ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 791/2010, 886/2010, 887/2010, 888/2010 και 889/2010)
28 Φεβρουαρίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 791/2010)
JUPIWIND LTD,
Αιτητές,
ν.
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 886/2010)
TYGOONATO COFFEE LOUNGE LTD,
Αιτητές,
ν.
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 887/2010)
ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΙΩΑΝΝΑ,
Αιτήτρια,
ν.
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 888/2010)
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΩ,
Αιτήτρια,
ν.
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 889/2010)
GOUMOUTI LTD,
Αιτητές,
ν.
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Κ. Καλλής, για όλους τους Αιτητές.
Α. Ευαγγέλου με Θ. Ραφτοπούλου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με τις πέντε προσφυγές τους οι Αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση του Καθ' ου η αίτηση, Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, στο εξής «ο Διοικητής», με την οποία έκρινε ότι οι Αιτητές παραβίασαν τις διατάζεις του άρθρου 17(1)(α)(ii) των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 (Ν. 66(Ι)/1997), όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος», επιβάλλοντας τους διάφορα ποσά υπό μορφή διοικητικού προστίμου, καθώς και δεύτερο ποσό προστίμου για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, με ισχύ από τις 5 Μαΐου 2010.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Η Κεντρική Τράπεζα είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η ίδρυση της βασίστηκε στα Άρθρα 118 και 121 του Συντάγματος και στον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο του 1963 (Ν. 48/1963), ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Ν. 138(Ι)/2002 ο οποίος τροποποιήθηκε με τους Ν. 166(Ι)/2003 και Ν. 34(Ι)/2007. Όργανα της Κεντρικής Τράπεζας είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής. Ο Διοικητής, ο οποίος είναι ο Καθ' ου η αίτηση, είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος που διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με βάση το Άρθρο 118 του Συντάγματος.
Οι εξουσίες του Καθ' ου η αίτηση βασίζονται στις συνδυασμένες διατάξεις του Άρθρου 119 του Συντάγματος και του άρθρου 20 του Νόμου 138(Ι)/2002, όπως τροποποιήθηκε. Μεταξύ των σκοπών και αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές καθορίζονται από τα άρθρα 5 και 6 του Νόμου 138(Ι)/2002, είναι και η εποπτεία των τραπεζών, χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, Ν.66(Ι)/1997, ο οποίος αποσκοπεί στην προστασία και διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος. Ακολούθησε η Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων.
Το άρθρο 17 του Ν. 66(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, προνοεί για την προηγούμενη γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας, σε περίπτωση που πρόσωπο προτίθεται να αποκτήσει τον έλεγχο τράπεζας, δηλαδή ποσοστό πέραν του 10% του μετοχικού κεφαλαίου τράπεζας. Η εξασφάλιση προηγουμένως της έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας, αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας των καταθετών και στην ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Ο Καθ' ου η αίτηση με βάση το άρθρο 17(10)(α) του Ν.66(Ι)/97, έχει δικαίωμα επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση που πρόσωπο αποκτά έλεγχο σε τράπεζα, χωρίς την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.
Στις 17.4.2008 με απόφαση του Διοικητή αναστάληκε μέχρι τις 31.12.2008 η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου των εταιρειών Ασπίς Πρόνοια ΑΕΓΑ και Commercial Value ΑΑΕ, οι οποίες κατείχαν ποσοστό 19,55% στο μετοχικό κεφάλαιο της USB Bank Plc («η USB»). Όμως, παρά την απόφαση αυτή, η εταιρεία Cοmmercial Value ΑΑΕ κατά ή περί τον Ιούνιο 2008, μεταβίβασε:-
(i) 1.114.134 μετοχές στην εταιρεία Ε&G Electricplus Ltd
(ii) 395.571 μετοχές στην εταιρεία Goumouti Ltd και
(iii) 1.450.000 μετοχές στην εταιρεία Kaleta Services Ltd.
Επίσης, η εταιρεία Goumouti Ltd (Αιτήτρια στην Προσφυγή 889/10), προέβη στις ακόλουθες πράξεις:-
(i) κατά ή περί τις 23 Οκτωβρίου 2008 μεταβίβασε στην Ιωάννα Χριστοφή (Αιτήτρια στην Προσφυγή 887/10) 320.000 μετοχές που κατείχε στη USB και
(ii) κατά ή περί τις 2 Απριλίου 2009 αγόρασε από την εταιρεία Jupiwind Ltd (Αιτήτρια στην Προσφυγή 791/90), 577.000 μετοχές της USB.
Στις 6.11.2008 η εταιρεία E & G Electricplus Ltd μεταβίβασε το σύνολο των μετοχών που κατείχε στη USB, ήτοι 514.134 μετοχές, στην Αιτήτρια Jupiwind Ltd.
Η εταιρεία Commercial Value AAE στις 29.12.2008, μεταβίβασε το 5,09% του μετοχικού κεφαλαίου που κατείχε στη USB, στη Χρύσω Παπαϊωάννου (Αιτήτρια στην Προσφυγή 888/10).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω μεταβιβάσεων, οι πέντε Αιτητές κατέληξαν να κατέχουν κατά τον ουσιώδη χρόνο, τα ακόλουθα ποσοστά στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας USB:-
Μετοχική Δομή USB
Μέτοχος |
Ποσοστό |
Ιωάννα Χριστοφή (Προσφ. 887/10) |
8,05 |
Jupiwind Ltd (Προσφ. 886/10) |
5,71 |
Χρύσω Παπαϊωάννου (Προσφ. 888/10) |
4,96 |
Goumouti Ltd (Προσφ. 889/10) |
1,77 |
Tygoonato Coffee Lounge Ltd (Προσφ. 791/10) |
1,52 |
Σύνολο |
22,01 |
O Καθ' ου η αίτηση, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία και μετά από διεξαγωγή έρευνας, έκρινε εκ πρώτης όψεως, ότι η Αιτήτρια Ιωάννα Χριστοφή είναι συνεργάτης με τη Χρύσω Παπαϊωάννου, καθώς και με τις εταιρείες Goumouti Ltd και Tygoonato Coffee Lounge Ltd, εντός της έννοιας του Ν.66(1)/97, όπως αυτός τροποποιήθηκε.
Ο Καθ' ου η αίτηση στις 5.2.2010 απέστειλε επιστολή του προς τους πέντε Αιτητές Jupiwind Ltd, αναφέροντάς τους το ποσοστό των μετοχών που κατείχαν στο μετοχικό κεφάλαιο της USB, ότι τους θεωρούσε «συνεργάτες» εντός της έννοιας του άρθρου 17(1)(β) του Νόμου και ότι συνολικό ποσοστό 22.01% που κατείχαν εκ πρώτης όψεως, παραβίαζε τις πρόνοιες του άρθρου 17(1)(α)(ii) του Νόμου. Τους κάλεσε μέχρι τις 19.2.2010 να προβάλουν γραπτώς οποιαδήποτε σχόλια, απόψεις και εξηγήσεις.
Η Αιτήτρια Ιωάννα Χριστοφή, με επιστολή της ημερ. 19.2.2010 έθεσε τις θέσεις της ενώπιον του Διοικητή. Επίσης, οι Αιτητές Jupiwind Ltd, με επιστολές του δικηγόρου τους, ημερ. 26.2.2010 και 11.3.2010, έθεσαν και αυτοί τις απόψεις τους ενώπιον του Διοικητή, σε σχέση με την υπό εξέταση υπόθεση. Επίσης, ζήτησαν να τους δοθεί ευκαιρία να αναπτύξουν προφορικά τις θέσεις τους με πληρέστερη λεπτομέρεια, καθώς και να προβάλουν τις θέσεις τους αναφορικά με το θέμα της ποινής σε περίπτωση που κριθούν ότι έχουν διαπράξει οποιαδήποτε παράβαση. Ο Καθ' ου η αίτηση με επιστολή του ημερ. 3.3.2010, τους διευκρίνισε ότι στο στάδιο εκείνο δεν εξεταζόταν οποιοδήποτε θέμα επιβολής κύρωσης, αλλά κατά πόσο εγείρεται θέμα παράβασης του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, Ν.66(Ι)/97. Περαιτέρω, στην ίδια επιστολή, τους πληροφόρησε ότι έγινε αποδεκτό το αίτημα του δικηγόρου τους να αναπτύξουν με πληρέστερη λεπτομέρεια τις θέσεις των πελατών του, πράγμα που έπραξε με επιστολή του ημερ. 11.3.2010. Θέσεις και απόψεις διατύπωσαν επίσης οι Αιτητές Ιωάννα Χριστοφή, Χρύσω Παπαϊωάννου και Goumouti Ltd. Οι μόνοι που δεν απέστειλαν τις θέσεις τους στο Διοικητή, ήταν οι Αιτητές Tygoonato Coffee Lounge Ltd.
Στις 16.3.2010 ο Καθ' ου η αίτηση, αφού εξέτασε τις θέσεις και εισηγήσεις των Αιτητών, με την απόφασή του 1/2010 έκρινε ότι όλοι οι Αιτητές παραβίασαν τις διατάξεις του άρθρου 17(1)(α)(ii) του Νόμου 66/97, όπως τροποποιήθηκε, καθότι όλοι μαζί κατείχαν ποσοστό πέραν του 10% (ήτοι 22,01%) του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας USB, το οποίο αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, ποσοστό ελέγχου του μετοχικού κεφαλαίου της USB.
Η πιο πάνω απόφαση στάληκε από τον Καθ' ου η αίτηση σε όλους τους Αιτητές, με επιστολή του ημερ. 16.3.2010, με την οποία τους δίδετο η ευκαιρία, μετά τη διαπίστωση της παράβασης, να ακουστούν για σκοπούς επιβολής κύρωσης. Όλοι οι Αιτητές, πλην της Tygoonato Coffee Lounge Ltd, με επιστολή, είτε των ίδιων, είτε των δικηγόρων τους, έθεσαν τις θέσεις και εισηγήσεις τους σχετικά με την πιο πάνω απόφαση του Διοικητή.
Στις 4.5.2010, ο Διοικητής, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του στοιχεία και περιστατικά, συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών απόψεων των Αιτητών, με την απόφαση του 2/2010 τους επέβαλε τις πιο κάτω κυρώσεις:- (α) Στους Αιτητές στην προσφυγή 791/10, διοικητικό πρόστιμο €15.000, καθώς και €1.000 ημερησίως για κάθε ημέρα συνέχισης, καθ' οιονδήποτε χρόνο της παράβασης, με ισχύ από τις 5.5.2010, (β) στους Αιτητές στην προσφυγή 886/10, διοικητικό πρόστιμο €5.000 και €500 ημερησίως για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, (γ) στην Αιτήτρια στην προσφυγή 887/10, διοικητικό πρόστιμο €40.000 και €3.000 ημερησίως για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, (δ) στην Αιτήτρια στην προσφυγή 888/10, διοικητικό πρόστιμο €15.000 και (ε) στους Αιτητές στην προσφυγή 889/10, διοικητικό πρόστιμο €5.000 και €500 ημερησίως για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
Με την πιο πάνω απόφαση καλούνταν όλοι οι Αιτητές να εμβάσουν προς την Κεντρική Τράπεζα μέχρι τις 7.5.2010, το ποσό του προστίμου και ημερήσιου προστίμου που αντιστοιχούσε στον καθένα.
Ο δικηγόρος των Αιτητών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προώθησε συνολικά 9 λόγους ακύρωσης. Οι οκτώ είναι κοινοί, ενώ ο ένας αφορά στην προσφυγή 791/10. Με αυτούς προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση:- (1) εκδόθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, (2) αντιβαίνει το Άρθρο 12 του Συντάγματος, (3) είναι αποτέλεσμα νομικής και πραγματικής πλάνης, κατάχρησης εξουσίας, λήψης εξωγενών στοιχείων και παραγόντων και αναιτιολόγητη, (4) είναι αποτέλεσμα εφαρμογής του άρθρου 17(1)(α)(ιι) του Νόμου, Ν. 66(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο είναι αντισυνταγματικό, αφού συγκρούεται με τα Άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος, (5) είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης αναφορικά με το βάρος και το μέτρο απόδειξης της ενοχής, (6) λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, (7) παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας της ποινής, (8) η απόφαση του Διοικητή ως προς την ενοχή και την ιδιότητα των Αιτητών, είναι αποτέλεσμα πλάνης ως προς το Νόμο και τα πράγματα και (9) είναι αποτέλεσμα μη δέουσας αιτιολογίας (μόνο στην προσφυγή 791/2010).
Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών - Λόγος ακύρωσης 1
Η συνήγορος των Αιτητών προβάλλει συγκεκριμένα, ότι κατά τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Διοικητής συγκέντρωνε στο πρόσωπό του την ιδιότητα του ανακριτή, του κατηγόρου και του Δικαστή, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται οι αρχές της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας. Προς τούτο επικαλείται την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Dubus S.A. v. France, Appl. No 5242/2004, ημερ. 11.6.2009, στην οποία κρίθηκε ότι «η Τραπεζική Αρχή», η οποία επέβαλε σε τραπεζικό ίδρυμα χρηματικό πρόστιμο, δεν πληρούσε τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας, αφού συγκέντρωνε τις ιδιότητες του ερευνητή, ανακριτή και δικαστή.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Το ζήτημα της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας ενός διοικητικού οργάνου κρίθηκε ήδη από την πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Sigma Radio TV v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134, στην οποία σε σχέση με την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης, αποφασίστηκε ότι οι εξουσίες της (ανακριτή και δικαστή) οι οποίες είναι όμοιες με αυτές του Διοικητή στην παρούσα περίπτωση, «δεν βρίσκονταν σε διάσταση με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης που απαιτούν (α) να είναι ο κριτής αμερόληπτος και (β) να παρέχεται στο υπό κρίση πρόσωπο η ευκαιρία να ακουστεί». Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης, όπως και εδώ η Κεντρική Τράπεζα, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενεργεί απρόσωπα για την προώθηση των σκοπών του Νόμου. Όπως εξηγείται περαιτέρω από το Ανώτατο Δικαστήριο, το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αναφέρεται σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου. Σε περιπτώσεις αποφάσεων διοικητικών οργάνων, καθοριστικών των δικαιωμάτων των διαδίκων, εκείνο που χρειάζεται είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε δικαστήριο για προσβολή της διοικητικής απόφασης (βλ. επίσης Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2008) 3 ΑΑΔ 445 και Aspis Πρόνοια ΑΕΓΑ κ.α. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Υπόθ. Αρ. 1006/2009, ημερ. 22.7.2010).
Η πιο πάνω απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, κρίθηκε τελεσίδικα από το ΕΔΑΔ στην Sigma Radio Television Ltd v. Cyprus, Applications Νos 32181/04 και 35122/05, ημερ. 21.7.2011 στην οποία το Δικαστήριο ουσιαστικά επικύρωσε τα όσα σχετικά είχε αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο επί του θέματος.
Με βάση τα πιο πάνω νομολογηθέντα, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, είναι διοικητικό όργανο, το οποίο ενεργεί στα πλαίσια μιας διοικητικής διαδικασίας (όχι δικαστικής), επιβάλλοντας διοικητικό πρόστιμο και όχι ποινή ως δικαστήριο. Περαιτέρω η νομιμότητα της απόφασης του ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σε πρωτόδικο επίπεδο και σε δεύτερο επίπεδο από Ολομέλεια. Κατά την κρίση μου, εφαρμόζονται πλήρως οι αρχές, τόσο της κυπριακής νομολογίας, όσο και αυτής του ΕΔΑΔ. Τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Dubus SA, ανωτέρω, θα πρέπει να ενταχθούν στα ιδιαίτερα περιστατικά εκείνης της υπόθεσης, στην οποία το ΕΔΑΔ έκρινε ότι όχι μόνο υπήρχε έλλειψη ακρίβειας των εγγράφων που σχετίζονταν με τη διαδικασία ενώπιον της Γαλλικής Εθνικής Επιτροπής Τραπεζών, αλλά υπήρχε και ασάφεια ως προς τα ξεχωριστά καθήκοντα του κατηγόρου, του ερευνητή και του δικαστή, κάτι που δεν ισχύει εδώ. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και στη Dubus SA, τονίστηκε ότι ο συνδυασμός ερευνητικών και δικαστικών καθηκόντων ή εξουσιών, δεν είναι από μόνη της ασυμβίβαστη με την ανάγκη για αμεροληψία, εκτός αν αποδειχθεί ότι υπάρχει προκατάληψη. Τα αποσπάσματα που παραθέτει ο δικηγόρος των Αιτητών από την επιστολή του Καθ' ου η αίτηση, με στόχο να καταδείξει μεροληπτική στάση, δεν είναι αρκετά για να αποδείξουν προκατάληψη. Όπως ορθά υποδεικνύει ο δικηγόρος του Καθ' ου η αίτηση, η επιστολή θα πρέπει να διαβαστεί ως σύνολο και όχι αποσπασματικά. Πέραν τούτου, ο Διοικητής ήταν πάντοτε προσεκτικός να υποδείξει ότι οι όποιες διαπιστώσεις του ήταν «εκ πρώτης όψεως». Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε σαφέστατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από το ΕΔΑΔ και η οποία εφαρμόζεται πλήρως στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 12 του Συντάγματος - Λόγος ακύρωσης 2
Ο δικηγόρος των Αιτητών προβάλλει ότι η επίδικη διαδικασία αν και πειθαρχικής φύσεως, έχει ποινικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα ότι κατ' εφαρμογή του Άρθρου 12 του Συντάγματος και 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, θα έπρεπε να είχε επιδοθεί στους Αιτητές κατηγορητήριο. Η εισήγηση στηρίχθηκε στη νομολογία του ΕΔΑΔ στην Engel v. Netherlands A 22 (1976), 1 EHRR 649, Didier v. France No. 58188/2000, ημερ. 27.8.2002. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε πλήρη δικαιοδοσία να εξετάσει την ουσία και όλες τις πτυχές της υπόθεσης και ούτε μπορεί να εκτιμήσει κατά πόσο η ποινή ήταν ανάλογη με την επίδικη συμπεριφορά. Επειδή οι πιο πάνω εισηγήσεις έρχονται σε σαφή αντίθεση με τα αποφασισθέντα κατά πλειοψηφία από την Πλήρη Ολομέλεια στη Sigma Radio TV Ltd κ.α. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134, ο κ. Καλλής εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, «δεν είναι ευθυγραμμισμένη» με την ευρωπαϊκή και με κάλεσε να μην την ακολουθήσω.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Όπως ανέφερα και πιο πάνω, πρόκειται για μια πειθαρχική διαδικασία στην οποία δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, αλλά διοικητικό πρόστιμο. Το θέμα κρίθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επίτροπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2009) 3 ΑΑΔ 465. Το ότι πρόκειται για πειθαρχική διαδικασία, φαίνεται και από το γεγονός ότι το άρθρο 42 του Νόμου, το οποίο παρέχει εξουσία στο Διοικητή να επιβάλει «διοικητικό πρόστιμο», περιλαμβάνεται στο Μέρος XV (άρθρα 35-42) του Νόμου, ενώ τα ποινικά αδικήματα περιλαμβάνοντο στο Μέρος XVI (άρθρα 43-44), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αδικήματα, Ποινές και Διώξεις». Το άρθρο 44, διαχωρίζοντας τις υπόλοιπες διοικητικές παραβάσεις, προβλέπει ότι «Διώξεις σε σχέση με οποιοδήποτε αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ασκούνται μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεσή του». Το ότι δυνάμει του άρθρου 43, ποινικά αδικήματα για τα οποία προβλέπεται πέραν του προστίμου και ποινή φυλάκισης, ενδεχομένως να συνιστούν και διοικητικές παραβάσεις βάσει του άρθρου 42, δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Ούτε με βάση τα κριτήρια που τέθηκαν από το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Engel and Others v. Netherlands (1976) 1 EHRR 647, στην οποία έκαμε αναφορά ο δικηγόρος των Αιτητών, οι διοικητικές παραβάσεις που διέπραξαν οι Αιτητές, για τις οποίες τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο, μπορούν να θεωρηθούν ως ποινικά αδικήματα. Σχετικά είναι τα όσα νομολογήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Demand Shipping (1994) 3 ΑΑΔ 640 η οποία ακολουθήθηκε στη συνέχεια και από άλλες υποθέσεις. Εν πάση περιπτώσει, στην προκειμένη περίπτωση ο σχετικός Νόμος είναι σαφής, ως προς το τι συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή/και με πρόστιμο, στη βάση του άρθρου 43.
Υπήρξε επίσης εισήγηση, ότι από τη στιγμή που το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης και ούτε μπορεί να εκτιμήσει κατά πόσον η ποινή ήταν ανάλογη με τη συμπεριφορά των Αιτητών, παραβιάζεται το άρθρο 12. Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Μπορεί το διοικητικό δικαστήριο να μην διαγιγνώσκει πρωτογενώς γεγονότα και να μην υποκαθιστά την ουσιαστική κρίση της διοίκησης με τη δική του, αλλά εξετάζει τη νομιμότητα της πράξης. Όπου κρίνει ότι το διοικητικό όργανο δεν ενήργησε σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου ή όπου διαπιστώνει ότι αυτό έχει ξεφύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση επιβολής διοικητικής ποινής, τότε ακυρώνει την πράξη. Σχετικά είναι τα νομολογηθέντα από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης (2004) 3 ΑΑΔ 134, η οποία είναι απόλυτα δεσμευτική για το δικαστήριο. Με δεδομένο ότι η πιο πάνω απόφαση δεν αποδείχθηκε από το συνήγορο ότι είναι per incuriam και επομένως είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο, οποιαδήποτε εισήγηση ότι τα εκεί νομολογηθέντα δεν είναι ευθυγραμμισμένα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, μόνο από την Πλήρη Ολομέλεια μπορεί να εξεταστεί. Ως προς το θέμα της δεσμευτικότητας, σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας στη Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. 2/2008, ημερ. 20.10.2011.
Κατά την κρίση μου, στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται η διατύπωση και η επίδοση κατηγορητηρίου ως εάν να ήταν ποινική υπόθεση, αλλά η τήρηση της διαδικασίας που επιβάλλει η σχετική νομοθεσία για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Στην παρούσα περίπτωση, ο Διοικητής ως διοικητικό όργανο που είναι και ασκώντας διοικητική αρμοδιότητα, ενήργησε στα πλαίσια της νομιμότητας. Οι αναφορές του συνηγόρου των Αιτητών σε νομολογία του ΕΔΑΔ (Didier v. France, ανωτέρω και Diannet v. France, Series A, No. 325-A, ημερ. 26.9.1995 και άλλες), κατά την άποψή μου, δεν συνάδουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεση, αφού εκείνες οι περιπτώσεις αφορούσαν επιβολή ποινών, στις οποίες ακολουθούνται οι αρχές της ποινικής διαδικασίας και όχι σε διοικητικά πρόστιμα, τα οποία είναι αποτέλεσμα διοικητικής ενέργειας. Καμιά παραβίαση του Άρθρου 12 του Συντάγματος δεν διαπιστώνεται.
Κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα νομικής και πραγματικής πλάνης, κατάχρησης εξουσίας και λήψης εξωγενών στοιχείων και παραγόντων, μη δέουσας αιτιολογίας - Λόγος ακύρωσης 3
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Πρόκειται για σύνθετο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνονται στην ουσία πέντε λόγοι ακύρωσης. Κατά την άποψή μου ο γενικός τρόπος διατύπωσης του με τις πολλές πτυχές, δημιουργεί πρακτικό πρόβλημα στον έλεγχο της βασιμότητάς του. Ο δικηγόρος των Αιτητών περιορίζεται κυρίως στην παράθεση αποσπασμάτων αλληλογραφίας των Αιτητών με τον Καθ' ου η αίτηση, καθώς και αποσπασμάτων από βιβλιογραφία. Αναφορικά με την κατάχρηση εξουσίας, δεν προσδιορίζεται πως ο Καθ' ου η αίτηση έχει εκφύγει από τον επιδιωκόμενο σκοπό της σχετικής νομοθεσίας. Επίσης γίνεται αναφορά σε εξωγενή στοιχεία, χωρίς να προσδιορίζονται ποιά είναι αυτά ώστε να αποφασιστεί αν όντως είναι εξωγενή. Τέλος προβάλλεται ζήτημα έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά δεν προσδιορίζονται οι ελλείψεις στην αιτιολογία. Σε ότι αφορά την πλάνη, το μόνο που προβάλλεται είναι ότι ορισμένοι Αιτητές δεν είναι «συνεργάτες», όπως κατέληξε ο Διοικητής, σύμφωνα με την έννοια του νόμου (άρθρο 17(1) του Νόμου). Για παράδειγμα στην περίπτωση της Ιωάννας Χριστοφή, η οποία είναι η σύζυγος του Λάμπρου Χριστοφή, κυρίαρχο στοιχείο θα έπρεπε να ήταν, κατά το δικηγόρο των Αιτητών, η σχέση της εταιρείας Jupiwind Ltd με την κα Ι. Χριστοφή και όχι η σχέση της με το σύζυγο της ή πολύ περισσότερο η σχέση της εταιρείας Jupiwind Ltd με το σύζυγο της κας Ι. Χριστοφή. Αυτό γιατί ο σύζυγος ή η σύζυγος συνεργάτη, δεν περιλαμβάνεται στο κριτήριο του εδαφίου (β).
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Το άρθρο 17(1)(α)(i) προβλέπει ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που για σκοπούς του άρθρου 17 ενεργεί ως υποψήφιος αγοραστής, «το οποίο μεμονωμένα ή με συνεργάτη έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει άμεσα ή έμμεσα έλεγχο με τράπεζα ... είτε να αυξήσει περαιτέρω τον έλεγχο σε τέτοια τράπεζα», ώστε το μερίδιο του να υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια, θα πρέπει να εξασφαλίσει την προηγούμενη γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας. Το εδάφιο (β) του άρθρου 17, προβλέπει ότι:-
«17.-(1)(β) για τους σκοπούς της παραγράφου (α) και του εδαφίου (9), ο όρος «συνεργάτης», αναφορικά με υποψήφιο αγοραστή ή με οποιοδήποτε πρόσωπο κατέχει μετοχές, περιλαμβάνει-
(i) σύζυγο ή πρόσωπα πρώτου βαθμού συγγένειας του προσώπου αυτού·
(ii) εταιρεία της οποίας το πρόσωπο αυτό είναι σύμβουλος ή έχει τον έλεγχό της·
(iii) πρόσωπο το οποίο είναι συνέταιρο του προσώπου αυτού και σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό είναι εταιρεία-
(Α) σύμβουλο ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο της εταιρείας αυτής,
(Β) θυγατρική εταιρεία της εταιρείας αυτής, και
(Γ) σύμβουλο οποιασδήποτε τέτοιας θυγατρικής εταιρείας·
(iv) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα των οποίων τα συμφέροντα, κατά τη γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας, είναι αλληλοεξαρτώμενα με τα συμφέροντα του υποψήφιου αγοραστή ή του οποιουδήποτε προσώπου που κατέχει μετοχές.»
Έχω μελετήσει ολόκληρη την επιστολή του Καθ' ου η αίτηση ημερ. 16.3.2010 και δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε πλάνη ως προς την κατάληξη του ότι η Αιτήτρια Ι. Χριστοφή είναι συνεργάτης της εταιρείας Jupiwind Ltd. Πέραν των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 17(1)(β)(i)-(iii), το εδάφιο (iv) συμπεριλαμβάνει και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, τα συμφέροντα των οποίων είναι αλληλοεξαρτώμενα με τα συμφέροντα του υποψήφιου αγοραστή ή του προσώπου που κατέχει μετοχές. Ο δικηγόρος των Αιτητών έκαμε επιλεκτική αναφορά σε διάφορα αποσπάσματα, αλλά όταν η απόφαση του Διοικητή αναγνωστεί στο σύνολό της, το σκεπτικό είναι σαφές και η απόφαση πλήρως αιτιολογημένη. Στις 16 σελίδες της απόφασης του ο Διοικητής παραθέτει με πληρότητα και σαφήνεια τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα του και τα οποία τον οδήγησαν στη λήψη της απόφασης. Περιορίζομαι να παραθέσω ένα σύντομο απόσπασμα από τη σελίδα 4:-
«Από στοιχεία που έχει η Κεντρική Τράπεζα ενώπιον της ύστερα από διεξαγωγή έρευνας, προέκυπτε εκ πρώτης όψεως ότι η κ. Ιωάννα Χριστοφή είναι συνεργάτης με την κ. Χρύσω Παπαϊωάννου και τις εταιρείες Tygoonato Coffee Lounge Ltd, Goumouti Ltd και Jupiwind Ltd καθότι (α) η κ. Ιωάννα Χριστοφή έχει τον έλεγχο κατά 100% της εταιρείας Tygoonato Coffee Lounge Ltd και (β) τα συμφέροντα της κ. Ιωάννας Χριστοφή με τα συμφέροντα της κ. Χρύσως Παπαϊωάννου και των εταιρειών Goumouti Ltd και Jupiwind Ltd είναι αλληλοεξαρτώμενα. Συγκεκριμένα και για εύκολη αναφορά εκτίθενται πιο κάτω τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον των μετόχων: ...»
Με την απόφασή του ο Διοικητής, παραθέτει με πληρότητα και σαφήνεια τα λεπτομερή στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνά του. Εξέτασε λεπτομερώς το κάθε επιχείρημα που έθεσαν οι Αιτητές μέσω του δικηγόρου τους και εξηγεί γιατί τα απέρριψε. Οι Αιτητές που είχαν το βάρος, ενώ αναφέρθηκαν σε πλάνη, δεν προσδιόρισαν σε ποιο από τα κρίσιμα σημεία της απόφασης του Διοικητή υπάρχει πλάνη, είτε ως προς το νόμο, είτε ως προς το πραγματικό γεγονός.
Πέραν τούτου, τα ζητήματα που τίθενται, σε μεγάλο βαθμό είναι τεχνικής φύσεως και χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει. Εξάλλου, ο έλεγχος του Δικαστηρίου αφορά στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Κατά πόσον το άρθρο 17(1)(α)(ii) του Ν. 66(Ι)/97, είναι αντισυνταγματικό - Λόγος ακύρωσης 4
Οι Αιτητές προβάλλουν ότι το άρθρο 17(1)(α)(ιι) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1977 (Ν.66(Ι)/77), αντίκειται στο Σύνταγμα, αφού περιορίζει τα αντίστοιχα δικαιώματα που διασφαλίζονται από τα Άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος.
Το εδάφιο (ii) του άρθρου 17(1)(α), προβλέπει ότι:-
«17.-(1)(α)(ii) απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, μεμονωμένα ή με συνεργάτη να έχει άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο οποιασδήποτε τράπεζας που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή της μητρικής της εταιρείας, ή να αυξήσει άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο σε τέτοια τράπεζα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του τριάντα τοις εκατό (30%), ή του πενήντα τοις εκατό (50%) ή ώστε η τράπεζα να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, εκτός αν εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας ή η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται εγκριθείσα δυνάμει του εδαφίου (6)»
Κατ' αρχάς, το Άρθρο 23 του Συντάγματος (δικαίωμα ιδιοκτησίας), το άρθρο 25 (δικαίωμα ελεύθερης άσκησης επαγγέλματος) και το άρθρο 26 (δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως), είναι άρθρα που μπορούν να υπαχθούν σε νόμιμους περιορισμούς, σύμφωνα με τις πρόνοιες των ίδιων των άρθρων, της αρχής της αναλογικότητας και τις αρχές της νομολογίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος ακύρωσης είναι αβάσιμος, αφού σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όταν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας αυτό πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια και πληρότητα, προσδιορίζοντας τις συγκεκριμένες πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και γιατί αυτές, κατά την άποψη του διάδικου μέρους, παραβιάζουν τις συγκεκριμένα Άρθρα του Συντάγματος. Στην παρούσα περίπτωση ο λόγος ακύρωσης διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο και ο δικηγόρος των Αιτητών περιορίζεται απλώς σε αναφορές στις πρόνοιες των Άρθρων του Συντάγματος, για να εισηγηθεί γενικά και αόριστα ότι οι περιορισμοί που θέτει το άρθρο 17 του Νόμου δεν περιλαμβάνονται στους θεμιτούς περιορισμούς των αντίστοιχων δικαιωμάτων. Με αυτά τα περιορισμένα στοιχεία, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως απαιτεί η νομολογία, η συνταγματικότητα των προνοιών του άρθρου 17. Εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε που έστω και εκ πρώτης όψεως να δημιουργεί υπόνοιες για ύπαρξη αντισυνταγματικότητας. Το άρθρο 17(1)(α)(ii) δεν απαγορεύει παντελώς την απόκτηση μετοχών σε τράπεζα, αλλά απαγορεύει τον έλεγχο τράπεζας, εκτός αν ο αγοραστής «εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας», κάτι που οι Αιτητές στην παρούσα περίπτωση παρέλειψαν να πράξουν. Ο εποπτικός ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας επί του τραπεζικού και πιστωτικού συστήματος, όχι μόνο έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία, αλλά και από Ευρωπαϊκές Οδηγίες (βλ. Οδηγία 2006/48/ΕΚ). Στόχος είναι πάντοτε η προστασία των καταθετών και η ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Επομένως, οι όποιοι περιορισμοί με την πρόνοια ότι απαιτείται η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, είναι επιβεβλημένοι για τη διασφάλιση των καταθέσεων και γενικότερα του τραπεζικού συστήματος, διασφαλίζοντας έτσι το δημόσιο συμφέρον.
Κατά πόσον είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης αναφορικά με το βάρος και το μέτρο απόδειξης της ενοχής - Λόγος ακύρωσης 5
Ο συνήγορος των Αιτητών, εμμένοντας στην θέση του ότι πρόκειται για διαδικασία που διέπεται από το Άρθρο 12 του Συντάγματος και 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, προβάλλει ότι ο Καθ' ου η αίτηση λόγω νομικής πλάνης έκρινε ότι υπήρξε από μέρους των Αιτητών παραβίαση του άρθρου 17(1)(α)(ιι) του Ν. 66(Ι)/97, θεωρώντας ότι οι Αιτητές δεν έδωσαν επαρκείς εξηγήσεις, δηλαδή δεν απέδειξαν την αθωότητά τους, ενώ ήταν ο Καθ' ου η αίτηση που είχε το βάρος της απόδειξης.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Οι Αιτητές και σ' αυτό το λόγο ακύρωσης εδράζουν τους ισχυρισμούς τους στη λανθασμένη, κατά την άποψή μου, θέση ότι πρόκειται για ποινική διαδικασία, στην οποία εφαρμόζονται οι αρχές της ποινικής δίκης όπου ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας και το βάρος της απόδειξης το έχει η Κατηγορούσα Αρχή. Όπως εξήγησα στα πλαίσια του λόγου ακύρωσης 2, στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για μια διοικητικής φύσεως διαδικασία, όπου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από διοικητικό όργανο στα πλαίσια άσκησης της εκτελεστής του εξουσίας. Έτσι εφαρμόζονται οι αρχές του διοικητικού δικαίου, όπου ο διάδικος που επικαλείται ζήτημα νομικής πλάνης, έχει και το βάρος της απόδειξης. Στην παρούσα περίπτωση το βάρος το έχουν οι Αιτητές, οι οποίοι κλήθηκαν ενώπιον του Διοικητή και υπέβαλαν τις θέσεις τους. Όμως δεν κατάφεραν να το αποσείσουν. Ο Διοικητής, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, ήτοι το από μέρους των Αιτητών κατεχόμενο ποσοστό μετοχών της τράπεζας, εύλογα έκρινε ότι εφαρμόζεται το άρθρο 17(1)(α)(ii) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997 (Ν. 66(Ι)/97), όπως τροποποιήθηκε.
Λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο - Λόγος ακύρωσης 6
Ο δικηγόρος των Αιτητών συγκεκριμένα προβάλλει ότι η αρμοδιότητα δυνάμει του άρθρου 17 ανήκει στο Διοικητικό Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας και όχι στο Διοικητή. Προς τούτο παραθέτει τη σχετική νομοθεσία, καθώς και τα Άρθρα του Συντάγματος τα οποία ρυθμίζουν αντίστοιχα τις αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διοικητή.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Η αρμοδιότητα στην περίπτωση του άρθρου 17 και η εξασφάλιση έγκρισης, ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα. Όμως, η αρμοδιότητα του Διοικητή σε περιπτώσεις παραβίασης του άρθρου 17 πηγάζει ξεκάθαρα από το εδάφιο (10) του άρθρου 17 του Ν. 66(Ι)/97 και όπως φαίνεται από το περιεχόμενό του, το οποίο παρατίθεται πιο κάτω, δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία:-
«(10)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (8) και (9), σε περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που παραβαίνει την κατά το εδάφιο (1) υποχρέωση της κοινοποίησης προς την Κεντρική Τράπεζα ή που αποκτά έλεγχο παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας, ο Διοικητής δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 42.
(β) Σε περίπτωση νομικού προσώπου, ο Διοικητής δύναται να επιβάλει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) κυρώσεις και στους διοικητικούς συμβούλους ή/και διευθυντές εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας ή παράλειψης ή εν γνώσει των οποίων το νομικό πρόσωπο-
(i) παραβαίνει την κατά το εδάφιο (1) υποχρέωση της κοινοποίησης προς την Κεντρική Τράπεζα, ή
(ii) αποκτά έλεγχο παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας.»
Σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 42(1):-
«42.-(1) .........................
(α) ...........................
(β) ..............................
(γ) ...........................
ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία την τράπεζα, έχει εξουσία να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο, από χίλιες μέχρι ογδόντα χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό μέχρι οκτώ χιλιάδες ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.» (Μέρος VI - Κεφάλαιο ΙΙΙ)
Ούτε από τις πρόνοιες του Συντάγματος αναφορικά με την Κεντρική Τράπεζα και τα θεσμικά της όργανα προκύπτει οτιδήποτε που θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποδοχή της εισήγησης του δικηγόρου των Αιτητών ότι η αρμοδιότητα για έγκριση ή όχι αιτήματος για έλεγχο ή αύξηση ελέγχου σε τράπεζα της Κύπρου, ανήκει αποκλειστικώς στο Διοικητικό Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας. Κατά την άποψή μου, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των διατάξεων του Άρθρου 119 του Συντάγματος, του άρθρου 15(1)(β) και 20(1) του Νόμου 138(Ι)/2002, καθώς και του άρθρου 17(1) και (1) και του άρθρου 42, ο Διοικητής είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί της συγκεκριμένης παραβίασης του άρθρου 17(1)(α) και να κρίνει βάσει του άρθρου 17(1)(α)(ii) κατά πόσον τα συμφέροντα των Αιτητών ήταν αλληλοεξαρτώμενα και να επιβάλει τις κυρώσεις που επέβαλε.
Η αρχή της αναλογικότητας και η ποινή - Λόγος ακύρωσης 7
Η συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας, αφού ο Διοικητής επέλεξε την πλέον ανεπιεική λύση, ενώ αγνοήθηκε αίτημα της Ιωάννας Χριστοφή για να της δοθεί χρόνος προς συμμόρφωση.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψή μου ο Διοικητής προτού καταλήξει στο επιβαλλόμενο διοικητικό πρόστιμο, έλαβε υπόψη το αίτημα της Αιτήτριας Ιωάννας Χριστοφή για αναστολή της απόφασής του μέχρι την εξέταση σχετικής αίτησής της. Όμως, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης (σελίδα 3), ο Διοικητής έκρινε ότι ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της αίτησης, την οποία η Αιτήτρια υπέβαλε εκ των υστέρων και εκκρεμούσης της ποινής αυτής ότι, «αυτό δεν επηρεάζει την παράβαση που διαπιστώθηκε με βάση την απόφαση» του. Ως προς το ζήτημα της αναλογικότητας, με βάση το περιεχόμενο της απόφασης του Διοικητή, προκύπτει ότι έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του στοιχεία, αιτιολογώντας με σαφή τρόπο τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στο επίδικο διοικητικό πρόστιμο. Καμιά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητα ή της χρηστής διοίκησης δεν διαπιστώνεται, αφού ο Διοικητής έλαβε υπόψη το σκοπό για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων, καθώς και όλα τα αναμεμιγμένα συμφέροντα, καθώς και το ανώτατο ύψος του προστίμου που ήταν €80.000, προτού επιβάλει την προσβαλλόμενη κύρωση.
Η απόφαση του Διοικητή ως προς την ενοχή των Αιτητών είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα - Λόγος ακύρωσης 8
Η συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η απόφαση του Διοικητή:- (α) ως προς την ενοχή και διαπίστωση ότι η Αιτήτρια Ιωάννα Χριστοφή είναι συνεργάτης τουλάχιστον ορισμένων Αιτητών, (β) ότι όλοι οι Αιτητές είναι συνεργάτες μέσα στην έννοια του Νόμου (άρθρο 17(1)(β)(ii) του Νόμου και (γ) ότι υπήρξε πλάνη ως προς την ερμηνεία του άρθρου 17(1)(β)(ii), βασίστηκε σε ανύπαρκτα γεγονότα.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Πρόκειται για αόριστο και γενικό λόγο, χωρίς να υποστηρίζεται με κάτι συγκεκριμένο. Πλάνη περί τα πράγματα υπάρχει στην περίπτωση που το αποφασίζον όργανο λανθασμένα έκρινε ότι συντρέχουν ή ότι δεν συντρέχουν εκείνα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας. Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα «Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων» του Μ. Στασινόπουλου, στη σελ. 305, η νομολογία δημιουργεί πραγματικό τεκμήριο υπέρ της ορθότητας της πραγματικής διαπίστωσης. Το ιδιόρρυθμο αυτό τεκμήριο, κάμπτεται αφ' ης στιγμής ο Αιτητής κατορθώσει να καταστήσει πιθανή την πλάνη, δηλαδή να δημιουργήσει στο δικαστή αμφιβολίες. Με βάση τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, ο Διοικητής λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιον του στοιχεία, ήτοι τη μεταβίβαση μετοχών της USB, το ποσοστό των κατεχόμενων μετοχών από τους Αιτητές, κατέληξε, κατά την άποψή μου εύλογα, ότι αφενός η Αιτήτρια Ιωάννα Χριστοφή ήταν συνεργάτης των υπολοίπων Αιτητών και αφετέρου, ότι όλοι μαζί κατείχαν ποσοστό μετοχών της USB, πέραν του 10%, κατά παράβαση του 17(1)(α)(ii) του Νόμου 66(Ι)/97. Οι Αιτητές, οι οποίοι έχουν το βάρος της απόδειξης ή τουλάχιστον της πιθανολόγησης πλάνης, κατά την άποψή μου δεν προέβαλαν οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο, που να είναι πειστικό ώστε να δημιουργηθούν οι αναγκαίες αμφιβολίες για το ενδεχόμενο ύπαρξης πλάνης. Ιδιαίτερα ως προς την κατ' ισχυρισμό πλάνη στην ερμηνεία του άρθρου 17(1)(β)(ii) και στη διαπίστωση ότι οι Αιτητές ήταν «συνεργάτες» εντός της έννοιας του Νόμου, ο δικηγόρος των Αιτητών δεν υπέδειξε σε ποια συγκεκριμένα σημεία πλανήθηκε ο Διοικητής.
Κατά πόσον είναι αποτέλεσμα μη δέουσας αιτιολογίας (Υπόθεση 791/2010) - Λόγος ακύρωσης 9
Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης αφορά μόνο στην προσφυγή 791/10 και αναπτύσσεται ως λόγος ακύρωσης 7 στην αγόρευση του δικηγόρου των Αιτητών Jupiwind Ltd. Συγκεκριμένα προβάλλεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογήθηκε δεόντως η απόρριψη των θέσεων που προβάλλουν στην επιστολή τους ημερ. 26.2.2010 ως προς τη σχέση του Λάμπρου Χριστοφή με τους Αιτητές Jupiwind Ltd.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Κατά την άποψή μου, ο Διοικητής μέσα από το περιεχόμενο της απόφασής του, με σαφήνεια και πληρότητα απαντά μία προς μία τις θέσεις της Αιτήτριας εταιρείας Jupiwind Ltd, αναφέροντας για ποιους λόγους τις απέρριψε, καταλήγοντας εύλογα στην απόφαση ότι η Αιτήτρια εταιρεία παραβίασε την επίδικη νομοθεσία. Προς απάντηση, λόγω και της κάπως τεχνικής φύσεως των ζητημάτων που τίθενται, είναι καλύτερα να παραθέσω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 17 και 18 της απόφασης του Διοικητή, από το οποίο φαίνεται ξεκάθαρα η αιτιολογία, σε συνδυασμό βέβαια με το υπόλοιπο περιεχόμενο της απόφασής του, η οποία αποτελείται από 21 σελίδες:-
«Επιπρόσθετα, στην επιστολή του δικηγόρου της εταιρείας Jupiwind Ltd ημερομηνίας 26 Φεβρουαρίου 2010 αναφέρεται ότι το δάνειο που έλαβε από την εταιρεία Marketrends δόθηκε 2 μήνες μετά την παραίτηση του κ. Λάμπρου Χριστοφή. Ο ισχυρισμός αυτός της Jupiwind Ltd δεν ευσταθεί καθότι ο κ. Λ. Χριστοφή παραιτήθηκε από την Aspis Holdings Public Company Ltd στις 11 Σεπτεμβρίου 2008 ενώ το δάνειο των €4,250,000 χορηγήθηκε στις 2 Απριλίου 2008, περίοδο κατά την οποία ο κ. Λ. Χριστοφή κατείχε τη θέση του διευθύνοντα συμβούλου της Aspis Holdings Public Company Ltd. Όσον αφορά το δεύτερο δάνειο για το ποσό των €1,542,000, ναι μεν αυτό λήφθηκε μετά την παραίτηση του κ. Λάμπρου Χριστοφή από τη θέση του διευθύνοντα συμβούλου, αλλά σε περίοδο κατά την οποία ο κ. Λάμπρος Χριστοφή εξακολουθούσε να λαμβάνει από την Aspis Holdings Public Company Ltd μισθό €25,000 μηνιαίως, ποσό το οποίο ισούται με το ύψος του μισθού του όταν κατείχε τη θέση του διευθύνοντα συμβούλου.
Όσον αφορά τη θέση στη σελίδα 8 πιο πάνω ότι η χρηματοδότηση των επενδύσεων της εταιρείας Jupiwind Ltd προέρχεται κυρίως από την εταιρεία Aspis Holdings Public Company Ltd μέσω της θυγατρικής της τελευταίας, Marketrends Finance Ltd, παραμένει αναπάντητη από την εταιρεία Jupiwind Ltd. Επίσης αναπάντητη παραμένει η θέση στη σελίδα 8 πιο πάνω ότι οι επενδύσεις στις οποίες η εταιρεία Jupiwind Ltd προβαίνει αποτελούνται κυρίως από αγορά μετοχών εταιρειών που είναι συνδεδεμένες με την κ. Ιωάννα Χριστοφή ή στις οποίες η κ. Ιωάννα Χριστοφή ασκεί σημαντική επιρροή.»
Κατά την άποψή μου, η απόφαση του Διοικητή ήταν σαφής και δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς τους πραγματικούς λόγους που τον οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, γι' αυτό και ο δικαστικός έλεγχος είναι απόλυτα εφικτός.
Ενόψει της κατάρρευσης των λόγων ακύρωσης, όλες οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Επιδικάζονται υπέρ του Καθ' ου η αίτηση, έξοδα, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς