ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 1057/2010)
30 Ιανουαρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
Α. Αγρότη και Κ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Λ. Γρηγορίου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: O αιτητής κατέχει μόνιμη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού από τις 3.7.06. Προηγουμένως εργάστηκε στην ίδια θέση ως έκτακτος για άλλα 4 χρόνια. Πριν από το διορισμό του στην προαναφερόμενη θέση ο αιτητής εργάστηκε στην Ελλάδα ως σχολικός ψυχολόγος με καθήκοντα παρόμοια προς αυτά που ασκεί τώρα ως εκπαιδευτικός ψυχολόγος.
Με επιστολή μέσω δικηγόρου ημερ. 13.11.09 ο αιτητής υπέβαλε αίτημα όπως η πιο πάνω προϋπηρεσία του στην Ελλάδα αναγνωριστεί και ως υπηρεσία στην Κύπρο και συνυπολογιστεί για σκοπούς προαγωγής (πείρα και αρχαιότητα), αδειών και λοιπών ωφελημάτων κατ΄ εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η πιο πάνω επιστολή του δικηγόρου συνοδευόταν από σχετική βεβαίωση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας καθώς και βεβαιώσεις που ανέλυαν την υπηρεσία και τα καθήκοντα που εκτελούσε στην Ελλάδα.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ζήτησε γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας υποβάλλοντας προς τούτο συγκεκριμένα ερωτήματα.
Η Νομική Υπηρεσία στη γνωμάτευσή της ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
«5. Υπό το φως των πιο πάνω, έχω την άποψη ότι καταρχήν η προϋπηρεσία δημοσίου υπαλλήλου σε θέση με συγκρίσιμα καθήκοντα στη δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς καθορισμού της αρχαιότητας δυνάμει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
6. Επιθυμώ επίσης να επισημάνω ότι ο καθορισμός του κατά πόσο θέση στην οποία υπηρέτησε κάποιος δημόσιος υπάλληλος σε άλλο κράτος μέλος, ισοδυναμεί προς θέση στην Κυπριακή δημόσια διοίκηση, εναπόκειται στις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε καμία όμως περίπτωση οι πρακτικές δυσκολίες που μπορεί να προκύπτουν από μια τέτοια σύγκριση δικαιολογούν άρνηση των αρμοδίων αρχών να προβούν σε μια τέτοια σύγκριση (Υπόθεση C-187/96, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, Συλλογή 1998, σελ. 1-01095, σκέψη 22).
7. Οσον αφορά περαιτέρω τους χρονικούς περιορισμούς αναγνώρισης τέτοιας αρχαιότητας και ως προς κατά πόσο θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι περίοδοι απασχόλησης πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το ΔΕΚ στην Υπόθεση C-195/98, Ostereeichischer Gewerkschaftsbund, Gewerkschaft offentlicher Dienst κατά Αυστρίας, Συλλογή 2000 σελίδα Ι-10497, σκέψη 54 που αφορούσε παρόμοια περιστατικά, έκρινε ότι:- «πρέπει να τονιστεί ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά την αναγνώριση δικαιωμάτων κοινοτικής προελεύσεως, τα οποία οι ενδιαφερόμενοι ισχυρίζονται ότι απέκτησαν πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά αφορά τις δυσμενείς διακρίσεις που υφίστανται σήμερα οι διακινούμενοι εργαζόμενοι.
8. Στη βάση της πιο πάνω αρχής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ελλείψει ειδικών μεταβατικών διατάξεων στη Συνθήκη Προσχώρησης της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι περίοδοι προϋπηρεσίας των διακινούμενων εργαζομένων σε άλλο κράτος μέλος πρέπει κατ΄ ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη χωρίς οποιουσδήποτε χρονικούς περιορισμούς.
9. Εχω την άποψη ότι από την πιο πάνω απόφαση του ΔΕΚ συνάγεται το συμπέρασμα ότι, ελλείψει μεταβατικών διατάξεων στη Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, δεν είναι δυνατό να τίθενται οποιοιδήποτε χρονικοί περιορισμοί στην αναγνώριση αρχαιότητας που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, νοουμένου όμως ότι στα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης ενυπάρχει σήμερα το στοιχείο της άσκησης δικαιωμάτων ελεύθερης διακίνησης του εν λόγω εργαζόμενου.
10. Με άλλα λόγια, τέτοια αρχαιότητα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ανεξάρτητα από το πότε αυτή αποκτήθηκε, εφόσον ο εργαζόμενος ασκεί σήμερα και εν πάση περιπτώσει μετά την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, δικαιώματα ελεύθερης διακίνησης.»
Η Νομική Υπηρεσία με την επιστολή ημερ. 26.4.2010 επιπροσθέτως γνωμάτευσε τα ακόλουθα:
«Η γνωμάτευση περιορίστηκε μόνο στο θέμα της αρχαιότητας αλλά το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για μη αναγνώριση της προϋπηρεσίας για σκοπούς μισθολογικής κατάταξης και σύνταξης όταν η υπηρεσία αυτή εμπίπτει στα πλαίσια εργοδότησης που άρχισε και ολοκληρώθηκε πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εάν η εργοδότηση άρχισε και συνεχίστηκε μετά την ένταξη, τότε η προϋπηρεσία πριν την ένταξη θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.
4. Καθόσον αφορά δε την περίπτωση του κου Γεωργίου, ισχύει η θέση της Νομικής Υπηρεσίας όπως διατυπώθηκε στην πιο πάνω γνωμάτευση, ότι δηλαδή εφόσον η προϋπηρεσία στην Ελλάδα ήταν εξ ολοκλήρου πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και δεν ασκήθηκε κανένα δικαίωμα μετακίνησης του ως εργαζόμενος στα πλαίσια των δικαιωμάτων μετακίνησης που του παρέχει το κοινοτικό κεκτημένο, τότε η προϋπηρεσία του στην Ελλάδα δεν μπορεί να του αναγνωριστεί είτε για σκοπούς αρχαιότητας είτε για σκοπούς μισθολογικής κατάταξης και σύνταξης.»
Η ΕΔΥ αφού μελέτησε τη νομική συμβουλή, παρατήρησε ότι δεν όφειλε να αναγνωρίσει ως προϋπηρεσία για σκοπούς αρχαιότητας, υπηρεσία δημοσίων υπαλλήλων που αποκτήθηκε σε κράτη μέλη πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση σε αντίθεση με προϋπηρεσία που αποκτήθηκε μετά την ένταξη, η οποία αναγνωρίζεται. Με βάση τα πιο πάνω, η ΕΔΥ απάντησε στη δικηγόρο του αιτητή ότι το αίτημα του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, ενόψει του ότι η υπηρεσία του αποκτήθηκε σε κράτος μέλος πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή αλλά πράξη πληροφοριακού περιεχομένου εφόσον δεν επιφέρει άμεση τροποποίηση στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αιτητή. Λέγουν συναφώς ότι τέτοια μεταβολή ενδεχομένως θα προκύψει όταν θα γίνουν προαγωγές και δεν προαχθεί ο αιτητής, λόγω της μη αναγνώρισης της υπηρεσίας του. Η ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενημερώνει τον αιτητή για τις πρόνοιες ενός νόμου ή για μια κατάσταση πραγμάτων, ούτε εκφράζει απλά γνώμη ή πρόθεση της διοίκησης. Με αυτήν ασκείται η αποφασιστική αρμοδιότητα της ΕΔΥ σχετικά με το αίτημα για αναγνώριση προϋπηρεσίας για συγκεκριμένους σκοπούς. Με την απόρριψη του αιτήματος, εκφράστηκε η βούληση της διοίκησης και ασκήθηκε η διακριτική της ευχέρεια αρνητικά για τον αιτητή με άμεσες δυσμενείς συνέπειες τόσο για την ανέλιξη του όσο και για τα ωφελήματα του ως εκπαιδευτικού.
Ο αιτητής επικαλείται τον Κανονισμό 1612/68/ΕΟΚ που απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ ημεδαπών και υπηκόων άλλων κρατών μελών, λόγω ιθαγένειας, αναφορικά με τους όρους απασχόλησης και εργασίας καθώς και το άρθρο 39 της Συνθήκης για την Ιδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Κάνει επίσης αναφορά στην Οδηγία 2005/36/ΕΚ και ειδικότερα στα άρθρα 11, 12, 13 και 16 που επιβάλλουν την αναγνώριση και ίση αξιολόγηση επαγγελματικών προσόντων και/ή υπηρεσίας η οποία αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είναι η θέση του αιτητή ότι ανεξάρτητα από το δικαίωμα που διατηρεί κάθε κράτος μέλος να ρυθμίζει με νομοθεσία τις προϋποθέσεις άσκησης ενός επαγγέλματος, η υποχρέωση σεβασμού των προσόντων και κυρίως της υπηρεσίας/πείρας που αποκτήθηκε στα υπόλοιπα κράτη μέλη είναι απόλυτη. Θεωρεί ότι η αιτιολογία που δόθηκε για την άρνηση αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το Κοινοτικό Κεκτημένο και τις σχετικές επί του θέματος αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή, η άποψη ότι η αναγνώριση και προσμέτρηση τέτοιας προϋπηρεσίας για σκοπούς αρχαιότητας, μισθολογικής κατάταξης και σύνταξης είτε αυτή αποκτήθηκε πριν την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση είτε μετά, εξαρτάται από το αν ασκήθηκε δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης δηλαδή, αν ο κάτοχος της διακινήθηκε ως εργαζόμενος μετά την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, παραβιάζει τόσο το ευρωπαϊκό κεκτημένο όσο και τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης κατά την εργασία.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν ότι δεν είναι δυνατό κάθε εργαζόμενος ο οποίος άσκησε στο παρελθόν και ιδίως πριν την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση δικαιώματα ελεύθερης διακίνησης και έχει προϋπηρεσία να αναγνωρίζεται αυτή για σκοπούς αρχαιότητας και πείρας στην Κύπρο. Παράλληλα όμως, δέχεται ότι οι περίοδοι προϋπηρεσίας των διακινούμενων εργαζομένων σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το κράτος υποδοχής χωρίς οποιουσδήποτε χρονικούς περιορισμούς. Η περιοριστική ερμηνεία που επιχειρούν οι καθ΄ ων η αίτηση δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Καταρχάς, βάσει του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η Κύπρος με την πράξη προσχώρησης της στην Ευρωπαϊκή Ενωση εφόσον δεν επιφύλαξε καμία μεταβατική διάταξη ως προς την εφαρμογή του πιο πάνω κοινοτικού πλαισίου, ανέλαβε απόλυτη υποχρέωση εφαρμογής και σεβασμού του. Συνεπώς το νομοθετικό πλαίσιο της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και οι σχετικοί Κανονισμοί, όπως οι περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 306/95) καθώς και οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Γενικοί Κανονισμοί του 1990 τους οποίους επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση, ερμηνεύονται στα πλαίσια των αρχών που προστατεύουν το άρθρο 39 της Συνθήκης και 1612/68/ΕΟΚ. Το άρθρο 7 του επίμαχου Ευρωπαϊκού Κανονισμού προνοεί:
«1. Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός Κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων Κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.
2. .....................................
3. .....................................
4. Κάθε ρήτρα συλλογικής ή ατομικής συμβάσεως ή άλλης συλλογικής ρυθμίσεως που αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας και απολύσεως, είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέτρο που προβλέπει ή επιτρέπει όρους που εισάγουν διακρίσεις έναντι των εργαζομένων υπηκόων άλλων Κρατών μελών.»
Η επίκληση από τους καθ΄ ων η αίτηση του Κανονισμού 14 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών (ΚΔΠ 98/1991) και στην ανάλυση του όρου «πραγματική υπηρεσία» είναι άστοχη. Δεν έγινε από την ΕΔΥ οποιαδήποτε αναφορά στους προαναφερόμενους κανονισμούς οι οποίοι βρίσκουν εφαρμογή στον καθορισμό πραγματικής υπηρεσίας ή πείρας που απαιτείται από σχέδιο υπηρεσίας για σκοπούς προαγωγής. Εξάλλου η περίπτωση του αιτητή διέπεται από ειδικότερους κανονισμούς, τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) (Τροποποιητικούς) Κανονισμούς του 1995 (ΚΔΠ 306/95). Βλ. σχετικά την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Ασπρομάλλης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 192/2008, ημερ. 23.12.2011.
Η υπηκοότητα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης παρέχει σε κάθε υπήκοο της ΄Ενωσης δικαίωμα διακίνησης και ελεύθερης διαμονής εντός της εδαφικής επικράτειας των κρατών μελών, βεβαίως υπό τους περιορισμούς και τις πρόνοιες που καθορίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Σημειώνεται ότι η «υπηκοότητα της ΄Ενωσης» τονίζει κατά την άποψή μου, την έννοια της κοινής ευρωπαϊκής υπηκοότητας και την ανάγκη ίσης αντιμετώπισης όλων των υπηκόων της ενωμένης Ευρώπης. Λανθασμένα η ΕΔΥ προσανατολίστηκε στην άσκηση δικαιώματος διακίνησης και στο χρόνο μετακίνησης. Το δικαίωμα που διασφαλίζεται από τον επίμαχο Κανονισμό άπτεται της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων υπηκόων άλλων κρατών μελών που διαμένουν και εργάζονται στην χώρα υποδοχής. Δεν επιδέχεται χρονικούς περιορισμούς ούτε και προϋποθέσεις όπως αυτή που τέθηκε από τη Νομική Υπηρεσία που θα μπορούσε να απολήγουν σε έμμεση δυσμενή διάκριση. Επεκτείνεται δε στην αναγνώριση προηγούμενης υπηρεσίας ή πείρας που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος μέλος για σκοπούς αρχαιότητας δημοσίων υπαλλήλων, έστω και αν αυτή αποκτήθηκε πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βλ. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, C-187/96, ημερ.12.03.98.
Το σκεπτικό στην Osterreichischer Gewerkschaftsbund, Gewerkschaft οffentlicher Dienst v. Republik Osterreich, C-195/98, ημερ. 30.11.2000, που επικαλείται η καθ΄ ης η αίτηση δεν υποστηρίζει τα επιχειρήματα της. Σε εκείνη την υπόθεση εκδόθηκε προδικαστική απόφαση αναφορικά με το κατά πόσο αντιβαίνει προς τα άρθρα 48 της Συνθήκης και 7 παρ.1 και 4 του κανονισμού η εθνική διάταξη η οποία έθετε, όσον αφορά τις περιόδους προϋπηρεσίας που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των αποδοχών του επί συμβάσει εκπαιδευτικού και βοηθητικού προσωπικού, αυστηρότερες προϋποθέσεις ως προς τις περιόδους προϋπηρεσίας που έχουν συμπληρωθεί σε άλλα κράτη μέλη παρά ως προς τις περιόδους που έχουν συμπληρωθεί σε παρεμφερείς οργανισμούς ή σε παρεμφερή ιδρύματα του ενδιαφερομένου κράτους μέλους. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο σχετικό απόσπασμα:
«37 Εν πάση περιπτώσει, η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά τις προϋποθέσεις προσβάσεως στην «απασχόληση στη δημόσια διοίκηση» αλλ΄ απλώς τον καθορισμό της προϋπηρεσίας του επί συμβάσει διδακτικού ή βοηθητικού προσωπικού προς τον σκοπό υπολογισμού των αποδοχών τους. Οσάκις ένα κράτος μέλος έχει δεχθεί στη δημόσια διοίκησή του υπηκόους άλλων κρατών μελών, το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης δεν μπορεί να δικαιολογήσει μέτρα που εισάγουν διακρίσεις σε βάρος τους, όσον αφορά την αμοιβή ή τους άλλους όρους εργασίας (βλ. μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1974, 152/73, Sotgiu, Συλλογή τόμος 1974, σ. 87, σκέψη 4).
38 ......................................
39 Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 48 της Συνθήκης απαγορεύει όχι μόνο τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας αλλά και κάθε μορφή συγκαλυμμένης διακρίσεως η οποία, κατ΄ εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1994, C-419/92, Scholz, Συλλογή 1994, σ. Ι-505, σκέψη 7, και της 23ης Μαϊου 1996, C-237/97, Ο'Flynn, Συλλογή 1996, σ. Ι-2617, σκέψη 17).
40 Μια διάταξη εθνικού δικαίου πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις, εφόσον, πρώτον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους απ΄ ό,τι τους ημεδαπούς και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο να τους θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα και δεύτερον, δεν στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους που να είναι ανεξάρτητοι από την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων εργαζομένων και ανάλογοι προς τον σκοπό που επιδιώκεται από τη διάταξη αυτή (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση O'Flynn, σκέψεις 19 και 20).
41 Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι ορισμένες εθνικές διατάξεις, κατά τις οποίες δεν λαμβανόταν υπόψη η προϋπηρεσία που είχε αποκτηθεί στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους, αποτελούσαν αδικαιολόγητη έμμεση διάκριση και ήσαν αντίθετες προς το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Scholz, σκέψη 11, και Schoning-Κουγεβετοπούλου, σκέψη 23, καθώς και την απόφαση της 12ης Μαρτίου 1998, C-187/96, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1998, σ. Ι-1095, σκέψη 21).»
Στη νομολογία του ΔΕΚ που παρέπεμψαν οι συνήγοροι δεν εντόπισα οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συνάρτηση της απαγόρευσης δυσμενούς διάκρισης λόγω ιθαγένειας που κατοχυρώνει το άρθρο 7 του Κανονισμού για όλους τους αλλοδαπούς υπηκόους κρατών μελών από το χρόνο άσκησης του δικαιώματος διακίνησης. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι το αίτημα προς αναγνώριση, υπεβλήθη μετά την πλήρη ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση από ευρωπαίο πολίτη που διέμενε και εργαζόταν στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας τουλάχιστον από το 2002, όπως και το αν αφορούσε σε ομοειδή υπηρεσία που αποκτήθηκε σε ευρωπαϊκή επικράτεια και όχι το ότι ο αιτητής ήλθε στην Κύπρο πριν την προσχώρηση της στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η ΕΔΥ υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα και απέρριψε το αίτημα χωρίς να εξετάσει τις νόμιμες προϋποθέσεις για αναγνώριση τέτοιας προϋπηρεσίας για σκοπούς αρχαιότητας. Ενήργησε κατά δέσμια αρμοδιότητα χωρίς να προβεί στην διερεύνηση οποιουδήποτε άλλου παράγοντα. Η επιστολή κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αναιτιολόγητη. Στο βαθμό που η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 17.5.2010, παρατηρώ ότι ακόμα και αν το έρεισμα της απόφασης της ΕΔΥ δηλαδή, η νομική γνωμάτευση για το θέμα υποθετικά εκλαμβανόταν ως ορθή, ο λόγος που υιοθέτησε το αποφασίζον όργανο για την απόρριψη του αιτήματος δεν υποστηρίζεται από αυτήν. Σύμφωνα με το εν λόγω πρακτικό:
«Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε όπως δοθεί απάντηση στη Δικηγόρο κα Κάλια Γεωργίου ότι το αίτημα του πελάτη της δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, ενόψει του γεγονότος ότι η υπηρεσία του πελάτη της ΘΕΟΔΩΡΟΥ Γεώργιου, Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, αποκτήθηκε σε κράτος μέλος πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και να προωθηθεί η διαδικασία πλήρωσης τριών κενών μόνιμων θέσεων προαγωγής στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου Α΄, Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.»
Η γνωμάτευση όμως στη βάση της οποίας η ΕΔΥ διαμόρφωσε αυτό το συμπέρασμα δεν απέκλειε την αναγνώριση τέτοιας πείρας για σκοπούς προσμέτρησης στην αρχαιότητα επειδή αυτή αποκτήθηκε πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά επειδή το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης ως εργαζομένου δεν ασκήθηκε μετά το 2004.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.