ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 464/2010)
23 Φεβρουαρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Α. Χατζηχαραλάμπους (κα) για Α. Σοφοκλέους, για τον Αιτητή.
Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
--------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ Δ.: Ο αιτητής παραπονείται για την προαγωγή των πέντε ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Λοχία αντί του ιδίου, απόφαση που θεωρεί άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε αποτελέσματος.
Η προαγωγή ως ανωτέρω έγινε μετά τη διαδικασία που προνοούν οι σχετικοί Κανονισμοί στην Αστυνομία και που ουσιαστικά αφορούν τα στάδια της αξιολόγησης των υποψηφίων από την Επιτροπή Αξιολόγησης, την εξέταση τυχόν ενστάσεων από υποψηφίους από την Επιτροπή Ενστάσεων και τέλος την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. Ακολούθως, μετά τη διαμόρφωση του τελικού καταλόγου από το Σύμβουλιο Κρίσεως, οι προς προαγωγή υποψήφιοι εγκρίθηκαν από τον Αρχηγό Αστυνομίας, ο οποίος και αποφάσισε την προαγωγή τους, αφού προηγουμένως εξασφάλισε την κατά νόμο έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας ακολούθησε πιστά τη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων, όπως αυτή η σειρά αποτυπωνόταν στο σχετικό πίνακα που υποβλήθηκε προς αυτόν από το Συμβούλιο Κρίσεως.
Ο αιτητής έφερε κατά τον ουσιώδη χρόνο το βαθμό του Αρχιαστυφύλακα και από τις 3.1.1995 είχε διοριστεί ως μέλος της Αστυνομίας υπηρετώντας κατά την τελευταία του θέση στο Σώμα της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, Σταθμό Κάτω Πάφου. Παραπονείται ως προς τις βαθμολογίες που αποδόθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης, ιδιαιτέρως διότι οι τέσσερεις εκ των πέντε ενδιαφερομένων μερών, διορίσθησαν στην Αστυνομία μετά από αυτόν ώστε να υπάρχει χρονική απόκλιση υπέρ του από 9½ μήνες μέχρι σχεδόν τρία χρόνια. Παρά ταύτα βαθμολογήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης με τον ίδιο βαθμό όπως και τα ενδιαφερόμενα μέρη που είχαν λιγότερα χρόνια υπηρεσίας. Επίσης λανθασμένα, κατά την άποψη του, του αποδόθηκαν μόνο 3 μονάδες κατά την αξιολόγηση του επί της επαγγελματικής του κατάρτισης ενώ τρία από τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη βαθμολογήθησαν με 4 μονάδες χωρίς να κατέχουν οποιοδήποτε ακαδημαϊκό προσόν. Ο αιτητής, συναφώς, σημειώνει ότι είναι κάτοχος πτυχίου Μηχανολογίας των ΤΕΙ Πάτρας, αναγνωρισμένο από το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας και από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου.
Αναφορικά με τη γενική εντύπωση ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, ο αιτητής επίσης παραπονείται ότι η αξιολόγηση και βαθμολογία που αποδόθηκε ήταν αναιτιολόγητη, προϊόν αλλότριων κινήτρων και σε άνιση και δυσμενή μεταχείριση του. Λόγω της δυσμενούς διαφοροποίησης που υπέστη από το Συμβούλιο Κρίσεως, άλλαξε άρδην η σειρά κατάταξης ώστε να έπεται των ενδιαφερομένων μερών τα οποία αρχικά τον ακολουθούσαν σε σειρά κατάταξης στην Επιτροπή Αξιολόγησης.
Κατά τις διευκρινίσεις, η συνήγορος του αιτητή τόνισε την αδικία που υπέστη ο αιτητής λόγω της μη απόδοσης σ΄ αυτόν των ανάλογων μονάδων παρά τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά του προσόντα και των πιστοποιητικών που απέκτησε στην πορεία και τα οποία είναι όλα σχετικά με την υπηρεσία του. Επέμεινε επίσης στο ζήτημα της αρχαιότητας και τη μη αιτιολόγηση των συνεντεύξεων ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, που δείχνει γενικά και την ανεπάρκεια της αμεροληψίας του όλου συστήματος.
Αντίθετη ήταν η θέση της Δημοκρατίας, η οποία τόνισε ιδιαιτέρως το διαχωρισμό της επαγγελματικής κατάρτισης, από τα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία διαφορετικά βαθμολογούνται ως ξέχωροι παράμετροι κρίσεως.
Εξετάζοντας την ουσία των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων, καταγράφεται πρώτιστα η απόσυρση εκ μέρους του αιτητή της όντως λανθασμένης θέσης του ότι οι βαθμολογίες ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως προστίθενται ώστε ο αιτητής να είχε τελικώς υπέρτερη βαθμολογία έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Το λάθος του αιτητή είναι ότι θεώρησε ότι η βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσεως, 58.10 μονάδες για τον ίδιο, προστίθεντο με τις 55.10 της Επιτροπής Αξιολόγησης, ενώ το ορθό βέβαια είναι ότι οι 58.10 μονάδες του Συμβουλίου Κρίσεως εμπεριέχουν τις 55.10 της Επιτροπής Αξιολόγησης, εφόσον το Συμβούλιο Κρίσεως βαθμολογεί στη βάση της κατ΄ ανώτατο όριο βαθμολογίας των 7 μονάδων, την απόδοση στην προφορική εξέταση που διενεργείται (σχετικός είναι ο Καν. 9(4) της Κ.Δ.Π. 214/04). Αποσύρθηκαν επίσης και τα όσα σχετίζονταν με τη συμμετοχή του Διοικητή της ΥΚΑΝ Αστυνόμου Βρόντου, στην Επιτροπή Αξιολόγησης.
Επί των υπολοίπων θεμάτων να λεχθεί γενικώς ότι η διαδικασία προαγωγής στο Αστυνομικό Σώμα ακολουθεί τις πρόνοιες των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) (Κανονισμών) του 2004, Κ.Δ.Π. 214/04, όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 350/05. Σύμφωνα με τον Καν. 7(2), η Επιτροπή Αξιολόγησης μελετά τους προσωπικούς φακέλους, τα ατομικά δελτία και τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των τελευταίων τεσσάρων ετών και «αιτιολογημένα τους αξιολογεί με βάση το κριτήριο της αξίας ...». Έχει αποφασιστεί σε σειρά υποθέσεων ότι τα έντυπα που χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή Αξιολόγησης, τόσο με βάση την προηγούμενη Κ.Δ.Π. 82/89, όσο και με βάση τη νέα Κ.Δ.Π. 214/04 αποτελούν από μόνα τους ικανοποιητική αιτιολογία, (δέστε Α. Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 303/04, ημερ. 28.6.2005, Ανδρέα Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 388/06 κ.ά., ημερ. 18.4.2008, Ευριπίδης Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 454/06, ημερ. 30.5.2008 και Ηλίκκος Χαβάτζιας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 245/09, ημερ. 26.10.2010).
Το έντυπο αξιολόγησης, όπως έχει αποφασιστεί και πιο πρόσφατα στις Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 240/10 και 265/10, ημερ. 29.12.2011, δεν αποτελεί μια απλή επαναδιατύπωση των ετησίων εκθέσεων, οι οποίες περιέχουν εν πάση περιπτώσει δέκα επιμέρους στοιχεία κρίσης. Στα έντυπα αξιολόγησης ενυπάρχουν και άλλες κατηγορίες και υποστοιχεία που είναι βοηθητικά για να καταστεί όσον το δυνατό πληρέστερη και λεπτομερέστερη η βαθμολόγηση των υποψηφίων από την Επιτροπή Αξιολόγησης. Τα έντυπα αξιολόγησης ενσωματώνουν με βάση τον Καν. 7(5), «τα βοηθητικά έντυπα», τα οποία όχι μόνο φέρουν τις επιμέρους βαθμολογίες των πέντε μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης, αλλά καταγράφουν και σαφή αιτιολόγηση βαθμολογίας εκεί όπου θεωρείται ότι χρειάζεται ή επιβάλλεται ιδιαίτερη εξήγηση.
Έχει λεχθεί στην Ηλίκκος Χαβάτζιας - ανωτέρω - ότι:
«Γενικότερα έχει αποφασισθεί ότι τα καταρτισθέντα έντυπα αξιολόγησης είναι σε αρμονία με τους Κανονισμούς και όπως έχουν διαμορφωθεί σε κατηγορίες και μονάδες αποτελούν από μόνα τους ικανοποιητική αιτιολογία. (Ανδρέας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 303/2004, ημερ. 28.6.2005, Ν. Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 305/2004 κ.ά., ημερ. 31.10.2005 και Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω). Η διαφοροποίηση που ο κ. Καραπατάκης εντόπισε ως προς την κατά την άποψη του άνιση μεταχείριση μεταξύ ομοίων κρίσεων αναδυομένων από τις ετήσιες εκθέσεις, παραγνωρίζει τη συμβολή και συμβουλή εκάστου προϊσταμένου, η οποία λαμβάνεται υπόψη προς διαμόρφωση του αποτελέσματος. Με άλλα λόγια δεν πρόκειται για απλή μεταφορά στα έντυπα αξιολόγησης των δεδομένων που ανευρίσκονται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις. Διαφορετικά η όλη διαδικασία θα εξαντλείτο σε μια μηχανιστική διεργασία. Έτσι κρίνεται ότι ακόμη και μετά την αναδιαμόρφωση των Κανονισμών με την υφιστάμενη Κ.Δ.Π. 214/04, η αναφορά σε αιτιολογημένη αξιολόγηση στους Καν. 7(2) και 7(5), δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα από την προηγούμενη νομολογία. Τα έντυπα από μόνα τους επιμερίζουν τα στοιχεία και τα κριτήρια ως προς την αξία και των άλλων δεδομένων και επομένως εξακολουθούν από μόνα τους να δίνουν την αιτιολόγηση, η δε καταγραφή ως προς το τι λήφθηκε υπόψη προς αυτή την κατεύθυνση από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης και τον προϊστάμενο του υποψηφίου, αποτελούν την νοητική διεργασία αυτών, περιέχουσα εγγενή αιτιολογία. Ακόμη και πλέον εξειδικευμένη να ήταν η αιτιολογία, θα περιείχε και πάλι αυτή την εσωτερική νοητική σκέψη, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η συγκεκριμένη βαθμολογία.»
Κατά παρόμοιο τρόπο και η αξιολόγηση ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως διέρχεται μέσα από τα βοηθητικά έντυπα του προέδρου και των δύο μελών του Συμβουλίου Κρίσεως, όπου καταγράφεται η βαθμολογία εκάστου με ανάλογα σχόλια στις απαντήσεις που δίνουν οι υποψήφιοι κατά τη συνέντευξη. Η αξιολόγηση, επομένως, εκάστου των μελών, τόσο της Επιτροπής Αξιολόγησης, όσο και του Συμβουλίου Κρίσεως προσφέρει εγγενή αιτιολογία εφόσον εξωτερικεύει την εσωτερική νοητική διεργασία εκάστου των κριτών. Όπως έχει αποφασιστεί και στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, δεν παρέχεται στο αναθεωρητικό Δικαστήριο πεδίο ελέγχου αυτής της νοητικής διεργασίας. Περαιτέρω ο αιτητής, όπως και όλοι οι συνυποψήφιοι του, εισήλθε στη διαδικασία προαγωγής και έπρεπε να κριθεί και δεν είναι δυνατόν επομένως να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα αυτή τη διαδικασία προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους επειδή βαθμολογήθηκε χαμηλότερα από τους συναδέλφους του (Ηλία ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Ζωή Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 254 και Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 254).
Υπό το φως των ανωτέρω αρχών και της νομολογίας, τα παράπονα του αιτητή δεν κρίνονται αιτιολογημένα. Κατ΄ αρχάς, σε σχέση με τη βαθμολογία της αρχαιότητας, παρατηρείται ότι του ανεγνωρίσθη η μεγαλύτερη του αρχαιότητα, έναντι των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον του δόθηκαν 7.5 μονάδες από το σύνολο των 10 μονάδων, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη βαθμολογήθηκαν με λιγότερες μονάδες, από 6, 6.50 και 7. Είναι επομένως ανυπόστατη η θέση του αιτητή, στη σελ. 10 της γραπτής του αγόρευσης, ότι βαθμολογήθηκε το ίδιο με τους συνυποψηφίους του που είχαν ολιγότερη υπηρεσία. Η σχετική παρ. V του Μέρους ΙΙ - αρχαιότητα - στο έντυπο αξιολόγησης είναι άλλωστε πολύ λεπτομερής, εφόσον καθορίζεται με ακρίβεια ο τρόπος υπολογισμού της βαθμολογίας σε σχέση με την αρχαιότητα, ο δε αιτητής δεν φαίνεται, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία, να υπέβαλε οποιαδήποτε ένσταση περί αριθμητικού ή άλλου λάθους στην απόδοση σ΄ αυτόν των 7.5 μονάδων στην Επιτροπή Ενστάσεων και επομένως δεν νομιμοποιείται εν πάση περιπτώσει να εγείρει εκ των υστέρων το λόγο αυτό.
Περαιτέρω, αναφορικά με τη βαθμολογία της επαγγελματικής κατάρτισης, όντως, όπως ορθά υποδεικνύει η Δημοκρατία, διαφορετική είναι η βαθμολογία που δίδεται στο «ακαδημαϊκό προσόν» - παρ. IV του Μέρους ΙΙ του εντύπου και διαφορετική αυτή που αποδίδεται στην «επαγγελματική κατάρτιση» - στοιχείο του Μέρους ΙΙ - στα στοιχεία αξιολόγησης. Ο αιτητής μέσω της αγόρευσης της συνηγόρου του και κατά τις διευκρινίσεις, φαίνεται να συμπλέκει τα δύο σε κάποιο βαθμό, παρόλο που εν τέλει κατέστη σαφές ότι ο αιτητής αναφερόταν στα διάφορα πιστοποιητικά που απέκτησε και τα οποία απαρίθμησε στην παρ. 36 της αρχικής του αγόρευσης. Άλλωστε, για το ακαδημαϊκό του προσόν ισοδύναμο με πτυχίο του αποδόθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης οι πλήρεις 4 μονάδες που δικαιούτο στο στοιχείο IV (Ακαδημαϊκά Προσόντα) του Μέρους ΙΙ του εντύπου αξιολόγησης. Στα ενδιαφερόμενα μέρη Χριστόδουλο Δημητρίου, Κυριάκο Βασιλείου και Σαββάκη Σαμμούτη που δεν κατέχουν οποιοδήποτε σχετικό ακαδημαϊκό προσόν, δεν αποδόθηκαν βέβαια οποιεσδήποτε μονάδες.
Δεν υπάρχει όμως ταυτόχρονα κανένα βάσιμο δεδομένο ότι παραβλέφθησαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης τα άλλα πιστοποιητικά αναφορικά με την επαγγελματική του κατάρτιση. Η απόδοση 3 μονάδων από τις 4 μονάδες κατ΄ ανώτατο όριο, δεν εξυπακούει κατ΄ ανάγκην αυτό το οποίο ισχυρίζεται ο αιτητής. Και παρόλο που όφειλε η Δημοκρατία στην αγόρευση της να αναδείξει με την αναγκαία λεπτομέρεια τα τυχόν πρόσθετα πιστοποιητικά ή άλλες βεβαιώσεις που είχαν και τα ενδιαφερόμενα μέρη, πράγμα που απέτυχε να πράξει, προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου, εν τούτοις παρατηρείται από την εξέταση των προσωπικών φακέλων των ενδιαφερομένων μερών ότι και αυτά είχαν ανάλογα πιστοποιητικά, βεβαιώσεις και διακρίσεις ως και ο αιτητής.
Αναφέρονται, ενδεικτικά, εκπαιδευτικά σεμινάρια, πιστοποιητικά παρακολούθησης νομικών, διακρίσεις, απονομές για ηθικές και υλικές διακρίσεις και έπαινοι για ανδραγαθίες και άλλες υπηρεσίες προσφερθείσες προς το αστυνομικό σώμα, που κατέχουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ορισμένα εξ αυτών προκύπτουν από τα κυανά 134, 152-154, 159, 166, 191 για το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστόδουλο Δημητρίου (Τεκμ. «Ε»), κυανά 125-126, 137, 145, 165-166, 205, 219 για το ενδιαφερόμενο μέρος Σαββάκης Σιαμμούτη (Τεκμ. «Γ»), κυανά 130, 138-139, 147, 158, 163, 187, 193, 196, 201 για το ενδιαφερόμενο μέρος Αναστάσης Αντωνίου (Τεκμ. «Δ»), κυανά 125, 132, 140, 153-154, 169, 182, 210, 245, 249, 250 για το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριάκος Βασιλείου (Τεκμ. «Στ») και κυανά 89, 101, 105, 157, 159, 175-164, 190 για το ενδιαφερόμενο μέρος Νεόφυτος Μελανίδης (Τεκμ. «Β»).
Δεν εναπόκειται βέβαια στο Δικαστήριο να εξετάσει ή να αξιολογήσει πρωτογενώς τα δεδομένα εκάστου υποψηφίου. Η Επιτροπή Αξιολόγησης τα είχε υπόψη της. Η «επαγγελματική κατάρτιση» στο έντυπο, αναλύεται εν πάση περιπτώσει σε επιμέρους στοιχεία, αυτά της θεωρητικής γνώσης, της πρακτικής κατάρτισης, της προσαρμοστικότητας στις συνθήκες του περιβάλλοντος και στην επίλυση προβλημάτων/μεθοδικότητα. Η Επιτροπή Αξιολόγησης, αποτελούμενη από πέντε μέλη, στη σελ. 4 των εντύπων καταγράφει την απόφαση της και ρητά αναφέρει ότι μελετήθηκαν οι προσωπικοί φάκελοι, το ατομικό δελτίο, οι ετήσιες εκθέσεις, τα στοιχεία που περιέχονται στον προσωπικό φάκελο, ενώ τα μέλη της συμβουλεύθηκαν και τον άμεσα προϊστάμενο εκάστου υποψηφίου.
Όπως και κατωτέρω θα αναφερθεί ως προς την αξιολόγηση στην οποία προέβη το Συμβούλιο Κρίσεως, το Δικαστήριο δεν ελέγχει τις βαθμολογίες του διοικητικού οργάνου. Στην Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, σελ. 420, με αναφορά σε προηγηθείσα νομολογία, κρίθηκε ότι ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στα πλαίσια αρμοδιότητας του ακυρωτικού Δικαστηρίου. Στην ουσία και κατ΄ αναλογία, πρόκειται για τεχνικά θέματα, διότι από τη στιγμή που η νομολογία επίσης έχει καθορίσει ότι δεν είναι αναγκαία η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων στις συνεντεύξεις, έτσι και η καταγραφή λεπτομερώς των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, δηλαδή, πώς και γιατί αξιολογήθηκαν κατά τον τρόπο που αξιολογήθηκαν από τα μέλη δεν θα προσέφερε οτιδήποτε, εφόσον το Δικαστήριό θα αδυνατούσε να ασκήσει πρωτογενή έλεγχο επί εξειδικευμένων θεμάτων αφού ελέγχει μόνο ζητήματα νομιμότητας. Είναι γι΄ αυτό που εν πάση περιπτώσει δεν επιβάλλεται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τη διαδικασία συνεντεύξεων ενώπιον συλλογικών οργάνων. Προς επιβεβαίωση και κατ΄ αντιστοιχία των πιο πάνω, αναφέρεται στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος ΙΙ, σελ. 138, παρ. 511, υποσημείωση 152, ότι «λόγοι ακυρώσεως που αναφέρονται στον έλεγχο της ορθότητας των απαντήσεων στο γραπτό διαγωνισμό καθώς και στην βαθμολογία των γραπτών του διαγωνισμού δεν μπορούν να εξετασθούν, διότι η έρευνα της βασιμότητας τους άγει στον έλεγχο τεχνικής κρίσης.». Παρόλα αυτά, παρατηρείται ότι στη σελ. 10, παρ. 8, της έκθεσης του Συμβουλίου Κρίσεως προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας, Παράρτημα Κ στην ένσταση, καταγράφεται ότι τα πρωτότυπα των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν είχαν επισυναφθεί ως παράρτημα στην έκθεση.
Ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης ο αιτητής έλαβε 55.10 μονάδες και είχε σειρά κατάταξης 18. Ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως έλαβε 3 μονάδες, με αποτέλεσμα έχοντας εξασφαλίσει τη συνολική βαθμολογία των 58.10, να καταταχθεί 65ος.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη κατατάχθηκαν ως ακολούθως:
Ο Αναστάσης Αντωνίου, 47ος ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης, εξασφαλίζοντας 53.65 μονάδες, περιλαμβανομένων και 0.20 μονάδων από την Επιτροπή Ενστάσεων, στο Συμβούλιο Κρίσεως έλαβε 4.70 μονάδες, με αποτέλεσμα να έχει τελική κατάταξη 55ος.
Ο Χριστόδουλος Δημητρίου με 53.40 μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης ήταν 65ος, αλλά με 5.00 ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, πήρε τελική βαθμολογία 58.40 καταταχθείς 51ος.
Ο Κυριάκος Βασιλείου ήταν 97ος με 52.90 μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης, αλλά έχοντας λάβει 5.50 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσεως, κατατάχθηκε τελικώς 50ος με 58.40 μονάδες.
Ο Σαββάκης Σιαμμούτης ήταν 106ος με 52.90 μονάδες ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης, αλλά λαμβάνοντας 5.40 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσεως κατατάχθηκε με 58.30 μονάδες 56ος.
Ο Νεόφυτος Μελανίδης ήταν 33ος ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης με 54.40 μονάδες, έχοντας δε εξασφαλίσει 4.00 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσεως, κατατάχθηκε τελικώς 52ος.
Με τα πιο πάνω δεδομένα, όντως η σειρά κατάταξης άλλαξε δυσμενώς για τον αιτητή. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι είναι δικαιολογημένο και το παράπονο του. Το Συμβούλιο Κρίσεως δικαιολόγησε τις ανάλογες μονάδες που έδωσε στον αιτητή και σε κάθε ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Σύμφωνα με τα έντυπα του Συμβουλίου Κρίσεως, ο αιτητής ενώ έλαβε τις πλήρεις δύο μονάδες για την ικανότητα επάρκειας, την αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχο, την εμφάνιση και την εντύπωση ως προς την κρίση του, έλαβε μόνο 0.40 και 0.60 μονάδες αντίστοιχα στις ερωτήσεις που αφορούσαν γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και γενικές γνώσεις στο ρόλο της αστυνομίας. Οι εν λόγω μονάδες απονεμήθηκαν από ένα σύνολο 2.50 μονάδων για έκαστο των ανωτέρω θεμάτων. Η βαθμολογία που δόθηκε από τον Πρόεδρο και έκαστο μέλος του Συμβουλίου Κρίσεως, έφερε μαζί της και το χαρακτηρισμό ότι η απάντηση του αιτητή σε κάθε θεματολογία ήταν «ανεπαρκής» ή «φτωχή» (γνώσεις και θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής) και «μέτρια» (γενικές γνώσεις για το ρόλο της αστυνομίας). Σ΄ αντίθεση, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη έλαβαν πολύ καλύτερη βαθμολογία ώστε να χαρακτηριστούν οι απαντήσεις τους στις πλείστες περιπτώσεις, ως πολύ καλές μέχρι εξαίρετες. Το Συμβούλιο Κρίσεως δεν είχε αλλότρια κίνητρα ή μεταχειρίστηκε τον αιτητή άνισα και δυσμενώς, ως διατείνεται, εφόσον παρατηρείται ότι στο ενδιαφερόμενο μέρος Αναστάση Αντωνίου απέδωσε 0.90 μονάδες στις γενικές γνώσεις για αστυνομικά θέματα, χαρακτηρίζοντας την απάντηση του «μέτρια», στο δε ενδιαφερόμενο μέρος Νεόφυτο Μελανίδη, έδωσε στο ίδιο θέμα 0.30 μονάδες, χαμηλότερα δηλαδή από τον αιτητή, χαρακτηρίζοντας την απάντηση «ανεπαρκή» και «φτωχή».
Επομένως, αντίθετα με τη θέση του αιτητή, ο Πρόεδρος και τα δύο μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως κινήθηκαν εντός επιτρεπτών παραμέτρων βαθμολογώντας τις απαντήσεις των υποψηφίων, και χωρίς, ας σημειωθεί, να ήταν αυτές οι βαθμολογίες ταυτόσημες. Ακόμη και τα ενδιαφερόμενα μέρη που έλαβαν «εξαίρετα» ως απάντηση, δεν πήραν το ανώτατο όριο των 2.50 μονάδων. Δεν είναι δε ούτε τυχαίο το ότι τα τρία άτομα που απάρτιζαν το Συμβούλιο Κρίσεως είχαν ταυτόσημη άποψη για τις απαντήσεις που έδωσαν τόσο ο αιτητής, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η διαβάθμιση στη βαθμολογία δείχνει τη λεπτομέρεια και την προσοχή με την οποία κινήθηκε το Συμβούλιο Κρίσεως.
Για παράδειγμα, ο αιτητής απάντησε ως ανεφέρθη πιο πάνω, έστω και οριακά καλύτερα από το ενδιαφερόμενο μέρος Ν. Μελανίδη, στις γενικές γνώσεις σε θέματα που αφορούν το ρόλο της αστυνομίας (0.60 μονάδες έναντι 0.30 μονάδες), αλλά στις γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής, ο αιτητής έλαβε 0.40 μονάδες, (πτωχή απάντηση), έναντι 1.70 μονάδες (πολύ καλή απάντηση) του Μελανίδη, ο οποίος, ας σημειωθεί, ενώ ήταν 33ος στην κατάταξη από την Επιτροπή Αξιολόγησης, κατατάχθηκε τελικώς χαμηλότερα μετά τη συνέντευξη του, στην 52η θέση. Το ίδιο και το ενδιαφερόμενο μέρος Αναστάσης Αντωνίου, που από 47ος κατατάχθηκε στη 55η θέση. Δεν είναι λοιπόν μόνο ο αιτητής που κατατάχθηκε χαμηλότερα στη σειρά κατάταξης μετά την προφορική συνέντευξη του από το Συμβούλιο Κρίσεως και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για διαβλητό ή μη αμερόληπτο σύστημα που ακολουθείται.
Όπως έχει υποδειχθεί στην Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - η αιτιολόγηση κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως είναι επαρκής διότι η νομολογία γενικά δεν επιζητεί περαιτέρω λεπτομέρειες. Στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 103, στη σελ. 105, ακολουθώντας την Πούρος ν. Χατζηστεφάνου - ανωτέρω -, λέχθηκε ότι είναι η συγκριτική θεώρηση των όσων μονάδων αποδόθηκαν στους υποψηφίους που δικαιολογούν την όποια διαφορά στην καταγραφείσα γενικώς εντύπωση και αυτό είναι αρκετό, (δέστε και Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12).
Περαιτέρω, ο Καν. 9(4)(β) που επικαλείται ο αιτητής δεν αναφέρεται σε ειδική λεπτομερή αιτιολογία, αλλά επιβάλλει να καταγράφεται μόνο η «γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως». Αυτή η γενική εντύπωση είναι λοιπόν που πρέπει να αιτιολογείται και οι επιμέρους χαρακτηρισμοί του Συμβουλίου Κρίσεως για «φτωχή», «μέτρια», «καλά», «πολύ καλά» και «εξαίρετα» στις απαντήσεις των υποψηφίων αποτελούν επαρκή αιτιολογία στα πλαίσια του Κανονισμού. Ο αιτητής επικαλείται την απόφαση στην Ανδρέα Σάββα ν. Δημοκρατίας, συνεκ. υποθ. αρ. 175/09 και 242/09, ημερ. 31.5.2010, ως αυθεντία για την ακύρωση της βαθμολογίας λόγω αναιτιολόγητου της κρίσης. Η απόφαση αυτή, την οποία λανθασμένα ο αιτητής αναφέρει ως απόφαση της Ολομέλειας, εφόσον είναι πρωτόδικη απόφαση, καθώς και οι σχετικές με αυτή Πολύβιος Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2327/06, ημερ. 15.5.2008 και Ιωάννης Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1700/07 κ.ά., ημερ. 18.6.2010, δεν έχουν, με όλο το σεβασμό, εστιάσει την προσοχή τους στην προϋπόθεση του Καν. 9(4)(β) περί της γενικής εντύπωσης και μόνο που πρέπει να αντανακλάται στη βαθμολογία, ούτε και αναφέρθησαν στην επίπτωση της νομολογίας ως προς τον μη έλεγχο της νοητικής διεργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου. Στην Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.ά. - ανωτέρω - όπου αναλύθηκε διεξοδικά το ζήτημα, προστέθηκαν και τα εξής:
«Στη δε Ιωάννης Χαραλάμπους ανεφέρθη η Δημοκρατίας ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, η οποία όμως πρέπει πλέον να διαβάζεται υπό το φως της μεταγενέστερης νομολογίας στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. - πιο πάνω -, η οποία και έκαμε ειδική μνεία στην απόφαση της Ευθυμίου. Ακριβώς στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. λέχθηκε στη σελ. 388, μετά από την καταγραφή του σκεπτικού της Ευθυμίου, ότι:
«.. αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζεται να καταγράφεται το περιεχόμενο της εξέτασης ως το υπόβαθρο της αιτιολογίας ώστε να μπορεί το ίδιο το Δικαστήριο να σχηματίζει γνώμη για την αξιολόγηση. Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο.»
Την πιο πάνω θεώρηση των πραγμάτων και το σκεπτικό στις αποφάσεις Μάριος Παπαευρυβιάδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 246/09, ημερ. 23.10.2010, Ανδρέας Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - Ευριπίδης Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - και Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.ά. - πιο πάνω - ακολούθησε εντελώς πρόσφατα και η απόφαση στη Μάξιμος Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας κ.ά., συνεκδ. υποθ. 266/10 κ.α., ημερ. 14.2.2012 (Φωτίου, Δ.).
Ενόψει όλων των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ