ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1545/2008)
20 Μαρτίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
GOLAR ENERGY LTD,
Αιτητές,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
2. ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
3. ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Γ. Παπαπέτρου για Μ. Μοντάνιο και Μ. Πική, για τους Αιτητές.
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ων η Αίτηση 2 και 3.
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (ΔΕΦΑ).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το 2005 οι Αιτητές μετά από αίτηση, εξασφάλισαν:- (α) άδεια για κατασκευή και (β) άδεια για λειτουργία πλωτού σταθμού παραγωγής ηλεκτρισμού στο Βασιλικό, με τη χρήση φυσικού αερίου.
Περί τα μέσα του 2006 υποβλήθηκαν από τους Αιτητές, τρεις συμπληρωματικές αιτήσεις για παραχώρηση άδειας για:- (1) κατασκευή εγκαταστάσεων για εισαγωγή, αποθήκευση και αεριοποίηση φυσικού αερίου, (2) λειτουργία και εκμετάλλευση τέτοιων εγκαταστάσεων και (3) εισαγωγή, αποθήκευση και χρήση φυσικού αερίου.
Το 2008 οι Καθ' ων η αίτηση 2 και 3, ενόψει των προνοιών του άρθρου 42(2)(ε) του περί Ρύθμισης της Αγοράς Φυσικού Αερίου Νόμου του 2004 (Ν. 183(Ι)/04), το οποίο εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 199(Ι)/2007 και τη συνακόλουθη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 18.6.2008, γνωστοποίησαν στους Αιτητές ότι δεν δύνανται να εξετάσουν οποιεσδήποτε αιτήσεις, ούτε να εκδώσουν οποιεσδήποτε άδειες για το φυσικό αέριο και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να συνεχίσει η εξέταση των τριών συμπληρωματικών αιτήσεών τους, ούτε να εκδοθούν οι σχετικές άδειες.
Οι Αιτητές προσέβαλαν την απόφαση του Ρυθμιστή Ενέργειας Κύπρου και του Γραφείου του Ρυθμιστή, Καθ' ων η αίτηση 2 και 3, καταχωρώντας την παρούσα προσφυγή. Αρχικά κατέστη και η Δημοκρατία ως διάδικος (Καθ' ων η αίτηση 1), αλλά στη συνέχεια αποσύρθηκε εναντίον της. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κατέστη Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ) η ΔΕΦΑ, ενώ διεγράφη από ΕΜ η ΑΗΚ, λόγω της εμπλοκής της στην εμπορική δομή της ΔΕΦΑ. Οι Καθ' ων η αίτηση και το ΕΜ έχουν κοινό δικηγόρο, γι' αυτό και το ΕΜ με τις δηλώσεις της δικηγόρου του, υιοθετεί τις θέσεις των Καθ' ων η αίτηση.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου-Καθ' ων η αίτηση 2, στο εξής «η ΡΑΕΚ», συστάθηκε με τον περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμο του 2003 (Ν. 122(Ι)/2003), όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος 122(Ι)/2003». Πρόκειται για νόμο που στόχευε στην εναρμόνιση με την Οδηγία 96/92/ΕΟΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Μεταξύ των σκοπών της ΡΑΕΚ, ήταν και η δημιουργία ενός νέου καθεστώτος για τη χορήγηση αδειών αναφορικά με την παραγωγή, μεταφορά, διανομή και προμήθεια ηλεκτρισμού. Οι εξουσίες της διευρύνθηκαν με τον περί Ρύθμισης της Αγοράς Φυσικού Αερίου Νόμο του 2004 (Ν. 183(Ι)/2004), όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος 183(Ι)/2004», ώστε να καλύπτει και την αγορά φυσικού αερίου (άρθρα 4 και 5). Αυτός ο Νόμος στόχευε στην εναρμόνιση με την Οδηγία 2003/55/ΕΚ και τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου.
Οι Αιτητές με επιστολή τους 31.7.2006 υπέβαλαν στην ΡΑΕΚ τις 3 συμπληρωματικές αιτήσεις για την κατασκευή και λειτουργία εγκαταστάσεων για αποθήκευση και εκμετάλλευση αεροποιημένου φυσικού αερίου και την εισαγωγή, αποθήκευση και χρήση φυσικού αερίου. Οι συμπληρωματικές αυτές αιτήσεις, φαίνεται να σχετίζονται με τις υφιστάμενες άδειες που κατείχαν οι Αιτητές για την κατασκευή και λειτουργία πλωτού σταθμού παραγωγής ηλεκτρισμού στο Βασιλικό, με τη χρήση φυσικού αερίου.
Η ΡΑΕΚ ζήτησε από τους Αιτητές πρόσθετες πληροφορίες και διευκρινίσεις τις οποίες οι Αιτητές προσκόμισαν, με αποτέλεσμα η ΡΑΕΚ, στις 2.2.2007 να αρχίσει την ενδελεχή εξέταση των στοιχείων. Η έρευνα της ΡΑΕΚ συνέχισε μέχρι την 31.12.2007, που με το Νόμο 199(Ι)/2007 τροποποιήθηκε το άρθρο 42(2) του Νόμου 183(Ι)/2004, το οποίο προβλέπει τα πιο κάτω:-
«42.-(1)(α) Στην περίπτωση που, η Κύπρος δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με το διασυνδεδεμένο δίκτυο κάποιου άλλου κράτους μέλους και έχει μόνο έναν κύριο εξωτερικό προμηθευτή, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει την παρέκκλιση από τα άρθρα 8 έως 14, 18, 31, 32 ή/και 33.
(β) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, κύριος προμηθευτής είναι ο προμηθευτής που καλύπτει μερίδιο της αγοράς μεγαλύτερο του 75%.
(γ) Η παρέκκλιση που προνοείται στην παράγραφο (α) λήγει αυτόματα από τη στιγμή που παύει να ισχύει τουλάχιστον μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή.
(δ) Οποιαδήποτε τέτοια παρέκκλιση κοινοποιείται στην Επιτροπή.
(2)(α) Σε περίπτωση που η κυπριακή αγορά αποτελεί αναδυόμενη αγορά και λόγω των διατάξεων του παρόντος Νόμου θα αντιμετώπιζε ουσιαστικά προβλήματα, μη συνδεόμενα με τις συμβατικές δεσμεύσεις υποχρεωτικής αγοράς ανεξαρτήτως παραλαβής που αναφέρονται στο άρθρο 41, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται ν' αποφασίσει την παρέκκλιση από τα άρθρα 8 έως 14, 16(1), (2) και (3), 18, 21, 22(5) και (6), 23, 27, 28, 31 ή/και 33.
(β) Η παρέκκλιση αυτή λήγει αυτόματα μόλις η κυπριακή αγορά παύσει να χαρακτηρίζεται ως αναδυόμενη αγορά.
(γ) Οποιαδήποτε τέτοια παρέκκλιση κοινοποιείται στην Επιτροπή.
(δ) Για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, η κυπριακή αγορά αποτελεί αναδυόμενη αγορά σε περίπτωση που η πρώτη εμπορική προμήθεια φυσικού αερίου στα πλαίσια της πρώτης μακρόχρονης σχετικής σύμβασης πραγματοποιήθηκε εντός των τελευταίων δέκα ετών.
(ε) Σε περίπτωση που το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίσει την ανάθεση της εισαγωγής και διάθεσης του φυσικού αερίου στην Κυπριακή Δημοκρατία σε μία μόνο επιχείρηση και τη δημιουργία ενός χερσαίου τερματικού σταθμού ως του αποκλειστικού σταθμού για την παραλαβή, αποθήκευση και αεριοποίηση του υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Κυπριακή Δημοκρατία, η εφαρμογή των άρθρων 8 έως 14, 16(1), (2) και (3), 18, 21, 22(5) και (6), 23, 27, 28, 31, 32 και 33 αναστέλλεται:
Νοείται ότι, μέχρις ότου ληφθεί απόφαση από το Υπουργικό Συμβούλιο η ΡΑΕΚ θα ενεργεί κατά παρέκκλιση των πιο πάνω άρθρων, απέχοντας από την έκδοση αδειών, ώστε να διασφαλίσει ότι δεν θα τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο η επίτευξη του σκοπού της παρούσας παραγράφου.»
Στην ουσία το άρθρο 42 του Νόμου του 2004, ενσωματώνει τις διατάξεις του άρθρου 28 της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ που αφορά στις παρεκκλίσεις. Μετά τη δημοσίευση του Τροποποιητικού Νόμου, η ΡΑΕΚ στις 7.2.2008 απέστειλε επιστολή στους Αιτητές, με την οποία αφενός τους ενημέρωνε για την τροποποίηση του Νόμου 183(1)/2004, επισυνάπτοντας τον σχετικό τροποποιητικό Νόμο 199(Ι)/2007 και αφετέρου, ότι οι αιτήσεις τους ευρίσκονται καταχωρημένες στο Αρχείο της ΡΑΕΚ, και ότι η ΡΑΕΚ θα ενεργήσει σύμφωνα με τις πρόνοιες του τροποποιητικού Νόμου.
Στις 18.6.2008 το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του με Αρ. 67.366, αποφάσισε ότι η καθολική εισαγωγή και διάθεση του φυσικού αερίου εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανατίθεται στη ΔΕΦΑ. Επίσης, αποφάσισε τη δημιουργία ενός χερσαίου τερματικού σταθμού, ως του αποκλειστικού σταθμού για την παραλαβή, αποθήκευση και αεριοποίηση του υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Ακολούθως η ΡΑΕΚ συνεδρίασε στις 14.7.2008 για να αποφασίσει για το μέλλον των τριών συμπληρωματικών αιτήσεων, ενόψει του νέου πλαισίου που δημιουργήθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 199(Ι)/2007 και την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 18.6.2008. Έκρινε ότι η ΡΑΕΚ δεν δύναται πλέον να εξετάζει οποιεσδήποτε αιτήσεις, ούτε να εκδίδει οποιεσδήποτε άδειες για φυσικό αέριο και ότι κατά συνέπεια, η εξέταση των υποβληθέντων τριών συμπληρωματικών αιτήσεων, δεν μπορεί να συνεχιστεί, ούτε βέβαια να εκδοθούν οι σχετικές άδειες. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή της ΡΑΕΚ, ημερ. 14.7.2008.
Οι Αιτητές προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλουν ουσιαστικά 3 λόγους ακύρωσης:- (1) Υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, (2) υπέρμετρη καθυστέρηση στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά παράβαση του Άρθρου 29.1 του Συντάγματος και (3) αντίθεση του άρθρου 2(1) του τροποποιητικού Νόμου 199(Ι)/2007 του περί Ρύθμισης της Αγοράς Φυσικού Αερίου Νόμου 183(Ι)/2004 στις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης 96/92/ΕΟΚ, 2003/54/ΕΕ, 2003/55/ΕΕ και κατ' επέκταση στο Άρθρο 179.2 του Συντάγματος αφού παραβιάζει την ελευθερία του ανταγωνισμού και δημιουργεί κρατικό μονοπώλιο.
Οι προδικαστικές ενστάσεις
Οι Καθ' ων η αίτηση 2 στη γραπτή τους ένσταση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι «το αιτητικό της προσφυγής είναι πολλαπλό και/ή ασαφές, καθότι προσβάλλεται τόσο πράξη των καθ' ων η αίτηση όσο και η παράλειψη». Όμως η ένσταση φαίνεται να εγκαταλείπεται αφού δεν δίδεται συνέχεια στο θέμα. Όμως στη γραπτή αγόρευση των Καθ' ων η αίτηση εγείρονται δύο νέες προδικαστικές ενστάσεις:- (α) ότι το ζήτημα της καθυστέρησης θα έπρεπε να προσβληθεί αυτοτελώς, αφού πρόκειται για μια ανεξάρτητη πράξη και (β) ότι η προσφυγή εναντίον των Καθ' ων η αίτηση 3 είναι νομικά απαράδεχτη και θα πρέπει να απορριφθεί.
Ως προς την πρώτη προδικαστική ένσταση, οι Αιτητές αναφέρουν ότι ο λόγος που ήγειραν στις παραγράφους 14 και 15 της προσφυγής το θέμα καθυστέρησης, ήταν για να προσδιοριστεί το κρίσιμο νομικό καθεστώς για τη λήψη της επίδικης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 9 και 10 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Είναι η θέση τους, ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε πολύ καθυστερημένα μετά την εκπνοή του εύλογου χρονικού διαστήματος και επομένως το δικαστήριο θα πρέπει να ανατρέξει στα γεγονότα, για να προσδιορίσει το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του εύλογου χρόνου.
Η πρώτη προδικαστική ένσταση, κατά την άποψή μου δεν ευσταθεί, αφού το ζήτημα της καθυστέρησης όπως το θέτουν οι Αιτητές δεν μπορεί να εξεταστεί αυτοτελώς, αλλά θα πρέπει να εξεταστεί στα πλαίσια εξέτασης της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, εφόσον συνδέεται άμεσα με το νομικό καθεστώς και το εύλογο του χρόνου μέσα στο οποίο θα έπρεπε να είχε εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Ως προς τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, οι Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι δημιουργήθηκαν με βάση το Νόμο 122(Ι)/2003 και δεν έχουν «καμία απολύτως εξουσία αναφορικά με την παραλαβή και εξέταση αιτήσεων και τη λήψη απόφασης επ' αυτών». Πρόκειται για καθαρά όργανο «γραφειακής φύσεως το οποίο βοηθά τους καθ' ων η αίτηση 2 στο έργο τους» και δεν έχει καμία εξουσία λήψης απόφασης.
Η προδικαστική ένσταση 2, δεν ευσταθεί.
Όπως ορθά υποδεικνύουν οι Αιτητές, το άρθρο 21(1) του Νόμου 122(Ι)/2003 προβλέπει ότι «το Γραφείο της ΡΑΕΚ είναι αστικά υπεύθυνο και δύναται να ενάγει και να ενάγεται και να είναι διάδικο σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία η οποία εγείρεται σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων, αρμοδιοτήτων και εξουσιών της ΡΑΕΚ και μελών του Γραφείου της ΡΑΕΚ».
Οι λόγοι ακύρωσης
Ομολογώ ότι λόγω μη αυστηρής τήρησης των δικογραφικών κανόνων, δυσκολεύτηκα να εντοπίσω τους πραγματικούς λόγους ακύρωσης, που τελικά επέλεξαν να προωθήσουν οι Αιτητές. Τόσο στην αίτηση, όσο και στη γραπτή αγόρευση των Αιτητών, που αποτελείται από 39 σελίδες, δεν εγείρονται ευκρινώς τα νομικά σημεία με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου, επί των οποίων στηρίζονται οι Αιτητές για ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης. Φαίνεται ότι τα νομικά σημεία συγχέονται με την αιτιολογία, κατά τρόπο που να είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί οι πραγματικοί νομικοί λόγοι ακύρωσης. Η μόνη εξαίρεση είναι οι 3 λόγοι ακύρωσης που ανέφερα πιο πάνω και τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
Υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας - Λόγος ακύρωσης 1
Υπέρμετρη καθυστέρηση στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης - Λόγος ακύρωσης 2
Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η έκδοση των πρώτων δύο αδειών, συνιστούσε το θεμέλιο για έγκριση των συμπληρωματικών αιτήσεων. Η έρευνα ολοκληρώθηκε στις 2.7.2007, οπότε και άνοιξε ο δρόμος για τη λήψη απόφασης. Παρά το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία ήταν έτοιμα για τη λήψη απόφασης από 2.7.2007, οι Καθ' ων η αίτηση καθυστέρησαν να αποφασίσουν, με αποτέλεσμα να μεσολαβήσει η τροποποίηση του Νόμου στο τέλος του 2007 και να ληφθεί η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 18.6.2008.
Σύμφωνα με τους δικηγόρους των Αιτητών, η επίδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκαν τα αιτήματα για την έκδοση των τριών αδειών, εκδόθηκε:- (α) με τρόπο που συνιστά κατάχρηση εξουσίας, καθότι δεν πάρθηκε εντός ευλόγου χρόνου, (β) καθ' υπέρβαση εξουσίας, καθότι δεν λήφθηκε με αναφορά στο ισχύον δίκαιο και (γ) με κακή πίστη, η οποία συνάγεται από την υπέρμετρη καθυστέρηση στη λήψη απόφασης.
Ο δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση δεν απαντά ευθέως στο εγειρόμενο θέμα. Το μόνο που θίγει στη γραπτή αγόρευσή του, είναι ότι το θέμα της καθυστέρησης θα έπρεπε να είχε εγερθεί με αυτοτελή διοικητική πράξη, στο οποίο έχω ήδη απαντήσει. Επί της ουσίας του θέματος, πέραν της άρνησης ότι υπήρξε νομικά κολάσιμη καθυστέρηση, δεν προβάλλεται οποιοδήποτε άλλο επιχείρημα.
Οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν.
Οι Αιτητές στηρίζονται στα άρθρα 9 και 10 του Νόμου 158(Ι)/99 για τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος που θα πρέπει να εφαρμοστεί. Σύμφωνα με τη σχετική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία κωδικοποιείται στο άρθρο 9 του Ν. 158(Ι)/99, το νομικό καθεστώς με βάση το οποίο εκδίδεται μια διοικητική πράξη, είναι αυτό που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό είναι διαφορετικό από αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Το άρθρο 9 προβλέπει περαιτέρω ότι «όταν η διοίκηση, έπειτα από πάροδο ευλόγου χρόνου, παραλείπει να προβεί στην εξέταση της αίτησης, λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς που ίσχυε κατά το τέλος της εκπνοής του ευλόγου χρόνου». Είναι σαφές κατά την άποψή μου, ότι το άρθρο 9 του Ν. 158(Ι)/99 δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η διοίκηση δεν παρέλειψε να προβεί σε εξέταση της αίτησης, αλλά την εξέτασε και την απέρριψε. Οι Αιτητές θεωρούν, λανθασμένα κατά την άποψή μου, ότι η έρευνα θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί μέσα σε 30-90 μέρες μετά τις 7.2.2007, που οι Αιτητές παρέδωσαν όλα τα πρόσθετα στοιχεία που ζητήθηκαν. Όμως σύμφωνα με τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, μετά τις 7.2.2007 η εξέταση των αιτήσεων συνέχισε με ενδελεχή έρευνα από μέρους της ΡΑΕΚ όλων των υποβληθέντων στοιχείων, πληροφοριών και εγγράφων και συνεχίστηκε μέχρι που τέθηκε σε ισχύ ο τροποποιητικός Νόμος περί Ρύθμισης της Αγοράς Φυσικού Αερίου Νόμος του 2004, την 31.12. 2007.
Από τη στιγμή που η έρευνα δεν είχε ολοκληρωθεί, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι για ένα τόσο σοβαρό και περίπλοκο ζήτημα, το νομικό καθεστώς θα πρέπει να καθοριστεί μετά πάροδο 3 μηνών. Εάν οι Αιτητές θεωρούσαν ότι θίγονταν τα συμφέροντά τους από την όποια καθυστέρηση παρατηρείτο, όφειλαν δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος, να αποταθούν στο δικαστήριο και να διεκδικήσουν τις ανάλογες θεραπείες, οπότε και ο καθορισμός του ευλόγου χρόνου θα είχε πλέον άλλη δυναμική. Υπό τις περιστάσεις, δεν διαπιστώνω υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, ούτε βέβαια και υπέρμετρη καθυστέρηση υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και ιδιαίτερα τη φύση των αιτήσεων που εξετάζονταν, οι οποίες είχαν σχέση με το σύνθετο και περίπλοκο θέμα της ενέργειας.
Αντίθεση τροποποιητικού Νόμου 199(Ι)/2007 με Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με το Άρθρο 179.2 του Συντάγματος - Λόγος ακύρωσης 3
Οι Αιτητές προβάλλουν ότι το άρθρο 2(α) του Νόμου 199(Ι)/2007 με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 42 του Νόμου 183(Ι)/2004, είναι αντίθετο και ασύμφωνο προς τις διατάξεις της βασικής Οδηγίας 2003/55/ΕΚ, της Οδηγίας 96/92/ΕΟΚ, καθώς και της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ, οι οποίες συναρτούν την εφαρμογή των προνοιών τους με το χρόνο συμμόρφωσης προς τις πρόνοιες τους. Ο χρόνος αυτός συναρτάται, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές, με το χρόνο έκδοσης του Νόμου 183(Ι)/2004 που αφορά στο φυσικό αέριο. Ως εκ τούτου, εισηγούνται οι δικηγόροι των Αιτητών, η διαγραφή της φράσης «κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του παρόντος νόμου» προσκρούει στις διατάξεις των προαναφερθεισών Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνακόλουθα αντίκειται προς το Άρθρο 179.2 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 127(Ι)/2006 και τις υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασικό επιχείρημα των Αιτητών, είναι ότι με την εισαγωγή του Ν. 199(Ι)/2007 και την εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο να αναθέσει κατά παρέκκλιση την εισαγωγή και διάθεση φυσικού αερίου στη Δημοκρατία σε μία μόνο επιχείρηση, καθώς και η αναστολή των άρθρων της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ, είναι αντίθετη με τους κανόνες για την προστασία του ανταγωνισμού και ασυμβίβαστη με τα άρθρα 31, 81, 82 και 86 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο βαθμό που συνιστά δημιουργία κρατικού μονοπωλίου.
Από την άλλη, οι Καθ' ων η αίτηση, χωρίς να απαντούν στην ουσία των ισχυρισμών, αντιτείνουν ότι είχαν υποχρέωση να εφαρμόσουν το Νόμο και αυτό έπραξαν. Δεν είχαν καμία απολύτως εξουσία να εξετάσουν ή να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του και κατ' επέκταση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Είναι ορθή η θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του επίδικου Νόμου, κατά την άποψή μου δεν μπορεί να εξετασθεί στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, η οποία στρέφεται μόνο εναντίον της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και του Γραφείου της, αφού δεν θα μπορούσε να επιλύσει την επίδικη διαφορά. Η νομιμότητα αποφάσεων της διοίκησης εξετάζεται όχι ως αυτοτελές ζήτημα, αλλά ως παρεμπίπτον και εφόσον το κύρος της απόφασης συναρτάται με την παρανομία. Όπως υποδείχθηκε στη Milliotis and others v. Houssein (1963) 2 CLR 287 και Λοϊζίδης ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπόθ. Αρ. 559/2002, ημερ. 5.3.2004, τα δικαστήρια δεν χορηγούν γνωμοδοτήσεις και ούτε ασχολούνται με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε διαφοράς (βλ. επίσης απόφαση Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 389). Στην προκειμένη περίπτωση, ο έλεγχος της συνταγματικότητας του τροποποιητικού Νόμου 199(Ι)/2007 και της κατ' ισχυρισμό αντίθεσης του με τις πιο πάνω τρεις Οδηγίες, θα ήταν αλυσιτελής, αφού δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποδοχή της αίτησης (βλ. Dias United Public Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 555).
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πραγματικά γεγονότα, η διοίκηση και συγκεκριμένα οι Καθ' ων η αίτηση 2, είχαν δέσμια αρμοδιότητα να εφαρμόσουν τη σχετική νομοθεσία και έτσι δεν είχαν εξουσία να προχωρήσουν στην εξέταση των τριών συμπληρωματικών αιτήσεων, ούτε να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ή τη συνταγματικότητα του Νόμου. Κατά την άποψή μου, οι Αιτητές δε νομιμοποιούνται να προσβάλλουν τη συγκεκριμένη απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, αφού δεν πρόκειται για παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας από μέρους των Καθ' ων η αίτηση, αλλά υποχρεωτικής συμμόρφωσης τους με το Νόμο. Περαιτέρω, το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, αφορά την εισαγωγή και διαχείριση του φυσικού αερίου, το οποίο συνιστά ζήτημα κοινής ωφέλειας και άπτεται της άσκησης κοινωνικοοικονομικής πολιτικής ενός κράτους, με αποτέλεσμα η παρέκκλιση που επιδιώκεται από το Νόμο να δικαιολογεί την ανάγκη κρατικού ελέγχου κατά αποκλεισμό του ιδιωτικού τομέα, χωρίς να θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι παραβιάζεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός και το άρθρο 28 ή ο σκοπός γενικά της Οδηγίας 220/55/ΕΚ (Butterworths Competition Law Service, Division IX, παρ. 27).
Φαίνεται ότι εκείνο που επιδιώκουν οι Αιτητές σε τελική ανάλυση, είναι εξέταση της συμβατικότητας της εθνικής νομοθεσίας (conventionality review), με τις πρόνοιες των τριών οδηγιών. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο τα παρουσιάζουν οι Αιτητές.
Κατ' αρχάς οι Οδηγίες, σε αντίθεση με τους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδίδονται προς υλοποίηση συγκεκριμένων σκοπών που επιδιώκονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι δεσμευτικές μόνο ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αν και συνήθως αφήνουν στις εθνικές αρχές την επιλογή του τρόπου υλοποίησης των επιδιωκόμενων σκοπών (βλ. Micovic v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1012/05, ημερ. 18.11.2005). Η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων, είναι να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της Οδηγίας. Προς αυτή την κατεύθυνση, έχουν υποχρέωση να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο με τρόπο που να συνάδει με τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε αυτές ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είτε όχι (βλ. Graig and Grainne de Burca EU Law, 5η Έκδοση, σελ. 206 και υποθέσεις Marleasing SA v. LA Commercial Internacionale de Alimentaciton SA, C-106/86, [1990] ECR 1-4135 και Simmenthal case 106/77).
Ειδικά σε περιπτώσεις ανταγωνισμού, υπάρχουν συγκεκριμένοι μηχανισμοί και διαδικασίες για έλεγχο μονοπωλιακών καταστάσεων. Σ' αυτούς εμπλέκονται οι αρμόδιος αρχές ανταγωνισμού, τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία μπορεί να εναγάγει κράτος μέλος ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι στο άρθρο 42 του Νόμου 183(Ι)/2004, το οποίο ενσωματώνει τις διατάξεις της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ, περιλαμβάνεται ειδική πρόνοια ότι οποιαδήποτε «παρέκκλιση» κοινοποιείται στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να δράσει αν κρίνει ότι παραβιάζονται οι διατάξεις της Οδηγίας και δημιουργείται κρατικό μονοπώλιο, κατά παράβαση του άρθρου 31 της Συνθήκης Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτή τροποποιήθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει αποδειχθεί ότι παραβιάζεται το Άρθρο 179.2 του Συντάγματος. Όμως, ανεξάρτητα των πιο πάνω, οι Αιτητές από τη στιγμή που επέμεναν στις θέσεις τους, θα έπρεπε να εξετάσουν κατά πόσον η περίπτωση είναι κατάλληλη για να αιτηθούν την παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που δεν έπραξαν (βλ. Filipiak, C-314/08, ημερ. 19.11.2009 και Winner Wetten, C-409/06, ημερ. 26.1.2010).
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση 2 και 3.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς