ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 628/2012)
30 Μαΐου, 2012
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ZARAR HAMID,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Δρ. Χρίστος Π. Χριστοδουλίδης, για τον Αιτητή.
Λουΐζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, 2012
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, Πακιστανός υπήκοος, ήλθε στην Κύπρο στις 7/2/2006, για να φοιτήσει σε κολλέγιο. Για το σκοπό αυτό, υπέβαλε, στις 8/3/2006, αίτηση για παραχώρηση άδειας παραμονής, με αποτέλεσμα να του χορηγηθούν από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης διαδοχικές άδειες προσωρινής παραμονής μέχρι 28/2/2010. Στις 24/2/2010, τέλεσε πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Λύσης με τη Mariyana Grigorova Shaleva, Βουλγάρα υπήκοο, η οποία προηγουμένως είχε εξασφαλίσει εγγραφή στο Αρχείο Πληθυσμού της Δημοκρατίας ως «πολίτιδα της ΄Ενωσης», δυνάμει του ΄Αρθρου 10(2) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007, (Ν. 7(Ι)/2007), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος).
Στις 4/3/2010, ο αιτητής υπέβαλε στην αρμόδια Αρχή αίτηση για έκδοση του προβλεπόμενου στο ΄Αρθρο 12(1) του Νόμου «Δελτίου διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της ΄Ενωσης που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της ΄Ενωσης». Το αίτημά του εγκρίθηκε και, υπό την ιδιότητά του αυτή, εργοδοτήθηκε σε κυπριακή εργοληπτική εταιρεία, ως ανειδίκευτος εργάτης γενικών καθηκόντων.
΄Εναν, περίπου, χρόνο αργότερα, από έρευνα της Αστυνομίας, διαφάνηκε ότι ο γάμος του ήταν εικονικός. Ο φάκελος προωθήθηκε στη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους, η οποία, σε συνεδρία της στις 3/6/2011, κατέληξε ότι ο γάμος ήταν εικονικός, καθ' ότι οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα ήταν αντιφατικές και οι ίδιοι δε μιλούσαν μια κοινά καταληπτή γλώσσα. Ως αποτέλεσμα, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (η «Διευθύντρια»), στις 30/8/2011, απέρριψε την αίτηση του αιτητή για άδεια παραμονής ως σύζυγος Ευρωπαίας πολίτιδος, ακύρωσε τη Βεβαίωση Εγγραφής της Mariyana Shaleva και κάλεσε και τους δύο όπως αναχωρήσουν άμεσα από την Κύπρο.
Η ιεραρχική προσφυγή ημερομηνίας 26/9/2011 του αιτητή και της συζύγου του εναντίον της απόφασης της Διευθύντριας απορρίφθηκε, στις 10/11/2011, από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ως εκπρόθεσμη. Στη συνέχεια, η Διευθύντρια προχώρησε στην έκδοση Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης του αιτητή, ως απαγορευμένου μετανάστη, δυνάμει του ΄Αρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (όπως έχει τροποποιηθεί).
Εναντίον των πιο πάνω Διαταγμάτων, ημερομηνίας 4/4/2012, καταχωρήθηκαν, από τον αιτητή, στις 10/4/2012, προσφυγή και, στις 11/4/2012, η παρούσα αίτηση, με την οποία αυτός επιδιώκει την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, με τα οποία να αναστέλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση για τη σύλληψη, κράτηση και απέλασή του και να διατάσσεται η άμεση απελευθέρωσή του μέχρι την τελική εκδίκαση της προσφυγής του.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ιδίου στην ελληνική γλώσσα, στην οποία γίνεται αναφορά στα περιστατικά της υπόθεσης, ότι έχει καταχωρηθεί και εκκρεμεί άλλη προσφυγή του εναντίον της απόφασης της Διευθύντριας ημερομηνίας 30/8/2011, ότι η σύλληψη και η κράτησή του είναι παράνομες και ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης. Συντρέχουν, καταλήγει, οι προϋποθέσεις για επιτυχία της αίτησης, καθ' ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία. Επίσης, ισχυρίζεται ότι, αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, ο ίδιος θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη.
Με την ένσταση, οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστικά ζήτημα νομότυπου της αίτησης. Η ένορκη δήλωση, αναφέρουν, του αιτητή δεν έγινε με τον καθορισμένο τρόπο, δηλαδή, στη γλώσσα του. Σε σχέση με την ουσία της, υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει έκδηλη παρανομία ή πιθανότητα πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης, που θα δικαιολογούσε την έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η ένορκη δήλωση που συνοδεύει μια αίτηση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα του αιτητή και να συνοδεύεται με μετάφρασή της, καθώς και από ένορκη δήλωση του μεταφραστή, που να βεβαιώνει τη μετάφραση και να ενσωματώνει ως τεκμήριο τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση όσο και τη μετάφρασή της - (βλ. Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772· Nashat Moner Lofty Matry v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 536/08, 19/6/09 και Umer Abdul Satter v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1320/09, 3/11/09).
Επανερχόμενη στην ένορκη δήλωση του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτή περιλαμβάνει 23 παραγράφους. Σε χειρόγραφη σημείωση του Πρωτοκολλητή, ενώπιον του οποίου ο αιτητής ορκίστηκε και υπέγραψε, αναφέρεται: «αφού του αναγνώστηκε το περιεχόμενο της Ε/Ο στα Ελληνικά γλώσσα που καταλαβαίνει άπταιστα ο αιτητής αλλά δεν μπορεί να διαβάσει». Στην παράγραφο, όμως, 16 της ένορκης δήλωσης, ο αιτητής παραπονείται ότι οι Αστυνομικές Αρχές δεν του διέθεσαν διερμηνέα, για να του μεταφράσει στη γλώσσα του τους λόγους της σύλληψής του. Η φράση «δεν γνωρίζω» φαίνεται να έχει διαγραφεί, παρέμεινε, όμως, «την Ελληνική γλώσσα» και, στη συνέχεια, ακολουθεί «... η αστυνομία δεν μου παρείχε τις υπηρεσίες διερμηνέα να του μεταφράζει στην γλώσσα του γιατί συνελήφθηκε.». Στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του, αναφέρεται ότι:-
«... παρόλο που ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν και δεν γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα η αστυνομία δεν του παρείχε τις υπηρεσίες διερμηνέα να του μεταφράζει στη γλώσσα του γιατί συνελήφθηκε.»
Από τα ενώπιόν μου τεθέντα, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δικαιολογεί το συμπέρασμα του Πρωτοκολλητή περί άπταιστης αντίληψης του αιτητή της ελληνικής γλώσσας, αλλά ούτε και ο ίδιος, με τα όσα έχω πιο πάνω παραθέσει, έχει δώσει πειστικούς λόγους ότι γνωρίζει την ελληνική γλώσσα.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η προδικαστική ένσταση ευσταθεί και η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Τέλος, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι αναμένεται από τους λειτουργούς του Πρωτοκολλητείου να ακολουθούν τις υποδείξεις της νομολογίας, που προαναφέρθηκαν, σε σχέση με τις ένορκες δηλώσεις.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ