ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1027 /2010)
18 Ιανουαρίου, 2012
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 1Α, 7, 8, 11, 13, 14, 15, 16, 25, 28, 29, 30, 33, 35, 169(3), 179 και 146 του Συντάγματος
Julius Msekwa Βρετανός Υπήκοος κάτοικος στο Παραλίμνι,
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
1. Υπουργείου Εσωτερικών
2. Τμήματος Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως
3. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Γ.Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.
Ι.Δημητρίου (κα.) για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή αμφισβητείται η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή στις 26 Μαϊου 2010.
Η εν λόγω προσφυγή καταχωρήθηκε στις 27 Ιουλίου 2010. Δύο περίπου μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 14 Σεπτεμβρίου 2010, ο αιτητής απεβίωσε.
Το κρίσιμο υπό εξέταση ερώτημα είναι αν η προσφυγή μπορεί να συνεχιστεί ανεξαρτήτως του θανάτου του αιτητή.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή έχουν σε συντομία ως εξής:
Ο αιτητής ήταν Βρετανός υπήκοος. Διέμενε στην Κυπριακή Δημοκρατία από τον Ιανουάριο του 2010. Mετά από έλεγχο αλκοτέστ στον οποίο υπεβλήθηκε στις 26 Απριλίου 2010, με θετικό αποτέλεσμα, κατηγορήθηκε και ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη. Στις 28 Απριλίου 2010 καταδικάστηκε, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, σε ποινή φυλάκισης ενός μηνός και στέρηση άδειας οδήγησης για τριάντα ημέρες. Όταν ο αιτητής οδηγήθηκε στις κεντρικές φυλακές για να εκτίσει την ποινή του, υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από το σύνδρομο της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (HIV-AIDS). Ως αποτέλεσμα της καταδίκης του καθώς επίσης και λόγω της κατάστασης της υγείας του, κηρύχθηκε ανεπιθύμητος και/ή απαγορευμένος μετανάστης και κρίθηκε ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώτα και σοβαρή απειλή για τη Δημοκρατία και ιδιαιτέρως για τη δημόσια υγεία. Στις 26 Μαΐου 2010 εκδοθήκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία του επιδόθηκαν στις 27 Μαΐου 2010. Κατόπιν παρεμβάσεων από τους δικηγόρους του αιτητή αυτός αφέθηκε ελεύθερος στις 10 Ιουνίου 2010.
Οι καθ΄ων η αίτηση προδικαστικώς υπέβαλαν ότι με το θάνατο του αιτητή έχει εκλείψει το έννομο συμφέρον το οποίο είναι προσωποπαγές και όχι πραγματοπαγές και δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στους κληρονόμους του. Προβάλλουν επίσης ότι εφόσον το συμφέρον του αιτητή είναι προσωποπαγές με το θάνατό του έπαυσε να υφίσταται. Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι επηρεάζονται τα συμφέροντα των κληρονόμων και ως εκ τούτου η δίκη δεν έχει καταργηθεί αλλά πρέπει να συνεχισθεί προς όφελος της περιουσίας του αιτητή. Ισχυρίζεται ότι έχουν ενεστώς έννομο συμφέρον για αξίωση αποζημιώσεων λόγω απώλειας. Προβλήθηκε επίσης ότι οι κληρονόμοι του αιτητή έχουν ηθικό έννομο συμφέρον που τους επιτρέπει τη συνέχιση της διαδικασίας.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.2 του Συντάγματος η προσφυγή ασκείται υπό προσώπου του οποίου το «ίδιον», «ενεστώς έννομον συμφέρον» έχει προβληθεί ως αποτέλεσμα μιας πράξης η παράλειψη της διοίκησης.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος, που σημειώνω δεν έχουν ακόμη διοριστεί, έλκουν ίδιο ενεστώς συμφέρον το οποίο πλήττεται ευθέως ή το συμφέρον του αιτητή είναι προσωποπαγές, συνεπώς οι κληρονόμοι δεν νομιμοποιούνται στην προώθηση της δίκης.
Η έννοια του εννόμου συμφέροντος αναλύεται στο σύγγραμμα του Ε.Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 12η έκδοση παρ.456.
«Η έννοια του εννόμου συμφέροντος, στην περίπτωση της άσκησης αίτησης ακυρώσεως, είναι ευρύτερη από την έννοια του δικαιώματος, το οποίο αναγνωρίζεται από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου και παρέχει αξίωση για μια παροχή ή παράλειψη από ένα δημόσιο νομικό πρόσωπο. Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτών, βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια, η οποία θίγεται αμέσως ή εμμέσως από τη προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ΄αυτόν.»
Ανάλογο με το υπό εξέταση πραγματεύτηκε το Ανώτατο Δικαστήριο θέμα στην υπόθεση Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 807, στην οποία αποφασίστηκε με αναφορά σε βιβλιογραφία ότι:
«Το ερώτημα κατά πόσο μια προσφυγή μπορεί να συνεχιστεί μετά το θάνατο του αιτητή εξαρτάται από τη φύση της αίτησης. Αν η διαφορά είναι προσωποπαγής (δεν είναι δηλαδή δικαίωμα που μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο) η προσφυγή τερματίζεται. Αν όμως η διαφορά έχει περιουσιακό χαρακτήρα, τότε η προσφυγή μπορεί να προωθηθεί από τους κληρονόμους του αιτητή».
Στην εν λόγω απόφαση έγινε ευρεία αναφορά σε ελληνική βιβλιογραφία επί του θέματος και επίσης αναφορά σε κυπριακή νομολογία όπως τις υποθέσεις Chrysostomides ν. Greek Communal Chamber (1964) C.L.R. 397, Kontoyiannis v. The Greek Communal Chamber (1966) 3 C.L.R. 313, Georgiou v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1571, Τσαγγάρη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 434, όπου ενυπήρχε μιας μορφής οικονομικό συμφέρον που θα μπορούσε να διεκδικηθεί από τους κληρονόμους των αποβιωσάντων αιτητών, εξ ιδίων.
Στην προκείμενη περίπτωση η συνάφεια της προσβαλλόμενης με τον αιτητή είναι άμεση. Επιδιώκετο η κήρυξη, ως άκυρων, διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μια πιο προσωπική και άμεση περίπτωση εννόμου συμφέροντος, που δεν μπορεί να επιβιώσει, παρά να εκλείψει με το θάνατο του αιτητή.
Το επιχείρημα του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος θα επιδιώξουν, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής, την καταβολή αποζημιώσεων για την κράτηση του αιτητή, ουδόλως παρέχει επαρκές έννομο συμφέρον για προώθηση της προσφυγής. Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Chrysostomides (ανωτέρω).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η προσφυγή καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.
Τα έξοδα της υπόθεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.