ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 266/2010, 274/2010 ΚΑΙ 323/2010
14 Φεβρουαρίου, 2012
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Υπόθεση αρ. 266/2010
ΜΑΞΙΜΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
................................
Υπόθεση αρ. 274/2010
ΕΛΕΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
................................
Υπόθεση αρ. 323/2010
ΒΑΣΟΥΛΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
....................................
Γ. Καραπατάκης, για τον αιτητή στην 266/2010
Ι. Νικολάου, για την αιτήτρια στην 274/2010
Στ. Μαξιούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια στην 323/2010
Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για το ενδιαφερόμενο μέρος στις υποθ. 266/2010 και 274/2020 Δ. Παπαδημητρίου
Καμιά άλλη εμφάνιση για τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη
............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 15/6/2010, οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της πράξης και/ή απόφασης των καθ' ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας ημερ. 21/12/2009 και με την οποία προάχθηκαν στο βαθμό του Λοχία από 18/12/2009 αριθμός προσώπων σύνολο 47. Πιο συγκεκριμένα προσβάλλεται η προαγωγή μερικών εξ' αυτών ως ακολούθως:
Με την προσφυγή 266/2010 προσβάλλεται η προαγωγή 14 ενδιαφερομένων μερών, των εξής: 1. Μάριος Κωνσταντινίδης, 2. Κυριακή Ψαρά, 3. Αλέκος Νικολάου, 4. Δήμητρα Κοφίνη, 5. Μαρίνα Πετρίδου, 6. Λάουρα Δημητρίου, 7. Μαρία Ευριπίδου, 8. Μήνα Νικολάου, 9. Ελένη Μιχαήλ, 10. Κυπριανός Παπαθεοδώρου, 11. Δημήτριος Παπαδημητρίου, 12. Κωνσταντίνος Φωκά, 13. Ξενής Μάμα και 14. Φίλιππος Θεοδώρου.
Με την προσφυγή 274/2010 προσβάλλεται η προαγωγή 9 ενδιαφερομένων μερών, των εξής: 1. Μάριος Κωνσταντινίδης, 2. Λάουρα Δημητρίου, 3. Προκόπης Σολομώντος, 4. Γιώργος Κάρκας, 5. Ελένη Μιχαήλ, 6. Δημήτριος Παπαδημητρίου, 7. Κωνσταντίνος, 8. Αλέκος Νικολάου και 9. Γουϊλιαμ Βέϊζυ.
Με την προσφυγή 323/2010 προσβάλλεται η προαγωγή 27 ενδιαφερομένων μερών των εξής: 1. Μάριος Κωνσταντινίδης, 2. Προκόπης Σολωμόντος, 3. Ανδρέας Τηλλυρής, 4. Γιαννάκης Παναγή, 5. Σάββας Μαυροβουνιώτης, 6. Θάνος Χαραλάμπους, 7. Αλέκος Νικολάου, 8. Ηλίας Κυθρεώτης, 9. Μιχαήλ Φιλήμης, 10. Κώστας Σάββα, 11. Γουϊλιαμ Βέϊζυ, 12. Δώρος Ηροδότου, 13. Δαμιανός Χαραλάμπους, 14. Γιώργος Κάρκας, 15. Μιχαλάκης Παπαδόπουλος, 16. Λάουρα Δημητρίου, 17. Μαρία Ευριπίδου, 18. Γεώργιος Γεωργίου, 19. Μήνα Νικολάου, 20. Μιχάλης Μανώλη, 21. Κωνσταντίνος Παναγιώτου, 22. Νεόφυτος Νεοφύτου, 23. Νεοκλής Κωνσταντίνου, 24. Μιχαλάκης Γεωργίου, 25. Ανδρέας Σάββα, 26. Πανίκος Περικλέους και 27. Κωνσταντίνος Φωκά.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Στις 25/2/2009 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ύστερα από διαβουλεύσεις του με τον Αρχηγό Αστυνομίας όρισε την Επιτροπή Αξιολόγησης για την αξιολόγηση όλων των υποψηφίων για προαγωγή στην Αστυνομία και Πυροσβεστική Υπηρεσία στο βαθμό του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου, η οποία έχει ως εξής: Χρ. Διονυσίου, Βοηθό Αρχηγό ως Πρόεδρο και δύο μέλη Α. Γεωργίου, Ανώτερο Αστυνόμο και Φ. Βρόντο, Αστυνόμος Α΄.
Στις 12/3/2009 ο Πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης (στο εξής ως Επιτροπή Αξιολόγησης) με επιστολή του προς τους Αστυνομικούς Διευθυντές Τμημάτων/Επαρχιών/Διοικητών Μονάδων και Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ζητούσε όπως πληροφορηθεί γραπτώς κατά πόσο κωλύονται για να συμμετάσχουν στην Επιτροπή Αξιολόγησης τόσο αυτοί όσο και οι Βοηθοί τους. Στην ίδια επιστολή τονιζόταν ότι σύμφωνα με τον Καν. 6 των πιο πάνω Κανονισμών, σε περίπτωση κωλύματος τότε θα συμμετείχε ο αρχαιότερος Βοηθός Αστυνομικός Διευθυντής και σε περίπτωση κωλύματος αυτού ο αρχαιότερος Αξιωματικός του Τμήματος/Επαρχίας/Μονάδας.
Όλοι οι Αστυνομικοί Διευθυντές Επαρχιών/Τμημάτων πληροφόρησαν τον Πρόεδρο της Επιτροπής ότι δεν κωλύονταν καθ' οιονδήποτε τρόπο για να συμμετέχουν στην Επιτροπή Αξιολόγησης. Αυτοί οι οποίοι κωλύονταν ήταν οι ακόλουθοι: Διοικητής της ΥΚΑΝ Αστυνόμος Α΄ Φ. Βρόντος, Υπαστυνόμος Κ. Αυγουστή της Διεύθυνσης Οικονομικών, Αστυνομικός Διευθυντής Επαρχίας Αμμοχώστου Αστυνόμος Α΄ Α. Παπακωνσταντίνου, Αστυνομικός Διευθυντής Επαρχίας Λεμεσού Ανώτερος Αστυνόμος Α. Κουσιουμής και Β/Αστυν. Διευθυντής Αστυνόμος Α΄ Κλ. Οικονόμου και Διευθυντής της ΔΑΣΑ Αστυνόμος Α΄ Α. Λάμπρου. Η Επιτροπή αφού μελέτησε τους λόγους που ανέφεραν οι πιο πάνω αποφάσισε να τους εξαιρέσει.
Επίσης στις 25/2/2009 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως μετά από διαβουλεύσεις με τον Αρχηγό Αστυνομίας όρισε τους πιο κάτω ως Πρόεδρο και μέλη της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων: Μαριάννα Φραντζή Βοηθός Αρχηγός ως Πρόεδρος και μέλη Αιμίλιος Λάμπρου και Χρ. Μαυρή Αστυνόμοι Α΄. Επίσης στις 24/3/2009 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως μετά από διαβουλεύσεις με τον Αρχηγό Αστυνομίας σύμφωνα με τον Καν. 8 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών και οι αρμοδιότητες του στον Καν. 9 των ίδιων Κανονισμών όρισε τους πιο κάτω ως πρόεδρο και μέλη του Συμβουλίου Κρίσης: Μ. Παπαγεωργίου, Υπαρχηγός Αστυνομίας ως Πρόεδρος και Κ. Μιχαηλίδης, Ανώτερος Αστυνόμος και Δ. Δημητρίου, Αστυνόμος Β΄ ως μέλη. Την 1/7/2009 Ο Μ. Παπαγεωργίου ενημέρωσε τον Υπουργό Δικαιοσύνης ότι μετά το διορισμό του ως Αρχηγού Αστυνομίας δεν μπορούσε να προεδρεύει του Συμβουλίου Κρίσης. Κατά συνέπεια πρόεδρος του Συμβουλίου Κρίσης καθίστατο ο Υπαρχηγός Αστυνομίας κ. Α. Νικολαϊδης, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου παρέμειναν τα ίδια, δηλαδή Κ. Μιχαηλίδης και Δ. Δημητρίου.
Πρώτη ξεκίνησε η Επιτροπή Αξιολόγησης η οποία ακολουθώντας τη διαδικασία του Καν. 7 συμπλήρωσε αναφορικά με κάθε υποψήφιο το Έντυπο Αξιολόγησης. Ετοιμάστηκε στη συνέχεια κατάλογος των υποψηφίων με βάση τη βαθμολογία ο οποίος κατάλογος αναρτήθηκε σε όλες τις Αστυνομικές Διευθύνσεις και Μονάδες ως ο Καν. 7(5).
Ακολούθησε η εξέταση ενστάσεων από την Επιτροπή Ενστάσεων η οποία και συνέταξε το δικό της κατάλογο με βάση τη βαθμολογία και ετοίμασε έκθεση αιτιολογώντας τις αποφάσεις της επί των ενστάσεων.
Οι κενές θέσεις για το βαθμό του Λοχία ήσαν 53 και έτσι στον τελικό κατάλογο συμπεριλήφθηκαν 226 μέλη.
Το Συμβούλιο Κρίσης κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη όλους τους υποψήφιους που περιλαμβάνονταν στο κατάλογο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων πλην του αστυφύλακα 1896 Γεώργιου Αντωνιάδη για τους λόγους που εξηγεί δηλαδή γιατί λανθασμένα του πιστώθηκαν 4 μονάδες για το έτος 2009 με αποτέλεσμα να του αφαιρεθούν από τη συνολική βαθμολογία των 55.40 και να μείνει με 51.40 που όπως και ο ίδιος με επιστολή του ημερ. 21/9/2009 δέχθηκε ότι δεν είχε δικαίωμα να εμφανιστεί στο Συμβούλιο Κρίσεως. Επίσης άλλα 33 μέλη γνωστοποίησαν ότι δεν ήθελαν να παραστούν.
Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη καταγράφηκε και αιτιολογήθηκε στα πρακτικά του Συμβουλίου.
Ανώτατο όριο της βαθμολογίας ήταν οι 7 μονάδες. Τα κριτήρια ικανότητας έκφρασης, αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, εμφάνιση και κρίση στις απαντήσεις του υποψηφίου βαθμολογούνταν με ανώτατη βαθμολογία 0.50 το καθένα ενώ τα υπόλοιπα δυο δηλαδή η γνώση σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και οι γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της αστυνομίας με ανώτατη βαθμολογία 2.50 μονάδες το καθένα. Η βαθμολογία του κάθε υποψηφίου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των 3 μελών του Συμβουλίου ως η πρόνοια του Καν.9(4)(γ).
Ο πίνακας των υποψηφίων για προαγωγή μαζί με τα έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσης υποβλήθηκαν από το Συμβούλιο στον Αρχηγό Αστυνομίας ο οποίος ακολουθώντας τις πρόνοιες του Καν. 9(7) και του άρθρου 17(1) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004) αποφάσισε την προαγωγή των υποψηφίων που φαίνονται στον Πίνακα και αφού εξασφάλισε και την απαιτούμενη από το Νόμο έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως δημοσίευσε την απόφαση του στις Εβδομαδιαίες Διαταγές ημερ. 21/12/2009 με αποτέλεσμα τις παρούσες προσφυγές.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Παραθέτω κατωτέρω τους νομικούς ισχυρισμούς όπως προωθήθηκαν με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαιδεύτων δικηγόρων των αιτητών.
Προσφυγή αρ. 266/2010 του Μάξιμου Χριστοδούλου
(α) Ότι πάσχει η ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης με βάση την οποία ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογήθηκαν στο στοιχείο της αρχαιότητας καθότι ο Καν. 7(3)(β)(ι) των Κανονισμών του 2004 όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ. 305/2005 εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) του Ν. 73(1)/2004.
(β) Η ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης αναφορικά με τη βαθμολογία του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
(γ) Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης όσον αφορά την απόδοση του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών κατά την ενώπιον του προσωπική συνέντευξη είναι αναιτιολόγητη κατά παράβαση του Καν. 9(4)(β) της Κ.Δ.Π. 214/2004 όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 350/2005.
Προσφυγή αρ. 274/2010 της Ελένης Ιωάννου
(α) Η προσβαλλόμενη πράξη/απόφαση είναι παράνομη και αντίθετη με τον Καν. 9(4)(β) της Κ.Δ.Π. 214/2004 καθότι δεν καταγράφηκε και/ή καταγράφηκε πλημμελώς η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης και/ή δεν αιτιολογήθηκε ορθά και ενδελεχώς και/ή σύμφωνα με τη νομολογία η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης κατά την προσωπική συνέντευξη.
(β) Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη κατά κατάχρηση και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας.
Προσφυγή αρ. 323/2010 της Βασούλας Γιαννακού
Ανεπαρκής και/ή ελλιπής αιτιολογία αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη από το Συμβούλιο Κρίσης (Καν. 9(4)(β).
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Προσφυγή αρ. 266/2010 του Μάξιμου Χριστοδούλου
Ο αιτητής διορίστηκε στην Αστυνομία την 11/1/1984 ως αστυφύλακας και κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε 25 χρόνια υπηρεσία. Η βαθμολογία του από την Επιτροπή Αξιολόγησης ήταν 35.80 ενώ μερικών ενδιαφερομένων μερών ήταν χαμηλότερη. Για παράδειγμα η Κυριακή Ψαρά 35.00, Μαρίνα Πετρίδου 34.00, Μαρία Ευριπίδου 35,40, Μήνα Νικολάου 35.40 Κυπριανός Παπαθεοδώρου 34.60, Ξενής Μάμα 35.60 και Φίλιππος Θεοδώρου 35.00.
Η βαθμολογία από το Συμβούλιο Κρίσης ήταν 3.60 για τον αιτητή και με εξαίρεση την Μαρίνα Πετρίδου που βαθμολογήθηκε με 2.60 όλα τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν ψηλότερη από τον αιτητή βαθμολογία.
Αρχίζω από την εξέταση του ισχυρισμού ότι ο Καν. 7(3)(β)(i) της Κ.Δ.Π. 214/2004 όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 350/2005 είναι καθ' υπέρβαση των άρθρων 13, 16 και 17 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν. 73(1)/2004 ως έχει τροποποιηθεί).
Ο Καν. 7(3)(β)(i) έχει ως ακολούθως:
«7(3) Κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων η Επιτροπή Αξιολόγησης βαθμολογεί τα ακαδημαϊκά προσόντα και την αρχαιότητα ως ακολούθως:
(α) ..........................................................................................
(β) Η αρχαιότητα βαθμολογείται με ανώτατη συνολική βαθμολογία τις 10 μονάδες:
(i) Σε περίπτωση υποψηφίου που κατέχει βαθμό Αστυφύλακα, για τα πρώτα τρία χρόνια από το διορισμό του δεν υπολογίζονται βαθμοί για την αρχαιότητα και για τα αμέσως επόμενα χρόνια η αρχαιότητα υπολογίζεται για κάθε συμπληρωμένο χρόνο υπηρεσίας σε 0.75 της μονάδας για τον τέταρτο έως τον ενδέκατο συμπληρωμένο χρόνο υπηρεσίας, σε 0.50 της μονάδας για το δωδέκατο έως το δέκατο έκτο συμπληρωμένο χρόνο υπηρεσίας και σε 0.25 της μονάδας για το δέκατο έβδομο έως τον εικοστό δεύτερο συμπληρωμένο χρόνο υπηρεσίας.»
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Η ουσία του ισχυρισμού του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή είναι ότι η πρόνοια που βαθμολογεί την αρχαιότητα μέχρι το 22ο έτος υπηρεσίας ενός αστυφύλακα, υπερβαίνει τις εξουσίες του νόμου αφού στερεί τον αιτητή, που έχει 25 χρόνια υπηρεσίας, από τη βαθμολογία της αρχαιότητας του. Έτσι η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν αξιολόγησε την αρχαιότητα του αιτητή στην έκταση που υπερβαίνει τα 22 χρόνια, δηλαδή για 3 χρόνια.
Για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του ο συνήγορος του αιτητή αναφέρθηκε στα άρθρα 13, 16 και 17 του περί Αστυνομίας Νόμου. Το άρθρο 16, όπως ορθά έθιξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, είναι άσχετο, αφού αφορά προαγωγές και απολύσεις Ανώτερων Αξιωματικών της Αστυνομίας, που δεν είναι η περίπτωση μας. Το ίδιο και ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους Δ. Παπαδημητρίου υποστήριξε ότι ο ισχυρισμός περί ultra vires του Καν. 7(3)(β)(ι) δεν ευσταθεί.
Αρχίζοντας από το άρθρο 13, προσέχουμε ότι αυτό απλώς διαλαμβάνει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη του Αρχηγού, να εκδίδει από καιρό σε καιρό Κανονισμούς για την ευταξία, διοίκηση και διακυβέρνηση της Αστυνομίας, οι οποίοι εγκρίνονται από τη Βουλή. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο κείμενο του εν λόγω άρθρου στο οποίο να σκοντάφτει ο Καν. 7(3)(β)(i).
Αναφορικά με το άρθρο 17 του περί Αστυνομίας Νόμου, αυτό πράγματι αφορά το διορισμό, προαγωγή κ.λ.π. των μελών της Αστυνομίας μέχρι και το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου. Στο άρθρο 17(2)(β) προβλέπεται ότι: «Οι Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου αυτού κατοχυρώνουν και διασφαλίζουν κατά τις προσλήψεις στην Αστυνομία τη δίκαιη μεταχείριση όλων των υποψηφίων, ώστε να εκλέγονται οι άξιοι, τηρουμένων των γενικών αρχών της ισότητας.»
Το άρθρο 17(3)(β) διαλαμβάνει ότι: «Το Συμβούλιο Κρίσης λαμβάνει υπόψη του την αξιολογηση των υποψηφίων που διενεργείται από την Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία συστήνεται για το σκοπό αυτό και η οποία αξιολογεί τους υποψηφίους με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα όπως καθορίζεται σε κανονισμούς».
Με βάση τα πιο πάνω δεν βρίσκω πώς ο Καν. 7(3)(β)(ι) είναι εκτός εξουσιοδότησης του Νόμου.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχαιότητα δεν είναι το μόνο κριτήριο για προαγωγή και ότι ο Καν. 7 πρέπει να διαβάζεται στο σύνολο του, καταλήγω ότι ο τρόπος με τον οποίο ρύθμισε το θέμα αυτό ο εν λόγω κανονισμός είναι μέσα στα πλαίσια του εξουσιοδοτούντος νόμου και επομένως ο ισχυρισμός ότι ο Κανονισμός είναι ultra vires απορρίπτεται. Επισημαίνω εδώ ότι παρόμοιος ισχυρισμός περί ultra vires ολόκληρης της Κ.Δ.Π. 350/2005 έχει απορριφθεί στην υπόθεση Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδικ. Υποθέσεις 240/2010 και 265/2010 ημερ. 29/12/2011.
Με το (β) λόγο ο αιτητής ισχυρίζεται ότι πάσχει η ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης λόγω ελλιπούς αιτιολογίας. Το θέμα διέπεται από τον Καν. 7(5) στον οποίο προβλέπεται ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης «συμπληρώνει αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή έντυπο αξιολόγησης με αιτιολογημένη απόφαση, όπως το έντυπο του Παραρτήματος Α......». Υπάρχει και η εξής επιφύλαξη: «Νοείται ότι η βαθμολογία του αξιολογουμένου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των πέντε μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης και ο Πρόεδρος της Επιτροπής μεριμνά ώστε η βαθμολογία κάθε μέλους να είναι αιτιολογημένη.»
Είναι η θέση του αιτητή ότι η απλή γενική αριθμητική αποτίμηση των στοιχείων των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης με ανώτερη βαθμολογία για την κάθε ομαδοποίηση μέχρι 4 μονάδες όπως προβλέπει ο Καν. 7(2)(α), στην οποία προέβηκε το κάθε ένα μέλος ξεχωριστά χωρίς ωστόσο η βαθμολογία του κάθε μέλους να είναι αιτιολογημένη, δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία για σκοπούς δικαστικού ελέγχου. Επικαλέστηκε η πλευρά του αιτητή τις υποθέσεις Πολύβιος Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 2327/2006 ημερ. 15/5/2008 (Νικολάτος Δ), Ανδρέας Σάββα κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. Υποθ. 175/2009 και 242/2009 ημερ. 31/5/2010 (Κραμβής Δ) και Ιωάννης Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας συνεκδ. 1700/2007, 1776/2007, 31/2008 και 32/2008 ημερ. 18/6/2010 (Παμπαλλής Δ).
Από πλευράς των καθ' ων η αίτηση υποβλήθηκε ότι υπήρξε επαρκής αιτιολογία και προς τούτο επικαλέστηκε τις υποθέσεις Μάριος Παπαευριβιάδης ν. Δημοκρατίας, υποθ. 246/2009 ημερ. 23/10/2010 (Ναθαναήλ Δ) και Ανδρέας Ανδριανού κ.α. ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 388/2006 κ.α. ημερ. 18/4/2008 (Ναθαναήλ Δ).
Εξέτασα τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Αφού μελέτησα και τις διάφορες αυθεντίες που επικαλέστηκε η κάθε πλευρά, έχω τελικά καταλήξει να ακολουθήσω το σκεπτικό των προαναφερθεισών αποφάσεων στις υποθέσεις Ανδρέας Ανδριανού κ.α και Μ. Παπαευριβιάδης στις οποίες κρίθηκε ότι τα σχετικά έντυπα, όπως έχουν συμπληρωθεί, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο υλικό που συνοδεύει την ένσταση, περιέχουν επαρκή αιτιολογία.
Από την υπόθεση Ανδρέας Ανδριανού κ.α. σελ. 9 παραθέτω το εξής απόσπασμα:
«Οι αιτιάσεις, όπως αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, ότι υπάρχει αναιτιολόγητη κρίση και έλλειψη πρακτικών τόσο κατά το στάδιο της Επιτροπής Αξιολόγησης, όσο κατά το στάδιο του Συμβουλίου Κρίσεως, στερούνται του αναγκαίου υποβάθρου, εφόσον και πάλι αναδρομή στα σχετικά έντυπα αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Δεν είναι ορθή η διαπίστωση του αιτητή ότι η παραχώρηση μονάδων στο κάθε κριτήριο αξιολόγησης από το Συμβούλιο Κρίσεως, δεν συνοδευόταν από σχετική ατιιολογία. Ούτε ότι ο Πίνακας συστημένων υποψηφίων για προαγωγή δεν έγινε ορθά. Το Παράρτημα Στ΄ στην ένσταση υποδηλώνει ακριβώς το αντίθετο. Να σημειωθεί ότι στα βοηθητικά έντυπα που συνοδεύουν την κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης, υπάρχει καταγραμμένη η αιτιολόγηση της βαθμολογίας όπου και αναφέρονται τι έχει ληφθεί υπόψη τόσο για τον αιτητή, όσο και για τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ορθά, τέλος, παρατηρείται από τους καθ' ων ότι ο αιτητής δεν υπέβαλε ποτέ ένσταση στην Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων και δεν μπορεί εκ των υστέρων να παραπονείται για την κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης.»
Από την υπόθεση Παπαευριβιάδης σελ. 5 παραθέτω το εξής απόσπασμα:
«Δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε πρόβλημα στην όλη βαθμολογία από τα διάφορα σώματα αξιολόγησης τα οποία προέβησαν σε πλήρη και δέουσα έρευνα με ορθή αξιολόγηση των στοιχείων στη βάση των υπηρεσιακών εκθέσεων και των άλλων προσόντων και αξίας, είναι δε εμφανές ότι υπάρχει επαρκής και νόμιμη αιτιολογία σε κάθε στάδιο της κρίσης του αιτητή και του ενδιαφερόμένου μέρους. Τα Παραρτήματα στην ένσταση δείχνουν ότι υπάρχει σαφής αιτιολογία που συνοδεύει την κρίση τόσο της Επιτροπής Αξιολόγησης, όσο και της Επιτροπής Ενστάσεων και του Συμβουλίου Κρίσης, με καταγραφή της βαθμολογίας αλλά και της αιτιολόγησης της από κάθε ένα μέλος στο ανάλογο έντυπο. Όπως δε έχει νομολογηθεί, τα καταρτισθέντα έντυπα αξιολόγησης είναι εν πάση περιπτώσει σε αρμονία με τους Κανονισμούς και όπως έχουν διαμορφωθεί με κατηγορίες και μονάδες αποτελούν από μόνα τους ικανοποιητική αιτιολογία. (Ν. Χριστοδούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκ. υποθ. αρ. 395/04 κ.α., ημερ. 31.10.05 και Α. Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 303/04, ημερ. 28.6.05).»
Περαιτέρω στην υπόθεση Νίκος Χριστοδούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας Συνεκδικ. Υποθέσεις 305/2004, 306/2004, 331/2004 και 451/2004 ημερ. 31/10/2005, που επίσης αφορούσαν προαγωγή στη θέση του λοχία, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Ο αιτητής αναφέρεται στην έλλειψη αιτιολογίας, αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, αλλά και ως προς την απόδοση βαθμολογίας σε όλα τα επιμέρους κριτήρια του εντύπου. Παρά το ότι η θέση αυτή απορρίφθηκε επανειλημμένα από τη νομολογία (Δημοκρατία ν. Ιωσήφ Αντωνίου και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, Κυριάκου, (πιο πάνω)], πρέπει να τονίσω ότι το νέο έντυπο δεν εισάγει οποιοδήποτε στοιχείο εξωγενές. Ο τρόπος βαθμολογίας στο έντυπο αξιολόγησης βρίσκεται σε αρμονία με τους σχετικούς Κανονισμούς και το ίδιο το έντυπο με τα επεξηγηματικά του σημειώματα όπως έχει διαμορφωθεί σε κατηγορίες και μονάδες, αποτελεί από μόνο του ικανοποιητική αιτιολογία.»
Παρόμοια άποψη έχει εκφραστεί και στην υπόθεση Ευριπίδης Παναγιώτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 454/2006 κ.α. ημερ. 30/5/2008, όπου μεταξύ άλλων έχει λεχθεί ότι «η όλη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί περιλαμβανομένων των συστάσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης, της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων και του Συμβουλίου Κρίσης, είναι σύμφωνη με τους λεπτομερείς προς τούτο Κανονισμούς που διέπουν το θέμα».
Στην ίδια γραμμή είναι και η προαναφερθείσα πρόσφατη υπόθεση Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου ν. Δημοκρατίας.
Η αιτιολογία μιας απόφασης κρίνεται πάντοτε σε σχέση και με τη φύση αυτής. Η λεπτομερής αιτιολογία που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ότι έπρεπε να υπάρχει, να εξηγεί δηλαδή το κάθε μέλος της Επιτροπής γιατί δίνει συγκεκριμένη βαθμολογία, αν ληφθεί υπόψη ότι το θέμα εξετάζεται από δύο ξεχωριστές Επιτροπές και ότι ο αριθμός των υποψηφίων είναι συνήθως αρκετά μεγάλος, αν όχι πρακτικά αδύνατο, είναι αρκετά δύσκολο να δοθεί.
Ενόψει των πιο πάνω ο (β) λόγος όπως προωθήθηκε από τον αιτητή απορρίπτεται.
Με τον (γ) πιο πάνω λόγο ο αιτητής προσβάλλει ως αναιτιολόγητη τη γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης αναφορικά με την απόδοση του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών κατά την ενώπιον του προσωπική συνέντευξη, αφού δεν υπάρχει αιτιολογία, όπως απαιτεί ο Καν. 9(4)(β) και (γ) της Κ.Δ.Π. 214/2004 όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 350/2005. Επικαλείται προς τούτο τις προαναφερθείσες υποθέσεις Π. Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α. Σάββα κα. ν. Δημοκρατίας καθώς και την Π. Μαούρη ν. Δημοκρατίας υποθ. αρ. 2286/2006 ημερ. 4/6/2008. Αντίθετα οι καθ' ων η αίτηση επικαλούνται τις προαναφερθείσες υποθέσεις Ανδριανού ν. Δημοκρατίας και Παπαευριβιάδη ν. Δημοκρατίας.
Εξέτασα και για το λόγο αυτό τις αντίστοιχες θέσεις και έχω επίσης καταλήξει, για τους ίδιους λόγους που ανέφερα κατά την εξέταση του (β) πιο πάνω λόγου, να απορρίψω κι' αυτό τον ισχυρισμό. Σημειώνω επίσης ότι με το θέμα αυτό ασχολήθηκα στην υπόθεση Βασούλα Γιαννακού κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 251/2009, 374/2009 ημερ. 5/5/2009, όπου κατέληξα ότι τα εν λόγω έντυπα που συνοδεύουν την ένσταση παρέχουν επαρκή αιτιολόγηση όπως απαιτεί ο σχετικός Κανονισμός. Επομένως απορρίπτεται κι' αυτός ο λόγος.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι ότι η προσφυγή αρ. 266/2010 θα πρέπει να απορριφθεί.
Προσφυγή αρ. 274/2010 της Ελένης Ιωάννου
Η αιτήτρια προσλήφθηκε στην Αστυνομία στο βαθμό του αστυφύλακα στις 4/12/1995. Από 2/2/2004 κατείχε το βαθμό του Αναπληρωτή λοχία και από 25/10/2007 του Αρχιαστυφύλακα.
Ο (α) λόγος που προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας είναι πανομοιότυπος με τον (γ) λόγο της προσφυγής αρ. 266/2010 με τον οποίο ασχολήθηκα πιο πάνω. Επομένως, για τους ίδιους λόγους καταλήγω και εδώ ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με το (β) λόγο, δηλαδή ότι η απόφαση λήφθηκε κατά κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας η ουσία του ισχυρισμού του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας είναι ότι ενώ αυτή ήταν σε πολύ ψηλή θέση στον κατάλογο της Επιτροπής Αξιολόγησης αφού ήταν 7η κατά σειρά κατάταξης και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (πλην του Δ. Παπαδημητρίου που ήταν 3ος και της Ελένης Μιχαήλ που ήταν 6η) είχαν χαμηλότερη θέση αρχίζοντας από την 62η θέση (η Λάουρα Δημητρίου) και καταλήγοντας στην 146η θέση (ο Γιώργος Κάρκας), η πιο πάνω εικόνα διαφοροποιήθηκε από το Συμβούλιο Κρίσης στη βάση της προφορικής συνέντευξης. Τούτο οφείλεται και στον τρόπο που έχουν βαθμολογηθεί κατά την προφορική συνέντευξη αφού η βαθμολόγηση δεν βασίστηκε σε αντικειμενικά και ισόνομα κριτήρια. Εξήγησε ο συνήγορος ότι ενώ τα μέλη του Συμβουλίου Κρίσης χαρακτηρίζουν κάποιο υποψήφιο ότι απέδωσε «πολύ καλά», άλλα μέλη έδιναν 2.00 μονάδες για το «πολύ καλά» και άλλο μέλος 1.90 ή 1.80 ή 1.77. Συνεπεία του τρόπου αυτού ήταν όπως η αιτήτρια από την 7η θέση να καταλήξει στην 62η με αποτέλεσμα όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (εκτός του Δ. Παπαδημητρίου και Ελένης Μιχαήλ που προηγούνταν της αιτήτριας) να καταλήξουν σε θέσεις από 17 μέχρι 44.
Από πλευράς των καθ' ων η αίτηση έχει υποβληθεί ότι από τη στιγμή που το δικαστήριο θα δεχθεί ως νόμιμη τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσης, τότε το γεγονός ότι υπήρξε η διαφοροποίηση στη σειρά κατάταξης δεν αποτελεί κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας αφού για τη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο οι βαθμολογήσεις από το Συμβούλιο Κρίσης αλλά και οι βαθμολογήσεις και /ή αξιολογήσεις των υποψηφίων από όλα τα προβλεπόμενα από τους σχετικούς Κανονισμούς όργανα.
Σύμφωνα με τον Καν. 9 (αρμοδιότητες του Συμβουλίου Κρίσης) εδ. 4(γ) προβλέπονται τα εξής:
«Στα πλαίσια της προσωπικής συνέντευξης, η οποία βαθμολογείται με ανώτατο όριο τις 7 μονάδες, αξιολογείται η ικανότητα έκφρασης, η αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, η εμφάνιση, η εντύπωση ως προς την κρίση του υποψηφίου κατά την προσωπική συνέντευξη, οι γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και οι γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της Αστυνομίας:
Νοείται ότι τα κριτήρια ικανότητα έκφρασης, αυτοπεποίθηση /αυτοέλεγχος, εμφάνιση και η κρίση στις απαντήσεις του υποψηφίου βαθμολογούνται με ανώτατη βαθμολογία 0.50 της μονάδας το καθένα, ενώ τα υπόλοιπα δύο βαθμολογούνται με ανώτατη βαθμολογία 2.50 μονάδες το καθένα όπως φαίνεται στον Πίνακα Β.
Νοείται περαιτέρω ότι η βαθμολογία του υποψηφίου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των 3 μελών του Συμβουλίου Κρίσης».
Με βάση το εδ. (5) του ίδιου Κανονισμού το Συμβούλιο Κρίσης αφού μελετήσει όλα τα στοιχεία που αφορούν τον υποψήφιο και αφού συνυπολογίσει τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης καθώς και τη βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης, αξιολογεί τον κάθε υποψήφιο και ετοιμάζει Πίνακα ο οποίος μαζί με τα έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσης υποβάλλονται στον Αρχηγό ο οποίος «αφού λάβει υπόψη στο σύνολο τους όλα τα στοιχεία που αφορούν τον κάθε υποψήφιο, με έγκριση του Υπουργού προβαίνει στις προαγωγές σύμφωνα με το άρθρο 17 του Νόμου». Στην περίπτωση που δεν τηρείται από τον Αρχηγό η κατάταξη κατά σειρά επιτυχίας υποψηφίου στον Πίνακα, απαιτείται ειδική αιτιολογία του Αρχηγού.
Από τη στιγμή που κατά την εξέταση των προηγηθέντων λόγων ακυρώσεως έχω καταλήξει ότι τόσο η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης όσο και ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσης ήταν νόμιμη, τότε το γεγονός ότι με την τελική αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσης η σειρά κατάταξης έχει διαμορφωθεί, αυτό δεν οδηγεί σε κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Επομένως ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.
Με βάση τα πιο πάνω θα πρέπει να απορριφθεί και η προσφυγή 274/2010.
Προσφυγή αρ. 323/2010 της Βασούλας Γιαννακού
Η αιτήτρια κατατάγηκε στην Αστυνομία στις 18/9/1995 και κατά τον ουσιώδη χρόνο έφερε το βαθμό του Αναπληρωτή Λοχία.
Ουσιαστικά με την προσφυγή αυτή προωθείται ένας λόγος ακύρωσης, ότι δηλαδή δεν αιτιολογήθηκε η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσης όπως απαιτεί ο Καν. 9(4)(β). Για την Επιτροπή Αξιολόγησης δεν υπάρχει παράπονο.
Ενόψει του ότι εξέτασα το λόγο αυτό βασικά στην προσφυγή αρ. 266/2010 και τον απέρριψα κρίνω, ότι για τους ίδιους λόγους που εκεί αναφέρω, θα πρέπει να απορριφθεί και η παρούσα προσφυγή.
Με βάση τα πιο πάνω η κάθε προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) υπέρ των καθ' ων η αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη με την κάθε προσφυγή απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑσ