ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1743/2009, 1744/2009 και 168/2010)
5 Απριλίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1743/2009)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΟΥΡΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1744/2009)
γιωργοσ μασουρασ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 168/2010)
γιαννακησ χρυσανθου,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Θ. Κουσπή (κα) για Ι. Νικολάου, για όλους τους Αιτητές.
Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Αχ. Αιμιλιανίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής στην προσφυγή 1743/09, ζητά ακύρωση της απόφασης, ημερ. 27.11.2009 (Δ.63/2009) με την οποία οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν να ορίσουν ως Υποδεκανείς, για εκτέλεση αυξημένων καθηκόντων από την 1.12.2009, αντί του ιδίου, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, Μιχάλη Στεφάνου (ΕΜ 1), Ευριπίδη Νικολάου (ΕΜ 2), Πέτρο Πέτρου (ΕΜ 3) και Νικόδημο Μαυρογιάκουμο (ΕΜ 4), στο εξής «τα ΕΜ 1-4».
Ο Αιτητής στην προσφυγή 168/10 προσβάλλει την ίδια απόφαση με μόνη διαφορά ότι καθιστά ως ενδιαφερόμενα μέρη, τα ΕΜ 2-4, όχι όμως και το ΕΜ 1.
Ο Αιτητής στη συνεκδικαζόμενη προσφυγή αρ. 1744/09, ο οποίος είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αιτητή στην προσφυγή 1743/09, ζητά ακύρωση της απόφασης ημερ. 21.10.2009 (Δ.55/2009), με την οποία οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν να ορίσουν ως Υποδεκανείς, για εκτέλεση αυξημένων καθηκόντων από την 25.10.2009, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, Χλόη Βαρνάβα (ΕΜ 5), Μάριο Δημητρίου (ΕΜ 6) και Πρόδρομο Σέργη (ΕΜ 7), στο εξής «τα ΕΜ 5-7».
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας το δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, διέταξε τη συνεκδίκαση των πιο πάνω προσφυγών, αφού παρουσίαζαν κοινό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο. Περαιτέρω αποσύρθηκαν οι προσφυγές αρ. 1744/09 και 168/2010 εναντίον της Χλόης Βαρνάβα, ΕΜ 5.
Τα κοινά γεγονότα
Ο ορισμός μελών του προσωπικού των φυλακών στο βαθμό και/ή στη θέση του Υποδεκανέα γίνεται σύμφωνα με τον περί Φυλακών Νόμο του 1996 (Ν. 62(Ι)/1996), στο εξής «ο Νόμος», όπως αυτός ίσχυε κατά πάντα ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή χρόνο, και αφού ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων, οι συστάσεις των υπευθύνων αξιωματικών, καθώς και κριτήρια που απορρέουν και/ή είναι άμεσα συνυφασμένα με την ιδιομορφία του Τμήματος Φυλακών. Συγκεκριμένα, ο Διευθυντής των Φυλακών έχει εξουσία σύμφωνα με το άρθρο 19(5) του Νόμου να ορίζει Υποδεκανείς για εκτέλεση αυξημένων καθηκόντων, μόνιμους Δεσμοφύλακες που κατέχουν τα αναγκαία προσόντα για προαγωγή στη θέση του Αρχιδεσμοφύλακα. Στα πλαίσια του Νόμου, ο Διευθυντής των Φυλακών όρισε ως Υποδεκανείς, στις δύο διαφορετικές περιπτώσεις που ήδη ανέφερα, τα ΕΜ αντί των Αιτητών.
Επειδή ορισμένα στοιχεία αναφορικά με τα χρόνια υπηρεσίας των ΕΜ 2, 3 και 4 δεν ήταν ξεκάθαρα, η υπόθεση επανανοίχθηκε, οπότε οι δικηγόροι των διδίκων πληροφόρησαν το Δικαστήριο ότι και τα τρία ΕΜ 2, 3 και 4 διορίστηκαν ως έκτακτοι στη θέση Δεσμοφύλακα στις 20.11.1991, ενώ ο μόνιμος διορισμός τους στη θέση Δεσμοφύλακα, επήλθε την 1.1.1997.
Με την αγόρευση της δικηγόρου τους, οι Αιτητές προώθησαν τους πιο κάτω τρεις λόγους προς ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων:- (1) έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, (2) αντίθεση των αποφάσεων με τα στοιχεία των φακέλων των διαδίκων μερών και (3) πλάνη περί τα πράγματα, αναφορικά με τα κριτήρια επιλογής του καταλληλότερου υπαλλήλου.
Στην απαντητική αγόρευση της δικηγόρου τους, αναφέρεται ότι «εκ παραδρομής δεν έχει περιληφθεί στην αρχική αγόρευση των Αιτητών ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι εσφαλμένη και/ή προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα καθότι εσφαλμένα κρίθηκε .. ότι τα ΕΜ .. είχαν τα απαραίτητα προσόντα για ορισμό στη θέση Υποδεκανέα». Η δικηγόρος του Π. Πέτρου (ΕΜ 3), στο στάδιο των διευκρινίσεων εισηγήθηκε ότι δεν πρέπει να επιτραπεί στο δικηγόρο των Αιτητών να προωθήσει θέμα έρευνας για πρώτη φορά στο στάδιο της απαντητικής αγόρευσης.
Συμφωνώ με τη δικηγόρο του ΕΜ 3. Από τη στιγμή που ο δικηγόρος των Αιτητών δεν προώθησε στη γραπτή του αγόρευση, θέμα έρευνας, θα ήταν άδικο να του επιτραπεί να εγείρει ένα τέτοιο θέμα στην απαντητική του αγόρευση. Κάτι τέτοιο θα αποστερούσε από τους Καθ' ων η αίτηση και τα ΕΜ την ευκαιρία να απαντήσουν με τη δική τους γραπτή αγόρευση τα επιχειρήματα των Αιτητών. Όμως το ζήτημα ίσως να μην έχει πρακτική σημασία, εφόσον το θέμα της έρευνας ενδεχομένως να προκύψει εμμέσως κατά την εξέταση του λόγου ακύρωσης που αφορά στην πλάνη περί τα πράγματα.
Ο συνήγορος του Π. Πέτρου, ΕΜ3, πρόβαλε ότι οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνται να προσβάλουν την απόφαση του Αν. Διευθυντή, αφού αυτή δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά μέτρο εσωτερικής φύσεως με το οποίο ο Αν. Διευθυντής των φυλακών προχώρησε στην ανάθεση καθηκόντων προς τα ΕΜ.
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψή μου, δεν πρόκειται για απλή ανάθεση καθηκόντων, αλλά για αλλαγή της υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Τα πρόσωπα που ορίστηκαν ως Υποδεκανείς, στην ουσία τίθενται ιεραρχικά ψηλότερα από τους Αιτητές. Η απόφαση του Διευθυντή, συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας η οποία παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα προς τα διάδικα μέρη. Πέραν τούτου, της προσβαλλόμενης απόφασης προηγήθηκε η εξέταση των φακέλων των διαδίκων μερών και αξιολογήθηκε η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητά τους, γεγονός που υποδηλοί ότι θεωρήθηκε ως προαγωγή. Όσον αφορά την αναφερόμενη από το συνήγορο του ΕΜ 3 νομολογία, αυτή κατά την άποψή μου δεν συνάδει με τα πραγματικά περιστατικά, γιατί αφορά σε απλή ανάθεση καθηκόντων. Σχετική είναι η Ρουσιάς ν. Δημοκρατίας (1993) 4 ΑΑΔ 101, στην οποία κρίθηκε ότι ο ορισμός των υποδεκανέων στη θέση αρχιδεσμοφύλακα για εκτέλεση αυξημένων καθηκόντων, ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη και όχι διοικητικό μέτρο εσωτερικής φύσης. Μπορεί η απόφαση, ως απόφαση μονομελούς σύνθεσης να μη δεσμεύει το δικαστήριο, αλλά αποτελεί πειστικό προηγούμενο, με το οποίο συμφωνώ. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή η εισήγηση του δικηγόρου του ΕΜ 3 ότι ο ορισμός ενός Δεσμοφύλακα ως Υποδεκανέα με βάση το άρθρο 19(5) του Νόμου, συνιστά απλή ανάθεση καθηκόντων. Κατά την κρίση μου, πρόκειται για μέτρο που συνεπάγεται αλλαγή στην υπηρεσιακή κατάσταση των προαχθέντων, με άμεσες νομικές συνέπειες στους μη επιλεγέντες, π.χ. μη λήψη ειδικού επιδόματος.
Οι λόγοι ακύρωσης
Η συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πάσχουν, αφού είναι αντίθετες με τα στοιχεία των φακέλων, είναι αναιτιολόγητες και το προϊόν πλάνης. Θα εξετάσω τους τρεις λόγους ακύρωσης μαζί.
Το άρθρο 19(5) του Νόμου, προβλέπει ότι:-
«19(5) Ο Διευθυντής έχει την εξουσία να ορίζει Υποδεκανείς μόνιμους Δεσμοφύλακες που κατέχουν τα αναγκαία για προαγωγή στη θέση Αρχιδεσμοφύλακα προσόντα για την εκτέλεση αυξημένων καθηκόντων. Ο αριθμός των Υποδεκανέων και το μηνιαίο επίδομα που καταβάλλεται σ' αυτούς, καθορίζονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και από τον Υπουργό Οικονομικών.»
Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας (Τεκμήριο 9), τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση «Αρχιδεσμοφύλακα», είναι:-
«Απαιτούμενα προσόντα:
(1) Δεκαεξαετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Δεσμοφύλακα, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.
(2) Επιτυχία σε Ειδικές Τμηματικές Εξετάσεις.
(3) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.»
Το Σχέδιο Υπηρεσίας για τη θέση «Αρχιδεσμοφύλακα», περιλαμβάνει επίσης Σημείωση σύμφωνα με την οποία:-
«Σημ.: Υπάλληλοι που υπηρετούσαν στη θέση Δεσμοφύλακα κατά τη 16.2.1996, μπορούν να προαχθούν με δωδεκαετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Δεσμοφύλακα ή/και στις προηγούμενες θέσεις Δεσμοφύλακα (Κλ. Α7) και Δεσμοφύλακα (Κλ. Α2-Α5) ή (Κλ. Α3-Α5) από την οποία διετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.»
Ειδικά για τα ΕΜ 2, 3 και 4, η κα Κουσπή, εκ μέρους των Αιτητών, ισχυρίστηκε ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη τα χρόνια υπηρεσίας σε έκτακτη θέση, αφού μια τέτοια θέση δεν είναι μόνιμη και εν πάση περιπτώσει αντίκειται στο άρθρο 26 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990. Αν δεν προσμετρήσουν τα χρόνια που υπηρέτησαν στη θέση Δεσμοφύλακα ως έκτακτοι, τότε τα ΕΜ δεν πληρούν τα 16 χρόνια υπηρεσίας στη θέση Δεσμοφύλακα που απαιτούνται από την παράγραφο 1 των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας ή τα 12 χρόνια που απαιτούνται από τη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Από την άλλη, ο δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι όλα τα ΕΜ πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας για να διοριστούν στη θέση του Αρχιδεσμοφύλακα. Ειδικά για τα ΕΜ 2, 3 και 4 θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η υπηρεσία τους ως έκτακτοι στη θέση Δεσμοφύλακα. Για να υποστηρίξει τη θέση του ο κ. Σταυρινός, αναφέρθηκε στο άρθρο 21(1) του Νόμου 1/90. Τόνισε επίσης ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν απαιτεί υπηρεσία σε μόνιμη θέση και επομένως αρκεί και υπηρεσία με έκτακτο διορισμό. Αν ληφθεί υπόψη, είπε, ότι τα τρία ΕΜ 2, 3 και 4 για τα οποία ηγέρθη το θέμα, προσλήφθηκαν ως έκτακτοι από τις 20.11.1991, τότε είναι φανερό ότι κατά τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 2009 που λήφθηκαν οι δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις, πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα σχετικά με το χρόνο υπηρεσίας στη θέση του Δεσμοφύλακα.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση του δικηγόρου των Καθ' ων η αίτηση. Δεν είναι δυνατό να εξισωθεί ο διορισμός σε προσωρινή θέση, σύμφωνα με τα κριτήρια εισδοχής που καθορίζονται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, με έκτακτο διορισμό που διενεργείται με βάση ειδικές διατάξεις άλλου Νόμου και ενδεχομένως και με διαφορετικά κριτήρια. Το άρθρο 21(1) του Νόμου 1/90, στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Σταυρινός, επιβεβαιώνει κατά την άποψή μου την αντίθετη από τη δική του θέση, ότι έκτακτοι διορισμοί δεν περιλαμβάνονται στον ορισμό της «θέσης» σύμφωνα με το Νόμο 1/90. Το ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν διευκρινίζει την κατηγορία της υπηρεσίας στη θέση Δεσμοφύλακα, δεν αλλάζει τα πράγματα, εφόσον είναι αυτονόητο ότι η αναφορά σε «υπηρεσία στη θέση Δεσμοφύλακα» θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το άρθρο 21(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990. Αν το Σχέδιο Υπηρεσίας ήθελε να συμπεριλάβει και όσους υπηρετούσαν στη θέση Δεσμοφύλακα ως έκτακτοι, θα το ανέφερε ρητά.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα ΕΜ 2, 3 και 4 (σύμφωνα με το Τεκμήριο 10 και τα όσα διευκρίνισαν οι δικηγόροι κατά το στάδιο επανανοίγματος της υπόθεσης), διορίστηκαν ως έκτακτοι Δεσμοφύλακες στις 25.11.1991 και ως μόνιμοι Δεσμοφύλακες την 1.11.1997. Από τη στιγμή που η υπηρεσία τους ως έκτακτοι δεν μπορεί να προσμετρήσει, είναι φανερό ότι τα τρία αυτά ΕΜ δεν πληρούσαν την απαιτούμενη 16ετή υπηρεσία σε προσωρινή ή μόνιμη θέση Δεσμοφύλακα, αφού κατά τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 2009 που λήφθηκαν οι δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις, αυτοί είχαν υπηρεσία μόνο 12 χρόνια. Ούτε η Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας για τη θέση Αρχιδεσμοφύλακα καλύπτει τα τρία ΕΜ, αφού οι ίδιοι δεν βρίσκονταν σε προσωρινή ή μόνιμη θέση Δεσμοφύλακα, κατά την 16.2.1996, όπως προβλέπεται στη Σημείωση. Τέτοια θέση κατέλαβαν την 1.1.1997. Κατά συνέπεια, ο διορισμός των ΕΜ 2, 3 και 4, ο οποίος προσβάλλεται με τις προσφυγές 1743/09 και 168/10, θα πρέπει να ακυρωθεί ως παράνομος.
Έρχομαι τώρα στα ΕΜ 1, 6 και 7. Σε ό,τι αφορά το ΕΜ 1 (προσφυγές 1743/09 και 168/10), ο Διευθυντής των Φυλακών στο «Σκεπτικό της Απόφασης» του με αρ. Δ.63/2009, ημερ. 27.11.2009, αναφέρει τα εξής:-
«Ενεργώντας σύμφωνα με την εξουσία που παρέχεται από το Άρθρο 19(5) του περί Φυλακών Νόμου του 1996 Ν.62(Ι)/96 με γνώμονα το ούτω καλώς νοούμενο συμφέρον του Τμήματος, των αρχών της χρηστής διοίκησης και τη σωστή λειτουργία, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τα στοιχεία που υπάρχουν στους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων, από προσωπικές μου γνώσεις και εμπειρίες ως και τις συστάσεις των Αξιωματικών, ορίζω ως Υποδεκανείς τους πιο κάτω Δεσμοφύλακες που κατέχουν τα αναγκαία προσόντα για προαγωγής τη θέση του Αρχιδεσμοφύλακα για εκτέλεση αυξημένων καθηκόντων από 1.12.2009, βασιζόμενος λόγω της ιδιομορφίας του Τμήματος στα πιο κάτω κριτήρια:
1. Αρχαιότητα, 2. Απόδοση, 3. Ευσυνειδησία, 4. Επαγγελματική κατάρτιση και ικανότητα, 5. Προσωπικότητα, 6. Τρόπος προσέγγισης κρατουμένων και ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, 7. Ακεραιότητα χαρακτήρα, 8. Διοικητική και οργανωτική ικανότητα, 9. Υπευθυνότητα, 10. Πρωτοβουλία.
Δεσμοφύλακας αρ. 157 Μιχάλης Στεφάνου: Εξαίρετος και ευσυνείδητος υπάλληλος, ακεραιότητα χαρακτήρα, αποτελεσματικός και αποδοτικός στην εργασία του, πρόθυμος πάντοτε να εξυπηρετήσει όπου του ζητηθεί στη λειτουργία του Τμήματος. Έμπιστος και εχέμυθος ως προς τα καθήκοντα που του ανατίθενται.»
............................»
Σε ό,τι αφορά τα ΕΜ 6 και 7 (προσφυγή 1744/09), η απόφαση του Διευθυντή με αρ. Δ.55/2009, ημερ. 21.10.2009, είναι αιτιολογημένη με πανομοιότυπο τρόπο, με μόνη διαφορά ότι για τα πιο πάνω δύο ΕΜ ανέφερε τα εξής:-
«............................Δεσμοφύλακας αρ. 204 Μάριος Δημητρίου: Εξαίρετος Δεσμοφύλακας, πρόθυμος, εργατικός, έμπιστος στο καθήκον και αποτελεσματικός στην εκτέλεση της εργασίας που του ανατίθεται. Οι εμπειρίες που αποκόμισε σε διάφορα πόστα αποτελούν πλεονέκτημα για την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος.
Δεσμοφύλακας αρ. 206 Πρόδρομος Σέργη: Εξαίρετος και ευσυνείδητος υπάλληλος, ακεραιότητα χαρακτήρα, αποτελεσματικός και αποδοτικός στην εργασία του, πρόθυμος πάντοτε να εξυπηρετήσει όπου του ζητηθεί. Έμπιστος και εχέμυθος ως προς τα καθήκοντα που του ανατίθενται. Η σωστή προσέγγιση που έχει τόσο με τους κρατούμενους όσο και με τους συναδέλφους του, είναι στοιχείο που βοηθά στη σωστή λειτουργία του Τμήματος.»
Ως προς τα ΕΜ 1, 6 και 7, η δικηγόρος των Αιτητών πρόβαλε ότι ο Αν. Διευθυντής των Φυλακών τα χαρακτηρίζει με βάση τα στοιχεία των φακέλων, ως εξαίρετους, ενώ οι Αιτητές ήταν περίπου ισοδύναμοι σε προσόντα και υπερείχαν σε αρχαιότητα. Συγκεκριμένα ο Αιτητής Γεώργιος Μασούρας διορίστηκες τη μόνιμη θέση Δεσμοφύλακα την 8.11.85 και ως εκ τούτου υπερισχύει κατά 12 χρόνια σε αρχαιότητα έναντι όλων των ΕΜ, πλην του ΕΜ 1 (Μ. Στεφάνου), ο οποίος διορίστηκε στις 15.4.1983. Από την άλλη, ο Αιτητής Γιαννάκης Χρυσάνθου, υπερισχύει των ΕΜ (πλην του ΕΜ 1), στο κριτήριο αρχαιότητα, κατά 4 χρόνια στη μόνιμη θέση Δεσμοφύλακα, αφού ο ίδιος διορίστηκε στις 8.11.85, ενώ τα ΕΜ 6 και 7 την 1.6.89. Ο Μ. Στεφάνου (ΕΜ 1), διορίστηκε σε μόνιμη θέση Δεσμοφύλακα την 15.4.83 και άρα υπερέχει του Αιτητή Χρυσάνθου κατά 2 χρόνια. Τέλος, η δικηγόρος των Αιτητών ανέφερε ότι ο Διευθυντής με την απόφασή του επιχείρησε να μειώσει και να υποβαθμίσει τα σημεία στα οποία υπερείχαν οι δύο Αιτητές, ενώ ταυτόχρονα επιχείρησε να αναβαθμίσει τα ΕΜ, ώστε να δικαιολογήσει την κρίση του ότι τα ΕΜ ήταν καταλληλότερα, έστω και αν σε κανένα σημείο δεν υπερείχαν ή δεν υπερείχαν σημαντικά των Αιτητών. Ως αποτέλεσμα αυτής της εσφαλμένης αξιολόγησης, η απόφαση του Διευθυντή όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων, αλλά είναι πεπλανημένη και αναιτιολόγητη.
Από την άλλη, ο δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η αρχαιότητα και οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων δεν ήταν καθοριστικά στοιχεία όπως ήταν η κατοχή των απαιτούμενων προσόντων του Αρχιδεσμοφύλακα.
Είναι φανερό από το περιεχόμενο των πιο πάνω δύο αποφάσεων, ότι ο Διευθυντής, ενώ αναφέρει ότι έλαβε σοβαρά υπόψη τα στοιχεία που υπάρχουν στους προσωπικούς φακέλους, δεν προσδιορίζει ποια είναι αυτά τα στοιχεία. Ιδιαίτερα ως προς τα προσόντα που θα έπρεπε να διαθέτουν τα ΕΜ για να είναι υποψήφιοι, το μόνο που αναφέρει είναι ότι «κατέχουν τα αναγκαία προσόντα για προαγωγή στη θέση Αρχιδεσμοφύλακα», χωρίς και πάλιν να προσδιορίζει τα στοιχεία που έλαβε υπόψη, με αποτέλεσμα τουλάχιστον στην περίπτωση των ΕΜ 2, 3 και 4, όπως εξήγησα, να πλανηθεί.
Ο Διευθυντής μπορεί να απαρίθμησε τα εννέα κριτήρια που έλαβε υπόψη, αλλά χωρίς να συγκρίνει τους υποψηφίους και χωρίς να προσδιορίσει τι ίσχυε στην περίπτωση του κάθε υποψηφίου, δεν είναι δυνατό η απόφαση του να θεωρηθεί δεόντως αιτιολογημένη. Ενδεικτικό είναι ότι δεν έγινε καθόλου μνεία στη σημαντική αρχαιότητα των Αιτητών έναντι των ΕΜ 2, 3 και 4 και τη μικρότερη υπεροχή έναντι των ΕΜ 6 και 7. Υπό αυτές τις περιστάσεις, πέραν του ότι οι δύο αποφάσεις του είναι αναιτιολόγητες, δεν μπορεί να αποκλειστεί ούτε η πιθανότητα πλάνης. Και αυτά τα κωλύματα επηρεάζουν και την περίπτωση του ΕΜ 1.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα υπέρ των Αιτητών, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Οι δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις ημερ. 27.11.2009 και 21.10.2009 ακυρώνονται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς