ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

 

(Αίτηση Αρ. 8/2012)

 

 

28 Μαρτίου, 2012

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002

(Ν. 165(1)/2002)

 

 

 

SANAD SAMIH ATTALLAH KARADHSHIH

Aιτητής

 

............................

 

Ο αιτητης εμφανίζεται προσωπικά

Β. Καρλεττίδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Μ. Ψάλτη (κα), για το Γενικό Εισαγγελέα.

Παρών για σκοπούς μετάφρασης είναι o Θ. Ζάζας για να μεταφράζει από τα αραβικά  στα ελληνικά και  αντίστροφα.

...................................

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Ο αιτητής στην παρούσα αίτηση είναι ενήλικας από την Ιορδανία και Χριστιανός στο θρήσκευμα.  Σύμφωνα με τον ισχυρσιμό του, όπως προκύπτει από την ΑΠΟΦΑΣΗ της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων την οποία επιθυμεί να προσβάλει, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία στις 30/9/2008 με άδεια επισκέπτη.  Ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή ήταν χριστιανός και είχε προβλήματα με τους μουσουλμάνους κατοίκους της πόλης Madaba, που μπορούσε να καταλήξει σε φόνο αφού απειλήθηκε για περισσότερες της μια φοράς.  Υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία την 7/10/2008 επικαλούμενος τους πιο πάνω λόγους.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του και ο αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.  Η τελευταία απέρριψε τη διοικητική προσφυγή του με απόφαση της ημερ. 3/1/2012 η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας.

 

Με την παρούσα αίτηση, που καταχωρήθηκε στις 14/3/2012 και έχει επιδοθεί στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, ο αιτητής ζητά την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής για να μπορέσει να καταχωρήσει Προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο  για αναθεώρηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.  Αυτά προκύπτουν από τα όσα διατυπώνει στον ΤΥΠΟ 1 της Αίτησης για νομική αρωγή, στην αγγλική γλώσσα.

 

Νομική βάση της αίτησης του αιτητή αποτελεί ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος του 2002 (Ν. 165(1)/2002 όπως έχει τροποποιηθεί).  Με την τροποποίηση που έγινε με το Ν. 132(1)/2009 είναι τώρα δυνατή και η υποβολή αίτησης για νομική αρωγή σε αιτητές ασύλου και πρόσφυγες.  Σχετικό είναι το άρθρο 6Β(2) όπου διαλαμβάνεται ότι «παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή ασύλου, ο οποίος ασκεί προσφυγήν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος» κατά αποφάσεων που περιγράφονται στο εν λόγω άρθρο, όπου καλύπτεται και η περίπτωση δυσμενούς απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής επί διοικητικής προσφυγής την οποία ο αιτητής ασύλου άσκησε ενώπιον της σύμφωνα με τους περί Προσφύγων Νόμους του 2000-2009.

 

Σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο η νομική αρωγή εγκρίνεται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μεταξύ των οποίων είναι η απαίτηση όπως «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης της προσφυγής». 

 

Γενική προϋπόθεση είναι και η οικονομική κατάσταση του αιτητή η οποία πρέπει να είναι τέτοιας φύσης που να δείχνει ότι ο ίδιος δεν έχει την ευχέρεια να διορίσει δικηγόρο και η περίπτωση είναι τέτοια που είναι επιθυμητό να τύχει δωρεάν νομικής αρωγής για την προετοιμασία και το χειρισμό της υπόθεσης.

 

Ενόψει του γεγονότος ότι η βασική ένσταση της πλευράς του καθ' ου η αίτηση (Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας) ήταν ότι η παρούσα περίπτωση δεν ικανοποιεί την προαναφερθείσα προϋπόθεση, να είναι δηλαδή πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση στα πλαίσια της προσφυγής που θα καταχωρήσει ο αιτητής, και για να μη δημιουργείται περαιτέρω καθυστέρηση μέχρι την ετοιμασία έκθεσης του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας, προτίμησα και άκουσα την υπόθεση με σκοπό να εξεταστεί η πιο πάνω ένσταση του καθ' ου η αίτηση αφού, αν αυτή ευσταθεί, είναι περιττό να εξεταστεί η οικονομική κατάσταση του αιτητή.  Τέτοια έκθεση θα ήταν αναγκαία σε περίπτωση που το δικαστήριο θα κατέληγε ότι ο αιτητής είχε πιθανότητα να επιτύχει στην προσφυγή του.

 

Για σκοπούς εξέτασης του πιο πάνω κριτηρίου έλαβα υπόψη τα όσα ανέφερε ο αιτητής για υποστήριξη του αιτήματος του.  Ουσιαστικά περιορίστηκε στην οικονομική πτυχή χωρίς να δίνει οποιαδήποτε λεπτομέρεια και χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε σχετικά με το γιατί η απόφαση που επιθυμεί να προσβάλει με προσφυγή είναι παράνομη και/ή άκυρη για οποιοδήποτε λόγο.

 

Εξέτασα λοιπόν την αίτηση με βάση τα όσα περιέχονται στην ΑΠΟΦΑΣΗ της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων που επισυνάπτεται στην αίτηση.  Όπως φαίνεται στην αιτιολογία της απόφασης ο αιτητής, μετά από σχετική συνέντευξη κατά την οποία εξετάστηκαν οι λόγοι που προέβαλε γιατί αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να ζητήσει πολιτικό άσυλο στην Κύπρο, κρίθηκε αναξιόπιστος για τους λόγους που αναφέρονται με λεπτομέρεια στην απόφαση, τους οποίους δε χρειάζεται να επαναλάβω στην παρούσα. 

 

  Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε αριθμό αποφάσεων σχετικά με το θέμα αυτό, η ουσία των οποίων είναι ότι, από τη στιγμή που η καθής η αίτηση έχει ακολουθήσει την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τους περί Προσφύγων Νόμους του 2000-2004 (Ν. 6(1)/2000 ως έχει τροποποιηθεί), διαδικασία, το δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε θέματα εκτίμησης των γεγονότων (βλ. μεταξύ άλλων Harpreet Singh v. Δημοκρατίας, (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Shahadat v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 573, Batim Bokov v. Δημοκρατίας, (2006) 3 Α.Α.Δ. 614, Αbul Kalam Kalam v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 585, Ibrahim Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Μehmet Nesin Aydin v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 578).  Όπως διατυπώθηκε σε μια από τις πιο πάνω υποθέσεις (βλ. Ibrahim Ince v. Δημοκρατίας σελ. 613):

 

«...το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της, όπως έχει επανειλημμένως λεχθεί, αλλά υπό κρίση είναι μόνο η νομιμότητα της απόφασης και η διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.»

 

Παρομοίως στην υπόθεση Κhalifa v. Αναθεωρητής Αρχής (2006) 3 Α.Α.Δ. 402 (επίσης της Πλήρους Ολομέλειας) σελ. 405-406 επαναλήφθηκε ότι:

 

«..Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με τη δική του.  Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κατ' εφαρμογή των αρχών δικαίου που διέπουν το θέμα.»

 

 

Εξέτασα την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων και τους ισχυρισμούς του αιτητή, όπως προβλήθηκαν ενώπιον μου κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης.  Προκύπτει ότι αμφισβητεί ο αιτητής τα ευρήματα περί της αναξιοπιστίας του, όπως διαπιστώθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου και στη συνέχεια την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.  Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές, προκύπτει ότι οι λόγοι επί των οποίων ο αιτητής σκοπεύει να βασίσει νομικά την προσφυγή του είναι τέτοιοι που όχι μόνο δεν δημιουργούν πιθανότητα να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση υπέρ του, αλλά τουναντίον, εκ πρώτης όψης, δείχνουν ότι η προσφυγή του δύσκολα μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.  Βέβαια αυτή είναι η εκ πρώτης όψης αντιμετώπιση της οποιασδήποτε προσφυγής επιθυμεί να καταχωρήσει ο αιτητής.  Τελική απόφαση επί της προσφυγής που τυχόν θα καταχωρήσει, θα δοθεί αν και όταν χρειαστεί.

 

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.  Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

                                                                                   Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο