ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 660/2010)
30 Μαρτίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓIΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΩΣ ΠΑΘΟΝΤΩΝ,
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Ν. Παπαμιχαήλ για Αρ. Βρυωνίδη, για τον Αιτητή.
Μ. Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Λόγω προβλημάτων υγείας που προέκυψαν από τραυματισμούς κατά τις μάχες με τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1974, ο αιτητής, κατόπιν εξέτασής του από Ιατροσυμβούλιο κατά το 1989, χαρακτηρίστηκε ως μερικώς ανάπηρος με ποσοστό ανικανότητας 20% και του παραχωρήθηκε ειδική μηνιαία σύνταξη ύψους £65. Έκτοτε, ο αιτητής, έπειτα από δικά του διαβήματα για επανακαθορισμό του ποσοστού ανικανότητάς του, προσήλθε και εξετάστηκε ξανά από Ιατροσυμβούλιο εννέα φορές μεταξύ 1998-2008 και υπέστη θεραπεία και επεμβάσεις σε εξειδικευμένα νοσηλευτήρια του εξωτερικού. Το πιστοποιηθέν ποσοστό ανικανότητάς του ανήλθε σταδιακά στο 65%, ποσοστό στο οποίο περιλαμβανόταν και ψυχολογική επήρεια, ενώ κατά το 2003 του παραχωρήθηκε και ειδικό μηνιαίο χορήγημα βαριάς αναπηρίας ύψους £115.20.
Ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 29.2.2008, υπέβαλε αίτημα για αναθεώρηση της απόφασης του Ιατροσυμβουλίου ως προς την αύξηση του ποσοστού ανικανότητάς του και τελικά επανεξετάσθηκε από Ιατροσυμβούλιο, στην παρουσία και του δικού του θεράποντα ιατρού στις 28.1.2010. Η γνωμοδότηση του Ιατροσυμβουλίου ήταν ότι το ποσοστό ανικανότητάς του παρέμενε το ίδιο, δηλαδή 65% οπότε η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή Ανακουφίσεως Παθόντων του Υπουργείου Οικονομικών αποφάσισε να μη διαφοροποιήσει το ποσό της ειδικής μηνιαίας σύνταξης αναπηρίας του αιτητή. Αυτή η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 8.3.2010 και η εγκυρότητά της είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής την οποία καταχώρησε ο αιτητής.
1ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της απόφασης και/ή η εμφιλοχώρηση πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο.
Με την επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 8.3.2010, ο αιτητής ενημερώθηκε ως προς τα ακόλουθα:
"Έχω οδηγίες ν΄ αναφερθώ στην εξέτασή σας από το Ιατροσυμβούλιο στις 28/1/2010, κατά την οποία ο θεράπων ιατρός σας παρουσίασε αναλυτικά την κατάσταση της υγείας σας και την πορεία της θεραπείας σας.
2. Ενόψει του γεγονότος ότι πρόσφατα υποβληθήκατε σε καινοτόμο και πρωτοποριακή θεραπευτική επέμβαση και σε συνδυασμό με την τακτή και συνεχή παρακολούθησή σας από τον θεράποντα ιατρό σας στην Ελλάδα, το Ιατροσυμβούλιο φρονεί ότι το ποσοστό ανικανότητάς σας παραμένει σταθερό. Εξάλλου, όπως και ο θεράπων ιατρός σας ισχυρίστηκε, η ακολουθούμενη θεραπεία αποβλέπει και δρα σταθεροποιητικά στην κατάσταση της υγείας σας. ......"
Ορμώμενος από το κείμενο του πιο πάνω αποσπάσματος από την επιστολή ημερομηνίας 8.3.2010, ο αιτητής στην αγόρευσή του ισχυρίζεται ότι δεν παρασχέθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση επαρκής αιτιολογία για την απόφασή τους. Το γεγονός ότι ο αιτητής υποβάλλετο σε μια νέα, πρωτοποριακή θεραπευτική αγωγή, δεν συνιστούσε λόγο που να πιστοποιεί τη μη επιδείνωση της κατάστασής του ενώ μέσα από την επιστολή δεν αποκαλύπτονται οι λόγοι για τους οποίους το ποσοστό ανικανότητας του αιτητή διαγνώσθηκε να παραμένει το ίδιο. Ούτε και η επίκληση δήλωσης του θεράποντα ιατρού του αιτητή ότι η νέα θεραπεία δρούσε σταθεροποιητικά στην κατάσταση της υγείας του, προσφέρεται προς συμπλήρωση της δοθείσας αιτιολογίας.
Αντίθετα, στη δική της αγόρευση, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, επικαλούμενη σχετική νομολογία ως προς το επιτρεπτό της συμπλήρωσης του αιτιολογικού διοικητικής απόφασης με στοιχεία που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, ισχυρίζεται ότι εδώ πράγματι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τη γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου, η οποία ήταν αρνητική ως προς την αύξηση του ποσοστού ανικανότητας του αιτητή.
Κατ΄ αρχάς, είναι πράγματι νομολογημένη και καλά καθιερωμένη η αρχή του διοικητικού δικαίου σύμφωνα με την οποία δοθείσα ή η κοινοποιηθείσα ελλιπής αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί από στοιχεία υπάρχοντα εντός του διοικητικού φακέλου. [Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 ΑΑΔ 438, Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 145]. Εξάλλου, σύμφωνα και με την ειδική νομοθετική πρόνοια στο άρθρο 29 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Νόμος αρ. 158(Ι)/1999), η αιτιολογία μιας πράξης της διοίκησης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω ολόκληρο σχεδόν το κείμενο της Γνωμοδότησης του Ιατροσυμβουλίου, ημερομηνίας 28.1.2010, στο οποίο βασίστηκε η απορριπτική απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, το οποίο έχει ως ακολούθως:
"ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ: Ο ανάπηρος έπειτα από αίτημα του δικηγόρου του συνοδεύτηκε από το θεράποντα ιατρό του Δρ. Εμμ. Αναστασίου, ο οποίος ενημέρωσε το Ιατροσυμβούλιο για την κατάσταση της υγείας του, καθώς και για τη θεραπεία που ακολουθείται από το εξειδικευμένο Κέντρο Πόνου, του οποίου έχει τη διεύθυνση στο Θριάσιο Γ.Ν. Ελευσίνας. Ισχυρίστηκε πως πρόκειται για ιδιάζουσα περίπτωση την οποία θα παρουσιάσει σε προσεχές σχετικό ιατρικό συνέδριο, πιθανολόγησε την υποβολή του σε νέα φαρμακευτική αγωγή υψηλού κόστους και εξέφρασε την πεποίθηση ότι η θεραπεία δεν μπορεί να στοχεύει στην πλήρη ίαση αλλά στη σταθεροποίηση και αποτελεσματική ανακούφιση των συμπτωμάτων της ασθένειάς του.
Από τη συζήτηση με το θεράποντα ιατρό διεφάνη πως όλα τα αιτήματα του ασθενή που σχετίζονταν με τη θεραπεία του ικανοποιούνται αφειδώλευτα από το Ιατροσυμβούλιο. Αναφορικά με το ποσοστό αναπηρίας το οποίο είναι 65% κρίνεται στις παρούσες συνθήκες αντιπροσωπευτικό λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κρατικές υπηρεσίες έχουν επωμιστεί όλα τα έξοδα θεραπείας του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, έχοντας μάλιστα εγκρίνει και την αποστολή συνοδού με κάλυψη των εξόδων διαμονής, διατροφής και διακίνησης. Εξάλλου, η ακολουθούμενη θεραπεία επιδρά σταθεροποιητικά στην κατάσταση της υγείας του παθόντα. ..."
Προσεκτική μελέτη του κειμένου της Γνωμοδότησης, στην οποία και βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, καταδεικνύει, κατά την άποψή μου, δύο στοιχεία:
1. Ότι η δοθείσα αιτιολογία περί του αμετάβλητου της κατάστασης της υγείας και του ποσοστού ανικανότητας του αιτητή είναι ανεπαρκής και,
2. Ότι για την κατάληξη στο συμπέρασμα στο οποίο και κατέληξε το Ιατροσυμβούλιο έλαβε υπόψη του και αλλότρια ή άσχετα κριτήρια.
Και εξηγούμαι: Η διαπίστωση στη Γνωμοδότηση ότι "όλα τα αιτήματα του ασθενή που σχετίζονται με τη θεραπεία του ικανοποιούνται αφειδώλευτα από το Ιατροσυμβούλιο", καμιά σχέση ή επήρεια δε θα έπρεπε να είχε με το ζητούμενο της διάγνωσης που ήταν μόνο το κατά πόσο διαφοροποιήθηκε ή όχι ο βαθμός αναπηρίας του αιτητή.
Πρόσθετα, η επισήμανση ότι το ποσοστό αναπηρίας του το οποίο ήταν 65% "κρίνεται στις παρούσες συνθήκες αντιπροσωπευτικό λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κρατικές υπηρεσίες έχουν επωμιστεί όλα τα έξοδα θεραπείας του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, έχοντας μάλιστα εγκρίνει και την αποστολή συνοδού με κάλυψη εξόδων διαμονής, διατροφής και διακίνησης", καταδεικνύει ότι το Ιατροσυμβούλιο όχι μόνο έλαβε άμεσα και ευθέως υπόψη του άσχετα στοιχεία, αλλ΄ επιπρόσθετα υπερέβη τις αρμοδιότητές του.
Η διάγνωση και γνωμοδότηση ως προς την τρέχουσα κατάσταση της ανικανότητας του αιτητή και ιδιαίτερα του εάν και κατά πόσο αυτή διαφοροποιήθηκε και υπερέβαινε το 65%, όπως ισχυριζόταν ο αιτητής, θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο ιατρικών εξετάσεων, παρατηρήσεων και ευρημάτων.
Εδώ, το Ιατροσυμβούλιο παρουσιάζεται να έκρινε ότι το ποσοστό αναπηρίας 65% ήταν αντιπροσωπευτικό, επειδή οι κρατικές υπηρεσίες ανέλαβαν τα έξοδα θεραπείας του αιτητή και συνοδού του στο εξωτερικό. Επειδή ακόμα ικανοποιήθηκαν "αφειδώλευτα", όπως αναφέρεται, τα αιτήματά του για θεραπεία. Όλα αυτά, τα οικονομικής και πρακτικής φύσεως στοιχεία, καμιά σχέση δεν είχαν και καθόλου δεν έπρεπε να έχουν καθοριστικό ή οποιοδήποτε ρόλο στη διάγνωση της τωρινής ιατρικής εικόνας και ανικανότητας του αιτητή. Η δε μόνη αναφορά που ακολουθεί, στο ότι η ακολουθούμενη θεραπεία επιδρά σταθεροποιητικά στην κατάσταση της υγείας του αιτητή, ουδόλως είναι ικανή να εξουδετερώσει την ήδη εξαχθείσα διαπίστωση στη βάση άσχετων παραγόντων ή να παράσχει πλήρη και επαρκή αιτιολογία.
Ο σχετικός λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει, όπως και ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αναφέρεται σε μη διενέργεια δέουσας έρευνας, εφόσον η όποια διερεύνηση της κατάστασης και βαθμού ανικανότητας του αιτητή πάσχει για τους ίδιους λόγους.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται.
Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή τα έξοδα της προσφυγής, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ