ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 794/2010)

 

18 Μαΐου, 2012

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,

 

Αιτητής,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Aίτηση.

- - - - - -

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

Δ. Στεφανίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται το κύρος της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 26.4.2010 με την οποία διόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος Έλενα Ιωαννίδου στη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων (που μετονομάστηκε σε Επιμετρητή Ποσοτήτων), Τμήμα Δημοσίων Έργων, αναδρομικά από 15.10.2002, αντί του αιτητή.

 

Ο προσβαλλόμενος διορισμός ήταν το αποτέλεσμα της τρίτης στη σειρά επανεξέτασης την οποία διενήργησε η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, μετά από δύο ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που είχαν προηγηθεί. Συγκεκριμένα, η αρχική απόφαση της καθ΄ης η αίτηση για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους ημερομηνίας 27.8.2002 είχε ακυρωθεί επειδή, όπως κρίθηκε, ήταν παράνομη η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. (Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1133/2002, ημερομηνίας 10.12.2003). Η δεύτερη απόφαση ημερομηνίας 12.5.2005 με την οποία κατόπιν επανεξέτασης επαναδιορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στην ίδια θέση αναδρομικά, ακυρώθηκε επειδή η Συμβουλευτική Επιτροπή που επανασυστάθηκε έλαβε υπόψη και τις εντυπώσεις από την προφορική εξέταση τις οποίες είχε διεξαγάγει η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την προηγηθείσα διαδικασία. (Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 701/2005, ημερομηνίας 19.12.2006). Ακολούθησε δεύτερη επαναξέταση ως αποτέλεσμα της οποίας και πάλι διορίστηκε το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος στην επίδικη θέση αναδρομικά από τις 15.10.2002. Αυτή η απόφαση της ΕΔΥ, η οποία είχε ληφθεί κατά την 10.7.2007, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν προσφυγής την οποία άσκησε ο αιτητής. Κύριος λόγος ακύρωσης που έγινε δεκτός από το Δικαστήριο ήταν το ότι η πρόσδοση 4 μονάδων (από 100) στον αιτητή για το πλεονέκτημα το οποίο παραδεδεγμένα κατέχει, παραβίαζε νομολογιακές αρχές. (Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1291/2007, ημερομηνίας 7.9.2009).

 

Της απόφασης στην Υπόθεση αρ. 1291/2007 ακολούθησε τρίτη στη σειρά επανεξέταση με την ίδια απόληξη, δηλαδή την απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 26.4.2010, με την οποία επαναδιορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωαννίδου στην επίδικη θέση, αναδρομικά από την 15.10.2002.

 

Η τελευταία αυτή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής με την οποία ο αιτητής επιζητεί την ακύρωσή της.

 

Τόσο η καθ΄ης η αίτηση όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος με τις γραπτές αγορεύσεις τους εγείρουν προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι ο αιτητής έχει απολέσει το έννομο συμφέρον να προωθεί την προσφυγή του. Θα επιληφθώ της προδικαστικής ένστασης κατά προτεραιότητα, για ευνόητους λόγους.

 

Προδικαστική ένσταση - Η κατ΄ ισχυρισμό απώλεια εννόμου συμφέροντος από τον αιτητή.

 

Έρεισμα για την έγερση της προδικαστικής αυτής ένστασης αποτέλεσε το γεγονός ότι ο αιτητής, ο οποίος ήταν υποψήφιος για διορισμό στη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, είχε καταχωρήσει άλλη προσφυγή, την υπ΄ αριθμό 629/2009, λόγω του μη διορισμού του. Η προσφυγή εκείνη έγινε δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο και ακύρωσε το διορισμό τρίτου προσώπου στη θέση αυτή. Ακολούθησε επανεξέταση του θέματος από την ΕΔΥ, ως αποτέλεσμα της οποίας προσφέρθηκε διορισμός στον αιτητή, αυτή τη φορά αναδρομικά από την 2.10.2001, στη μόνιμη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως. Ο αιτητής αποδέχθηκε το διορισμό στη θέση αυτή. Σύμφωνα με την καθ΄ης η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, πρόκειται για την ίδια με την επίδικη θέση, αλλά σε άλλο Τμήμα. Βασιζόμενοι σ΄ αυτή την εξέλιξη, η οποία έλαβε χώρα περίπου ένα έτος πριν από τον αναδρομικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, υποστηρίζουν ότι έχει διαφοροποιηθεί το νομικό και πραγματικό καθεστώς και ο αιτητής έχει απολέσει το έννομο συμφέρον του να συνεχίζει την παρούσα προσφυγή.

 

 

 

Από την άλλη, ο αιτητής, διαφωνώντας με τις πιο πάνω θέσεις, υποστηρίζει ότι πρόκειται για άλλη θέση, άσχετη με την επίδικη, σε άλλο Τμήμα και σε άλλο Υπουργείο (Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, Υπουργείο Εσωτερικών), με διαφορετικό Σχέδιο Υπηρεσίας, με διαφορετική ανέλιξη και με πρώτο διορισμό.

 

Ο αιτητής δε φαίνεται να έχει δίκαιο ως προς τη θέση του ότι τα Σχέδια Υπηρεσίας των δύο θέσεων είναι διαφορετικά και ότι οι δύο θέσεις μεταξύ τους είναι άσχετες. Εξέταση του περιεχομένου των δύο Σχεδίων Υπηρεσίας, αποκαλύπτει ότι η μισθοδοτική κλίμακα των δύο θέσεων είναι η ίδια, τα δε καθήκοντα και ευθύνες των θέσεων είναι επίσης τα ίδια. Εκείνο το οποίο εντοπίζει ο αιτητής ως διαφορά είναι το ότι το επίδικο Σχέδιο Υπηρεσίας εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 5.3.2010, ενώ το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης στην οποία αποδέχθηκε διορισμό ο αιτητής, εγκρίθηκε στις 28.7.1977 και ότι υπάρχουν μεταξύ τους κάποιες διαφορές στα απαιτούμενα προσόντα. Κατά την άποψή μου, αυτές οι διαφορές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιαστικές, έτσι ώστε να θεωρηθούν τα δύο Σχέδια Υπηρεσίας ως διαφορετικά ή άσχετα μεταξύ τους.

 

Η άλλη όμως, πρόσθετη θέση του αιτητή, ότι στις δύο θέσεις δεν παρέχονται οι ίδιες ευκαιρίες ανέλιξης, με ευνοϊκότερη τη διεκδικούμενη στην παρούσα προσφυγή φαίνεται να είναι βάσιμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία παρέσχε ο αιτητής, προερχόμενα από πρόνοιες στον τακτικό Προϋπολογισμό για το 2011 που αναφέρονται στις δύο θέσεις, διαπιστώνεται ότι ο αιτητής, διεκδικώντας την επίδικη θέση στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, έχει τη δυνατότητα να προαχθεί στη θέση του Ανώτερου Επιμετρητή (Κλίμακα Α13+2) και στη θέση Πρώτου Επιμετρητή Ποσοτήτων (Κλίμακα Α14+2). Αντίθετα, παρουσιάζεται η εικόνα ότι αν παραμείνει στη θέση Επιμετρητή στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, δεν έχει προοπτική προαγωγής σε θέση ανώτερη της Κλίμακας Α12.

 

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 258, η αιτήτρια είχε προαχθεί εκκρεμούσας της προσφυγής της, στη θέση του Ανώτερου Νομικού Λειτουργού στο Ανώτατο Δικαστήριο (Κλίμακα Α.13) η οποία ήταν μισθολογικά ανώτερη της επίδικης στην προσφυγή θέσης Δικηγόρου της Δημοκρατίας Β΄ στη Νομική Υπηρεσία. Εν τούτοις, η Πλήρης Ολομέλεια απέρριψε τον ισχυρισμό ότι λόγω τούτου η αιτήτρια απώλεσε το έννομο συμφέρον της, εφόσον η προαγωγή της σε ανώτερη θέση ήταν άσχετη με την επίδικη θέση. [Kalos v. Republic (1985) 3 CLR 135, Χ"Ρούσσου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 422/1988, ημερομηνίας 18.6.1990].

 

Με δεδομένη τη διαφορά στις προοπτικές ανέλιξης του αιτητή στις δύο θέσεις, συμφωνώ ότι αυτός διατηρεί το έννομο συμφέρον του να διεκδικεί διορισμό στην επίδικη θέση αντί στη θέση στην οποία διορίστηκε.

 

Εάν δε τελικά επιτύχει διορισμό στην επίδικη θέση, τότε ασφαλώς θα τεθεί θέμα επιλογής μεταξύ των δύο.

 

Επομένως, η προδικαστική ένσταση δε γίνεται δεκτή και απορρίπτεται.

 

Θα προχωρήσω να εξετάσω τους λόγους ακύρωσης τους οποίους ήγειρε και προώθησε ο αιτητής.

 

Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του δεδικασμένου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και από την καθ΄ης η αίτηση ως προς την πρόσδοση 4 μονάδων στο πλεονέκτημα του αιτητή.

 

Κατά την προηγηθείσα εκδίκαση της προσφυγής αρ. 1291/2007, ο αιτητής είχε εγείρει ως ένα από τους λόγους ακύρωσης το γεγονός ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, πεπλανημένα και κατά παράβαση της νομολογίας, απέδωσαν στο πλεονέκτημα το οποίο αποδεδειγμένα και με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας κατείχε ο αιτητής, αναφορικά με πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, μόνο 4 μονάδες στις 100. Όπως είχε υποβάλει ο αιτητής, η σημασία του πλεονεκτήματος μειώθηκε αδικαιολόγητα ιδιαίτερα σε σχέση με τη σημασία που αποδόθηκε στην προφορική εξέταση (36 μονάδες).

 

Με την απόφασή του στην προαναφερθείσα προσφυγή, ο Κωνσταντινίδης Δ. δέχθηκε τη θέση αυτή του αιτητή, τονίζοντας τα ακόλουθα: (Οδυσσέας Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1291/2007, ημερομηνίας 7.9.2009):

 

"Ο αιτητής δεν βάλλει κατά της δυνατότητας προκαθορισμού της βαρύτητας των διαφόρων στοιχείων κρίσης, όσο και αν δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο η συναφής θεσμοθετημένη δυνατότητα που εισήγαγε ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 2006, Ν. 96(Ι)/06 που τροποποίησε το Ν. 1/90. Το επιχείρημά του σε σχέση με τον καθορισμό αυτής της βαρύτητας, αφορά στο ποσοστό του 4% που προβλέφθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για το πλεονέκτημα, σε συσχετισμό προς τη βαρύτητα που προβλέφθηκε για τις εξετάσεις. Είναι βάσιμο το επιχείρημα. Ο χειρισμός πράγματι οδήγησε σε ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του πλεονεκτήματος, όταν κατά την πάγια νομολογία μας, η κατοχή πλεονεκτήματος προσδίδει προβάδισμα που μόνο με ειδική αιτιολογία είναι δυνατό να παρακαμφθεί. Η νομολογία που επικαλέστηκε ο αιτητής, η οποία απολήγει στην απόφαση της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γιώργου Θεοδώρου κ.α. ν. ΑΕ 153/06, ημερομηνίας 4.4.08, είναι ευθέως σχετική. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε:

 

«Το πρόβλημα που δημιουργείται στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά επεσήμανε και ο πρωτόδικος Δικαστής, ήταν ότι στην αριθμοποίηση συμπεριλήφθηκε και το πλεονέκτημα, χωρίς επιπλέον να δίδεται αιτιολόγηση για την αποτίμησή του με 5 μόνο μονάδες, ενώ για τη μη επιλογή υποψηφίου, ο οποίος έχει το πλεονέκτημα, απαιτείται, σύμφωνα με τη νομολογία, να δίδεται ειδική αιτιολογία. Ο σχολιασμός του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή και η κατάληξή του επί του προκειμένου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.

 

. . . . .

 

Διαπιστώνουμε και εμείς, όπως ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι η αποτίμηση του πλεονεκτήματος με 5 μόνο μονάδες δεν έχει νομική βάση και επέδρασε ουσιαστικά στον αποκλεισμό του από τον κατάλογο των συστηθέντων και είχε δυσμενή κατάληξη στη συγκριτική αξιολόγησή του έναντι ιδιαίτερα των δύο συγκεκριμένων ΕΜ που συγκέντρωσαν 70 και 72,5 συνολικούς βαθμούς έναντι 63,7 του αιτητή.

 

Όπως παρατήρησε επιπρόσθετα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, το ότι η διαφορά του αιτητή στην τελική κατάταξη από τον τελευταίο υποψήφιο που προτάθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στον κατάλογο ήταν μικρή, αφού ο αιτητής συγκέντρωσε βαθμολογία 63,7, ενώ ο 40ος 67, θα έπρεπε να είχε προβληματίσει την ΕΔΥ.».

 

Οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερόμενη επιχείρησαν, με τις αγορεύσεις, να εξηγήσουν τις 4 μονάδες. Με αυτό τον τρόπο δεν θα αδικούνταν οι υποψήφιοι του ιδιωτικού τομέα που δεν είχαν την ευκαιρία και τη δυνατότητα να διεκδικήσουν το πλεονέκτημα. Όμως είναι θεμελιωμένο πως δεν είναι επιτρεπτή η εκ των υστέρων αιτιολόγηση με τις αγορεύσεις. Περαιτέρω, η παρούσα υπόθεση κρίνεται υπό το δεδομένο της ορισμένης πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας και δεν είναι θέμα της παρούσας οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να αναφέρεται στις δυνατότητες περίληψης τέτοιας πρόνοιας στο Σχέδιο Υπηρεσίας."

 

 

Όπως διαπιστώνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής στη διαδικασία που οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, το θέμα τούτο πράγματι απασχόλησε τη  Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού στο πρακτικό συνεδρίας ημερομηνίας 5.1.2010 ρητά καταγράφηκε ότι:

 

". το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάνθηκε ότι:

 

α) Ο καθορισμός της βαρύτητας του πλεονεκτήματος στο 4% οδήγησε σε ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του πλεονεκτήματος και..

 

β) ........."

 

Παρά ταύτα όμως, προχωρώντας ο Πρόεδρος και τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής στο να επανεξετάσουν, όπως καταγράφηκε, τη βαρύτητα του πλεονεκτήματος αποφάσισαν ότι:

 

"(γ) Ο καθορισμός της βαρύτητας του πλεονεκτήματος στο 4% είναι λογικός και δίκαιος για τους πιο κάτω λόγους:

........"

 

Παρατίθενται δε στη συνέχεια διάφοροι λόγοι προς υποστήριξη της επιμονής της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην άποψή της ότι ο καθορισμός της βαρύτητας του πλεονεκτήματος στο 4% είναι δίκαιος.

 

Η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, όπως προκύπτει από το τηρηθέν πρακτικό της 24.3.2010, υιοθέτησε την ενέργεια της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς τον επανακαθορισμό της βαρύτητας του πλεονεκτήματος και πάλι στο 4%. Με αυτή την απόφαση διαφώνησε μόνο ο Πρόεδρος της ΕΔΥ, θεωρώντας ότι υπάρχει δεδικασμένο και δεν μπορούσε να αποφασίσει αντίθετα με αυτό.

 

Περαιτέρω ενασχόληση με αυτό το θέμα για να καταδειχθεί ότι πράγματι παραβιάστηκε το δεδικασμένο, κρίνεται ως τελείως αχρείαστη, αφού έκδηλη παρουσιάζεται η παραβίαση, όπως ορθά την είχε εντοπίσει ο Πρόεδρος της καθ΄ης η αίτηση.

 

Στην κρίση των μελών της καθ΄ης η αίτηση και προηγουμένως των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, φαίνεται να είχε εμφιλοχωρήσει η πεπλανημένη αντίληψη ότι ο λόγος της ακύρωσης της προηγούμενης απόφασης σχετικά με τον καθορισμό της βαρύτητας του πλεονεκτήματος στο 4% ήταν το ότι, ενώ η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να την προκαθορίσει σε 4%, εν τούτοις παρέλειψε να δώσει προς τούτο επαρκή αιτιολογία. Και ότι, κατά συνέπεια, με την καλή αιτιολόγηση του γιατί καθορίστηκε στο 4%, θα υπήρχε συμμόρφωση. Αυτή όμως η αντίληψη είναι τελείως πεπλανημένη. Εκείνο το οποίο ειδικά είχε παρατηρήσει το Δικαστήριο στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφασή του ήταν ότι ο αιτητής δικαίως παραπονείτο για τον καθορισμό της βαρύτητας του πλεονεκτήματος σε μόνο 4% σε συσχετισμό προς τη βαρύτητα που καθορίστηκε για την προφορική εξέταση. Και ρητά ήταν που έκρινε το Δικαστήριο ότι ο χειρισμός εκείνος πράγματι οδήγησε σε "ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του πλεονεκτήματος όταν κατά την πάγια νομολογία μας, η κατοχή πλεονεκτήματος προσδίδει προβάδισμα που μόνο με ειδική αιτιολογία μπορεί να παρακαμφθεί".

 

Επαναλαμβάνοντας επομένως τον ίδιο καθορισμό στο 4% και διατηρώντας τον ίδιο συσχετισμό με την υπέρμετρη σχετικά βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική εξέταση, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η πλειοψηφία της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, έκδηλα παραβίασαν το δεδικασμένο.

 

Επομένως, αυτός ο λόγος ευσταθεί και οδηγεί την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση.

 

Η παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή χωρίς την απαιτούμενη από τη νομολογία ειδική αιτιολογία.

 

Όπως διαπιστώνεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία, η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ παραγνώρισε το πλεονέκτημα του αιτητή με αναφορά στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΕΔΥ. Όπως όμως ορθά παρατηρεί ο αιτητής, υπολογιζομένου ορθά του πλεονεκτήματος, ο αιτητής θα έπρεπε να υπερέχει στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Διαφαίνεται έτσι ότι το πλεονέκτημα του αιτητή, εκτοπίστηκε από τις δύο προφορικές εξετάσεις, γεγονός το οποίο δεν είναι επιτρεπτό από τη νομολογία. [Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 2540, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 862/2007, ημερομηνίας 3.4.2009 (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου), Δημοκρατία ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 ΑΑΔ 93].

 

Και αυτός ο λόγος ακύρωσης, άρρηκτα συνυφασμένος με τον προηγούμενο, δεν μπορεί παρά να ευσταθήσει.

 

Ενόψει της ανατρεπτικής ισχύος των εξετασθέντων τούτων λόγων ακύρωσης, σε σχέση με τη μικρή διαφορά εν πάση περιπτώσει που είχε δημιουργηθεί υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, με τον επιλήψιμο τρόπο που έχω διακριβώσει, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται, χωρίς την αναγκαιότητα εξέτασης και άλλων λόγων ακύρωσης που εγείρονται.

 

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.

 

 

   K. Κληρίδης,

                                                                        Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο