ορφανού από τη Λευκωσία. Της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας με ισχύ μέχρι 3.8.2008.
Στις 24.7.2008 τέλεσε γάμο στο Δήμο Ιδαλίου με τον Ελληνοκύπριο Βασίλειο Φιλίππου και στις 29.7.2008 αιτήθηκε για εξασφάλιση άδειας παραμονής ως σύζυγος Κύπριου. Ενώ η αίτησή της ήταν σε εκκρεμότητα, ο σύζυγός της με επιστολή του ημερομηνίας 26.9.2008 ενημέρωσε το Τμήμα ότι η σύζυγός του είχε εγκαταλείψει τη συζυγική εστία, ότι δεν γνωρίζει πού μένει, και ότι ο ίδιος προχώρησε σε υποβολή αίτησης διαζυγίου στις 18.9.2008.
Ενόψει των πιο πάνω, το Τμήμα με επιστολή του ημερομηνίας 3.11.2008 απέρριψε την αίτηση της αλλοδαπής και την κάλεσε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Αυτή δεν το έπραξε με αποτέλεσμα στις 9.12.2008 τα στοιχεία της να τοποθετηθούν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, καθότι δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί.
Στη συνέχεια ο Ελληνοκύπριος σύζυγος της αλλοδαπής με επιστολή του ανέφερε ότι συζεί με τη σύζυγό του και δεν αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε πρόβλημα και ως εκ τούτου ζήτησε όπως εκδοθεί η άδεια παραμονής της.
Στις 15.7.2009 ο δικηγόρος του Ελληνοκύπριου συζύγου με επιστολή του ανέφερε ότι συζεί με τη σύζυγό του και δεν αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε πρόβλημα, ως εκ τούτου ζήτησε όπως εκδοθεί η άδεια παραμονής. Στις 15.7.2009 ο δικηγόρος του Ελληνοκύπριου συζύγου με επιστολή του προς το Τμήμα ανέφερε ότι ο πελάτης του δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα με τη σύζυγό του και ζήτησε όπως της παραχωρηθεί άδεια παραμονής για να παραμείνει κοντά του καθότι ο ίδιος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Στις 22.7.2009 το Τμήμα με επιστολή του ζήτησε από τον Ελληνοκύπριο σύζυγο να προσκομίσει απόσυρση της αίτησης διαζυγίου που είχε υποβάλει στις 18.9.2008. Στις 10.9.2009 ο Ελληνοκύπριος σύζυγος απέσυρε την αίτηση διαζυγίου που είχε υποβάλει. Στις 7.10.2009 η αλλοδαπή υπέβαλε εκ νέου αίτηση για έκδοση άδειας παραμονής και εργασίας ως σύζυγος Κυπρίου. Ζητήθηκε όπως προσκομίσει πιστοποιητικό ελευθερίας δεόντως επικυρωμένο, πράγμα το οποίο έπραξε και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως σύζυγος Κυπρίου μέχρι 20.1.2011. Τα στοιχεία της αφαιρέθηκαν από τον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων. Στις 21.1.2011 η αλλοδαπή υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας της. Της παραχωρήθηκε άδεια με ισχύ μέχρι 20.1.2014. Στις 29.7.2011 στα πλαίσια εξετάσεων της ΥΑΜ για τη γνησιότητα του γάμου, διαφάνηκε ότι το ζεύγος διέμενε κάτω από την ίδια στέγη. Εν τούτοις, στις 23.11.2011 ο Ελληνοκύπριος σύζυγος της αλλοδαπής με επιστολή του προς το Τμήμα ανέφερε ότι βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγό του και έχει ήδη υποβάλει στις 11.11.2011 αίτηση διαζυγίου.
Ενόψει των πιο πάνω, στις 7.12.2011 η άδεια παραμονής της αλλοδαπής ακυρώθηκε και κλήθηκε να αναχωρήσει. Δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα να διαμένει παράνομα.
Ο δικηγόρος της αλλοδαπής με επιστολή του ημερομηνίας 20.12.2011 ζήτησε επανεξέταση της απόφασης του Τμήματος για ακύρωση της άδειας παραμονής της, για να παραστεί ως μάρτυρας στην αίτηση διαζυγίου που κατέθεσε ο σύζυγός της, αλλά και για το γεγονός ότι εκκρεμούσε αίτησή της για πολιτογράφηση την οποία υπέβαλε στις 16.12.2011 και για την οποία δεν είχε λάβει ακόμη απάντηση. Στις 21.12.2011 το Τμήμα ζήτησε να ενημερωθεί για την εκδίκαση της υπόθεσης που αφορούσε στην αίτηση διαζυγίου που ήταν ορισμένη στις 5.12.2011. Στις 24.2.2012 οι καθ΄ων η αίτηση απηύθυναν επιστολή στο δικηγόρο της αλλοδαπής με την οποία τον πληροφορούσαν ότι δεν είναι απαραίτητη η παρουσία της αλλοδαπής για την εξέταση της αίτησης πολιτογράφησης. Στις 13.2.2012 η αλλοδαπή εντοπίσθηκε από την Αστυνομία και, κατόπιν διαπίστωσης ότι αυτή παρέμενε παράνομα από τις 7.12.2011, συνελήφθη για σκοπούς απέλασης. Στις 14.2.2012 εκδόθηκαν εναντίον της αλλοδαπής διατάγματα κράτησης και απέλασης. Η έκδοση αυτή γνωστοποιήθηκε στην αλλοδαπή με επιστολή ημερομηνίας επίσης 14.2.2012 που της επιδόθηκε στις 22.2.2012. Το διάταγμα απέλασης ανεστάλη στις 22.2.2012 μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.
Προς υποστήριξη της προσφυγής της, η αιτήτρια προώθησε τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:
1. Ισχυρισμός ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν εκτός των προνοιών του Νόμου και/ή κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τους, χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή κατά κατάχρηση εξουσίας.
Η αιτήτρια, κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, επικαλείται απόσπασμα από επιστολή του Υπευθύνου του Κλιμακίου Αλλοδαπών ημερομηνίας 13.2.2012 που απευθύνθηκε στο Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, με την οποία του γνωστοποιούσε στοιχεία που αφορούσαν την παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία και ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
"Στις 17/02/2011 η άδεια που κατείχε η αλλοδαπή ως εξαρτώμενη Κύπριου πολίτη ακυρώθηκε από την αρμόδια αρχή και παρέμεινε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας. ......... Ενόψει των πιο πάνω γίνεται εισήγηση όπως εναντίον της αλλοδαπής εκδοθούν διατάγματος κράτησης και απέλασης για να απελαθεί στη χώρα της."
Όπως εισηγείται η αιτήτρια, εσφαλμένα αναφέρθηκε στην πιο πάνω επιστολή και λήφθηκε υπόψη για την κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας και για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ότι στις 17.2.2011 ακυρώθηκε η άδεια παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία. Αντίθετα, η 17.2.2011 ήταν η ημερομηνία κατά την οποία είχε εκδοθεί Άδεια Προσωρινής Παραμονής στην αιτήτρια, με την οποία αυτή μπορούσε νόμιμα να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την 20.1.2014. Επομένως, υποστηρίζει η αιτήτρια, οι καθ΄ων η αίτηση, στηριζόμενοι στην εν λόγω πεπλανημένη πληροφόρηση, έκριναν ότι η αιτήτρια ήταν απαγορευμένος μετανάστης, όπως προνοείται στην παρα. (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και προχώρησαν στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Από την άλλη, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση δέχεται μεν ότι εσφαλμένα είχε αναφερθεί στην εν λόγω επιστολή ότι στις 17.2.2011 είχε ακυρωθεί η άδεια παραμονής της αιτήτριας, πλην όμως δεν ήταν αυτό που επηρέασε την κρίση των καθ΄ων η αίτηση, αφού είναι γεγονός ότι η άδεια παραμονής της αιτήτριας είχε πράγματι ακυρωθεί, έστω σε άλλη ημερομηνία.
Εξετάζοντας αυτό το θέμα, διαπιστώνω ότι πράγματι εσφαλμένα είχε λεχθεί στην εν λόγω επιστολή ότι στις 17.2.2011 είχε ακυρωθεί η άδεια παραμονής της αιτήτριας. Διαπιστώνω επίσης ότι πράγματι κατά την ημέρα εκείνη είχε εκδοθεί άδεια παραμονής της αιτήτριας η οποία θα ίσχυε μέχρι τις 20.1.2014.
Παρόλα ταύτα όμως, μια άλλη διαπίστωση η οποία εξάγεται από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, έρχεται να εξουδετερώσει την οποιαδήποτε σημασία η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί στην εσφαλμένη πληροφόρηση ως προς την ημερομηνία. Πρόκειται για τη διαπίστωση ότι εν πάση περιπτώσει, η άδεια παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία είχε πράγματι ακυρωθεί, όχι στις 7.2.2011, αλλά στις 7.12.2011. Αυτό πιστοποιείται από την επιστολή 4.12.2011 του Τμήματος Αλλοδαπών προς την αιτήτρια (Παράρτημα 17 στην Ένσταση). Επομένως, στις 13.2.2012 που εγράφετο η επιστολή του Υπεύθυνου του Κλιμακίου Αλλοδαπών με την οποία εδίδετο η εσφαλμένη πληροφόρηση ότι η αιτήτρια παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία λόγω ακύρωσης της άδειάς της, η πληροφόρηση αυτή ήταν μεν ορθή, με τη διαφορά ότι η ακύρωση είχε γίνει στις 7.12.2011 και όχι στις 7.2.2011.
Αδυνατώ όμως να διακριβώσω ότι εάν εδίδετο η ορθή ημερομηνία, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ή ότι η εσφαλμένη αναγραφή της ημερομηνίας επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο αρνητικά τη θέση της αιτήτριας.
Επομένως αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2. Ισχυρισμός περί μη διερεύνησης ή απόδοσης βαρύτητας στο γεγονός ότι η αιτήτρια είχε αιτηθεί την πολιτογράφησή της.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αιτήτρια υπέβαλε στις 16.12.2011 αίτηση για πολιτογράφηση ως Κύπρια πολίτιδα δυνάμει του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου αρ. 141(Ι)/2002.
Όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, σύμφωνα με το άρθρο 108 του πρώτου Μέρους - Έβδομο Κεφάλαιο του Νόμου πολίτη της Δημοκρατίας, είναι "τα πρόσωπα τα οποία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου απέκτησαν ή δικαιούνται να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας ...". Δεδομένου άρα ότι η προστασία που παρέχεται σε πολίτες της Δημοκρατίας εκτείνεται και στα πρόσωπα τα οποία δικαιούνται να εγγραφούν ως πολίτες της Δημοκρατίας, έπεται, σύμφωνα με την αιτήτρια ότι η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, όπως και η απόφαση για ακύρωση της άδειας παραμονής της αιτήτριας, ενώ είχε προηγηθεί η υποβολή της αίτησης για πολιτογράφηση, αντιστρατεύετο το Νόμο και τη συνταγματική κατοχυρωμένη ελευθερία εισόδου και διακίνησης στη Δημοκρατία.
Αντίθετη θέση με την πιο πάνω, προβάλλει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση. Όπως εισηγείται, οι καθ΄ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτηση για πολιτογράφηση, πλην όμως αρνούνται ότι το γεγονός τούτο είχε ή έπρεπε να έχει τις επιπτώσεις τις οποίες αναφέρει η αιτήτρια και σίγουρα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εμπόδιο στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Παραπέμπει προς τούτο η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση σε πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 74/2008, Nabil Amer v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.1.2011, όπου λέχθηκαν και τα ακόλουθα:
"Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης. Η παραχώρηση πολιτογράφησης είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος."
Παρά την εκκρεμότητα επομένως της αίτησης για πολιτογράφηση, η έγκρισή της, ενόψει και των γεγονότων που έχουν μεσολαβήσει, δε θα μπορούσε να είχε εκληφθεί ως δεδομένη. Όπως δε εξηγήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 24.2.2012 προς τους δικηγόρους της αιτήτριας, η παρουσία της στην Κύπρο δεν ήταν αναγκαία κατά την εξέταση της αίτησής της για πολιτογράφηση, ενώ αν απαιτείτο η παρουσία της στη διαδικασία διαζυγίου, θα της επιτρέπετο η επανείσοδος στη Δημοκρατία γι΄ αυτό το σκοπό.
Οι θέσεις αυτές των καθ΄ων η αίτηση παρουσιάζονται να είναι ορθές και συμφωνώ με αυτές. Η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης μετά που η αιτήτρια θεωρήθηκε ότι κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, ήταν εύλογα δυνατή, χωρίς να προσκρούει σε οποιαδήποτε νομοθετικό ή συνταγματικό δικαίωμα της αιτήτριας, παρά την υποβολή εκ μέρους της αιτήματος για πολιτογράφηση.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
3. Ισχυρισμός περί παραβίασης δικαιώματος αναφοράς και κατάχρησης διακριτικής ευχέρειας και/ή περί ύπαρξης κακής πίστης εκ μέρους της Διοίκησης.
Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια παραπονείται ότι ενώ, αμέσως μετά την προς αυτή κοινοποίηση της ακύρωσης της άδειας παραμονής της, οι δικηγόροι της απέστειλαν επιστολή με τις παραστάσεις τους στους καθ΄ων η αίτηση, αυτοί όχι μόνο δεν απάντησαν εντός της συνταγματικής προθεσμίας των 30 ημερών, αλλά προχώρησαν στην έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, χωρίς καμιά ενημέρωση και η επιστολή εκ μέρους της αιτήτριας απαντήθηκε μετέπειτα ακόμα και μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής. Όπως δε εισηγείται η αιτήτρια, η ως άνω συμπεριφορά της Διοίκησης συνιστά ευθεία παραβίαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος, κατάχρηση διακριτικής εξουσίας και καταδεικνύει κακοπιστία.
Απαντώντας σ΄ αυτές τις θέσεις της αιτήτριας, οι καθ΄ων η αίτηση αναφέρουν ότι μετά την ακύρωση της άδειας παραμονής της αιτήτριας, πράγματι οι δικηγόροι της απέστειλαν επιστολή ημερομηνίας 20.12.2011, με την οποία παρακαλούσαν όπως επανεξετασθεί η θέση των καθ΄ων η αίτηση για δύο ουσιαστικά λόγους, ότι δηλαδή εκκρεμούσε η αίτηση της αιτήτριας για πολιτογράφηση και ότι η παρουσία της στην Κύπρο ήταν αναγκαία στη δίκη του διαζυγίου της. Οι καθ΄ων η αίτηση προέβηκαν σε διερεύνηση των παραστάσεων στις οποίες προέβηκε η αιτήτρια, ζήτησαν ενημέρωση από το Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως και απάντησαν με επιστολή ημερομηνίας 24.2.2012.
Οι καθ΄ων η αίτηση, υποστηρίζει η συνήγορός τους στην αγόρευσή της, απάντησαν επομένως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Εν πάση δε περιπτώσει, εφόσον η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση προσβάλλεται ως προς την ουσία της με την παρούσα προσφυγή, δε νοείται η εξέταση θέματος καθυστέρησης απάντησης προς την αιτήτρια σε αίτημά της για επανεξέταση της απόφασης. (Βλ. Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 428/2000, ημερομηνίας 15.3.2001).
Συμφωνώ και πάλι με τις θέσεις των καθ΄ων η αίτηση όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω. Παραθέτω δε στη συνέχεια απόσπασμα από απόφαση του Αρτεμίδη Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Πρωτοπαπάς ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Β ΑΑΔ 1167, όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
"Συνεπώς και σύμφωνα με την επιστήμη του διοικητικού δικαίου, όπως την παραθέτω πιο πάνω, ειδικές διατάξεις στη νομοθεσία που καθορίζουν χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο η διοίκηση υποχρεούται να ενεργήσει, ή που προβλέπουν για ιεραρχική - ενδικοφανή προσφυγή, δεν είναι αντίθετες με το δικαίωμα του αναφέρεσθαι που κατοχυρώνει το Άρθρο 10 του Ελληνικού Συντάγματος, αντίστοιχο με το Άρθρο 29 του δικού μας. Και τούτο γιατί το δικαίωμα αυτό έχει εντελώς διαφορετική νομική έκταση και εφαρμογή, όπως επιχειρώ να εξηγήσω πιο πάνω.
Αναφορικά με το ζήτημα του χρόνου που δυνατό να πάρει η διοίκηση για να μελετήσει και να αποφασίσει πάνω σε αιτήσεις που υποβάλλει ο πολίτης, και όπου η νομοθεσία δεν καθορίζει χρονικό διάστημα, ισχύει η γενική αρχή πως η διοικητική ενέργεια πρέπει να λαμβάνει χωράν μέσα σε εύλογο χρόνο. Ο Μ.Δ. Στασινόπουλος στο έργο του "Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων", συζητά το θέμα και τις επιπτώσεις της αργοπορίας ή ολιγωρίας της διοίκησης για ενέργεια, στη σελίδα 175:
"Η έλλειψις οιουδήποτε χρονικού περιορισμού της αρμοδιότητος του οργάνου καταλείπει κατ' αρχήν ελευθερίαν εις το διοικητικόν όργανον, ίνα κατ' οικείαν κρίσιν καθορίσει το χρονικόν σημείον εκδόσεως της πράξεως. Η τοιαύτη όμως κρίσις του διοικητικού οργάνου δεν είναι απολύτως απεριόριστος. Διότι πρέπει ενταύθα να σημειωθή, ότι, ως εν τω ιδιωτικώ δικαίω, ούτω και εν τω δικαίω των διοικητικών πράξεων, η πάροδος του χρόνου αποτελεί νομικόν γεγονός, επηρεάζοντας εκ των διοικητικών πράξεων, απορρέουσας σχέσεις. Όπου δε ο νόμος δεν τάσσει ρητώς χρονικά όρια της διοικητικής ενεργείας, ισχύει η γενική αρχή ότι πάσα διοικητική ενέργεια οφείλει να λαμβάνη χωράν εντός ευλόγου χρόνου, πέραν δε του ευλόγου τούτου χρόνου, η ενέργεια της Διοικήσεως θεωρείται παράνομος, ως αντικείμενη εις τας γενικάς αρχάς, συμφώνως προς τας οποίας η χρηστή και φιλάγαθος διοίκησις δέον να ενεργή εις χρόνον, καθ' ου, κατά κρίσιν αγαθού ανδρός, η ενέργεια της ανεμένετο από τον διοικούμενο, ουχί δε εις χρόνον, καθ' ον πας συνετός ανήρ θα εδικαιούτο να πιστεύη, ότι η Διοίκησις, μη ασκήσασα επί μακρόν χρόνον την αρμοδιότητα της, παρητήθη ήδη του δικαιώματος της να ενεργήση".
Δεδομένου δε ότι, όπως δέχθηκα προηγουμένως, η Διοίκηση δεν εμποδιζόταν όπως εν τω μεταξύ προχωρήσει στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι έχει επιδειχθεί κακή πίστη ή εμφιλοχωρήσει υπέρμετρη καθυστέρηση στη διαδικασία διερεύνησης των παραστάσεων της αιτήτριας και απάντησης προς αυτήν.
4. Ισχυρισμός ως προς έλλειψη αιτιολογίας των προσβαλλόμενων πράξεων.
Στην περίπτωση της αιτήτριας, όπως η ίδια υποστηρίζει, προκύπτει αβίαστα ότι η Διοίκηση δεν προέβηκε σε καμιά απολύτως έρευνα και δεν έδωσε καμιά αιτιολογία ως προς τις προσβαλλόμενες με την προσφυγή αποφάσεις της.
Αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί συνοπτικά να εξετασθεί και να απορριφθεί. Όπως διαπιστώνεται από το κείμενο της επιστολής με την οποία κοινοποιήθηκε η έκδοση των διαταγμάτων, αλλά και από το ίδιο το κείμενο των διαταγμάτων [Παραρτήματα 22(α) και 22(β) στην Ένσταση], η αιτήτρια θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης με βάση τις σχετικές πρόνοιες της νομοθεσίας, μετά την ακύρωση της άδειας παραμονής της [άρθρο 6(1) κ του Κεφ. 105] και αυτός ήταν ο λόγος και η αιτιολογία για την έκδοση των διαταγμάτων. Περισσότερες βέβαια πληροφορίες και λεπτομέρειες υπάρχουν εντός του διοικητικού φακέλου, δυνάμενες να συμπληρώσουν τη δοθείσα αιτιολογία. Η δε διενεργηθείσα έρευνα, με βάση τα στοιχεία τα οποία η Διοίκηση κατείχε και τα άλλα για τα οποία έγινε δέκτης από το σύζυγο της αιτήτριας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη επαρκής.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
5. Ισχυρισμός ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς τις βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται η αιτήτρια με τη λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων, οι καθ΄ων η αίτηση παραβίασαν διάφορες αρχές του διοικητικού δικαίου. Κατ΄ αρχάς, η αιτήτρια έτυχε άνισης μεταχείρισης εφόσον κανένας άλλος αιτητής πολιτογράφησης εκδιώχθηκε από τη Δημοκρατία πριν από την ουσιαστική εξέταση του αιτήματός του.
Αυτός ο ισχυρισμός έκδηλα δεν μπορεί να εξετασθεί χωρίς οποιαδήποτε υποστηρικτικά στοιχεία και, εν πάση περιπτώσει, η νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων δεν μπορεί παρά να εξετασθεί και έχει εξετασθεί, μέσα στα πλαίσια των ιδιαίτερων περιστατικών που τις περιβάλλουν.
Στη συνέχεια, η αιτήτρια εγείρει θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και της επίδειξης καλής πίστης. Ως προς την αναλογικότητα, η αιτήτρια υποβάλλει ότι δεν της δόθηκε η ευχέρεια να αναχωρήσει από την Κύπρο με εθελούσιο τρόπο, επιλογή που θα ήταν λιγότερο επαχθής στην ίδια ως διοικουμένη. Αυτό όμως δεν είναι ορθό αφού με την επιστολή ημερομηνίας 7.12.2011 με την οποία επληροφορείτο η αιτήτρια ότι είχε ανακληθεί η άδεια παραμονής της για το λόγο της μη συμβίωσης με τον Κύπριο σύζυγό της, εκαλείτο όπως αναχωρήσει από την Κύπρο από μόνη της, χωρίς άλλα διαβήματα. Πράγμα που δεν έπραξε βέβαια.
Ως προς την αρχή της καλής πίστης, η κατ΄ ισχυρισμό παραβίασή της δεν έχει τεκμηριωθεί ή επεξηγηθεί από πλευράς αιτήτριας, ενόψει δε των όσων έχουν αναφερθεί προηγουμένως για την απόρριψη του ισχυρισμού περί κατάχρησης εξουσίας ή επίδειξης κακοπιστίας από πλευράς των καθ΄ων η αίτηση, αυτή η πτυχή δεν δικαιολογείται όπως εξετασθεί περαιτέρω.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ