ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PLOUSSIOU ν. CENTRAL BANK (1982) 3 CLR 230
HADJIGAVRIEL ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 52
Dias United Publishing Co. Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω Yπουργού Oικονομικών (1996) 3 ΑΑΔ 550
Neophytou Costas ν. The Republic of Cyprus through tha Public Service Commission (1964) 1 CLR 280
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 58(I)/2004 - Ο περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμος του 2004
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1497/2008)
30 Απριλίου, 2012
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 8, 9, 11, 23, 28, 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, (ΛΟΧΙΑΣ 3972),
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
΄Ελενα Ερωτοκρίτου (κα), για Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.
Φίλιππος Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 19/9/2008, ο αιτητής ζητά την εξής θεραπεία:-
«1. Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων στην παρούσα προσφυγή, να θέσουν τον αιτητή σε υποχρεωτική αφυπηρέτηση από 1.3.09 λόγω συμπλήρωσης του 55 έτους της ηλικίας του και σε αναγκαστική προαφυπηρετική άδεια την 6.8.08, που περιέχεται στις επιστολές τους με ημερομηνία 20.6.08 και 25.6.08 (Παράρτημα Α) και περιελθόντων σε γνώση του προσφεύγοντος την 10.7.08, είναι άκυρος, παράνομος και άνευ οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.»
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 12(2) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, (Ν. 97(Ι)/97), (ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο), (ο «Ν. 97(Ι)/97»):-
«(2) Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης αστυνομικού που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία είναι η ηλικία των πενήντα πέντε ετών.»
Ο Κανονισμός 19Γ(Ι) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών, (Κ.Δ.Π. 51/1989), (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»), προβλέπει τα ακόλουθα:-
«19Γ.(1) Μέλος της Αστυνομίας που αφυπηρετεί λόγω ορίου ηλικίας ή μετά από αίτησή του σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου, οφείλει να λάβει πριν από την αφυπηρέτησή του την άδεια ανάπαυσης που έχει σε πίστη του. Σε καμιά περίπτωση δε δικαιούται να αποποιηθεί την άδεια ανάπαυσης που έχει σε πίστη του ή να υπηρετήσει έναντι αυτής ή να διεκδικήσει πληρωμή αντί αυτής.»
Ο αιτητής, ο οποίος υπηρετούσε στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, (η «Δύναμη»), με το βαθμό του Λοχία, γεννήθηκε στις 22/2/1954. Στις 20/6/2008, ο Αρχηγός της Αστυνομίας, (ο «Αρχηγός»), λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 12(2) του Ν. 97(Ι)/97 και του Κανονισμού 19Γ(1) των Κανονισμών, απέστειλε στον αιτητή επιστολή, (η «επίδικη επιστολή»), πληροφορώντας τον ότι η μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία του στην Αστυνομία έληγε την 1/3/2009 και ότι, λαμβανομένης υπόψη της εις πίστη του άδειας απουσίας διάρκειας 140 εργάσιμων ημερών, αυτός θα αποχωρούσε από τη Δύναμη με προαφυπηρετική άδεια στις 6/8/2009.
Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, εγείρουν προδικαστικό ζήτημα εκπρόθεσμου της προσφυγής. Ισχυρίζονται ότι ο αιτητής, για το περιεχόμενο της επίδικης επιστολής, ενημερώθηκε τηλεφωνικώς από τον Α/Λοχία 3937 - Κ. Φλώρο στις 25/6/2008, τις αμέσως δε επόμενες δύο ή τρεις μέρες αυτός παρέλαβε προσωπικά την επιστολή από το Γραφείο Υπαίθρου.
Με άδεια του Δικαστηρίου, δόθηκε από τον αιτητή μαρτυρία, υπό μορφή ένορκης δήλωσης, σε ό,τι αφορά το χρόνο που ο ίδιος έλαβε γνώση του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής. Είναι η θέση του ότι τα όσα ο Α/Λοχίας 3937 αναφέρει στην κατάθεσή του, η οποία δόθηκε μετά την καταχώριση της προσφυγής, στις 14/1/2009, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ισχυρίζεται ότι παρέλαβε την επίδικη επιστολή στις 10/7/2008 από την αλληλογραφία που εστάλη στον Αστυνομικό Σταθμό Κλήρου και αυτήν την ημερομηνία ανέφερε στο δικηγόρο του, ο οποίος απέστειλε και επιστολή στον Αρχηγό.
Η φύση του προδικαστικού ζητήματος επιβάλλει όπως αυτό εξεταστεί πρώτα. Η προθεσμία που θέτει το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και αρχίζει με την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης από το διοικούμενο. Σύμφωνα με το Σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου - «Η Αίτηση Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Τρίτη ΄Εκδοση, παράγραφος 30 - πλήρης είναι η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαπιστώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια τη ζημιά που αυτός υφίσταται από την πράξη και/ή απόφαση, χωρίς να απαιτείται αυτός να γνωρίζει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να αποδειχθεί η παρανομία τους. Το αντικείμενο της γνώσης είναι η πράξη ή η απόφαση - (βλ. Ploussiou ν. Central Bank (1982) 3 C.L.R. 230, 237).
Το θέμα της προθεσμίας είναι θέμα πραγματικό και αποφασίζεται υπό το φως των συγκεκριμένων περιστατικών της κάθε υπόθεσης - (βλ. Yialousa Savings Bank Limited v. Republic (Minister of Finance as Controller of Banks) and Another (1977) 3 C.L.R. 25). Ο διάδικος ο οποίος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη φέρει το βάρος απόδειξής του. Αμφιβολία ή αβεβαιότητα σε σχέση με την έναρξη της προθεσμίας επιλύεται υπέρ του αιτητή - (βλ. Costas Neophytou and The Republic of Cyprus through The Public Service Commission (an Independent Body) (1964) C.L.R. 280).
Στην παρούσα περίπτωση, αμφισβητείται ο χρόνος παραλαβής της επίδικης επιστολής και όχι η παραλαβή της. Είναι γεγονός ότι φέρουν ημερομηνία: η επίδικη επιστολή 20/6/2008 και η επιστολή με την οποία αυτή απεστάλη στον Υπεύθυνο Υπαίθρου για επίδοση στον αιτητή 25/6/2008. Για το χρόνο παραλαβής της επίδικης επιστολής από τον αιτητή δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ή καταγραφή, που να βεβαιώνει ότι αυτός έλαβε γνώση του περιεχομένου της στις 25/6/2008, ή ότι την παρέλαβε, όπως ισχυρίζεται ο Α/Λοχίας 3937 σε κατάθεσή του, που έδωσε, όμως, μήνες αργότερα. Χωρίς να παραβλέπω ότι ο αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του ότι η επίδικη επιστολή παραλήφθηκε μετά την πάροδο πολλών ημερών από την ημερομηνία η οποία αναγράφεται σ' αυτή - (βλ. HadjiGavriel v. Republic (1986) 3 C.L.R. 52, 57) - θεωρώ ότι το ζήτημα πρέπει να επιλυθεί υπέρ του. Για την κατάληξή μου αυτή, έλαβα υπόψη τα πιο πάνω και την αναφορά στην επιστολή του συνηγόρου του αιτητή προς τον Αρχηγό, ημερομηνίας 12/9/2008, ότι ο πελάτης του έλαβε γνώση της επίδικης επιστολής στις 10/7/2008.
Με την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης, προχωρώ να εξετάσω την προσφυγή στην ουσία της.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών του, δυνάμει του ΄Αρθρου 12(2) του Ν. 97(Ι)/97, αποτελεί δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας και άνιση μεταχείριση των μελών της Αστυνομικής Δύναμης. ΄Ερχεται σε αντίθεση με το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει την αρχή της ισότητας και της ισονομίας, και με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η αναγκαστική αφυπηρέτησή του στο 55ο έτος της ηλικίας του είναι αντίθετη με τον περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμο του 2004, (Ν. 58(Ι)/2004). Παραπέμπει στο ΄Αρθρο 3 του εν λόγω Νόμου, στο οποίο αναγράφεται ο σκοπός του νόμου και καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η ηλικία ως ένα από τα στοιχεία για τα οποία πρέπει να θεσπιστεί πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Με αναφορά στο ΄Αρθρο 4 του Ν. 58(Ι)/2004, το οποίο προβλέπει ότι ο Νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα όσον αφορά τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξαρτήτως του κλάδου δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών, και στο ΄Αρθρο 6 αυτού, το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση διάκριση ή παρενόχληση, λόγω θρησκείας, πεποιθήσεων, ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού και φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, ζητά ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι η θέση του ότι, αφού, σύμφωνα με το Ν. 97(Ι)/97, αφυπηρετούν άλλα μέλη της Αστυνομίας στο 55ο και άλλα στο 60ό, παραβιάζονται οι πιο πάνω διατάξεις.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τους λόγους ακυρότητας που προβάλλει ο αιτητής και ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη. Το ΄Αρθρο 12(2) του Ν. 97(Ι)/97 δεν έρχεται σε αντίθεση είτε με το Ν. 58(Ι)/2004 είτε με την Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, (η «Οδηγία»). Οι διατάξεις του ΄Αρθρου 6 της Οδηγίας μεταφέρονται σχεδόν αυτούσιες στο ΄Αρθρο 8 του Ν. 58(Ι)/2004, με πλαγιότιτλο «Εξαιρέσεις για διακρίσεις λόγω ηλικίας», έτσι ώστε υπάρχει πλήρης εναρμόνιση της νομοθεσίας μας με το κοινοτικό κεκτημένο. Η δε αναφορά του αιτητή σε άλλες κατηγορίες προσώπων που αφυπηρετούν στην ηλικία των 63 χρόνων δε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Ο αιτητής, ουσιαστικά, επιδιώκει να διευρύνει τη νομοθετική διάταξη, κάτι το οποίο δεν επιτρέπεται σύμφωνα με την Dias United Publ. Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550. Είναι εισήγηση των καθ' ων η αίτηση ότι η φύση του έργου και ο ρόλος της Αστυνομίας απαιτούν την εργοδότηση στο Αστυνομικό Σώμα μελών που θα μπορούν να ανταποκρίνονται στο έργο τους.
Καθοριστικής σημασίας εδώ είναι το ΄Αρθρο 8 του Ν. 58(Ι)/2004, όπου ενσωματώνονται οι διατάξεις του ΄Αρθρου 6.2 της Οδηγίας. Με αυτό, προβλέπεται ότι:-
«2. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμού, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το ΄Αρθρο 12(2) του Ν. 97(Ι)/1997 δε συγκρούεται με τις πρόνοιες του Ν. 58(Ι)/2004, όπως δε συγκρούεται με τις διατάξεις της Οδηγίας.
Ο αιτητής δεν έχει, με την προσφυγή του, ισχυριστεί ότι ο βαθμός τον οποίο αυτός κατείχε ήταν όμοιος με ανώτερο βαθμό αστυνομικών, ώστε να μη δικαιολογείτο η διαφορετική ρύθμιση. Με τα όσα έχει προωθήσει, δε διαπιστώνω ομοιότητα μεταξύ των αστυνομικών που υπηρετούν στην Αστυνομία με βαθμό ανώτερο του βαθμού του Λοχία και αυτών που υπηρετούν με βαθμό όχι ανώτερο του Λοχία, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για αυθαίρετη διάκριση. Δεν ισχυρίζεται ο αιτητής ότι η φύση της εργασίας που καλούνται να εκπληρώσουν όσοι υπηρετούν στην Αστυνομία με βαθμό όχι ανώτερο του Λοχία είναι η ίδια με αυτήν που έχουν να εκπληρώσουν όσοι έχουν βαθμό ανώτερο του Λοχία. Η διαφοροποίηση δεν έχει καταδειχθεί ότι γίνεται στη βάση μη εύλογης διάκρισης. Η φράση στο ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος «Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» διασφαλίζει την ισότητα μόνο εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες μπορούν να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων. Ο όρος «ισότητα» δε σημαίνει ακριβή αριθμητική ισότητα - (βλ. Γιασεμίδου κ.ά. ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.ά. (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η παράγραφος (2) του ΄Αρθρου 12 του Ν. 97(Ι)/97 δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ