ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 24/2009)
17 Φεβρουαρίου, 2012
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.
Ευγενία Παπαγεωργίου - Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Επαρχιακής Λειτουργού Ευημερίας - Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λευκωσίας, (η «Επαρχιακή Λειτουργός»), ημερομηνίας 31/10/2008, με την οποία η παροχή προς αυτόν δημόσιου βοηθήματος τερματίστηκε, λόγω μη αποδοχής, εκ μέρους του, επιβολής απαγόρευσης στην περιουσία του.
Ο αιτητής, στις 7/4/1993, στη βάση της ισχύουσας νομοθεσίας, υπέβαλε αίτηση για παροχή σ' αυτόν δημόσιου βοηθήματος, αναφέροντας, ως περιουσιακά στοιχεία του, ένα σπίτι και ένα χωράφι στο χωριό Νήσου, το οποίο, όπως σημείωσε, του απέφερε ετήσιο εισόδημα £120,00. Το αίτημά του εγκρίθηκε και άρχισε να του χορηγείται δημόσιο βοήθημα, το οποίο τερματίστηκε το Σεπτέμβριο του 1995. Τον Οκτώβριο του 1995, μετά από νέα αίτησή του, επανάρχισε η καταβολή του, στη βάση υπολογισμού των εσόδων του από μερική απασχόληση και ενοικίου που αυτός λάμβανε από τη μίσθωση της περιουσίας του. Το 2002, μετά από δήλωσή του ότι δεν απασχολείται πλέον, ούτε ενοικιάζει τα κτήματά του, αλλά τα καλλιεργεί ο ίδιος, τέθηκε θέμα αξιοποίησης και ανάπτυξης της περιουσίας του. ΄Ερευνα του Κτηματολογίου κατέδειξε ότι αυτή αποτελείτο όχι μόνο από όσα ο ίδιος δήλωσε αλλά και από άλλα τεμάχια. Ενόψει του αποτελέσματος της έρευνας και αφού του δόθηκε περιθώριο αξιοποίησης της περιουσίας του, η καταβολή δημόσιου βοηθήματος σ' αυτόν τερματίστηκε το Νοέμβριο του 2002. Στη συνέχεια, μετά από Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11/4/2005, σύμφωνα με την οποίαν ο όρος «εκμετάλλευση» ακίνητης περιουσίας δεν περιλαμβάνει και την πώλησή της, του παραχωρήθηκαν σταδιακά τα αναδρομικά δικαιώματα του δημόσιου βοηθήματός του από τον Οκτώβριο 2002 μέχρι τις 31/12/2005.
Μετά την ψήφιση του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006, (Ν. 95(Ι)/2006), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»[1]), όπου, στο ΄Αρθρο 3(10)(στ) αυτού, προβλέπεται ότι δεν παρέχεται δημόσιο βοήθημα:-
«(στ) αν ο αιτητής, εκτός από την οικία στην οποία δυνατό να διαμένει, κατέχει κινητή ή ακίνητη περιουσία την οποία παραλείπει να αναπτύξει ή εκμεταλλευθεί με τρόπο ο οποίος θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημά του ή να βελτιώσει τους οικονομικούς του πόρους ή να τον καταστήσει αυτοσυντήρητο·»
και, με τα εδάφια (14) και (15) του ιδίου ΄Αρθρου, παρέχεται διακριτική εξουσία στο Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ως ακολούθως:-
«(14) Εάν οποιοσδήποτε αιτητής που πληροί τις προϋποθέσεις παροχής σ' αυτόν δημόσιου βοηθήματος, κατέχει, εκτός από την οικία στην οποία διαμένει, άλλη ακίνητη ή κινητή περιουσία, της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται από το Διευθυντή ως μη εφικτή, παρέχεται σ' αυτόν το δημόσιο βοήθημα το οποίο θα ανακτάται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27.
(15) Για σκοπούς εφαρμογής του ανωτέρου εδαφίου (14) και του άρθρου 27, ο Διευθυντής μπορεί, πριν από την απόφασή του για παροχή δημόσιου βοηθήματος στον αιτητή, να επιβάλει απαγόρευση επί ολόκληρης ή μέρους της ακίνητης περιουσίας του της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται με βάση το εδάφιο (14) ως μη εφικτή. Η απαγόρευση επιβάλλεται ύστερα από συνεννόηση με το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών.»
το Γραφείο Ευημερίας, με επιστολές του της 21/8/2006 και της 30/10/2006, ζήτησε από τον αιτητή να παρουσιάσει στοιχεία αξιοποίησης της περιουσίας του, πληροφορώντας τον, ταυτόχρονα, ότι υπήρχε πρόθεση δέσμευσής της, αφού αυτή δεν ήταν δυνατόν να αξιοποιηθεί. Στη συνέχεια, η Επαρχιακή Λειτουργός, με επιστολή της ημερομηνίας 23/4/2007, τον ενημέρωσε ότι θα του παραχωρείτο δημόσιο βοήθημα μέχρι τις 30/10/2006, με προοπτική συνέχισής του, μόνο σε περίπτωση που αυτός έδιδε την συγκατάθεσή του για δέσμευση της περιουσίας του. Ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 22/5/2007, αρνήθηκε να δώσει την εν λόγω συγκατάθεση και ισχυρίστηκε ότι η περιουσία του αξιοποιείται και, συνεπώς, το δημόσιο βοήθημα θα έπρεπε να του καταβάλλεται.
Η Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, (η «Διευθύντρια»), με επιστολή της ημερομηνίας 6/7/2007, διευκρίνισε στον αιτητή ότι, με την ψήφιση του Νόμου, παρέχεται στο Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας διακριτική εξουσία επιβολής απαγόρευσης επί της περιουσίας ληπτών δημόσιου βοηθήματος, όταν, κατά τη γνώμη του, η αξιοποίησή της δεν είναι εφικτή. Του αναφέρθηκε, επίσης, ότι, στην περίπτωσή του, τα κτήματά του θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν μόνο για γεωργικούς σκοπούς, με ανεπαρκή εισοδήματα, και, γι' αυτό, αποφασίστηκε η επιβολή απαγόρευσης επί της περιουσίας του και ότι η απόφαση για τερματισμό του δημόσιου βοηθήματος προς αυτόν από 30/10/2006 δε στηρίχτηκε στην αξιοποίηση ή όχι της περιουσίας του αλλά στη μη αποδοχή από μέρους του της επιβολής απαγόρευσης επ' αυτής, για την οποία ενημερώθηκε με την επιστολή της Επαρχιακής Λειτουργού ημερομηνίας 30/10/2006.
Στις 2/11/2007, ο αιτητής επανήλθε, επαναλαμβάνοντας τη θέση του ότι η περιουσία του αξιοποιείται. Ζήτησε όπως του καταβληθούν αναδρομικά τα ποσά που δικαιούται από 1/10/2002 μέχρι 30/7/2007, ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με τη δήλωσή του, αυτός εργοδοτήθηκε. Ισχυρίστηκε ότι τα χαμηλά εισοδήματα από την αξιοποίηση της περιουσίας του οφείλονταν στις κακές καιρικές συνθήκες.
Η Επαρχιακή Λειτουργός απέστειλε στον αιτητή την πιο κάτω επιστολή, ημερομηνίας 31/10/2008:-
«Σας ενημερώνουμε ότι η περίπτωση σας επανεξετάσθηκε με προσοχή και πληροφορείστε ότι η παροχή αναδρομικών δικαιωμάτων Δημοσίου Βοηθήματος μέχρι την ημερομηνία εργοδότησης σας δεν είναι εφικτή και η περίπτωση σας έχει τερματισθεί.
Σύμφωνα με την επιστολή της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ημερομηνίας 6/7/2007 και μετά από οδηγίες που δόθηκαν έχετε λάβει τα αναδρομικά σας δικαιώματα μέχρι και τις 30/10/2006.
Ενημερώνεστε εκ νέου ότι η απόφαση για τερματισμό του Δημοσίου Βοηθήματος δεν στηρίχθηκε στο θέμα αξιοποίησης της περιουσίας σας, αλλά στην μη αποδοχή από μέρους σας της επιβολής απαγόρευσης στην περιουσία σας.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ζητά από το Δικαστήριο την ακύρωσή της.
Ο καθ' ου η αίτηση εγείρει προδικαστικά ζήτημα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και εκπρόθεσμου της προσφυγής. Ισχυρίζεται ότι η εν λόγω απόφαση είναι βεβαιωτική, αφού επαναβεβαιώνει, απλά, τη θέση του, όπως αυτή είχε διατυπωθεί και κοινοποιηθεί στον αιτητή με τις επιστολές της 23/4/2007 και της 6/7/2007. Οι αποφάσεις που περιέχονται στις πιο πάνω επιστολές δεν αμφισβητήθηκαν, με αποτέλεσμα η παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 9/1/2009, να είναι εκπρόθεσμη.
Είναι καλά νομολογημένο ότι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως. Απόφαση θεωρείται βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης, όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, αποσκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας κατάστασης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με προηγούμενη πράξη και παράγει ταυτόσημα με αυτήν νομικά αποτελέσματα - (βλ. Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054· Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474· Σαββίδης v. ΕΤΕΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 208). Είναι, επίσης, νομολογημένο ότι, αν η δεύτερη απόφαση εκδίδεται μετά από διεξαγωγή νέας έρευνας, κατά την οποίαν λαμβάνονται υπόψη νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία, τότε αυτή είναι δυνατό να αποκτήσει εκτελεστό χαρακτήρα - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, (1929-1959), σελ. 241 και Ζίττης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394).
Με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι φανερό ότι ο καθ' ου η αίτηση εμμένει στη θέση του, όπως αυτή διατυπώθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 23/4/2007 και επεξηγήθηκε με την επιστολή της Διευθύντριας ημερομηνίας 6/7/2007. Με τις εν λόγω επιστολές, ο αιτητής πληροφορείτο ότι η καταβολή στον ίδιο δημόσιου βοηθήματος μετά τις 30/10/2006 θα γινόταν μόνο υπό την προϋπόθεση της συγκατάθεσής του για δέσμευση της περιουσίας του. Η απόφαση αυτή δεν προσβλήθηκε από τον αιτητή, ο οποίος αρνήθηκε να παραχωρήσει τη συγκατάθεσή του και συνέχισε, με γραπτά διαβήματα, να ζητά επανεξέταση, επαναλαμβάνοντας, ουσιαστικά, τη θέση του ότι η περιουσία του αξιοποιείται, χωρίς να θέσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία προς εξέταση. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με €1.000,00 έξοδα υπέρ του καθ' ου η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] Τέθηκε σε εφαρμογή από 1/1/2006.