ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 651/2009)
30 Δεκεμβρίου, 2011
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
JESSIE C. RUEME,
Αιτήτρια,
ν.
1. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 2010, ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (ΔΕΚ) ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Γιώργος Φ. Πιττάτζης, για την Αιτήτρια.
Γιάννα Χατζηχάννα-Ευαγόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, η αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (η «Διευθύντρια»), ημερομηνίας 6/5/2009, με την οποία αίτημά της για παραχώρηση σ' αυτήν του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντα στη Δημοκρατία απορρίφθηκε.
Η αιτήτρια, υπήκοος των Φιλιππινών, ήλθε στη Δημοκρατία στις 13/8/2000, για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε οικογένεια στο Παραλίμνι. Εξεδόθη, για το σκοπό αυτό, άδεια προσωρινής παραμονής, η οποία ανανεώθηκε διαδοχικά μέχρι 13/8/2006, με την ένδειξη τελική - μη ανανεώσιμη - (Final - Not Renewable).
Πριν από την εκπνοή της τελικής άδειας, ο εργοδότης της αιτήτριας, ο οποίος τυγχάνει να είναι και ο δικηγόρος της, με επιστολή του ημερομηνίας 28/4/2006, υπέβαλε στο Λειτουργό Μετανάστευσης αίτημα για ανανέωση της άδειας παραμονής της «μέσα στα πλαίσια και οδηγίες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης». Στην πιο πάνω επιστολή, σημειωνόταν ότι η αιτήτρια «... διέμενε συνεχώς για όλη αυτή την περίοδο στην Κύπρο εκτός από ένα ταξίδι που έκανε προ δύο ετών στην πατρίδα της για 30 μέρες για οικογενειακούς λόγους κατά την άδεια της».
Η Διευθύντρια, με επιστολή της ημερομηνίας 4/12/2006, ανέφερε ότι, εκ πρώτης όψεως, η περίπτωση της αιτήτριας φαινόταν να εμπίπτει στο πεδίο της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, (η «Οδηγία»), για τους επί μακρόν διαμένοντες και ότι αυτή θα έπρεπε να διευθετήσει την παράταση της προσωρινής άδειας παραμονής και εργασίας της σε δικαιούχο εργοδότη για ακόμα ένα χρόνο και να υποβάλει αίτηση για το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντα μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου από τη Βουλή.
Η αιτήτρια, μετά από αίτησή της ημερομηνίας 5/1/2007 εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 13/8/2008. Στο μεταξύ, στις 4/7/2008, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντα στη Δημοκρατία, δυνάμει των ΄Αρθρων 18Ι, 18ΙΒ, 18ΙΓ και 18Κ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικός) Νόμου του 2007, (Ν. 8(Ι)/2007), (ο «Νόμος»), ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 14/2/2007 και αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην εναρμόνιση της κυπριακής νομοθεσίας με την Οδηγία, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες.
Η αίτηση εξετάστηκε από την Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης στις 17/3/2009, υπό το φως σχετικής ΄Εκθεσης του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, και απορρίφθηκε. Η Επιτροπή έκρινε πως η περίπτωση της αιτήτριας δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της πρόνοιας του ΄Αρθρου 18Ζ του Νόμου, επειδή η διαμονή της στη Δημοκρατία αφορούσε αποκλειστικά λόγους προσωρινού χαρακτήρα και η άδεια διαμονής της είχε επίσημα περιοριστεί σ' ό,τι αφορούσε τη χρονική της διάρκεια και, επίσης, ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 18Θ του Νόμου, αναφορικά με την ανάγκη διάθεσης σταθερών και τακτικών οικονομικών πόρων.
Η αιτήτρια, εναντίον της πιο πάνω απόφασης, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή και, ακολούθως, την υπό εξέταση αίτηση για προδικαστική παραπομπή ερωτήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), το οποίο, από την 1/9/2009, και μέσα στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεων που επέφερε η Συνθήκη της Λισσαβώνας, μετονομάστηκε σε Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (Δ.Ε.Ε.).
Με την αίτηση, ζητείται η παραπομπή στο Δ.Ε.Ε. του πιο κάτω ερωτήματος:-
«(Α). Το πρώτο μέρος του ερωτήματος που τίθεται για παραπομπή είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι σύμφωνη ή όχι με τες πρόνοιες των παραγράφων 6 και 7 του προοιμίου και των άρθρων 3(2) (ε) και 4 και 5 της οδηγίας 109/2003 ημερομηνίας 25/11/2003 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Δηλαδή κατά πόσο οι οικιακοί βοηθοί που εργάζονται σε μια χώρα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης με προσωρινές άδειες διαμονής για να εργασθούν σαν οικιακές βοηθοί και η συνολική διάρκεια της εργασίας και διαμονής τους είναι πέραν των 5 ετών όπως είναι η περίπτωση της Αιτήτριας, δικαιούνται να αποκτήσουν ή όχι το καθεστώς του Επί Μακρόν Διαμένοντος.
(Β). Το δεύτερο μέρος του ερωτήματος που τίθεται για παραπομπή είναι κατά πόσο η Εσωτερική Νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ότι αφορά την παραχώρηση σε υπηκόους τρίτων χωρών του καθεστώτος του επί Μακρόν διαμένοντος ήτοι τα άρθρα 18Ζ 18Η και 18Θ του νόμου 8(Ι)/2007 είναι σύμφωνα ή αντίθετα με τες πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 109/2003 ημερ. 25/11/2003, παράγραφοι 6 και 7 του προοιμίου και τα άρθρα 3(2) ε, 4 και 5 της Οδηγίας.»
Η αίτηση στηρίζεται στο ΄Αρθρο 234 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, που ρύθμιζε το ζήτημα της παραπομπής πριν τις μεταρρυθμίσεις της Συνθήκης της Λισσαβώνας.
Με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, το ζήτημα ρυθμίζεται από το ΄Αρθρο 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, το οποίο προβλέπει ότι:-
«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:
α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών,
β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της ΄Ενωσης.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ' αυτού.»
Το ζήτημα της προδικαστικής παραπομπής διέπεται από τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο Ν. 14/60»), και του περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικό Κανονισμό (Αρ. 1) του 2008, σύμφωνα με τον οποίο το δικαστήριο (περιλαμβανομένου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου) δύναται να εκδώσει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, διαταγή, κατόπιν αίτησης διαδίκου ή αυτεπάγγελτα, αφού ακούσει τις θέσεις των μερών, για παραπομπή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ερωτήματος, με σκοπό την έκδοση προδικαστικής απόφασης, δυνάμει του ΄Αρθρου 234 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Η απόφαση του δικαστηρίου για προδικαστική παραπομπή ή για απόρριψη του αιτήματος διαδίκου για προδικαστική παραπομπή δεν υπόκειται σε έφεση - (βλ. ΄Αρθρο 25(2Α) του Ν. 14/60.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, η απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Motilla ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29 και, κυρίως, η ερμηνεία που δόθηκε στα ΄Αρθρα 18Ζ, 18Η και 18Θ του Νόμου, σε συνάρτηση με τις αντίστοιχε διατάξεις της Οδηγίας, είναι λανθασμένη. Ως εκ τούτου, λόγω του δεδικασμένου της απόφασης στη Motilla ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), η οποία είναι δεσμευτική για τις διοικητικές αρχές και το πρωτόδικο δικαστήριο, η παραπομπή του ζητήματος στο Δ.Ε.Ε. είναι αναγκαία, για να κριθεί η συμβατότητα των κρίσεων (πλειοψηφίας και μειοψηφίας) του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το γράμμα και το πνεύμα της Οδηγίας.
Οι καθ' ων η αίτηση, με την ένστασή τους, υποστηρίζουν ότι η αίτηση δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, γιατί, αφενός, η απόφαση επί του ζητήματος του νομικού ερωτήματος δεν είναι αναγκαία για την έκδοση της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, ένεκα της ύπαρξης σαφούς και ξεκάθαρης ερμηνείας της Ολομέλειας και, αφετέρου, η παρούσα υπόθεση υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας υποστηρίζει ότι, εφόσον τα γεγονότα της παρούσας είναι πανομοιότυπα με εκείνα της Motilla ν. Δημοκρατίας, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης παραπομπής, η απόρριψη της προσφυγής, με βάση την απόφαση στη Motilla ν. Δημοκρατίας, είναι αναπόφευκτη.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 34Α του Ν. 14/60:-
«34Α. - (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται με βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ' αυτού.
(2) Σε περίπτωση που ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), ανακύψει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»
Προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη ότι προϋπόθεση για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για παραπομπή ζητήματος στο Δ.Ε.Ε. είναι η προηγούμενη κρίση του ότι η απόφαση επί του θέματος της παραπομπής είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης.
Στην παρούσα περίπτωση, το ερώτημα που επιδιώκεται να παραπεμφθεί στο Δ.Ε.Ε. έχει, ήδη, απαντηθεί από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Motilla ν. Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να μην είναι αναγκαία η παραπομπή του για σκοπούς έκδοσης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου - (βλ. Shahajan Umma Mohamed Rawuttar ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 159/08, 22/6/11).
Η απόφαση της πλειοψηφίας στη Motilla ν. Δημοκρατίας είναι δεσμευτική και η απλή ύπαρξη διαφορετικής κρίσης της μειοψηφίας δε διαφοροποιεί τα πράγματα, ούτε συνιστά λόγο παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε. - (βλ. Anup T. Kainth ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 627/10, 18/7/11).
Σημειώνεται ότι, μετά την έκδοση της απόφασης στη Motilla ν. Δημοκρατίας το ΄Αρθρο 18Ζ του Νόμου τροποποιήθηκε με διαγραφή από την παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) της φράσης «σε ό,τι αφορά τη χρονική διάρκεια» - (βλ. ΄Αρθρο 2 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμου του 2009, (Ν. 143(Ι)/2009), που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 23/12/2009).
Η πιο πάνω τροποποίηση, όμως, είναι μεταγενέστερη της επίδικης απόφασης και, όπως λέχθηκε στην Tonny Abboud v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 62/10, 23/6/11, δεν επιδρά, ούτε και εξουδετερώνει τη δεσμευτικότητα της κρίσης της πλειοψηφίας στη Motilla ν. Δημοκρατίας, στην οποία το κεντρικό σημείο ήταν η ερμηνεία των όρων «επίσημα περιορισθεί» του ΄Αρθρου 18Ζ του Νόμου. ΄Οπως, μεταξύ άλλων, επισημάνθηκε στη Motilla ν. Δημοκρατίας:- (σελ. 36-37)
«Η Κυπριακή Δημοκρατία, στα πλαίσια της Οδηγίας, έχει προβεί σε τέτοιες ρυθμίσεις, αφορώσες πολλές κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών, μέσα από την απόφαση της προς τούτο ορισθείσας Υπουργικής Επιτροπής την οποία και ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο και η οποία εκφράζει την έννοια του 'επίσημου περιορισμού'. Η περίπτωση των οικιακών βοηθών είναι μία από τις κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που περιλαμβάνονται στις ρυθμίσεις αυτές. Η απόφαση όπως περιορίζεται χρονικά η άδεια παραμονής τους είναι αποκαλυπτική της αντίληψης της Δημοκρατίας ότι η φύση και ο σκοπός της παραμονής εσωτερικών οικιακών βοηθών, που η άδεια τους μάλιστα αφορά συγκεκριμένο εργοδότη, εμπεριέχει μια ειδικότητα και προσωρινότητα της παραμονής τους που να δικαιολογεί την εξαίρεση τους από το γενικό κανόνα. Σε αυτή τη βάση η αιτήτρια, από την άφιξη της στην Κύπρο και καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής της, εγνώριζε ότι αυτή θα ήταν περιορισμένης διάρκειας και δεν μπορούσε να της εδημιουργούντο ερείσματα εύλογων προσδοκιών για μονιμότερη παραμονή και εδραίωση της στην Κύπρο. Με κάθε ανανέωση μάλιστα της άδειας της, της ετονίζετο τούτο μέσα από την ένδειξη ότι η άδεια δεν θα ανανεώνετο περαιτέρω, δηλαδή πέραν του χρονικού ορίου που καθόριζε η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για το οποίο της εδίδετο η παράταση. Σαφώς συνιστούσε τούτο επίσημο περιορισμό της άδειας παραμονής της. Και μάλιστα περιορισμό που η αιτήτρια, αποδεχόμενη να έλθει και να παραμείνει νόμιμα στην Κύπρο μόνο ως εκ της άδειας παραμονής της για συγκεκριμένη εργασία, και η ίδια απεδέχθη εφόσον αυτός συνιστούσε αναπόσπαστο όρο της άδειας της. Δεν μπορεί τώρα, ανακρούουσα πρύμναν, να αρνείται την ίδια τη βάση της προσωρινότητας και του για περιορισμένο σκοπό της παραμονής της, ως εκ της οποίας και μόνο κατέστη δυνατή η νόμιμη παρουσία και εργασία της στην Κύπρο, και να ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η και χρονικά περιορισθείσα παραμονή της εκείνη της δημιούργησε συνθήκες εδραίωσης στην Κύπρο και ότι η απόρριψη της αίτησης της συνιστούσε άδικη μεταχείριση της. Η προοπτική τέτοιας εδραίωσης είχε εξ αρχής αναιρεθεί μέσα από τη φύση και το σκοπό της άδειας που της είχε δοθεί και τη διαχρονικά σαφέστατη προς την αιτήτρια θέση της Δημοκρατίας ότι αυτή δεν μπορούσε να αναμένει να παραμείνει στην Κύπρο πέραν του χρονικού ορίου και του σκοπού που η Δημοκρατία, ασκώντας τη μεταναστευτική πολιτική της, καθόρισε για την περίπτωση της. Να τονίσουμε ότι η πολιτική εκείνη συναρτάται προς τη στάθμιση όλων των παραγόντων που διέπουν τη μετανάστευση υπηκόων τρίτων χωρών, περιλαμβανομένης της έκτασης της δυνατότητας της Δημοκρατίας, ως εκ του μικρού μεγέθους της γεωγραφικής επικράτειας και του πληθυσμού της, να δεχθεί και να αφομοιώσει υπηκόους τρίτων χωρών, που συνιστά νόμιμη διάσταση στα πλαίσια της Οδηγίας.»
Ενόψει της πιο πάνω εξέτασης της Οδηγίας από την Πλήρη Ολομέλεια, το αίτημα για προδικαστική παραπομπή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ