ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 177/2010)
26 Ιανουαρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SVETLANA KEKUKH,
Αιτήτρια,
-ν-
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Δ. Παυλίδης, για την Αιτήτρια.
Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Την εγκυρότητα των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασής της, που εκδόθηκαν από το καθ΄ου η αίτηση στις 30.11.2009, προσβάλλει η αιτήτρια η οποία κατάγεται από την Ουκρανία και επιζητεί την ακύρωσή τους.
Τα ουσιώδη γεγονότα που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση παρατέθηκαν με επάρκεια στην Ένσταση του καθ΄ου η αίτηση και συνοψίζονται ως ακολούθως:
H Svetlana Sikan Kekush με αρ. Διαβατηρίου ΡΟ100433 αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 31.7.2005 με άδεια εισόδου για να εργαστεί στο CORONET CABARET. Στις 5.8.2005 αιτήθηκε αλλαγή εργοδότη και τόπου εργασίας, ώστε να εργαστεί στο νυχτερινό κέντρο Casanova από 5.8.2005 μέχρι 4.11.2005. Η αιτήτρια αναχώρησε από τη Δημοκρατία στις 9.11.2005. Στις 6.10.2007 η αιτήτρια επέστρεψε στη Δημοκρατία με άδεια εισόδου για να εργαστεί στο CORONET CABARET. Στις 14.1.2008 υπέβαλε αίτηση Μ61 για έκδοση άδειας προσωρινής παραμονής, η οποία της εκδόθηκε μέχρι τις 14.4.2008. Στις 22.1.2008 η αιτήτρια αναχώρησε από τη Δημοκρατία. Στις 9.9.2009 υπέβαλε αίτηση Μ58 με σκοπό την επανείσοδο στη Δημοκρατία και την εργοδότησή της στο CORONET CABARET και προς τούτο της εκδόθηκε άδεια εισόδου στις 10.9.2009. Στις 19.9.2009 επέστρεψε στη Δημοκρατία. Στις 30.9.2009 αιτήθηκε έκδοση άδειας προσωρινής παραμονής, η οποία της εκδόθηκε μέχρι τις 8.9.2010.
Ο Διοικητικής Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης διαβίβασε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης επιστολή ημερομηνίας 30.11.2009 σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια στις 24.11.2009 συνελήφθη στο ξενοδοχείο Lordos για το αδίκημα αποζείν από κέρδη πορνείας. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ίδιας επιστολής δόθηκαν οδηγίες από τη Γενική Εισαγγελία ώστε η αιτήτρια να μη διωχθεί ποινικά αλλά να οδηγηθεί στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων για να συνομιλήσει με Υπαστυνόμο αναφορικά με την πρόθεσή της να συνεργαστεί με τις Αρχές ως μάρτυρας κατηγορίας και σε περίπτωση άρνησής της να απελαθεί. Η αιτήτρια, σύμφωνα με την υπό αναφορά επιστολή, αρνήθηκε να συνεργαστεί.
Στις 30.11.2009 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον της αιτήτριας. Η έκδοσή τους γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 2.12.2009 με επιστολή ημερομηνίας επίσης 30.11.2009 παραλαβή της οποίας υπέγραψε η ίδια. Την 1.12.2009 η αιτήτρια με επιστολή του δικηγόρου της Δημήτρη Α. Παυλίδη προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών αιτήθηκε να ανακληθεί το διάταγμα απέλασής της. Στις 2.12.2009 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών απάντησε αρνητικά στο προαναφερθέν αίτημα. Στις 15.12.2009 η αιτήτρια απελάθηκε για τη χώρα της.
Για προώθηση της αιτούμενης θεραπείας, η αιτήτρια πρόβαλε διάφορους λόγους ακύρωσης, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.
Η αιτήτρια επικαλείται το περιεχόμενο επιστολής ημερομηνίας 30.11.2009 του Υπεύθυνου Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας προς το Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Στην επιστολή εκείνη, μετά που αναφέρεται ότι η αιτήτρια είχε συλληφθεί για το αδίκημα του αποζείν από κέρδη πορνείας και τέθηκε υπό προσωποκράτηση, αναφερόταν ότι είχαν δοθεί οδηγίες από τη Νομική Υπηρεσία όπως οδηγηθεί στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων για να συνομιλήσει με την Υπαστυνόμο κα Σούπερμαν, αναφορικά με την πρόθεσή της όπως χρησιμοποιηθεί η αιτήτρια ως μάρτυρας κατηγορίας, και σε περίπτωση άρνησής της, να απελαθεί. Όπως δε προστίθετο στην επιστολή, η Υπαστυνόμος ανέφερε ότι η αιτήτρια δεν συνεργαζόταν και αρνείτο να χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας. Γινόταν συνακόλουθα εισήγηση όπως εναντίον της εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Σύμφωνα με την αιτήτρια, η ίδια δεν ήταν "απαγορευμένος μετανάστης", αφού είχε άδεια απασχόλησης στη Δημοκρατία και, επομένως, εσφαλμένη είναι η αναφορά στην επιστολή 30.11.2009 του καθ΄ου η αίτηση Υπουργείου με την οποία επληροφορείτο η αιτήτρια ότι ήταν απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει της παραγράφου (κ), εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105. Περαιτέρω, όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, οι αληθινοί λόγοι της απέλασής της ήταν η άρνησή της να παρουσιαστεί ως μάρτυρας κατηγορίας, λόγοι δηλαδή εκδικητικοί και απαράδεκτοι κατά τη νομολογία, οι οποίοι και αποκαλύπτουν κακοπιστία.
Τα γεγονότα τα οποία προβάλλονται για τεκμηρίωση αυτού του λόγου ακύρωσης είναι ελλιπή. Όπως προκύπτει τόσο από την προαναφερόμενη επιστολή, όσο και από προηγηθείσα απόφαση η οποία βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο, η άδεια παραμονής και απασχόλησης την οποία είχε πράγματι αρχικά εξασφαλίσει η αιτήτρια, ακυρώθηκε από τη Διευθύντρια Υπηρεσίας Μετανάστευσης στις 30.11.2009, καθότι αυτή είχε παραβιάσει τους όρους παραμονής της στη Δημοκρατία. Συνακόλουθα, είχαν εκδοθεί εναντίον της τα επίδικα διατάγματα στη βάση της κήρυξης της ως απαγορευμένης μετανάστριας. Όπως δε διαφαίνεται, εάν η αιτήτρια αποδεχόταν να συνεργαστεί με τις αρμόδιες Αρχές για πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης που αφορούσε στο αδίκημα του αποζείν από κέρδη πορνείας, θα της επιτρεπόταν να συνέχιζε να παρέμενε προσωρινά στην Κύπρο για σκοπούς προώθησης ποινικής δίωξης, διαφορετικά κανένας άλλος λόγος δεν συνέτρεχε για να παραμείνει στη Δημοκρατία και να μην κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια. Κατά την άποψή μου, ένας τέτοιος χειρισμός από πλευράς της διοίκησης, ούτε κακοπιστία αποκαλύπτει, ούτε εκδικητική πρόθεση εναντίον της αιτήτριας. Η ενδεχόμενη ουσιαστική συμβολή της στην εξιχνίαση και πιθανή ποινική δίωξη σε σχέση με διερευνώμενο αδίκημα το οποίο η Δημοκρατία έχει καθήκον να καταπολεμά με διεθνείς συμβάσεις και υποχρεώσεις, θα καθιστούσε την παραμονή της στην Κύπρο αναγκαία και θα δικαιολογούσε τη συνέχιση της παραμονής της, αντί της απέλασής της. Η άρνηση όμως της αιτήτριας να συνεργασθεί δεν άφηνε άλλο περιθώριο στην εφαρμογή της νομοθετικής διάταξης.
Η κατ΄ ισχυρισμό παράβαση των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών ΚΔΠ 244/72.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται η αιτήτρια, η Διοίκηση δεν ακολούθησε τους εφαρμοζόμενους στην περίπτωση Κανονισμούς τους οποίους αναφέρει σε επιστολή ημερομηνίας 2.12.2009 του καθ΄ου η αίτηση προς το δικηγόρο της. Όπως προσθέτει, η ακύρωση της άδειας παραμονής της ήταν παράνομη καθότι δεν είχε δοθεί δυνάμει του Κανονισμού 9(4) η προνοούμενη προειδοποίηση 14 ημερών, ούτε και δόθηκε στην αιτήτρια το δικαίωμα ακρόασης προτού εκδοθούν τα επίδικα Διατάγματα και/ή προτού ακυρωθεί η άδεια παραμονής της, η οποία ακύρωση εν πάση περιπτώσει δεν εμφανίζεται στην Ένσταση.
Ο Κανονισμός 9(4) έχει ως εξής:
"(4) Άδεια εισόδου δύναται να ακυρωθή υπό του Υπουργού αφού ο κάτοχος αυτής τύχη προειδοποιήσεως περί της ακύρωσης ουχί βραχύτερας των δεκατεσσάρων ημερών:
Νοείται ότι, εάν ο κάτοχος ανακαλυφθή ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης ή ότι έχει παραβή τους όρους και προϋποθέσεις υφ΄ούς εξεδόθη η άδεια εισόδου, η τοιαύτη ακύρωσις δύναται να εφαρμοσή πάραυτα."
Όπως ορθά εισηγείται η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, στην περίπτωση της αιτήτριας εφαρμόζεται η δεύτερη παράγραφος του Κανονισμού 9(4), εφόσον η αιτήτρια είχε κηρυχθεί ως απαγορευμένη μετανάστρια από τη Διευθύντρια και, επομένως, η ακύρωση της άδειας εισόδου-παραμονής της τύγχανε εφαρμογής άμεσα.
Περαιτέρω, η ακύρωση της άδειας παραμονής υπηκόου τρίτης χώρας, η μη ανανέωση της άδειάς του ή ακόμα και η απόρριψη αίτησής του για πολιτογράφηση, όπως έχει νομολογηθεί, αποτελούν πράξεις έκφανσης της κυριαρχίας ενός κράτους και δεν θεωρούνται ούτε τιμωρία ούτε πειθαρχική κύρωση, έτσι ώστε να προκύπτει άμεσα υποχρέωση να ακουσθεί ο αιτητής. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Vera Jaudine κ.ά., Αναθεωρητική Έφεση αρ. 55/2006, ημερομηνίας 28.7.2006, λέχθηκαν και τα εξής:
"Δικαίωμα ακρόασης.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι οι εφεσίβλητοι τους στέρησαν το δικαίωμα ακρόασης. Υποβάλλουν ότι θα έπρεπε να κληθούν να υποβάλουν τις θέσεις τους έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 43(1) και (2) του Νόμου 158(Ι)/99, το οποίο προνοεί ότι,
"43—(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.
(2) Διοικητικό όργανο που προτίθεται να στηρίξει την απόφαση του σε ισχυρισμούς εναντίον ενός προσώπου οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς."
Η σχετική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο θέμα ήταν η πιο κάτω:
"Ο νόμος δεν επιβάλλει υποχρέωση στο λειτουργό μετανάστευσης να ειδοποιεί τους ενδιαφερόμενους πριν την έκδοση του διατάγματος απέλασης. Όλα τα στοιχεία διερευνήθηκαν επισταμένα από την αρμόδια αρχή και η διαδικασία που τηρήθηκε φανερώνει ότι επανειλημμένα δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να καταθέσουν τις απόψεις τους."
Και η εισήγηση αυτή είναι ανεδαφική. Και τούτο γιατί οι εφεσείοντες είχαν την ευχέρεια τόσο οι ίδιοι όσο και μέσω των δικηγόρων τους να προβάλουν τις δικές τους απόψεις και στην πραγματικότητα προέβαλαν τις θέσεις τους.
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης απορρίπτεται. ..."
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση άρθρων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Σε σχέση και πάλι με το επικαλούμενο δικαίωμα ακρόασης, η αιτήτρια επικαλείται τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 43(1) του Νόμου 158(Ι)/1999. Η θέση αυτή έχει ήδη απαντηθεί πιο πάνω.
Ισχυρίζεται περαιτέρω η αιτήτρια παραβίαση των άρθρων 26(1) και 28(1) του ίδιου Νόμου, υποβάλλοντας ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, πέραν της αναφορά στο σχετικό άρθρο του Κεφ. 105, δε δίδεται επαρκής αιτιολογία για την έκδοση των Διαταγμάτων.
Ούτε αυτή η θέση της αιτήτριας μπορεί να γίνει δεκτή. Στα επίδικα Διατάγματα παρατίθεται τόσο η νομική όσο και η πραγματική βάση που δικαιολογούσε την έκδοσή τους, ενώ είναι επίσης φανερό και από τις προαναφερθείσες περικοπές και το ιστορικό της περίπτωσης, ότι ακόμα πληρέστερη αιτιολογία εξάγεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, γεγονός πλήρως αποδεκτό από τη νομολογία.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ