ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1293/2009)
26 Ιανουαρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΥΚΑΣ ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
Αιτητής,
-ν-
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Aίτηση.
- - - - - -
Θ. Κουσπή για Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.
Α. Χρίστου, για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Α. Καρεκλάς, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφασή της ημερομηνίας 7.7.2009, η καθ΄ης αίτηση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου προήγαγε στη θέση Ανώτερου Τεχνικού - Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία, Επιθεώρηση Εγκαταστάσεων) - Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου - Λάρνακας (Θέση αρ. 3) το ενδιαφερόμενο μέρος Ευστάθιο Κουζαρίδη.
Σε πρώτο στάδιο, η αρμόδια Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού (στο εξής "η Επιτροπή Επιλογής") σε συνεδρία της ημερομηνίας 8.5.2009, αφού επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης της προαναφερθείσας θέσης, επέλεξε ομόφωνα για προαγωγή τρεις από τους υποψηφίους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγετο και το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλ΄ όχι ο αιτητής, και υπέβαλε σχετική εισήγησή της στο διοικητικό συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση. Ακολούθησε συνεδρία ημερομηνίας 12.6.2009 της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού (στο εξής "η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή"), κατά την οποία λήφθηκε υπόψη η εισήγηση της Επιτροπής Επιλογής και δόθηκε και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής. Ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τον υποψήφιο Πέτρο Κωνσταντίνου. Τα μέλη όμως της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, κατόπιν δικής τους διερεύνησης των δεδομένων, αποφάσισαν ομόφωνα και παρά τη σύσταση του Διευθυντή, να συστήσουν στην Αρχή την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Ευστάθιου Κουζαρίδη στην προαναφερθείσα θέση.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ης η αίτηση επιλήφθηκε του θέματος της προαγωγής, σε συνεδρία του ημερομηνίας 7.7.2009. Κατά τη συνεδρία, ο Γενικός Διευθυντής υιοθέτησε και επανέλαβε τη σύστασή του υπέρ του υποψηφίου Πέτρου Κωνσταντίνου. Το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη και τις εισηγήσεις της Επιτροπής Επιλογής και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, και κατόπιν διεξαγωγής δικής της διερεύνησης και αξιολόγησης των δεδομένων, αποφάσισε, κατά παρέκκλιση από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Κουζαρίδη.
Την απόφαση της καθ΄ης η αίτηση για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Κουζαρίδη, προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής Λούκας Ναθαναήλ και εγείρει προς τούτο διάφορους λόγους ακύρωσης, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
1ος λόγος ακύρωσης.
Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη και/ή προϊόν πλάνης και/ή προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας και πάσχει από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, επειδή η έκθεση και σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής είναι αναιτιολόγητη, αντίκειται στους σχετικούς Κανονισμούς και δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων των υποψηφίων.
Απλή ανάγνωση του πρακτικού συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερομηνίας 12.6.2009, οδηγεί σε συμπέρασμα αντίθετο προς αυτό το οποίο προβάλλει ο αιτητής ως προς έλλειψη επαρκούς διερεύνησης και αιτιολογίας στην απόφαση της Υπεπιτροπής. Δεν θα παραθέσω εδώ ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα του πρακτικού, αλλά θα περιοριστώ να εντοπίσω ότι σ΄ αυτό γίνεται μια εκτενής αναφορά σε στοιχεία τόσο του υποψηφίου τον οποίο είχε συστήσει για προαγωγή ο Γενικός Διευθυντής και του ενδιαφερόμενου μέρους, όσο και όλων των άλλων υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και του αιτητή. Γίνεται περαιτέρω, αναφορά σε βαθμολογημένη αξία, σε πρόσθετα προσόντα που διαθέτουν τινές των υποψηφίων έναντι άλλων που δεν διαθέτουν, καθώς και στο στοιχείο της αρχαιότητας και προβαίνει η Υπεπιτροπή στις σχετικές συγκρίσεις μεταξύ των υποψηφίων για να αιτιολογήσει τη δική της κατάληξη και το γεγονός ότι δεν ασπάζεται τη σύσταση στην οποία είχε προβεί ο Γενικός Διευθυντής.
Με αυτά ως δεδομένα, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η θέση του αιτητή, σύμφωνα με την οποία η Υπεπιτροπή περιορίστηκε σε απλή αναφορά στα κριτήρια της αρχαιότητας, αξίας και προσόντων, αποφεύγοντας να αξιολογήσει τα στοιχεία ενός εκάστου υποψηφίου και καταλήγοντας έτσι σε γενικά, αόριστα και αβάσιμα συμπεράσματα.
Είναι γεγονός ότι στο τηρηθέν πρακτικό γίνεται ειδική και κάπως εκτενής ενασχόληση σε συγκρίσεις μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και του υποψηφίου που επέλεξε να συστήσει ο Γενικός Διευθυντής. Όμως, αυτό καθηκόντως και δικαιολογημένα έγινε για να εξηγήσει τους λόγους της διαφωνίας της Υπεπιτροπής με τη σύσταση, ενώ δεν εξικνείται η ενασχόληση σε συγκρίσεις μόνο μεταξύ των δύο εκείνων υποψηφίων, αλλ΄ όπως έχω ήδη αναφέρει, επεκτάθηκε μεταξύ όλων των υποψηφίων.
Όπως δε περαιτέρω εισηγείται ο αιτητής, το καθ΄ου η αίτηση, καθώς επίσης και προηγουμένως η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, δεν εδικαιολογούντο να καταλήξουν στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του αιτητή, καθ΄ην στιγμή ο δεύτερος υπερτερούσε καταφανώς σε αρχαιότητα και ήταν ισοδύναμος με τον πρώτο ως προς τα προσόντα, αφού και οι δύο κατέχουν πρόσθετα προσόντα, ενώ το μόνο στοιχείο στο οποίο υπερτερούσε το ενδιαφερόμενο μέρος, και αυτό οριακά και αμελητέα, ήταν στη βαθμολογημένη αξία. Πιο συγκεκριμένα, ο αιτητής υποβάλλει ότι η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν "της τάξης των 3 Α", ενώ η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα ήταν περισσότερη από 8 χρόνια. (1995 με 2007 στην προηγούμενη θέση).
Στο σημείο τούτο, διαπιστώνεται κατ΄ αρχάς ότι η μελέτη των εκθέσεων που επισυνάπτονται στην Ένσταση αναφορικά με τη βαθμολόγηση των υποψηφίων κατά τα προηγούμενα πέντε χρόνια πριν από την προκήρυξη της επίδικης θέσης, ήτοι κατά τα έτη 2003-2007, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε έναντι του αιτητή κατά 4 Α και όχι κατά 3 Α, όπως αναφέρεται στην αγόρευση του αιτητή.
Επανειλημμένα έχει νομολογηθεί ότι η αρχαιότητα αποκτά βαρύνουσα σημασία εκεί όπου οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι ως προς τα στοιχεία της αξίας και των προσόντων. (π.χ. Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 ΑΑΔ 756).
Όπως τονίστηκε, μεταξύ άλλων και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ηλίας Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 560, το βασικό κριτήριο για προαγωγή ή διορισμό είναι η αξία. Περαιτέρω, η κατοχή κάποιου διπλώματος, πέραν των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων και παρά το ότι δεν θεωρείται ως πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι ένα στοιχείο το οποίο επίσης λαμβάνεται υπόψη υπέρ ενός υποψηφίου, εάν αυτό είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Ως προς την υπεροχή σε αξία, σε άλλη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με εμπλεκόμενη όπως και εδώ την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, στην Υπόθεση αρ. 381/2007, Ρούσσου ν. Α.Η.Κ., ημερομηνίας 28.11.2008, το Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστούσε υπέρτερη αξία του αιτητή το γεγονός ότι ο αιτητής είχε κατά τα τελευταία 5 χρόνια βαθμολογηθεί με 34 "εξαίρετος", ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος με 30. Παρόλο δε ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προνοούσε για προσόν μεταπτυχιακού διπλώματος, εν τούτοις η κατοχή τέτοιου προσόντος από τον αιτητή, δεδομένου ότι αναφερόταν σε κλάδο σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, μπορούσε να ληφθεί υπόψη υπέρ του.
Και σε άλλη απόφαση εναντίον της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, στη υπόθεση Τσιερκέζου ν. Α.Η.Κ., Υπόθεση αρ. 792/2002, ημερομηνίας 12.8.2003, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι, αναφορικά με τη βαθμολογημένη αξία των υποψηφίων, η διαφορά κατά 5 Α υπέρ του αιτητή, έδιδε προς αυτόν ένα "σημαντικό προβάδισμα".
Ως προς το στοιχείο της υπέρτερης πείρας, το οποίο επικαλείται υπέρ του ο αιτητής, υπενθυμίζεται ότι αυτό το κριτήριο δεν συμπίπτει με την αρχαιότητα, αλλά συναρτάται με τη γενικότερη αξία υποψηφίου. Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 ΑΑΔ 624, η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας, η οποία και αποκτάται ως πρακτική γνώση κάποιου ο οποίος επιδίδεται σε ένα συγκεκριμένο τομέα ή είδος εργασίας.
Όπως διαπιστώνεται από τα προαναφερθέντα στοιχεία των υποψηφίων, το μόνο στοιχείο στο οποίο υπερτερεί ο αιτητής έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους είναι στην αρχαιότητα, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί στη βαθμολογημένη αξία κατά τα τελευταία 5 χρόνια κατά 4 Α. Όπως όμως είχε τονισθεί, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη (1999) 3 ΑΑΔ 736, την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, το στοιχείο της αρχαιότητας δεν συνιστά αφ΄ εαυτού στοιχείο αποφασιστικής σημασίας, μπορεί όμως να προσλάβει τέτοια σημασία μόνο εκεί όπου οι υποψήφιοι τυγχάνουν κατά τα άλλα ισοδύναμοι.
Εδώ, η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του αιτητή σε βαθμολογημένη αξία κατά 4 Α, που είναι μια ουσιαστική και όχι αμελητέα διαφορά σε αξία, ανέτρεπε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους την όποια ισοδυναμία, με αποτέλεσμα η αρχαιότητα του αιτητή να μην προσλάμβανε αποφασιστική σημασία. Ως προς την πείρα την οποία επίσης επικαλείται ο αιτητής ως αλληλένδετα συνδεδεμένη με την αρχαιότητα, όπως έχει ήδη αναφερθεί προηγουμένως, η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας, αλλά συναρτάται και με την ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε δεδομένο τομέα, και στα αποτελέσματα της εργασίας του. [Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (ανωτέρω)].
Τελικά, ο αιτητής ισχυρίζεται και εγείρει ως άλλο λόγο ακύρωσης τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της καθ΄ης η αίτηση είναι αναιτιολόγητη ή ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Στηρίζει αυτή του τη θέση στο γεγονός ότι η απόφαση της Αρχής ως προς την άσκηση της κρίσης της, έχει λεκτικό σχεδόν πανομοιότυπο με τη δοθείσα γνωμοδότηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής αντί να είναι το αποτέλεσμα ξεχωριστής διερεύνησης και πάσχει για τους ίδιους λόγους όπως και η άσκηση κρίσης από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή. Ότι ακόμα, η όποια αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης είναι παράνομη ως αντιφατική, επειδή, κατά τον αιτητή, τα μέλη του καθ΄ου η αίτηση χρησιμοποίησαν ανάλογα με τον υποψήφιο ή υποψήφιους με τον οποίο ή τους οποίους σύγκριναν, διαφορετικό μέτρο κρίσης. Έτσι, για σκοπούς αιτιολόγησης της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι μιας σειράς υποψηφίων οι οποίοι προηγούνται αυτού σε αρχαιότητα, πρότασσαν ότι αυτός "υπερέχει σε βαθμολογημένη αξία", όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις των τελευταίων ετών. Όμως, έναντι μιας σειράς υποψηφίων που υστερούσαν αυτού σε αρχαιότητα αλλά υπερείχαν αυτού σε πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, πρότασσαν το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείτο αυτών σε αρχαιότητα και "βαθμολογημένη αξία" που, όπως προκύπτει σε ορισμένες περιπτώσεις από το περιεχόμενο των φακέλων, αυτή ήταν άκρως οριακή. Επικαλείται προς τούτο ο αιτητής την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ηλιόπουλος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2001) 3 ΑΑΔ 619.
Κατ΄ αρχάς πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επίκληση της απόφασης στην υπόθεση Ηλιόπουλος δεν είναι εύστοχη. Ο λόγος για τον οποίο η Ολομέλεια στην Ηλιόπουλος έκρινε ότι έπασχε ο τρόπος σύγκρισης από το Διευθυντή υποψηφίων με το ενδιαφερόμενο μέρος ως προς διάφορα στοιχεία κρίσεως, ήταν το γεγονός ότι στο σημείο στο οποίο ο Διευθυντής πρότασσε και δικαιολογούσε την επιλογή του με την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, άφηνε να νοηθεί ότι αυτός ήταν τουλάχιστο ίσος σε αξία με τους συγκρινόμενους. Ένα τέτοιο όμως συμπέρασμα δεν εστοιχειοθετείτο από το περιεχόμενο των φακέλων, εφόσον ο εκεί εφεσείων υπερείχε σε βαθμολογημένη αξία και υπερείχε και στα προσόντα, κατέχοντας πρόσθετο προσόν. Όμως, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν δικαιολογούν μια παρόμοια δικαστική προσέγγιση όπως αυτή στην Ηλιόπουλος, αφού το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι υπερείχε σε βαθμολογημένη αξία. Περαιτέρω, το γεγονός ότι το κείμενο της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση είναι όμοιο ή πανομοιότυπο με εκείνο της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι εξ΄ αυτού συνάγεται έλλειψη δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας.
Ο τρόπος άσκησης κρίσης από την ίδια την καθ΄ης η αίτηση έχει αποτυπωθεί στο τηρηθέν πρακτικό και τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν είναι τα ορθά και αναγνωρισμένα από το Νόμο, τους Κανονισμούς και τη νομολογία. Κυρίως δε, οι προσεγγίσεις της καθ΄ης η αίτηση τεκμηριώνονται από το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων.
Όπως εύστοχα τέθηκε το θέμα στην απόφαση του Αρτέμη, Δ. (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Φαίδωνα Δημητρίου ν. Α.Η.Κ., Υπόθεση αρ. 959/1996, ημερομηνίας 3.9.1998, η αξιολόγηση των υπαλλήλων της Αρχής για προαγωγή διενεργείται με βάση τα συγκεκριμένα κριτήρια των Κανονισμών. Εφόσον τα κριτήρια τα οποία λήφθηκαν υπόψη κατά τη διενέργεια της επίδικης προαγωγής καταγράφηκαν στο οικείο πρακτικό και ήταν τα θεσμοθετημένα και, εφόσον από την αντιπαραβολή των στοιχείων δεν προκύπτει διαφορετική εικόνα για τους υποψηφίους ή έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του προαχθέντος, η απόφαση της Αρχής για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους θεωρείται ότι λήφθηκε στα νόμιμα πλαίσια άσκησης της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου.
Η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται τα έξοδα της εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ