ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 9/2010]
20 Μαρτίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CGA FACILITIES SERVICES INC
Aιτητές
v.
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Η/ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ
Καθ' ων η αίτηση
Ανδρέας Δημητριάδης για Ανδρέα Χρ. Δημητριάδη ΔΕΠΕ για τους αιτητές.
Λουίζα Γρηγορίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, ημερομηνίας 23.10.2009με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή των αιτητών και επικυρώθηκε η απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών, ημερομηνίας 4.2.2009 για ακύρωση του Διαγωνισμού 3/2008 «για την Παροχή υπηρεσιών Συμβούλων Μελετητών για την ετοιμασία του κτιριολογικού προγράμματος, της μελέτης, της επίβλεψης, της κατασκευής και της οικονομικής διαχείρισης για την ανέγερση του Πολυδύναμου Ιατρικού Κέντρου στο χώρο των Κεντρικών Φυλακών, στη Λευκωσία».
Η ακύρωση αποφασίστηκε/επικυρώθηκε επειδή, όπως κρίθηκε, δεν μπορούσε, όπως έγινε, να προωθηθεί ο διαγωνισμός αφού προβλέφθηκε στα έγγραφα των προσφορών, ο ίδιος όρος και ως κριτήριο επιλογής και ως κριτήριο ανάθεσης. Σύμφωνα με το άρθρο 59 του περί Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2006 (Ν. 12(Ι)/2006) εφόσον η προσφορά ανταποκρινόταν στα κριτήρια επιλογής όπως τα θέτουν τα άρθρα 51 μέχρι 58, ως προς την ανάθεση, τελικώς μπορεί να επιλεγεί μια από δυο οδούς. Να γίνει η ανάθεση με αποκλειστικό κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή ή να γίνει με κριτήριο την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, όρος που με τη σειρά του παραπέμπει σε άλλα κριτήρια στα οποία, βεβαίως, θα επανέλθω.
Στην παρούσα περίπτωση ίσχυε το δεύτερο και, όπως έκρινε η Αναθέτουσα Αρχή και επικύρωσε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, η εφαρμογή των σχετικών όρων της προσφοράς θα είχε ως συνέπεια «να βαθμολογηθεί δυο φορές ένας προσφοροδότης με κριτήριο που λήφθηκε υπόψη και στο στάδιο αξιολόγησης κριτηρίων ποιοτικής επιλογής αλλά και στο στάδιο κριτηρίων ανάθεσης». Δέχτηκε συναφώς η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών πως η νομολογία του ΔΕΚ, όπως την είχαν επικαλεστεί οι αιτητές, δεν επέβαλλε τη «στενή» προσέγγιση προς αποκλεισμό της δυνατότητας τέτοιου συνυπολογισμού και πως επαφιόταν στην ευχέρεια της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών να επιλέξει, αντί αυτής, την «ευέλικτη» προσέγγιση που επιτρέπει «τη χρήση κριτηρίου ποιοτικής επιλογής και ως κριτηρίου ανάθεσης κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις». Εν προκειμένω, ακριβώς, όπως κατέληξε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, η Αναθέτουσα Αρχή, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, δεν έσφαλε όταν υιοθέτησε την πιο συντηρητική προσέγγιση, με συνέπεια την ακύρωση του διαγωνισμού. Προσθέτοντας πως, εξάλλου, ο σχετικός όρος στο κριτήριο ανάθεσης «παραπέμπει σε κριτήριο ποιοτικής επιλογής και όχι σε κριτήριο ανάθεσης, το οποίο εν τέλει πρέπει να συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης». Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών:
«Αναφορικά, τώρα, με τη χρήση του ίδιου όρου και σαν κριτήριο ποιοτικής επιλογής αλλά και σαν κριτήριο ανάθεσης παρατηρούμε ότι διαβάζοντας τους δύο όρους θα συμφωνήσουμε με την Α.Α. ότι παρόλο που το λεκτικό των πιο πάνω όρων δεν είναι εντελώς όμοιο, το νόημα τους και ο σκοπός τους είναι ο ίδιος.
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ τα εθνικά δικαστήρια και οι Αναθέτουσες Αρχές μπορούν είτε να ακολουθήσουν την λεγόμενη «ευέλικτη προσέγγιση» η οποία επιτρέπει τη χρήση κριτηρίου ποιοτικής επιλογής και ως κριτηρίου ανάθεσης κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις είτε τη «στενή προσέγγιση» όπου υπάρχει διαχωρισμός των κριτηρίων επιλογής από τα κριτήρια ανάθεσης. Τονίζεται ότι το ΔΕΚ δεν έχει ξεκαθαρίσει εντελώς την εικόνα σχετικά με την «ευέλικτη προσέγγιση» αλλά ούτε όλα τα εθνικά δικαστήρια και οι Αναθέτουσες Αρχές υιοθέτησαν τη λεγόμενη «ευέλικτη προσέγγιση». Η Α.Α. θεώρησε ότι δεν θα μπορούσε να βαθμολογηθεί δύο φορές ένας προσφοροδότης με κριτήριο που λήφθηκε υπόψη και στο στάδιο αξιολόγησης κριτηρίων ποιοτικής επιλογής αλλά και στο στάδιο κριτηρίων ανάθεσης υιοθετώντας δηλαδή τη «στενή προσέγγιση» επί του θέματος και ακυρώνοντας το διαγωνισμό. Συνεπώς, κρίνοντας ότι το ΔΕΚ δεν έχει ξεκαθαρίσει εντελώς το ζήτημα αναφορικά με την «ευέλικτη προσέγγιση» και εφόσον υπάρχει διακριτική ευχέρεια στις Αναθέτουσες Αρχές να ακολουθήσουν είτε την μία αρχή είτε την άλλη δεν βρίσκουμε λανθασμένη αυτή τη στάση της Α.Α. να υιοθετήσει την πιο συντηρητική προσέγγιση επί του θέματος και εν τέλει να ακυρώσει το διαγωνισμό δεδομένου ότι ο ίδιος όρος δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στο στάδιο αξιολόγησης κριτηρίων ποιοτικής επιλογής αλλά και στο στάδιο αξιολόγησης κριτηρίων ανάθεσης. Εξάλλου, το λεκτικό του όρου 9.3.2, σελ.28 και στον Πίνακα σελίδας 29 του Τόμου Α, ενότητα Β: Ομάδα Έργου (κριτήρια ανάθεσης) παραπέμπει σε κριτήριο ποιοτικής επιλογής και όχι σε κριτήριο ανάθεσης, το οποίο εν τέλει πρέπει να συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης».
Διακρίνεται αιτιολόγηση της απόφασης πάνω σε δυο επίπεδα. Το πρώτο, που αναφέρεται στην ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας εξυπακούει δυνατότητα επιλογής της μιας ή της άλλης προσέγγισης. Αυτό, αναποφεύκτως, υπό το δεδομένο πως και οι δυο είναι νόμιμες. Δεν είναι νοητό να τίθεται ζήτημα επιλογής κατά ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας όταν η μια από τις δυο λύσεις είναι παράνομη. Με αυτή τη διευκρίνιση εξετάζω κατ' αρχάς το σκέλος της αιτιολογίας που αναφέρεται στη διακριτική ευχέρεια που η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών θεώρησε ότι είχε η Αναθέτουσα Αρχή στην περίπτωση.
Είναι η θέση των αιτητών πως δεν είχε η Αναθέτουσα Αρχή τέτοια διακριτική ευχέρεια μετά τη δημοσίευση των Εγγράφων των Προσφορών. Όποια επιλογή θα έπρεπε τότε να γίνει και, πράγματι, έγινε. Πολύ λιγότερο όταν, πλέον, είχαν υποβληθεί οι προσφορές και είχε γίνει η τεχνική αξιολόγηση τους που ανέδειξε, μάλιστα, την προσφορά των αιτητών, με βαθμολογία 95%, ως την καλύτερη από όσες προσφορές θεωρήθηκαν έγκυρες. Περαιτέρω, αφού το Συμβούλιο Προσφορών, όπως είναι παραδεκτό, εν γνώσει της πιο πάνω επίδικης διάστασης των εγγράφων, ζήτησε διευκρινίσεις ουσίας από την Επιτροπή Αξιολόγησης για να προχωρήσει στη συνέχεια και στο διορισμό άλλης ad hoc Επιτροπής για την αξιολόγηση των προσφορών και, παραλλήλως, σε τρεις παρατάσεις ισχύος των προσφορών και των σχετικών εγγυήσεων. Σ' αυτό το πλαίσιο, οι αιτητές καταλογίζουν στη διοίκηση, μεταξύ άλλων, κακοπιστία και αλλότρια επιδίωξη.
Περαιτέρω, κατά την εισήγησή τους, δεν ήταν και κατά νόμο επιτρεπτή η ακύρωση του διαγωνισμού για τέτοιο λόγο. Η ακύρωση διαγωνισμού διέπεται από τον Κανονισμό 34(5) των περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών (Γενικών) Κανονισμών του 2007 (ΚΔΠ 201/07). Περιλαμβάνονται σ' αυτόν πέντε λόγοι για τους οποίους ένας διαγωνισμός μπορεί να ακυρωθεί. Οι (α) μέχρι (δ) σαφώς δεν είναι εφαρμόσιμοι στην περίπτωση και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών επικαλέστηκε, συναφώς, τον εναπομένοντα λόγο (ε): «Όταν συντρέχει οποιοσδήποτε άλλος σοβαρός, μη προβλεπτός λόγος τον οποίο το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο κρίνει δικαιολογημένο».
Εν προκειμένω, κατά τους αιτητές, και σοβαρός να θεωρείτο ο λόγος, που δεν ήταν αφού η σχετική κρίση έπασχε από πλάνη, δεν ήταν «μη προβλεπτός», αφού ο λόγος της ακύρωσης ήταν υπαρκτός ήδη στα Έγγραφα των Προσφορών. Επικαλούνται οι αιτητές, ως προς αυτή την πτυχή, το αξίωμα σύμφωνα με το οποίο η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί προς τους κανόνες που η ίδια έθεσε («patere legem quem ipse fecisti»), όπως αυτό υιοθετήθηκε στο Βέλγιο. Σημειώνω, συναφώς, πως και γενικότερα οι αιτητές, ως προς τη δυνατότητα επιλογής της ευέλικτης προσέγγισης κάτω από προϋποθέσεις, επικαλέστηκαν τη νομολογία διαφόρων Δικαστηρίων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως αυτή αναλύεται και σχολιάζεται στην Public Procurement Law Review 2009, με ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση Lianakis (C-532/06) [2008] ECR I-251 σε σχέση με τις δυνατότητες επιλογής της ευέλικτης προσέγγισης. Θέμα που εδώ δεν εγείρεται αφού, όπως είδαμε, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, δέχτηκε ως δεδομένη αυτή τη δυνατότητα. Με δοσμένη δηλαδή αυτή τη δυνατότητα, όπως ήδη σημείωσε, θεώρησε πως κατά νόμιμη άσκηση διακριτικής ευχέρειας η αναθέτουσα αρχή επέλεξε τη στενή προσέγγιση.
Οι καθ' ων η αίτηση δέχτηκαν πως εφόσον εθεωρείτο ότι η επιλογή έγινε με τα Έγγραφα των Προσφορών, ίσως δεν θα υπήρχε δυνατότητα διαφοροποίησης. Υποστηρίζουν όμως σε όλο της το εύρος τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και, βεβαίως, τη θέση πως η επιλογή έγινε, όπως υπήρχε δικαίωμα, από την Αναθέτουσα Αρχή, στο στάδιο που προαναφέρθηκε.
Σε συμφωνία προς τις θέσεις των αιτητών, θεωρώ πως σαφώς η επιλογή έγινε με τα Έγγραφα των Προσφορών. Αυτά καθόριζαν το πλαίσιο διεξαγωγής του διαγωνισμού, ήταν δεσμευτικά για όλους και δεν παρεχόταν διακριτική ευχέρεια αλλοίωσής τους εκ των υστέρων, πολύ λιγότερο μετά το άνοιγμα των προσφορών αλλά και την αξιολόγησή τους, μάλιστα μετά από τρεις παρατάσεις. Σημειώνω πως στο νομολογιακό υλικό που επικαλέστηκαν οι αιτητές, μεταξύ άλλων, εξηγείται πως όπου θα υιοθετηθεί η ευέλικτη προσέγγιση, αυτή θα πρέπει να εκδηλώνεται με τα Έγγραφα των Προσφορών. Υπενθυμίζω, όμως, και τη δική μας πάγια νομολογία πως τα Έγγραφα των Προσφορών, όπως αυτά καθορίζουν τους όρους διεξαγωγής του διαγωνισμού, είναι κανονιστικής φύσης, ανάγονται ουσιαστικά σε κανόνες δικαίου και, βεβαίως, δεσμεύουν ώστε στη βάση τους, μάλιστα αυστηρώς εφαρμοζόμενα, να διεξάγεται ο διαγωνισμός. Θα υπενθύμιζα σ' αυτό το σημείο και τη νομολογία μας, με αρχή από την απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Π., στην Kapsou v. Repubic (1983) 3 CLR 1336 πως δεν δικαιούται η διοίκηση να αρνηθεί να εφαρμόσει κανονισμό επειδή τον θεωρεί ως ultra vires. Αρχή που ουσιαστικά υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 196 σε σχέση με το ανεπίτρεπτο αμφισβήτησης από τη διοίκηση του κύρους σχεδίου υπηρεσίας. Όπως και στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. S. Kyriacou Euromarket Ltd (2000) 3 AAΔ 692 όπου αποδοκιμάστηκε η διοικητική απόφαση να μην εφαρμοστεί όρος της προκήρυξης των προσφορών επειδή βρισκόταν σε αντίθεση προς εγκύκλιο. Εξηγήθηκε πως οι όροι, σε κάθε προσφορά, είναι κανονιστικού περιεχομένου και πως «το θέμα ρυθμίστηκε από τους όρους προκήρυξης του διαγωνισμού που λογίζονται ως κανόνες δικαίου». Θα πρόσθετα ακόμα, εν πάση περιπτώσει, πως δεν είναι νοητό να θεωρείται ως «μη προβλεπτός» ο λόγος της ακύρωσης που εκ των υστέρων η διοίκηση επικαλέστηκε, ώστε να ήταν δυνατή η ακύρωση κατ' επίκληση του Κανονισμού 34(5), όταν αυτός ήταν ήδη διατυπωμένος στα έγγραφα του διαγωνισμού.
Ήταν όμως και, εν πάση περιπτώσει, πεπλανημένη η αντίληψη της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, πως οι δυο όροι, εκείνος στα κριτήρια επιλογής και εκείνος στα κριτήρια ανάθεσης, αν και με διαφορετικό λεκτικό, έχουν το ίδιο νόημα και τον ίδιο σκοπό. Δηλαδή και να υπήρχε δυνατότητα επιλογής εκ των υστέρων, θα έπασχε ούτως ή άλλως ο τρόπος με τον οποίο ασκήθηκε αυτή η δυνατότητα.
Πέραν των όσων σημείωσα ως προς το στάδιο και τον τρόπο της επιλογής, ασφαλώς και με αυτά υπόψη, ειδικά ως προς αυτή την ταυτοσημία όπως θεώρησε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ότι υπήρχε, στο πλαίσιο αυτής της εναλλακτικής θεώρησης του θέματος, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Ως κριτήριο επιλογής [όρος 6.2.3.1.4(β), σελ. 16 Τόμος Α], όπως καταγράφεται και στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, προβλέφθηκε το ακόλουθο:
«Eμπειρογνώμονας/Eιδικός με 15ετή τουλάχιστον μεταπτυχιακή πείρα, ειδικός σε θέματα σχεδιασμού παρόμοιας φύσης Ιατρικών Κέντρων και ο οποίος να κατέχει αποδεδειγμένα εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρίες στη Μελέτη και Επίβλεψη Ομόλογων Κέντρων σύμφωνα με πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ως κριτήριο ανάθεσης [όρος 9.3.2 σελ. 28, στον Πίνακα σελ. 29 του Τόμου Α, Ενότητα Β: Ομάδα Έργου προβλέφθηκε το ακόλουθο:
«Θα αξιολογείται η πείρα του Εμπειρογνώμονα Ειδικού πάνω σε παρόμοιας φύσης Μελέτη και Επίβλεψη της κατασκευής Ομολόγων Ιατρικών Κέντρων σύμφωνα με τα πρότυπα της Ευρωπαïκής Ένωσης».
Δέχονται και οι καθ' ων η αίτηση, όπως ήταν και η εισήγηση των αιτητών, πως τα κριτήρια επιλογής θέτουν ελάχιστα προαπαιτούμενα, ατομικώς αναφερόμενα στον κάθε προσφοροδότη, όχι συγκριτικά προς τους άλλους. Αντιθέτως, στην περίπτωση των κριτηρίων ανάθεσης που εν προκειμένω χρησιμοποιούνται για να διαπιστωθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά. Έπεται πως η κρίση περί την ανταπόκριση του Εμπειρογνώμονα/Ειδικού στο κριτήριο επιλογής δεν σημαίνει και πως δεν υπάρχει περιθώριο για συγκριτική πλέον πείρα του, πέραν εκείνης που κατ' ελάχιστο θα τον καθιστούσε ανταποκρινόμενο, ως κριτήριο ανάθεσης, δηλαδή ως συγκριτικού στοιχείου. Αυτό, υπό το δεδομένο πως η πείρα δεν είναι κριτήριο που κατ' ανάγκη κατατάσσεται αποκλειστικώς ως κριτήριο επιλογής όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ήταν λοιπόν, κατά πλάνη που θεωρήθηκε ότι οι προσφοροδότες θα βαθμολογούνταν δυο φορές για το ίδιο.
Έχουμε δει ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών πρόσθεσε και πως «εξάλλου ο σχετικός όρος παραπέμπει σε κριτήριο ποιοτικής επιλογής και όχι σε κριτήριο ανάθεσης, το οποίο εν τέλει πρέπει να συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης». Στο βαθμό που αυτή η διατύπωση μεταφέρει τη σκέψη πως η πείρα κατ' ανάγκην είναι μόνο κριτήριο επιλογής, είναι εσφαλμένη. Η πείρα, στη βάση της ανάλυσης της ευέλικτης προσέγγισης, μπορεί, κάτω από προϋποθέσεις, να προσδιοριστεί και ως κριτήριο ανάθεσης. Από την άλλη, στην έκταση που μεταφέρει τη σκέψη πως, εν προκειμένω, η πείρα δεν συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο της σύμβασης, είναι γενική, αόριστη και εν τέλει εντελώς αναιτιολόγητη. Πρέπει να έχουμε συναφώς υπόψη πως η αναζήτηση της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 59(1)(α) του Νόμου, διενεργείται στη βάση ρητών, ενδεικτικών μάλιστα, κριτηρίων, ως ακολούθως:
«Όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής, διάφορα κριτήρια που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, όπως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης».
Η ποιότητα, στο πλαίσιο της εφαρμογής της ευέλικτης προσέγγισης, είναι δυνατό, κατά περίπτωση, όπως εξηγείται στη νομολογία που συζητήθηκε, να συναρτάται και προς την πείρα και δεν μπορεί να επικυρωθεί η γενική και χωρίς άλλα τελική διαπίστωση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, όπως την έχω παραθέσει.
Οι αιτητές πρόβαλαν και τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη επειδή δεν εκδόθηκε στις τριάντα μέρες που προβλέπει το άρθρο 56(12) του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου του 2003, Ν. 101(Ι)/2003 όπως τροποποιήθηκε, ή μέσα σε εύλογο χρόνο όπως προβλέπει το άρθρο 10 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99· χωρίς όμως συναφώς αναφορά στο άρθρο 11(1) του ίδιου Νόμου σύμφωνα με το οποίο οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές. Επικαλέστηκαν επ' αυτού πρωτόδικη απόφαση με την οποία όμως δεν συμφώνησε η Ολομέλεια, στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Pharment Ltd, AE 67/2008, ημερομηνίας 10.1.11. Αυτό το επιχείρημα των αιτητών δεν είναι βάσιμο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά