ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1582/2009)
26 Ιανουαρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΤΕΜΙΟΥ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Γ. Χατζηαναστασίου, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 31.8.2006 αποφασίστηκε η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ανάπτυξη Πολυεθνικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στο Λίβανο (UNIFIL). Η απόφαση αυτή υλοποιήθηκε από τον Ιανουάριο του 2007 με τη συμμετοχή στη Δύναμη έξι συνολικά αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς. Ο αιτητής, ο οποίος έφερε το βαθμό του Επίλαρχου, υπηρέτησε στην προαναφερθείσα Δύναμη από τις 19.12.2007 μέχρι τις 22.8.2008 και λάμβανε από τη Δημοκρατία μηνιαίο επίδομα ύψους £2.100 (€3.588,06).
Όπως καταγράφηκε και στο απόσπασμα από το πρακτικό συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου κατά την οποία λήφθηκε η προαναφερθείσα απόφαση, οι συμμετέχοντες στη Δύναμη αξιωματικοί θα λάμβαναν από τη Δημοκρατία το καθορισθέν μηνιαίο επίδομα, "μειούμενο κατά ποσό ίσο με τυχόν απολαβές από τα Ηνωμένα Έθνη".
Κατά το Φεβρουάριο του 2009 ζητήθηκε από Λειτουργό του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας να ερευνήσει κατά πόσο υπήρχε ενδεχόμενο να λάμβαναν οι συμμετέχοντες στη Δύναμη αξιωματικοί οποιοδήποτε επίδομα από τον ΟΗΕ. Η Λειτουργός επικοινώνησε με αρμόδια υπάλληλο του Τμήματος Αμυντικής Πολιτικής η οποία τη διαβεβαίωσε ότι δεν καταβαλλόταν επίδομα από τον ΟΗΕ, όπως ήταν και προηγούμενη ενημέρωσή της από το ίδιο Τμήμα. Σύμφωνα με υπεύθυνη δήλωση της ίδιας της Λειτουργού του Λογιστηρίου, παρόλη τη διαβεβαίωση, επικοινώνησε με ένα από τους αξιωματικούς, ο οποίος έτυχε να βρίσκεται στην Κύπρο (όχι του αιτητή), ο οποίος επίσης τη διαβεβαίωσε ότι δεν λάμβαναν τότε κανένα επίδομα από τον ΟΗΕ αλλά "κάτι ακούγεται τώρα". Του ζήτησε να προσκομίσει βεβαιώσεις από το Λίβανο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αργότερα, στις 9.2.2009 άλλος αξιωματικός την πληροφόρησε ότι από τον Οκτώβριο του 2007 καταβαλλόταν στους αξιωματικούς ημερήσιο επίδομα 74 Δολαρίων ΗΠΑ.
Κατά το Σεπτέμβριο του 2009 υποβλήθηκε ενημερωτικό σημείωμα από το Λογιστήριο προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας με εισήγηση να καθοριστεί ποσό μηνιαίας αποκοπής από το μισθό των αξιωματικών ώστε να καλυφθεί η υπερπληρωμή. Ο Γενικός Διευθυντής, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού, έδωσε οδηγίες όπως καθορισθεί ποσό μηνιαίας αποκοπής σε λογικά πλαίσια. Οι επηρεαζόμενοι αξιωματικοί ενημερώθηκαν με επιστολή ημερομηνίας 16.10.2009 ότι από το Νοέμβριο του 2009 θα αποκόπτετο από το μισθό εκάστου μηνιαίο ποσό €300, μέχρι εξόφλησης του ποσού που είχαν λάβει από τον ΟΗΕ.
Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή του προσβάλλει την απόφαση του καθ΄ου η αίτηση Υπουργείου Άμυνας για την αποκοπή από το μισθό του του πιο πάνω μηνιαίου ποσού.
Κύριο λόγο ακύρωσης τον οποίο προσβάλλει ο αιτητής αποτελεί η θέση του σύμφωνα με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, αφού μετά την πάροδο ικανού χρόνου, το καθ΄ου η αίτηση απαιτεί χρήματα τα οποία ο αιτητής έλαβε καλόπιστα.
Παραβιάστηκε επίσης, σύμφωνα με τον αιτητή, η αρχή της καλής πίστης από την οποία πρέπει να εμφορείται η διοίκηση.
Ως προς τα γεγονότα, ο αιτητής στηρίζει το λόγο ακύρωσης στον ισχυρισμό του σύμφωνα με τον οποίο ο ίδιος εισέπραττε το ημερήσιο επίδομα από τον ΟΗΕ, αγνοώντας ότι επρόκειτο αργότερα να του αφαιρεθούν τα αντίστοιχα ποσά λόγω Υπουργικής απόφασης την οποία αγνοούσε πλήρως και για την οποία ή για το περιεχόμενό της δεν είχε ποτέ προηγουμένως ενημερωθεί.
Βρισκόμενος σ΄ αυτό το σημείο, θα πρέπει να εντοπίσω ότι ο ισχυρισμός του αιτητή περί πλήρους άγνοιας του ως προς το ότι από το μηνιαίο επίδομα το οποίο του καταβαλλόταν από τη Δημοκρατία θα του αποκόπτετο οποιοδήποτε επιπλέον ποσό λάμβανε απευθείας από τα Ηνωμένα Έθνη, φαίνεται να είναι ορθός και δεν έχει διαψευσθεί από την πλευρά του καθ΄ου η αίτηση. Αντίθετα, φαίνεται να επιβεβαιώνεται μεταξύ άλλων και από την προαναφερθείσα υπεύθυνη δήλωση της Λειτουργού του Λογιστηρίου. Το πλήρες κείμενο της Υπεύθυνης Δήλωσης είναι αναγκαίο όπως παρατεθεί εδώ αυτούσιο και έχει ως εξής:
"ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ
Δηλώνω υπεύθυνα ότι στα στελέχη της Εθνικής Φρουράς που συμμετείχαν στην Πολυεθνική Δύναμη UNIFIL στο Λίβανο καταβαλλόταν το συνολικό ποσό του επιδόματος, σύμφωνα με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 64.244 ημερ. 31/8/2006, αφού η ενημέρωση που είχα από το Τμήμα Αμυντικής Πολιτικής του Υπουργείου Άμυνας ήταν ότι δεν τους καταβαλλόταν κανένα ποσό από τον ΟΗΕ.
Το Φεβρουάριο του 2009, μετά από οδηγίες της Προϊσταμένης μου κας Αλεξάνδρας Μελή, για διερεύνηση του θέματος, επικοινώνησα με την κα Άννα Σολομωνίδου του Τμήματος Αμυντικής Πολιτικής και με διαβεβαίωσε ξανά ότι δεν τους καταβαλλόταν επίδομα από τον ΟΗΕ. Πληροφόρησα την κα Μελή, η οποία μου έδωσε οδηγίες να ζητήσω από τα ίδια τα στελέχη να μας προσκομίσουν υπεύθυνες δηλώσεις.
Τότε, επικοινώνησα με τον κ. Γιώργο Κωνσταντινίδη, ο οποίος βρισκόταν στην Κύπρο και με διαβεβαίωσε και ο ίδιος ότι δε λαμβάνουν κανένα επίδομα από τον ΟΗΕ και πως κάτι ακούγεται τώρα. Του ζήτησα να το δηλώσει και γραπτώς, σύμφωνα με τις οδηγίες της κας Μελή, και μου είπε ότι θα επέστρεφε στο Λίβανο τη Δευτέρα 9/2/2009 και θα μου έστελλε τις βεβαιώσεις με τον κ. Κίμωνα Ορφανίδη.
Τη Δευτέρα 9/2/2009, επικοινώνησε μαζί μου ο κ. Κ. Ορφανίδης και ρωτούσε το λόγο που δεν έγινε η πληρωμή του. Του ζήτησα να μου στείλει υπεύθυνη δήλωση για το αν παίρνει ή όχι επίδομα και μου είπε ότι από τον Οκτώβριο του 2007 τους καταβάλλεται ημερήσιο επίδομα 74 Δολλάρια.
Ο κύριος Κ. Ορφανίδης, με επισκέφτηκε στο γραφείο μου πριν την αναχώρησή του για το Λίβανο. Τον ενημέρωσα για την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και του ζήτησα όταν πάει στο Λίβανο να με ενημερώσει αν καταβαλλόταν οποιοδήποτε ποσό, καθότι δεν είχα δει τους άλλους πριν αναχωρήσουν. Αυτό έγινε και στην παρουσία της κας Σοφίας Ιωάννου, η οποία μπορεί να βεβαιώσει το γεγονός.
Δήμητρα Ζύγκα
Βοηθός Γραμματειακός Λειτουργός
30 Απριλίου 2010"
Πέραν της μη ενημέρωσης του αιτητή κατά το χρόνο ανάθεσης της υπηρεσίας του ή αργότερα ως προς οποιανδήποτε υποχρέωση μείωσης του συμφωνηθέντος επιδόματός του, παρατηρείται μια έκδηλη προχειρότητα στο χειρισμό του όλου θέματος από πλευράς της αρμόδιας Αρχής, για τους ακόλουθους λόγους:
1. Κατ΄ αρχάς δεν κοινοποιείται προς τον αιτητή και τους άλλους αξιωματικούς το περιεχόμενο της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και ιδιαίτερα το ενδεχόμενο μείωσης του καθορισθέντος επιδόματος σε περίπτωση λήψης επιδόματος από άλλη πηγή.
2. Το αρμόδιο Τμήμα του Υπουργείου Άμυνας εσφαλμένα πληροφόρησε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ότι δεν καταβαλλόταν προς τους υπηρετούντες στο Λίβανο αξιωματικούς οποιοδήποτε επίδομα από τον ΟΗΕ και εξίσου εσφαλμένα παρουσιάζεται να επαναβεβαίωσε αυτή την παραπληροφόρηση και κατά το Φεβρουάριο του 2009, ενώ αποδεδειγμένα ο ΟΗΕ κατέβαλλε προς αυτούς ημερήσιο επίδομα από τον Οκτώβριο του 2007. Καμιά άλλη εξήγηση δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο ότι η αρμόδια Αρχή παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα στο θέμα τούτο, με αποτέλεσμα το Κράτος να κατάβαλλε ποσά κατά παράβαση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
3. Παρά τις εσφαλμένες διαβεβαιώσεις του αρμόδιου Τμήματος του καθ΄ου η αίτηση Υπουργείου Άμυνας, το Λογιστήριο αποφάσισε να διερευνήσει περαιτέρω το θέμα. Αντί δε να απευθυνθεί στην ίδια την πηγή, δηλαδή τη διοίκηση της Διεθνούς Δύναμης ή του ΟΗΕ, αποφάσισε να ζητήσει από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους αξιωματικούς να προσκομίσουν υπεύθυνες δηλώσεις. Τελικά, κάποιος από τους αξιωματικούς ανέφερε προφορικά ότι πράγματι λάμβαναν ημερήσιο επίδομα από τον ΟΗΕ από τον Οκτώβριο του 2007. Τότε και μόνο τότε ζητήθηκε επιτέλους επίσημη ενημέρωση από τη μόνιμη αντιπροσωπεία της Κύπρου στον ΟΗΕ και ζητήθηκε ο καθορισμός ποσού μηνιαίας αποκοπής από το μισθό του αιτητή και των άλλων αξιωματικών.
4. Ο ίδιος ο αιτητής πληροφορήθηκε με επιστολή 16.10.2009 από το καθ΄ου η αίτηση Υπουργείο ότι θα απεκόπτετο από το μισθό του, αρχής γενομένης από το Νοέμβριο του 2009, μηνιαίο ποσό €300 "μέχρι εξοφλήσεως του ποσού που έχετε λάβει από τον ΟΗΕ". Με εκείνη την επιστολή επισυναπτόταν και εκοινοποιείτο προς τον αιτητή η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 31.8.2006, ενώ το ύψος του αποκοπτόμενου από το μισθό του ποσού, αυθαίρετα φαίνεται να αποφασίστηκε χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε έρευνα και διαβούλευση με τον ίδιο.
Με Αναφορά του ημερομηνίας 14.9.2009, ο αιτητής είχε δηλώσει ότι κατά τη διάρκεια της αποστολής του δεν του δόθηκε κανένα έγγραφο, διαταγή ή μνημόνιο ώστε να ενημερωνόταν για τη φύση των καθηκόντων και υποχρεώσεών του. Σχετικά δε με την περίπτωση της υπερπληρωμής την οποία επικαλείτο το Υπουργείο ένα έτος μετά την αποχώρησή του από τη Δύναμη, ο αιτητής ανέφερε πως δεν ευθυνόταν, καθότι δεν γνώριζε ότι θα έπρεπε να του αφαιρούντο τυχόν επιδόματα και δεν του γνωστοποιήθηκε καμιά υπουργική απόφαση.
Εξετάζοντας τον ανωτέρω τρόπο με τον οποίο η Διοίκηση χειρίστηκε και προσέγγισε το θέμα τουλάχιστον της αντιμισθίας των αξιωματικών στους οποίους ανέθεσε την παροχή υπηρεσιών στη Δύναμη της UNIFIL, αυτός δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί παρά σαν ελλιπής, πρόχειρος και κάθε άλλο παρά υπεύθυνος. Ενώ υπήρχε η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου από το 2006, όταν ανατέθηκε στον αιτητή όπως υπηρετήσει στη Δύναμη, προφανώς με τη δική του συγκατάθεση και σύμφωνη γνώμη, του κοινοποιήθηκε μόνο το μηνιαίο ποσό που θα λάμβανε ύψους £2.100 χωρίς κανένα όρο και χωρίς καμιά ενημέρωση ως προς την επιφύλαξη που ενυπήρχε στην απόφαση του Υπουργικού και ενώ ήδη ο ΟΗΕ έδιδε ημερήσιο επίδομα στους Κύπριους αξιωματικούς από το Φεβρουάριο του 2007, χωρίς το αρμόδιο Υπουργείο να έχει οποιαδήποτε γνώση περί τούτου και από την έναρξη της υπηρεσίας του αιτητή, κατέβαλλε προς αυτόν ατόφιο το συμφωνηθέν ποσό των £2.100 μηνιαία.
Όπως υποστήριξε η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση στην αγόρευσή της, ο αιτητής είχε υποχρέωση ο ίδιος να πληροφορήσει τη διοίκηση ότι του καταβαλλόταν επιπλέον επίδομα. Διαφωνώ με τη θέση αυτή και εύλογα προκύπτει το ερώτημα από πού θα πήγαζε μια τέτοια υποχρέωση του αιτητή, αφ΄ ης στιγμής δεν ήταν ενήμερος ως προς το ότι το επίδομα το οποίο καθορίστηκε και του καταβαλλόταν χωρίς καμιά επιφύλαξη, υπόκειτο σε μείωση αν λάμβανε επιπρόσθετο ποσό από άλλη πηγή; Αυτή η θέση δεν συνιστά τίποτε περισσότερο παρά μια άγαρμπη προσπάθεια της Διοίκησης να καλύψει τη δική της παράλειψη όπως εξ αρχής ενημερώσει τον αιτητή ως προς το ότι οι όροι της μισθοδοσίας ή του επιδόματός του δεν αποτελούνταν από το καθορισθέν και καταβαλλόμενο ποσό αλλ΄ υπόκειντο σε μείωση.
Όπως περαιτέρω εισηγείται η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, ο ίδιος ο αιτητής ήταν κακόπιστος αφού όταν ζήτησε το Υπουργείο Άμυνας από τους αξιωματικούς να του υποβάλουν υπεύθυνες δηλώσεις για ποσά που τους έχουν καταβληθεί, δεν ανταποκρίθηκε, με αποτέλεσμα το Υπουργείο να αναγκαστεί όπως προβεί σε δική του έρευνα. Αυτή η θέση δεν ευσταθεί ούτε και δικαιολογείται από τα γεγονότα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Κατ΄ αρχάς, όπως ανάφερα και προηγουμένως, ήταν ευθύνη του ίδιου του Υπουργείου και του Λογιστηρίου όπως εξ αρχής ζητήσει και τύχει επίσημης ενημέρωσης από τα Ηνωμένα Έθνη και όχι να αρκείται σε ανεπίσημες διαβεβαιώσεις ή δηλώσεις προφορικές ή γραπτές των ίδιων των εμπλεκομένων. Εν πάση όμως περιπτώσει, ο ισχυρισμός ότι ζητήθηκε από τον ίδιο τον αιτητή όπως υποβάλει υπεύθυνη δήλωση ως προς ποσά που του είχαν καταβληθεί και ότι αυτός δεν το έπραξε, δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά γεγονότα όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Εκείνο το οποίο αναφέρεται στην προαναφερθείσα Υπεύθυνη Δήλωση της Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού στο Γενικό Λογιστήριο, οι μόνες σχετικές παρακλήσεις στις οποίες προέβηκε για υποβολή υπεύθυνης δήλωσης έγιναν προς άλλους αξιωματικούς και μάλιστα αυτές έγιναν κατά το Φεβρουάριο του 2009, δηλαδή πολλούς μήνες μετά που ο αιτητής είχε αποχωρήσει από τη Δύναμη.
Επομένως, ο ισχυρισμός περί κακοπιστίας του αιτητή είναι τουλάχιστον άδικος.
Ουσιαστικά εκείνο το οποίο παρατηρείται στην παρούσα περίπτωση είναι ότι η Διοίκηση χειρίστηκε το όλο θέμα με προχειρότητα, ανεπάρκεια, έλλειψη δέουσας έρευνας και ενημέρωσης, δίδοντας εσφαλμένα, ελλιπή και παραπλανητικά στοιχεία στον αιτητή αναφορικά με το επίδομα το οποίο θα λάμβανε και το οποίο πράγματι λάμβανε καθ΄ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του στη Δύναμη της UNIFIL και ήρθε εκ των υστέρων η διοίκηση μετά από αδικαιολόγητη αδράνεια να ζητήσει αναδρομικά την επιστροφή ποσών τα οποία ουδέποτε ενημέρωσε τον αιτητή ότι εδικαιούτο και αφαιρώντας αυθαίρετα καθορισθέντα ποσά από το μισθό του.
Στην υπόθεση Ψαθά ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α ΑΑΔ 82, η αιτήτρια είχε προσβάλει την απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου σύμφωνα με την οποία, ποσό σύνταξης που της καταβλήθηκε αχρεωστήτως, θα της αποκοπτόταν με μηνιαίες δόσεις από τη σύνταξή της. Παρόλον ότι ο ορθός υπολογισμός του ύψους της σύνταξης επρονοείτο με βάση τη σχετική νομοθεσία, εν τούτοις το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε κατ΄ αρχάς ότι δεν είχε εφαρμογή η αρχή ότι ο πολίτης δεν δικαιούται να επικαλείται άγνοια του νόμου και ότι θα όφειλε ο ίδιος να ενημερώσει για το λάθος. Όπως τονίστηκε, από καμιά διάταξη ή γενική αρχή δικαίου δε συνάγεται υποχρέωση του διοικουμένου να προβαίνει ο ίδιος σε έλεγχο και να ειδοποιεί τη διοίκηση για τυχόν λάθη της. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η αιτήτρια είχε λάβει το επιπλέον ποσό καλόπιστα και όχι ως αποτέλεσμα απατηλής συμπεριφοράς ή δόλιας ενέργειας της ίδιας. Με αναφορά δε στην προηγούμενη απόφαση στην υπόθεση Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3(ΣΤ) ΑΑΔ 4417, στην οποία ο αιτητής είχε ενταχθεί από την αρμόδια Αρχή λανθασμένα σε ψηλότερη μισθολογική κλίμακα, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Διοίκησης. Συγκεκριμένα δε, στην υπόθεση Τσικουρής (ανωτέρω) αναφέρθηκαν και τα εξής από το Νικήτα, Δ.:
". Ο μισθός δημοσίου υπαλλήλου δεν θεωρείται αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του όπως στην περίπτωση των ιδιωτικών συμβάσεων εργασίας, αλλά παροχή για την αξιοπρεπή διαβίωσή του. Αυτή η τοποθέτηση στηρίζεται στη σωστή σκέψη ότι ο εργάσιμος χρόνος του υπαλλήλου είναι αφιερωμένος εξ ολοκλήρου στο δημόσιο, που με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζει την αρτιότερη λειτουργία των υπηρεσιών του. Το θέμα αναλύει ο Τσούτσος "Διοίκησις και Δίκαιον σλ. 180, 181 και 184 ανωτέρω.
Λογική προέκταση της αντίληψης αυτής αποτελούν οι κανόνες που ρυθμίζουν το δικαίωμα της διοίκησης (και των δημόσιων οργανισμών) να αναζητήσουν αποδοχές που καταβλήθηκαν από λάθος ή πλάνη. Το δικαίωμα υπόκειται σε περιορισμούς. Βασική προϋπόθεση για ανάκτηση τους είναι ότι το αρμόδιο όργανο ενεργεί πάντοτε σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης. Την ουσία του κανόνα εκφράζει με επιγραμματικότητα ο καθηγητής Δαγτόγλου στον παραπάνω σύγγραμμα, σελ. 169:
"Το Συμβούλιο της Επικρατείας, ήδη στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, δέχθηκε ότι μετά πάροδο "μακρού χρόνου" (έστω και βραχύτερου του έτους), αναζήτηση αποδοχών που έλαβε υπάλληλος καλόπιστα δημιουργεί απρόβλεπτες γι΄ αυτόν οικονομικές συνέπειες που μπορούν να έχουν άμεση επιρροή στα μέσα διαβιώσεως του και αντίκειται επομένως στην αρχή της χρηστής διοικήσεως."
Στην κρινόμενη περίπτωση ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι την ανακάλυψη του λάθους είναι 4 περίπου χρόνια. Στο μεταξύ το ποσό που συσσωρεύθηκε είναι σημαντικό σε βαθμό που μπορεί να επηρεάσει τις οικονομικές προοπτικές του αιτητή και τον προγραμματισμό του. ...
..........................................................................................
Ισχυροποίηση της γνώμης μου παρέχει πιστεύω το εξής απόσπασμα πάλιν από το Τσούτσο "Διοίκησις και Δίκαιον" σελ. 189:
"Η αρχή της χρηστής διοικήσεως έλαβεν ούτω γενικήν εφαρμογήν, προκειμένου περί αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντων χρηματικών ποσών, κυρίως εις τους δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, δικαιολογουμένην χάριν της προστασίας των προσώπων τούτων από ενδεχομένων απροσδόκητων απαιτήσεων, αίτινες θα απετέλουν δι΄ αυτά αιφνιδιασμόν και ανατροπήν του οικονομικού των ισοζυγίου."
Όπως δε περαιτέρω αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 1992, Τρίτη Έκδοση, σελίδα 218, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι μετά πάροδο μακρού χρόνου, ακόμη και βραχυτέρου του ενός έτους, δεν είναι δυνατή η επιστροφή αποδοχών που έλαβε ο υπάλληλος καλόπιστα. Τέτοια αρχή δε συνάδει με τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Εφαρμοζομένων των πιο πάνω αρχών στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεν μπορώ παρά να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν ευθύνεται για την παράλειψη της Διοίκησης όπως κοινοποιήσει στον ίδιο την οποιαδήποτε απόφασή της για αποκοπή ποσού από το καθορισθέν επίδομά του, ότι ο αιτητής καλόπιστα λάμβανε ολόκληρο το ποσό του συμφωνηθέντος ή καθορισθέντος επιδόματος που του κατάβαλλε η Διοίκηση και ότι καμιά υποχρέωση δεν είχε ο αιτητής ή λόγο να διερευνούσε ο ίδιος θέμα που αφορούσε τυχόν αποκοπή από το καταβαλλόμενο επίδομά του.
Επομένως, η οποιαδήποτε εκ των υστέρων και μετά από αδικαιολόγητη καθυστέρηση αποκοπή από το μισθό του αιτητή υπό τις ως άνω περιστάσεις, συνιστά παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, όπως αυτές κατοχυρώνονται από τη νομολογία και τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 158(Ι)/1999.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς την αναγκαιότητα όπως εξετασθούν και άλλοι λόγοι ακυρότητας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ