ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 650/2007)
27 Ιανουαρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΠΑMΕΙΝΩΝΔΑΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,
2. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,
4. ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ,
5. ΜΟΝΙΚΑ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΣΥΡΙΜΗ,
6. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
7. ΒΕΡΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
8. ΔΗΜΗΤΡΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
9. ΤΑΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
Αιτητές,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Ι. Φαίδωνος, για τους Αιτητές.
Α. Νεοκλέους, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές 1, 2, 3, 4 και 5 είναι τα επιζώντα τέκνα και κληρονόμοι του αποβιώσαντος Τάκη Επαμεινώνδα τέως εκ Λεμεσού και οι αιτητές 6, 7, 8 και 9 είναι οι κληρονόμοι της αποβιώσασας θυγατέρας και κληρονόμου του, Μαρούλας Τάκη Επαμεινώνδα.
Ο καθ΄ ου η αίτηση Δήμος Λεμεσού, δυνάμει της Γνωστοποίησης αρ. 338 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22.9.1961 προέβη στην απαλλοτρίωση της επίδικης ακίνητης περιουσίας με αριθμούς τεμαχίων 20, 20/2, 20/4 & 20/5 και 19/2 του Φ/Σχ LIV/58.4.11 στην ενορία Καθολικής Λεμεσού, έκτασης 18262 μ2 ή 13,64 σκαλών για τη δημιουργία ενιαίου έργου, ήτοι Χονδρικής Αγοράς Πωλήσεως Φθαρτών και Χώρου Στάθμευσης Οχημάτων. Κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των πιο πάνω περιγραφόμενων κτημάτων ήταν ο αποβιώσας Τάκης Επαμεινώνδα.
Ο καθ΄ ου η αίτηση, αφού κατέβαλε τη σχετική αποζημίωση ενεγράφη το Δεκέμβριο 1962 ως ο ιδιοκτήτης των πιο πάνω ακινήτων δυνάμει της προαναφερθείσας απαλλοτρίωσης.
Στις 30.8.1966 οι κληρονόμοι του Τάκη Επαμεινώνδα ζήτησαν να τους επιστραφούν τα πιο πάνω ακίνητα επειδή ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν δεν κατέστη εφικτός εντός τριών (3) ετών όπως ορίζουν το άρθρο 23.4 του Συντάγματος και το άρθρο 15(1) του Νόμου 15/62.
Ο καθ΄ ου η αίτηση με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 7.9.1966, απάντησε ότι δεν αποδεχόταν την απαίτηση των κληρονόμων για επιστροφή των κτημάτων και οι τελευταίοι, καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή αρ. 286/66 για ακύρωση της άρνησης και/ή παράλειψης του καθ΄ ου η αίτηση Δήμου.
Ο καθ΄ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση στην προσφυγή. Ισχυρίστηκε ότι ήταν ενεργώς δεσμευμένος για την εκτέλεση του έργου και ότι είχε ζητήσει από συγκεκριμένο αρχιτέκτονα να ετοιμάσει σχέδια. Ανέφερε επίσης ότι η απαλλοτριωθείσα περιουσία δεν ήταν αρκετή για το συγκεκριμένο σκοπό και ότι αποφάσισε να απαλλοτριώσει για τον ίδιο σκοπό και άλλα συνορεύοντα κτήματα κλπ, υποδηλώνοντας έτσι την ετοιμότητα και εμμονή του στην απόφαση για την εκτέλεση του έργου.
Τελικά, η προσφυγή αρ. 286/66 απορρίφθηκε. Ο καθ΄ ου η αίτηση αποδέχθηκε να πληρώσει στους αιτητές ΛΚ4500 ως αντάλλαγμα για την απόσυρση της προσφυγής ως διευθετηθείσας. Σχετική είναι η επιστολή των δικηγόρων τους η οποία οδήγησε στην απόρριψη της προσφυγής 286/66.
«The Chief Registrar,
Supreme-Court,
Nicosia.
Please take notice that the above Recourse has been settled out of Court as follows:
The Respondents have agreed and undertaken the obligation to pay to the Applicants the sum of £4,500.000 mils (Four Thousand and Five Hundred pounds) in consideration for the withdrawal by the Applicants of this Recourse which shall be deemed to have been settled accordingly.
In view of the above promise and undertaking this Recourse is hereby withdrawn and we pray that it be dismissed with no order as t costs.
Limassol the 21st day of July, 1967.»
Οι κληρονόμοι του Τάκη Επαμεινώνδα με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 6.3.1978 προς τον καθ΄ ου η αίτηση ζήτησαν την επιστροφή των απαλλοτριωθέντων κτημάτων, επειδή, καθώς ισχυρίστηκαν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκαταλείφθηκε οριστικά. Ο Δήμος Λεμεσού αρνήθηκε και με νέα επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 16.9.1978, πληροφόρησαν τον καθ΄ ου η αίτηση ότι δεν τους δέσμευε η διευθέτηση που έγινε στα πλαίσια της προηγούμενης προσφυγής και ότι είχαν δικαίωμα να πάρουν πίσω την περιουσία. Οι αιτητές καταχώρησαν την προσφυγή 86/79 προς ακύρωση της άρνησης κλπ. Η προσφυγή απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Ασκήθηκε έφεση η οποία επίσης απορρίφθηκε, με επικύρωση της αιτιολογίας απόρριψης της προσφυγής ως εκπρόθεσμης. Κατά ή περί το 1984 καταχωρήθηκε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με την οποία οι ενάγοντες ζήτησαν, μεταξύ άλλων, την έκδοση διατάγματος για επιστροφή της επίδικης περιουσίας. Η αγωγή απορρίφθηκε λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Ασκήθηκε έφεση, στα πλαίσια της οποίας στις 28.2.1990 εκδόθηκε απόφαση με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
Το θέμα της επιστροφής των απαλλοτριωθέντων κτημάτων επαναφέρθηκε ξανά από τους αιτητές με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 29.1.2007 προς το Δήμο Λεμεσού ο οποίος, με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 27.2.2007 λακωνικά απέρριψε την αξίωση για επιστροφή των κτημάτων λέγοντας ότι το θέμα έχει κριθεί οριστικά με τις προαναφερόμενες προσφυγές αρ. 286/66 και αρ. 86/79 Εpaminonda v. M/ty L´ssol (1984) 3(B) ΑΑΔ 1534.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση ή/και παράλειψη του καθ΄ ου η αίτηση να επιστρέψει σ΄ αυτούς τα προαναφερόμενα κτήματα εφόσον ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν δεν κατέστη μέχρι σήμερα εφικτός, είναι άκυρη ως αντισυνταγματική, παράνομη και ως γενόμενη καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Ζητούν επίσης όπως ο καθ΄ ου η αίτηση διαταχθεί να εκτελέσει παν το υπ΄ αυτού παραλειφθέν.
Οι αιτητές λέγουν ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση της υπό αναφορά περιουσίας δεν έχει υλοποιηθεί και ότι η ιδέα κατασκευής του έργου εγκαταλείφθηκε οριστικά. Η χονδρική αγορά φθαρτών και ο χώρος στάθμευσης οχημάτων, που επρόκειτο να κατασκευαστούν στην απαλλοτριωθείσα περιουσία ως ενιαίο έργο, έχουν προ πολλού κατασκευαστεί σε άλλη περιοχή της Λεμεσού, μακριά από την επίδικη περιουσία. Το γεγονός ότι μέρος της εν λόγω περιουσίας χρησιμοποιείται ως υπαίθρια λαϊκή αγορά κάθε Σάββατο ενώ άλλο χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης οχημάτων ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά πραγμάτωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Εξάλλου, κάποια άλλη ακίνητη περιουσία που είχε απαλλοτριωθεί για τον ίδιο σκοπό και με την ίδια διοικητική πράξη, επιστράφηκε πριν από καιρό στους δικαιούχους της για να ανταλλαγεί στη συνέχεια με τα τεμάχια 20/4 και 20/5 της επίδικης περιουσίας. Αυτό που τελικά έχει συμβεί είναι ότι η επίδικη περιουσία έχει καταστεί πλεονάζουσα και αχρείαστη με αποτέλεσμα, ο καθ΄ ου η αίτηση Δήμος να δημιουργήσει απόθεμα γης και να πλουτίσει ως ο συνήθης έμπορος γης, συμπεριφορά αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας ως προς την ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δημόσιας ωφέλειας η οποία, στην προκείμενη περίπτωση, έχει οριστικά εκλείψει ενώ δεν πρέπει ο καθ΄ ου η αίτηση να επωφελείται αδίκως από την επελθούσα μεγάλη αύξηση της αξίας της εν λόγω περιουσίας.
Ο καθ΄ ου η αίτηση πρόβαλε τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις:
(α) Η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.
(β) Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας.
(γ) Οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος στην καταχώρηση της προσφυγής.
(δ) Ο συμβιβασμός/συμφωνία των διαδίκων που έγινε περί τον Ιούλιο 1967 αναφορικά με τα επίδικα κτήματα, έθεσε τη διαφορά εκτός των ορίων του διοικητικού δικαίου και η σχέση των διαδίκων για το συγκεκριμένο θέμα, διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο.
(ε) Η προσφυγή δεν μπορεί να προχωρήσει λόγω δεδικασμένου.
Εκπρόθεσμη η προσφυγή.
Ο καθ΄ ου η αίτηση εισηγείται ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη λόγω παρόδου της αποκλειστικής προθεσμίας των 75 ημερών που καθορίζει το άρθρο 146.3 του Συντάγματος και επικαλείται την Epaminonda (ανωτέρω) η οποία αφορούσε στα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης της χρονικής περιόδου και αντανακλούσε το ισχύον τότε δίκαιο. Στην Epaminonda (ανωτέρω), ύστερα από ανασκόπηση της νομολογίας που αφορούσε το θέμα, λέχθηκαν τα εξής:
«On the totality of such authorities and in particular bearing in mind the dicta in Papasavva case (supra) we are in agreement with the learned trial Judge that the legal and constitutional obligation of an acquiring authority to return properties compulsorily acquired to their owners when the purpose of the acquisition has not been attained, independently of the fact that such obligation may be of a continuing nature, cannot be subject to a challenge indefinitely once there has been an express refusal by the administrative organ concerned to perform what has been omitted to be done. We are of the opinion that when a decision refusing to do something is taken and is brought to the knowledge of the person affected, the continuing effect of such omission is terminated and the time of 75 days period for filing a recourse commences to run from the date of such refusal.»
Η θέση του καθ΄ ου η αίτηση είναι ότι η προθεσμία των 75 ημερών έχει παρέλθει αφού έγινε γνωστή στους αιτητές η άρνηση του για επιστροφή των κτημάτων περί τα έτη 1966-1967 και ότι η απόφαση στην προσφυγή αρ. 86/79 η οποία επικυρώθηκε από την Epaminonda (ανωτέρω), αποτελεί πλέον δεδικασμένο για τους αιτητές καθόσον αφορά το θέμα του εκπρόθεσμου της προσφυγής. Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του καθ΄ ου η αίτηση παραθέτουν στη γραπτή αγόρευσή τους το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην προσφυγή 86/79 η οποία, καθώς έχει ήδη ειπωθεί, επικυρώθηκε με την Epaminonda (ανωτέρω):
«I have come to the conclusion that this recourse is out of time as to say the least, the decision of the respondents communicated to the applicants by their letter of 15th March 1978 rejecting the claim of the applicants for the return to them of the acquired property on the ground that the matter had been settled earlier amounted to a definite refusal with its own legal concequences, same should have been challenged by the applicant under Article 146 of the Constitution as an executory act and as from the communication of which to them the mandatory time of 75 days prescribed by para. 3 of Article 146 of the Constitution started running.»
Οι αιτητές απαντούν ότι η προδικαστική ένσταση είναι νομικά αβάσιμη καθότι συνιστά καταστρατήγηση όχι μόνο των προνοιών του άρθρου 23.5 του Συντάγματος και των άρθρων 14 και 15(1) του Νόμου 15/62 αλλά και της αρχής της αναλογικότητας ως προς την ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της προστασίας του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας και της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της για σκοπό δημόσιας ωφέλειας.
Η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας.
Ο καθ΄ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας γιατί πρόκειται για βεβαιωτική πράξη εφόσον με την επιστολή ημερ. 27.2.2007, αντικείμενο της προσφυγής, δηλώνεται με σαφήνεια η εμμονή στην προηγούμενη απόφαση του για μη επιστροφή της υπό συζήτηση ακίνητης περιουσίας. Ο καθ΄ ου η αίτηση, επαναλαμβάνει ότι το υπό κρίση θέμα, έχει επιλυθεί τελεσίδικα και οριστικά με τις δικαστικές αποφάσεις στις προαναφερόμενες υποθέσεις.
Οι αιτητές απαντούν ότι στην υπό κρίση υπόθεση τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές της Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166 στην οποία ειπώθηκαν τα εξής:
«Και είναι ακριβώς τέτοια συνεχιζόμενη παράλειψη μετά και από την αρνητική απάντηση της 16.4.1999, και όχι εκείνη την αρνητική απάντηση, που προσβάλλει η προσφυγή. Η αναφορά στο αιτητικό σε «άρνηση και ή παράλειψη» είναι σαφώς αναφορά όχι στην κυριολεκτικά άρνηση της 16.4.1999 αλλά στη συνεχιζόμενη παράλειψη της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης που περιγραφικά δίδεται ως η συνεχής αρνητική της διάθεση να επιστρέψει το κτήμα.»
Οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος.
Ο καθ΄ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται και/ή στερούνται εννόμου συμφέροντος και/ή έχουν εγκαταλείψει και/ή αποποιηθεί του δικαιώματός τους να καταχωρήσουν νέα προσφυγή γιατί στα πλαίσια της προσφυγής αρ. 286/86, κατέβαλε σ΄ αυτούς ΛΚ4500 ως επιπρόσθετη αποζημίωση προς επίτευξη συμβιβασμού της υπόθεσης. Με το συμβιβασμό που επιτεύχθηκε, οι αιτητές αποποιήθηκαν και/ή μεταβίβασαν προς όφελος του όλα τα απορρέοντα από την ιδιοκτησία των επίδικων ακινήτων δικαιώματά τους. Λέγει ακόμη, ότι η δήλωση των αιτητών για απόσυρση της προσφυγής επέφερε την εξαφάνιση της (προσφυγής) και την κατάργηση της δίκης διότι, μια τέτοια δήλωση, συνιστά σιωπηρή αποδοχή της πράξης, η οποία έχει ως συνέπεια την έκλειψη του εννόμου συμφέροντος των αιτητών. Βλ. Ανδρέας Διακόπουλος κα ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1990) 3 ΑΑΔ 1366. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως εμφαίνεται στη δήλωση των δικηγόρων των αιτητών για την απόσυρση της προσφυγής (ανωτέρω), η προσφυγή αποσύρθηκε ως εξωδίκως διευθετηθείσα χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη δικαιωμάτων. Οι αιτητές ουσιαστικά αποδέχθηκαν την παράλειψη του δήμου και συνακόλουθα την απόσυρση της προσφυγής με αντάλλαγμα το ποσό των ΛΚ4500 που εισέπραξαν.
Οι αιτητές απαντούν ότι η απόσυρση της προσφυγής αρ. 286/66 έγινε μετά τη διαβεβαίωση του καθ΄ ου η αίτηση ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν εγκαταλείφθηκε και ότι επρόκειτο να πραγματοποιηθεί και ότι μάλιστα ζητήθηκε η ετοιμασία σχεδίων από συγκεκριμένο αρχιτέκτονα. Η καταβολή του ποσού των ΛΚ 4500 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούσε τίμημα αγοράς καθότι, σύμφωνα με εκτίμηση του Δημοτικού Μηχανικού, η αξία της εν λόγω περιουσίας κατ΄ εκείνη την περίοδο ήταν ΛΚ40.000. Το ποσό των ΛΚ4500 που ο Δήμος Λεμεσού κατέβαλε, αποτελούσε επιπρόσθετη αποζημίωση στο αρχικά καταβληθέν το 1962 ποσό των ΛΚ20.000 επειδή ο σκοπός δεν επετεύχθη μέσα στα πρώτα τρία χρόνια της απαλλοτρίωσης.
Το θέμα εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Ο καθ΄ ου η αίτηση, ισχυρίζεται ότι με το συμβιβασμό στα πλαίσια της προσφυγής 286/86 και την καταβολή των ΛΚ4500 ως επιπρόσθετης αποζημίωσης, το θέμα έφυγε από το πεδίο του δημόσιου δικαίου και περιήλθε στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου με αποτέλεσμα, τα όποια τυχόν δικαιώματα, υποχρεώσεις και/ή θεραπείες, να διέπονται πλέον από το ιδιωτικό και όχι το δημόσιο δίκαιο.
Ο καθ΄ ου η αίτηση λέγει ότι με το συμβιβασμό και την πληρωμή των ΛΚ4500, αγόρασε το δικαίωμά του να παραμείνει ο ιδιοκτήτης της επίδικης περιουσίας και συνεπώς το θέμα της απαλλοτρίωσης έπαυσε να υφίσταται με το συμβιβασμό οι δε αιτητές, απώλεσαν το έννομο συμφέρον τους, το δε Δικαστήριο, στερείται δικαιοδοσίας για εκδίκαση της υπόθεσης.
Η απάντηση των αιτητών επί της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης είναι ότι η επίδικη περιουσία, αποκτήθηκε με απαλλοτρίωση και όχι με ελεύθερη αγορά και συνεπώς ο Δήμος Λεμεσού είχε υποχρέωση να τη χρησιμοποιήσει αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της απαλλοτρίωσης ή να την επιστρέψει αν ο σκοπός δεν κατέστη εφικτός.
Το δεδικασμένο.
Είναι η θέση του καθ΄ ου η αίτηση ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής λόγω δεδικασμένου. Επικαλούνται προς τούτο την Epaminonda (ανωτέρω) σύμφωνα με την οποία, το ζήτημα της παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας έχει κριθεί τελεσίδικα. Ενόψει τούτου, οι αιτητές όχι μόνο απώλεσαν την προθεσμία προσβολής της απόφασης αλλά ούτε και νομιμοποιούνται να την προσβάλουν εφόσον πρόκειται για βεβαιωτική απόφαση της απόφασης ημερ. 7.9.1966 η προσβολή της οποίας τελεσίδικα κρίθηκε εκπρόθεσμη.
Οι αιτητές απαντούν ότι η πιο πάνω προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να υποστηριχθεί επιτυχώς αφενός γιατί δεν περιλήφθηκε στην ένσταση του καθ΄ ου η αίτηση και αφετέρου γιατί δεν έχει πραγματικό και νομικό έρεισμα αφού η προσφυγή απορρίφθηκε λόγω εκπρόθεσμης καταχώρησης χωρίς να είχε εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης και συνεπώς δεν έχει δημιουργηθεί ούτε υπάρχει δεδικασμένο στην έννοια του όρου όπως ερμηνεύθηκε στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 349.
Εξέτασα τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς με αναφορά και στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Διαπίστωσα την ύπαρξη κάποιας αμφιταλάντευσης ή δυσκολίας από πλευράς του καθ΄ ου η αίτηση στο να δηλώσει ευθέως την αλήθεια σε ό,τι αφορά στην κατάσταση της επίδικης περιουσίας ότι δηλαδή, ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Η διοίκηση, σε κάθε περίπτωση, έχει καθήκον και υποχρέωση να αποκαλύπτει καλόπιστα τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν στη συγκεκριμένη υπόθεση αποφεύγοντας τα μισόλογα και τους αδιευκρίνιστους ισχυρισμούς που ενδεχομένως προκαλούν σύγχυση. Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου σαφώς προκύπτει ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε η επίδικη περιουσία δεν έχει επιτευχθεί. Φαίνεται ότι ο σκοπός αυτός εγκαταλείφθηκε οριστικά και είναι πλέον ανέφικτος αφού η χονδρική αγορά φθαρτών και ο χώρος στάθμευσης που ως ενιαίο έργο επρόκειτο να κατασκευαστούν στην επίδικη περιουσία, κατασκευάστηκαν τελικά σε άλλο χώρο, μακριά από αυτή. Προκύπτει επίσης από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι οι αιτητές επανειλημμένα ζήτησαν την επιστροφή των απαλλοτριωθέντων κτημάτων λόγω μη πραγμάτωσης του σκοπού για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν όμως, κάθε φορά συναντούσαν την άρνηση του καθ΄ ου η αίτηση ενώ ουδέποτε μπόρεσαν να επιτύχουν στις θεραπείες που κατά καιρούς ζήτησαν μέσω της δικαστικής οδού.
Η προσφυγή αρ. 286/66 που καταχώρισαν οι αιτητές αποσύρθηκε τελικά από τους ίδιους ως διευθετηθείσα με αντάλλαγμα την καταβολή σ΄ αυτούς ΛΚ4500 από τον καθ΄ ου η αίτηση. Η επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 21.7.1967 (ανωτέρω), η οποία οδήγησε στην απόρριψη της εν λόγω προσφυγής, δεν αποκαλύπτει το περιεχόμενο της διευθέτησης. Οι εκ των υστέρων εξηγήσεις που αντιστοίχως θέλησαν να δώσουν οι διάδικοι ως προς το περιεχόμενο της διευθέτησης, ως λόγου απόσυρσης της προσφυγής, στερούνται αντικειμενικών ερεισμάτων και ως τέτοιοι στερούνται αξίας. Ωστόσο, παραμένει ως η ουσία του θέματος, το γεγονός ότι η προσφυγή αρ. 286/66 αποσύρθηκε από τους αιτητές ως διευθετηθείσα.
«. in consideration for the withdrawal by the applicants of this Recourse which shall be deemed to have been settled accordingly.»
Η προσφυγή αρ. 86/79 απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη και αυτό που ουσιαστικά αποφασίστηκε στην Epaminonda (ανωτέρω) είναι ότι οσάκις η διοίκηση λαμβάνει απόφαση με την οποία αρνείται να πράξει κάτι και η αρνητική αυτή απόφαση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, η συνεχιζόμενη επίδραση της παράλειψης τερματίζεται και αρχίζει να μετρά η προθεσμία των 75 ημερών από την ημερομηνία της άρνησης για την καταχώρηση της προσφυγής. Βλ. επίσης Vafeadis v. The Republic (1964) CLR 454 και Papasavva v. Republic (1979) 3 CLR 563. Με αυτό το σκεπτικό είναι που επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση περί του εκπροθέσμου της προσφυγής αρ. 86/79 των αιτητών εφόσον η άρνηση του Δήμου Λεμεσού να επιστρέψει την απαλλοτριωθείσα περιουσία κλπ, γνωστοποιήθηκε στους αιτητές περί τα έτη 1966-1967 που άρχιζε η προθεσμία των 75 ημερών η οποία έχει παρέλθει.
Η Πλήρης Ολομέλεια, στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ (ανωτέρω), ύστερα από εκτενή ανασκόπηση της νομολογίας, επαναπροσδιόρισε τις νομικές αρχές και καθόρισε τις βασικές παραμέτρους αναφορικά με τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να διεκδικήσει επιστροφή του κτήματος του. Ουσιαστικά αποκαταστάθηκε η αρχή που διατυπώθηκε στη Mustafa v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 44 ότι δεν τίθεται ζήτημα εκπροθέσμου προσφυγής εφόσον η υποχρέωση της διοίκησης είναι συνεχιζόμενη. Με τη σκέψη της Ευθυμιάδης (ανωτέρω) καταργήθηκε η ακόλουθη της Mustafa (ανωτέρω) νομολογία και επαναπροσδιορίστηκε το δίκαιο. Αναφέρθηκε συναφώς ότι:
«Δεν μας είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι η ακόλουθη της Mustafa v. Republic νομολογία θέτει οριστικά τέρμα στη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να διεκδικήσει επιστροφή του κτήματος αφ΄ ης στιγμής υπήρξε συγκεκριμένη αρνητική τοποθέτηση της διοίκησης η οποία είτε προσεβλήθη ανεπιτυχώς είτε δεν προσεβλήθη ως τέτοια εμπροθέσμως. Η Mustafa v. Republic εξέφρασε μια διαχρονική αρχή η οποία συναρτάται προς αυτή ταύτη την έννοια της συνεχιζόμενης παράλειψης σε σχέση με τη δεδομένη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο το απαλλοτρίωσε. Η υποχρέωση της διοίκησης να προσφέρει επιστροφή κτήματος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός, όπως επιβάλλεται με συνταγματική ισχύ στο ΄Αρθρο 23.5, είναι άρρηκτα και πάγια ακόλουθη της υποχρέωσης της εκείνης. Και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να διαγραφεί δια παντός ως εκ μιας αρνητικής τοποθέτησης της διοίκησης σε κάποιο συγκεκριμένο χρόνο έναντι αιτήματος για επιστροφή. Μία τέτοια αρνητική τοποθέτηση συνιστά βεβαίως εκτελεστή διοικητική πράξη η νομιμότητα της οποίας κρίνεται, εφ΄ όσον προσβληθεί, με αναφορά στα δικά της δεδομένα ως προς το συγκεκριμένο σχετικό χρόνο σε συνάρτηση με το ερώτημα κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε καταστεί εφικτός. Ανεπιτυχής προσβολή τέτοιας απόφασης ή παράλειψη εμπρόθεσμης προσβολής της διατηρεί τη νομιμότητα της ως διοικητικής κρίσης επί των δεδομένων της. Δεν καταργεί όμως τη θεμελιακή υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να επανέλθει με νέο αίτημα για επιστροφή. Κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός θα κριθεί πλέον με αναφορά στο σύνολο των δεδομένων όπως έχουν διαμορφωθεί, σε συνάρτηση πάντοτε προς το σχετικό προς το ερώτημα χρόνο, περιλαμβανομένων των προηγηθέντων αλλά και των ακολουθησάντων την αρνητική απόφαση δεδομένων. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η αρνητική απόφαση, η οποία και όντως δεν θα μπορούσε να προσβάλλεται τώρα εκπροθέσμως, αλλά η ακόλουθη εκείνης και συνεχιζόμενη υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης, παράλειψη εκπλήρωσης της οποίας και μπορεί πάντοτε να προσβάλλεται, όπως υποδεικνύει η Mustafa v. Republicως, ως συνεχιζόμενη παράλειψη.»
Η προσφυγή των αιτητών, υπό το φως της Ευθυμιάδης θα είχε ενδεχομένως προοπτική επιτυχίας αν δεν υπήρχε το ανυπέρβλητο κατά την άποψή μου κώλυμα της απόσυρσης της προσφυγής αρ. 286/66 ως διευθετηθείσας έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Αυτό αποτυπώνεται στη γραπτή δήλωση/επιστολή των δικηγόρων των αιτητών ημερ. 21.7.1967 (ανωτέρω). Το εν λόγω έγγραφο, δημιούργησε αφ΄ εαυτού νομικό κώλυμα (estoppel by record) το οποίο εμποδίζει τώρα τους αιτητές να διεκδικούν θεραπείες τις οποίες, με βάση το έγγραφο, εγκατέλειψαν.
Η απόσυρση της προσφυγής ως διευθετηθείσας με βάση το προαναφερόμενο έγγραφο ημερ. 21.7.1967 και η απόρριψή της στη συνέχεια, επενέργησε στη δημιουργία ενός παρεπόμενου κωλύματος, αυτό του δεδικασμένου (res judicata) το οποίο εμποδίζει τους αιτητές να ζητούν, εκπροθέσμως πλέον, θεραπείες παρόμοιες με εκείνες που ζήτησαν αρχικά και ακολούθως εγκατέλειψαν με αντάλλαγμα το χρηματικό ποσό που εισέπραξαν από το Δήμο Λεμεσού στα πλαίσια της διευθέτησης.
Βεβαίως, το ζήτημα της παράλειψης της οφειλόμενης ενέργειας που οι αιτητές επαναφέρουν με την υπό εξέταση προσφυγή έχει κριθεί τελεσίδικα στην Epaminondas (ανωτέρω). Σύμφωνα με το άρθρο 59(1) του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(1)/1999 «Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.»
Η απόφαση στην Epaminondas με την οποία επικυρώθηκε η απορριπτική απόφαση της προσφυγής αρ. 86/79 ανατρέχει στη διευθέτηση με βάση το έγγραφο ημερ. 21.7.1967 και στις έννομες συνέπειες που προέκυψαν, καθόσον αφορά το εκπρόθεσμο της προσφυγής αρ. 86/79.
Οι αρχές οι οποίες διέπουν το δεδικασμένο στο Αστικό Δίκαιο δεν διαφέρουν από εκείνες που ισχύουν στο Διοικητικό Δίκαιο. Στην Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608 λέχθηκαν τα εξής:
«Ας σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη: Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349. Όπως όμως επισημαίνεται στην Pieris, ανωτέρω, στη σελ. 1065:
«As it can be gathered from a study of a number of English and Cyprus cases, the doctrine of res judicata, as applied in civil cases, has many features in common with the doctrine of res judicata as applied in administrative law. In both fields there must be an adjudication on the merits, similarly the estoppel arising therefrom to all matters in issue, directly or by necessary implication.»
Στη Γαβριήλ κα ν. Αγαπίου (1988) 1(Γ) ΑΑΔ 1868 αποφασίστηκε ότι η ταυτότητα συμφέροντος και η ταυτότητα διαδίκων συνιστούν προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση δεδικασμένου. Η δέσμευση που προκύπτει από τη δικαστική απόφαση βαρύνει εκτός από τους διαδίκους και τους privies - διαδόχους των διαδίκων. Καθόσον αφορά το θέμα της διακοπής της διαδικασίας (discontinuance) και την απόρριψη της αγωγής μετά την απόσυρση της από τον ενάγοντα, κρίθηκε ότι αυτό επιφέρει τη λύση της διαφοράς και καθιστά το αγώγιμο δικαίωμα θέμα δεδικασμένο. Επί του προκειμένου λέχθηκαν τα εξής:
«Στην πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου Gilham v. Browing [1982] 2 All E.R.68 (C.A.), γίνεται ιστορική αναδρομή στο δικαίωμα που παρείχε το Αγγλικό Δίκαιο στον ενάγοντα, να εγκαταλείψει την αγωγή του κατά βούληση, την κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας που μπορούσε να προκύψει από την άσκησή του και την κατάργησή του, μετά τη θέσπιση των περί Δικαιοσύνης Νόμων (Judicature Acts) του 1873 και 1875. Στις, Eleftheriades v. Cyprus Hotels (1985) 1 C.L.R. 577 (βλ. αποφάσεις Λοϊζου, Δ., και Πική, Δ.), και Χ»Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844, κρίθηκε με τον πλέον οριστικό τρόπο, ότι η εγκατάλειψη αγωγής και η κατά συνέπεια απόρριψή της, γεννά δεδικασμένο. Το δεδικασμένο θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας. Αγώγιμο δικαίωμα θεωρείται ως δεδικασμένο εφόσον τα επίδικα θέματα της πρώτης και δεύτερης αγωγής είναι ταυτόσημα. (Βλ. Buehler v. Chronos Richardson [1998] 2 All E.R. 960 (C.A.).)»
Στην προκείμενη περίπτωση τα συμφέροντα των αιτητών ταυτίζονται με τα συμφέροντα των αιτητών των προηγούμενων προσφυγών και οι θεραπείες που ζητούν είναι ταυτόσημες με αυτές που ζητήθηκαν στις προηγούμενες προσφυγές.
Κατ΄ εφαρμογή των νομικών αρχών οι οποίες διέπουν το θέμα του νομικού κωλύματος - estoppel by record και του κωλύματος του δεδικασμένου - res judicata, που εδώ συνυπάρχουν, θεωρώ ότι η ισχύς τους και οι έννομες συνέπειες που έχουν επιφέρει δεν επηρεάζονται από τις παραμέτρους που τέθηκαν στην Ευθυμιάδης και συνεπώς αποφαίνομαι ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην προσφυγή τους.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €2000 έξοδα υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση. Με βάση το άρθρο 146.4 του Συντάγματος επικυρώνονται τόσο η προσβαλλόμενη άρνηση του Δήμου για επιστροφή της επίδικης απαλλοτριωθείσας περιουσίας όσο και η παράλειψη.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.