ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση 1720/2010)

 

30 Μαρτίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΙΑΓΚΟΣ ΜΙΚΕΛΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ,

Καθ΄ων η αίτηση.

--------------------------------

 

Ο. Νικήτας, για τον Αιτητή.

Α. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

---------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής είναι ψυχίατρος, ταυτόχρονα δε αρθρογραφεί κατά περιόδους σε διάφορα έντυπα για θέματα που τον ενδιαφέρουν.

 

 Σε διάφορα δημοσιεύματα του στο εβδομαδιαίο περιοδικό City Free Press/Sigma Live, αναφέρθηκε σε κάποιο Ανδρόνικο Πασχάλη, ο οποίος υπέβαλε γραπτό παράπονο στην Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (εφεξής «η Επίτροπος»), το οποίο παρελήφθη στις 15.6.2010.  Επισύναψε τα εν λόγω δημοσιεύματα τα οποία, κατά τη θέση του, αναφέρονταν στο πρόσωπο του και ειδικότερα σε ιστορίες που σχετίζονταν με την ψυχική του κατάσταση, με δεδομένο ότι τύγχανε ασθενής του αιτητή. Στην επιστολή-παράπονο αναφερόταν ότι ο παραπονούμενος ήταν παραπληγικός και ότι θεωρούσε απαράδεκτο το γεγονός ένας ιατρός να αξιοποιεί στοιχεία από την προσωπική ζωή ασθενούς για να προβαίνει σε δημοσιεύσεις στον ημερήσιο τύπο και σε έντυπα, έστω και αν οι ιστορίες αυτές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.  Ζήτησε επομένως την προστασία της Επιτρόπου και την παρέμβαση της για την εφαρμογή του Νόμου περί Προσωπικών Δεδομένων και τη μη επαναδημοσίευση άρθρων ή δημοσιευμάτων με αναφορά στο άτομο του. 

 

        Η Επίτροπος απέστειλε το παράπονο στον αιτητή για τις απόψεις του, με επιστολή της ημερ. 17.6.2010.  Στην εν λόγω επιστολή έγινε παραπομπή στα πέντε σχετικά δημοσιεύματα που επισυνάφθηκαν στο παράπονο και στο ότι με βάση τα διάφορα άρθρα του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου αρ. 138(Ι)/2001, όπως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», περιλαμβάνουν πληροφορίες που αναφέρονται σε υποκείμενο των δεδομένων που βρίσκεται εν ζωή, ότι «ευαίσθητα δεδομένα», αφορούν, μεταξύ άλλων, εκείνα που σχετίζονται με την υγεία, την ερωτική ζωή και τον ερωτικό προσανατολισμό και ότι ο «υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων», έχει υποχρέωση να διασφαλίζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. 

 

        Ο αιτητής απάντησε διά του δικηγόρου του στις 14.7.2010, αρνούμενος καθ΄ ολοκληρίαν τις κατ΄ ισχυρισμόν παραβάσεις των διατάξεων του Νόμου.  Η θέση του ήταν ότι στα άρθρα του που στόχο έχουν την περιγραφή, ανάλυση και σάτυρα της κοινωνικής, πολιτικής και ερωτικής συμπεριφοράς του σύγχρονου Κύπριου, χρησιμοποίησε ένα φανταστικό χαρακτήρα στον οποίο έδωσε το όνομα Ανδρόνικος Πασχάλη, που καμία σχέση δεν είχε με τον παραπονούμενο.  Γι΄ αυτό και ο εν λόγω φανταστικός χαρακτήρας περιγράφεται διαφορετικά ως προς τα δεδομένα του με αναφορά την καταγωγή του, τα χαρακτηριστικά του και την οικογενειακή του ζωή, σε κάθε δημοσίευμα.  Η Επίτροπος απάντησε στις 6.8.2010, σημειώνοντας ότι ο παραπονούμενος Ανδρόνικος Πασχάλης ήταν όντως ασθενής του αιτητή, ότι στην αρθρογραφία του αιτητή έγινε αναφορά στο συγκεκριμένο όνομα με αποκάλυψη του γεγονότος ότι ήταν όντως ασθενής του αιτητή, ότι το όνομα αυτό δεν είναι συνηθισμένο και δεν εντοπίστηκε συνδρομητής με αυτό το όνομα στον τηλεφωνικό κατάλογο και ότι στη βάση του Νόμου και της νομολογίας, εφόσον έγινε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ασθενούς από ιατρό, διαπιστώνετο εκ πρώτης όψεως παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλλουν τα άρθρα 4, 5 και 6 του Νόμου.  Ως εκ τούτου και αφού η Επίτροπος αναφέρθηκε στη δυνατότητα της να επιβάλει διάφορες κυρώσεις κατά το άρθρο 25, ζήτησε όπως μέχρι τις 10.9.2010, υποβληθούν απόψεις και σχόλια εκ μέρους του αιτητή αναφορικά με τα προηγηθέντα και ιδιαίτερα  εκτεθούν  τυχόν λόγοι γιατί να μην επιβαλλόταν σ΄ αυτόν διοικητική κύρωση. 

 

        Ακολούθησε επιστολή του αιτητή διά του δικηγόρου του στις 9.9.2010, αρνούμενος οποιαδήποτε παράβαση, επιμένοντας ότι πρόκειτο για φανταστικό πρόσωπο και ότι κακώς έγινε συσχέτιση του συγκεκριμένου παραπονούμενου με «το νοητό πρόσωπο που αναφέρεται στα δημοσιεύματα».  Τα γεγονότα που αφορούν τον ιατρικό φάκελο του Ανδρόνικου Πασχάλη, ως απόρρητα, δεν αποκαλύφθηκαν, ούτε επρόκειτο να αποκαλυφθούν, αλλά προς άρση και της παραμικρής υπόνοιας ότι ο παραπονούμενος ήταν το υποκείμενο των δημοσιευμάτων, ο αιτητής προτίθετο εφεξής «... να αποδώσει στο φανταστικό αυτό πρόσωπο άλλο όνομα».  Δεν δικαιολογείτο επομένως, κατά τον συνήγορο του αιτητή, η επιβολή οποιασδήποτε κύρωσης.

 

        Στις 21.10.2010 η Επίτροπος εξέδωσε την απόφαση της που αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό του παραπόνου και την αλληλογραφία, στις διατάξεις του Νόμου και τη σχετική Ευρωπαϊκή νομολογία, διαπιστώθηκε παράβαση των υποχρεώσεων του αιτητή, όπως αυτές απορρέουν από τα άρθρα 4(1)(α)(β)(γ) και 6(1)(2)(θ) του Νόμου, επιβάλλουσα  χρηματική ποινή €1.500 και υπόδειξη για άμεσο τερματισμό της χρησιμοποίησης του ονόματος του παραπονούμενου στην αρθρογραφία του.  Οι πιο πάνω κυρώσεις επιβλήθηκαν αφού η Επίτροπος έλαβε σοβαρά υπόψη την πρόθεση του αιτητή όπως αποδώσει, πλέον, άλλο όνομα στο πρόσωπο της αρθρογραφίας του. 

 

        Ο αιτητής διατείνεται με την προσφυγή του ότι η απόφαση της Επιτρόπου πρέπει να ακυρωθεί ως έχουσα ληφθεί με πλάνη περί το Νόμο, κατά λανθασμένη ερμηνεία αυτού και της νομολογίας και ότι εν πάση περιπτώσει αντινομικά επιβλήθηκαν ταυτόχρονα δύο ποινές, αυτές του προστίμου και της διαταγής για παύση χρήσης του ονόματος Ανδρόνικος Πασχάλη, που με βάση το άρθρο 25 του Νόμου αποτελεί διακεκριμένη τιμωρία.  Η Επίτροπος στη δική  της αγόρευση θεωρεί ότι ουδεμία πλάνη υπήρξε στην υπό κρίση περίπτωση διότι ήταν πρόδηλο από την πλειάδα των άρθρων που δημοσίευσε ο αιτητής με τίτλους, «Ο Ευνουχισμός του Ανδρόνικου Πασχάλη», «Η πτώση του Ανδρόνικου Πασχάλη», «Η ανάπαυση του πολεμιστή», «Μια κοινή αρρώστια» και «Ο άνθρωπος που είχε πολλή τιμή», ότι αποκαλύφθηκαν τα προσωπικά δεδομένα του παραπονούμενου, του οποίου η ταυτότητα ήταν γνωστή και μπορούσε να εξακριβωθεί, ήταν υπαρκτό πρόσωπο και είχε επισκεφθεί το ιατρείο του αιτητή για θεραπεία.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πλήρης, αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα λανθασμένης αποτίμησης στοιχείων.   Όσον αφορά τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν, η θέση της Επιτρόπου είναι ότι αυτές ήταν καθόλα ορθές διότι η ποινή της διακοπής επεξεργασίας των δεδομένων επιτρέπεται με βάση το άρθρο 25(1)(ε) του Νόμου, η οποία και μπορεί, κατά το εν λόγω άρθρο, να επιβληθεί σωρευτικά με τη χρηματική ποινή.

 

        Έχοντας με προσοχή εξετάσει όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, δεν διαγιγνώσκεται οποιοδήποτε πρόβλημα με την προσβαλλόμενη πράξη.  Ο Νόμος με το άρθρο 4, καθορίζει τις προϋποθέσεις για νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας.  Αυτός πρέπει να διασφαλίζει τη θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία δεδομένων, ότι δεδομένα που συλλέγονται για νόμιμους σκοπούς δεν τυγχάνουν μεταγενέστερα ασυμβίβαστης μ΄ αυτούς μεταχείρισης και διατηρούνται σε μορφή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας του υποκείμενου μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται.  Η Επίτροπος δύναται αυτεπαγγέλτως ή μετά από καταγγελία, να διακριβώσει παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4(1).  Με βάση το άρθρο 5(1), επεξεργασία προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται με τη ρητή συγκατάθεση του υποκείμενου ή και χωρίς τη συγκατάθεση αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις που δεν εφαρμόζονται στην υπό κρίση περίπτωση.  Το ίδιο προνοείται και με το άρθρο 6, το εδάφιο (1) του οποίου απαγορεύει πρωτίστως τη συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων.  Επιτρέπεται, όμως, με το εδάφιο 2(στ) του εν λόγω άρθρου, μεταξύ άλλων, η  επεξεργασία ιατρικών δεδομένων από πρόσωπο που έχει καθήκον εχεμύθειας, ή, υπόκειται σε συναφείς κώδικες δεοντολογίας και «ασχολείται κατ΄ επάγγελμα με την παροχή υπηρεσιών υγείας», «... υπό τον όρο ότι η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την ιατρική πρόληψη, διάγνωση, περίθαλψη ή τη διαχείριση υπηρεσιών υγείας». 

 

        Ο παραπονούμενος, υπαρκτό πρόσωπο, ήταν ασθενής του αιτητή και αυτό ο τελευταίος δεν το αμφισβήτησε.  Το όνομα Ανδρόνικος Πασχάλη είναι ασυνήθιστο και η σύμπτωση και μόνο της χρήσης του ονόματος ασθενούς του αιτητή στα κείμενα του, σατιρικά ή άλλως δεν έχει σημασία, είναι επιλήψιμη, εφόσον ο παραπονούμενος όχι μόνο δεν έδωσε ποτέ τη συγκατάθεση του, αλλά εμφανώς θορυβήθηκε με την αποκάλυψη των στοιχείων του από τον αιτητή και του γεγονότος ότι αυτός τύγχανε ψυχιατρικής θεραπείας.  Υπάρχει επομένως ταύτιση του προσώπου του ασθενούς με τον παραπονούμενο και αυτό αποκαλύπτεται από το απλό γεγονός ότι στο κείμενο «Η πτώση του Ανδρόνικου Πασχάλη», αναφέρεται ότι ο ορθοπεδικός που τον εξέτασε διότι είχε προβλήματα με τη μέση του που επηρέαζαν τη σεξουαλική του ικανότητα, του είπε ότι χρειαζόταν ψυχίατρο λόγω ψυχολογικών προβλημάτων και «Έτσι κατέληξε ο Ανδρόνικος Πασχάλης στο ιατρείο του Μικελλίδη και άρχισε να πίνει χάπια».  Παρόμοιες αναφορές περί ψυχικών προβλημάτων και θεραπείας με χάπια και με ρητή αναφορά στο όνομα  του  παραπονούμενου έγινε και στο κείμενο με τίτλο, «Μια κοινή αρρώστια». Τα ψυχιατρικά προβλήματα του παραπονούμενου είναι εμμέσως αισθητά και στο κείμενο, «Ο ευνουχισμός του Ανδρόνικου Πασχάλη», ενώ όλα τα κείμενα ρητά αναφέρονται στο εν λόγω πρόσωπο ονομαστικά.

 

        Το ότι ο  Ανδρόνικος Πασχάλη περιγράφεται διαφορετικά ως προς τα χαρακτηριστικά, την καταγωγή και τις οικογενειακές του συνθήκες, δεν διαφοροποιεί ποσώς την ανεπίτρεπτη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικών και ιδιαίτερα ευαίσθητων δεδομένων.  Το ουσιώδες, όπως ορθά αποφάσισε η Επίτροπος στην απόφαση της, ημερ. 21.10.2010, είναι ότι ο παραπονούμενος είναι υπαρκτό πρόσωπο, υπήρξε ασθενής του αιτητή, είχε ψυχιατρικά ή ψυχολογικά προβλήματα και έτυχε θεραπείας με επισκέψεις του στο ψυχιατρείο του.  Ο αιτητής, ο οποίος επέλεξε στα κείμενα του να αναφερθεί σε πραγματικό όνομα ασθενούς του, δεν νομιμοποιείται εκ των υστέρων να αποποιείται των ευθυνών του ή να διατείνεται ότι περιγράφει φανταστικό πρόσωπο.  Αν ήθελε πράγματι να αναφερθεί σε φανταστικό πρόσωπο, μπορούσε να χρησιμοποιήσει όντως ένα φανταστικό όνομα ή αρχικά ονόματος ή ακόμη καλύτερα να μην αναφέρεται σε οποιοδήποτε όνομα, κατά την ορθή επισήμανση της Επιτρόπου στη σελ. 6 της απόφασης της, παρ. 8.2.

 

        Είναι δε περαιτέρω λανθασμένη η εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή ότι το όνομα δεν αποτελεί αφ΄ εαυτού προσωπικό δεδομένο και ο κάτοχος του δεν έχει αποκλειστικό δικαίωμα στη χρήση του.  Ακριβώς το αντίθετο ισχύει.  «Υποκείμενο των δεδομένων», κατά το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, «σημαίνει το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί αμέσως ή εμμέσως ... ή βάση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική ...».  Ο ορισμός αυτός είναι σύμφωνος με την εναρμονιστική            Οδηγία 95/46/ΕΚ και την ευρεία ερμηνεία που έδωσε στην έννοια του όρου «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», η Ομάδα Εργασίας με τη Γνώμη 4/2007, που συστάθηκε με βάση το άρθρο 29.  Η επεξεργασία των δεδομένων δεν είναι ανάγκη να είναι αληθής εφόσον αυτά αναφέρονται σε περιεχόμενο που παρέχουν πληροφορίες για ένα άτομο, αδιακρίτως του σκοπού ή στόχου της επεξεργασίας.  Οι πιθανές και όχι κατ΄ ανάγκην σημαντικές, επιπτώσεις στο άτομο από την επεξεργασία των δεδομένων, επαρκούν.  Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με αναφορά και στο όνομα ή επώνυμο ατόμου, συνάδει με την προστασία που παρέχεται διεθνώς στο όνομα, το οποίο είναι το πλέον προσδιοριστικό στοιχείο της προσωπικότητας ή της ταυτότητας του υποκείμενου.  Το όνομα ως προσδιοριστικό και καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας, αποτελεί μέρος της ιδιωτικής ζωής που προστατεύεται και από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εξηγείται στο σύγγραμμα των Jacobs, White & Ovey: "The European Convention on Human Rights", 5η έκδ., σελ. 382-383, ότι το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν αποφασίσει ότι η ρύθμιση του ονόματος εμπίπτει στην έννοια του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, (δέστε και Burghartz v. Switzerland, Appl. 16213/90,  ημερ.  22.2.1994,  [1994]  18  EHRR   101   και   άρθρο 24(2) του International Convention on Civil and Political Rights).

 

 Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα των Harris, O´Boyle & Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights 2η έκδ. σελ. 366, υπό τον τίτλο «Personal Identity»:

 

            «The fundamental interest within the sphere of private life is the capacity of individual to determine his identity.  While some matters, like his mode of dress, are left within the individual´s power, others like an individual´s choice of name, are often regulated.  At stake here is not merely privacy with regard to one´s identity, therefore, but an interest in having one´s identity given official recognition.»

Και στη σελ. 368:

 

            «The collection of medical date and the maintenance of medical records also fall within the sphere of private life.»

 

Σ΄ αυτά τα πλαίσια και η απόφαση που μνημόνευσε η Επίτροπος  στην υπόθεση C-28/08, Bavarian Lager Co Ltd, ημερ. 29.6.2010, του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι ενδεικτική της δυνατότητας τα ονόματα ατόμων, κύρια ή  επώνυμα, να θεωρούνται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ώστε η δημοσίευση ή ανακοίνωση τους να εμπίπτει στον ορισμό της επεξεργασίας.  Επομένως δεν έχει σχέση με το ζητούμενο κατά πόσο άλλα άτομα μπορούσαν ή δεν μπορούσαν να ταυτίσουν το αναφερόμενο στα κείμενα του αιτητή πρόσωπο με τον παραπονούμενο, από τη στιγμή που ο ίδιος ενέστη στη χρήση του ονόματος του, θεωρώντας ότι απαραδέκτως ο αιτητής χρησιμοποίησε όνομα ασθενή του, του ιδίου, δηλαδή, για αλλότριους σκοπούς.

 

 Ούτε ο Νόμος περιορίζει με οποιονδήποτε τρόπο τον τρόπο παραβίασης των προσωπικών δεδομένων, ή το άτομο που δύναται να υποβάλει καταγγελία.  Σαφώς και ο παραπονούμενος εδώ αναγνωρίσας τον εαυτό του από το ονοματεπώνυμο και το γεγονός ότι ήταν ασθενής του αιτητή ηδύνατο να προβεί σε καταγγελία και δεν αποτελεί προϋπόθεση η ταύτιση του και από τρίτους.  Το ζήτημα έχει και ευρύτερες παραμέτρους.  Αν το όνομα δεν αποτελεί αποκλειστική ιδιοκτησία κατά την εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, τότε καταργείται το δίκαιο της δυσφήμισης γενικότερα.  Σε περίπτωση, βέβαια, που πολλά άτομα φέρουν το ίδιο όνομα και επίθετο, τότε χρειάζονται και άλλα στοιχεία ταυτοποίησης ή διακρίβωσης της ταυτότητας του ατόμου ή ότι ένα κείμενο αφορά το συγκεκριμένο πρόσωπο για σκοπούς καταγγελίας ή αγωγής.  Η αναφορά στο Aberdeen case (χωρίς άλλα στοιχεία), στην οποία παραπέμπει ο συνήγορος του αιτητή από το σύγγραμμα των Rosemary Jay and Angus Hamilton: Data Protection Law and Practice 2η έκδ. σελ. 80, ουδόλως σχετίζεται με την υπό κρίση περίπτωση.  Ο κατάλογος προσώπων που επιβαίνουν σε συγκεκριμένη αεροπορική πτήση δεν επαρκεί από μόνος του για προσδιορισμό και ταυτοποίηση ενός εκάστου ονόματος με το φυσικό πρόσωπο.

 

Ανεδαφική κρίνεται και η θεώρηση του αιτητή ως προς το ανεπίτρεπτο της επιβληθείσας κύρωσης.  Το άρθρο 25 προνοεί τα εξής:

 

«25.- (1)  Ο Επίτροπος μπορεί να επιβάλει στους υπευθύνους επεξεργασίας, ή στους τυχόν εκπροσώπους τους τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις, για παράβαση των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο και από κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

 

(α)  Προειδοποίηση, με αποκλειστική προθεσμία για άρση της παράβασης,

 

(β)  χρηματική ποινή μέχρι £5.000,

 

(γ)  προσωρινή ανάκληση άδειας,

 

(δ)  οριστική ανάκληση άδειας,

 

(ε)   καταστροφή αρχείου ή διακοπή επεξεργασίας και καταστροφή των σχετικών δεδομένων.

 

(2)  Οι υπό στοιχεία (β), (γ), (δ) και (ε) διοικητικές κυρώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) επιβάλλονται πάντοτε ύστερα από ακρόαση του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκπροσώπου του.  Είναι ανάλογες προς τη βαρύτητα της παράβασης  που καταλογίζεται.  Οι υπό στοιχεία (γ), (δ) και (ε) διοικητικές κυρώσεις, επιβάλλονται σε περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρής ή καθ΄ υποτροπήν παράβασης.  Χρηματική ποινή δύναται να επιβληθεί σωρευτικά και με τις υπό στοιχεία (γ), (δ) και (ε) κυρώσεις.  Αν επιβληθεί η κύρωση της καταστροφής αρχείου, για την καταστροφή ευθύνεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας αρχείου, στον οποίο δύναται να επιβληθεί και χρηματική ποινή για μη συμμόρφωση.»

 

Είναι πρόδηλο από τα ανωτέρω, ότι η Επίτροπος δύναται να επιβάλει χρηματική ποινή, όπως έπραξε εδώ, σε συνδυασμό με οποιαδήποτε άλλη διοικητική κύρωση.  Αυτή, είναι η έννοια της δυνατότητας επιβολής σωρευτικών κυρώσεων.  Η χρηματική ποινή των €1.500, συνδυάστηκε, και, αυτό, μετά από τη νενομισμένη ακρόαση (και δεν υπάρχει βεβαίως επ΄ αυτού αμφισβήτηση) και με τη διακοπή της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων.  Πρόκειται για σωρευτική ποινή κάτω από τα    εδάφια 1(β) και 1(ε) του άρθρου 25, η δεύτερη των οποίων επιτρέπει την κύρωση της καταστροφής αρχείου ή διακοπή επεξεργασίας των σχετικών δεδομένων.  Δεν πρόκειται για κύρωση κάτω από το εδάφιο 1(α) του άρθρου, όπως εισηγείται ο αιτητής.  Δεν απηύθυνε «προειδοποίηση» η Επίτροπος, αλλά άμεσο τερματισμό της επεξεργασίας των δεδομένων.  Η χρήση της λέξης «υπόδειξη» από την Επίτροπο μπορεί να ήταν ατυχής, αλλά δεν καθιστά την κύρωση «προειδοποίηση», διότι δεν καθόρισε ταυτόχρονα και προθεσμία για την άρση της παράβασης.  Η διακοπή της επεξεργασίας επιβλήθηκε έχοντας λάβει υπόψη τη θέση του αιτητή, διά του συνηγόρου του, ότι προτίθετο «από τούδε και στο εξής» να απέδιδε στο φανταστικό πρόσωπο, άλλο όνομα, (δέστε επιστολή ημερ. 9.9.2010 - Παράρτημα 10 στην ένσταση).  Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος επιβολής της κύρωσης της προειδοποίησης με αποκλειστική προθεσμία.

 

Η ουσία εδώ του παραπόνου είναι ότι ο Νόμος με το        άρθρο 25 δεν δίδει εξουσία επιβολής σωρευτικών ποινών με βάση το εδάφιο 1(α) και το εδάφιο 1(β), δηλαδή, προειδοποίηση, ταυτόχρονα, με χρηματική ποινή.  Αυτό όμως δεν έπεται, ούτε εξάγεται από την ερμηνεία ολόκληρου του άρθρου 25.  Ακριβώς το εδάφιο (2), ρητά επιτρέπει τη σώρευση της χρηματικής ποινής με τις κυρώσεις που προνοούνται στα στοιχεία (γ), (δ) και (ε), έπειτα όμως από ακρόαση διότι ταξινομούνται ως σοβαρότερες της προειδοποίησης κάτω από το στοιχείο (α), που όπως και ο ίδιος ο συνήγορος του αιτητή αναγνωρίζει, επιβάλλεται για ήσσονος σημασίας παράβαση.  Οι κυρώσεις (γ), (δ) και (ε) επιβάλλονται για «ιδιαιτέρως σοβαράς ή καθ΄ υποτροπήν παραβάσεις».  Ρητά επομένως καθορίζεται η επιβολή χρηματικής ποινής και με τις ως άνω κυρώσεις.  Δεν συνάγεται εξ αυτής της πρόνοιας όμως ότι απαγορεύεται και η ταυτόχρονη κύρωση της προειδοποίησης με τη χρηματική ποινή.  Τίποτε στο άρθρο 25 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορευτικό τέτοιας σύζευξης. 

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                   Στ. Ναθαναήλ,

                                               Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο