ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Oνουφρίου Kίκης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 833
Xριστοδουλίδου Κρυστάλλω ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 626
Κουάλης Αναστάσιος Π. και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 742
Στυλιανίδου Χαρίκλεια ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 124
Μέζου Βάσος N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 362
Πούρος Πανίκος και Άλλοι ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 374
Moδίτης Ιωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695
Aγαπίου Aνδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 431
Ζωδιάτης Γιώργος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 406
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παρασκευής Κουππάρη (2010) 3 ΑΑΔ 272
Τρύφωνος Έλλη και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 377
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 619/2010)
21 Δεκεμβρίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Αχ. Αιμιλιανίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 11.3.2010, στην οποία παρέστη και ο Διευθυντής Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, έκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος ως το καταλληλότερο για προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Μορφωτικού Λειτουργού, Πολιτιστικές Υπηρεσίες, το οποίο και προήγαγε από 1.4.2010. Η εν λόγω προαγωγή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 7.5.2010.
Ο αιτητής, μη επιλεγείς από την Ε.Δ.Υ. για την πιο πάνω θέση, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή με την οποία επιδιώκει ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους θεωρώντας ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν γενική και αόριστη υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, καταγράφοντας απλώς την προτίμηση του γι ΄ αυτό χωρίς καμία αιτιολογία κατά παράβαση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η τελική κρίση της Ε.Δ.Υ. αποδεχόμενη τη σύσταση του Διευθυντή αποτέλεσε απλή σφραγίδα και προσυπογραφή αυτής χωρίς καμία ουσιώδη αιτιολογία και χωρίς έρευνα ως προς τη σύγκριση των στοιχείων των υποψηφίων ιδιαίτερως διότι παραγνώρισε την κατοχή του διδακτορικού πτυχίου του αιτητή χωρίς αιτιολογία και με την απλή στερεότυπη φράση ότι έδωσε στα προσόντα των υποψηφίων την ανάλογη βαρύτητα.
Τόσο η Ε.Δ.Υ., διά του δικηγόρου της Δημοκρατίας, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος διά του δικού του δικηγόρου, εισηγούνται ότι η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους έγινε με ορθή κρίση της Ε.Δ.Υ. επί της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων, λαμβάνοντας ταυτόχρονα ορθά υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία ήταν απόλυτα σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων δίδοντας τη δική του κρίση, ως γνώστης των υποψηφίων ως προς το πλέον κατάλληλο άτομο για να πληρώσει με προαγωγή την κενή θέση του Ανώτερου Μορφωτικού Λειτουργού. Ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι η σύσταση ήταν δεόντως αιτιολογημένη με αναφορά στα στοιχεία που προέκυπταν από τους φακέλους, η Ε.Δ.Υ. την έλαβε υπόψη, ενώ σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να δώσει ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση της. Η Ε.Δ.Υ. έχοντας κατά νουν την ουσιαστική ισότητα στην αξία των υποψηφίων και την ουσιαστική ισοδυναμία αυτών σε προσόντα, έδωσε έμφαση και στην κατά τρία χρόνια και τρεις μήνες αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους έναντι του αιτητή με επιπλέον την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή.
Ο αιτητής γεννηθείς στις 24.8.1956, αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Αρρένων Κύκκου το 1974, με βαθμολογία 15 12/14 και στη συνέχεια έλαβε δίπλωμα Αρχαιολογίας και Τέχνης από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1981 με βαθμό «Λίαν Καλώς» και διδακτορικό τίτλο στη Φιλοσοφία με «Άριστα» από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1996. Διορίστηκε την 1.6.1994 ως Μορφωτικός Λειτουργός, προαχθείς την 1.7.2004 σε Μορφωτικό Λειτουργό Α.
Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννηθείσα στις 25.9.1964, αποφοίτησε από το Δεύτερο Γυμνάσιο Κύκκου το 1982, με βαθμολογία 18 5/11 και στη συνέχεια αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Charles de Gaulle στη Λίλλη, Γαλλία το 1987, έλαβε δε διαδοχικά το Maitrise Ιστορίας με Σχεδόν Καλά το 1988 και το Licence Ιστορίας της Τέχνης και Αρχαιολογίας το 1989, καθώς και το Maitrise Ιστορίας της Τέχνης και Αρχαιολογίας με βαθμό Πολύ Καλά, το 1990. Διορίστηκε στις 3.5.1994 ως Μορφωτικός Λειτουργός και στη συνέχεια προήχθη στις 15.3.2001 στη θέση του Μορφωτικού Λειτουργού Α.
Η θέση του Ανώτερου Μορφωτικού Λειτουργού είναι θέση προαγωγής με προαπαιτούμενα την τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Μορφωτικού Λειτουργού Α, την ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα κλπ, ενώ «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αποτελεί πλεονέκτημα.».
Η επίδικη κρίση της Ε.Δ.Υ. δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πάσχουσα καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Παρουσιάζεται να λήφθηκε εντός των ορθών παραμέτρων της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει ένα διοικητικό όργανο. Κατ΄ αρχάς, η σύσταση του διευθυντή δεν περιείχε στοιχεία έξω από την εικόνα που αναδυόταν από τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Το ότι γνώριζε, ως ανέφερε στη σύσταση του, τους υποψηφίους από τις διάφορες θέσεις που κατείχε κατά καιρούς ως προϊστάμενος τους, (ακόμη και αν διαμορφώνεται αναζητώντας πρόσθετα πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους τους), αποτελεί επιτρεπτό στοιχείο γνώσης όπως αποκαλύπτει η νομολογία, (δέστε Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 124 και Μέζου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 362). Εξ αυτής της γνώσης και της εμπειρίας που οι υποψήφιοι είχαν αποκτήσει στα χρόνια υπηρεσίας τους, όλοι οι υποψήφιοι (τρεις τον αριθμό - αιτητής, ενδιαφερόμενο μέρος και έτερο πρόσωπο), ήταν κατά την άποψη του διευθυντή ικανοί. Στη συνέχεια, οι διαπιστώσεις του μέσα από τους φακέλους σε συνάρτηση με τα τρία καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, συνήδαν με τα στοιχεία των φακέλων και ο αιτητής δεν έχει στην ουσία εξηγήσει οτιδήποτε το μεμπτό ως προς αυτή την πτυχή.
Στην αγόρευση του παραπονείται για την καταγραφή της απλής προτίμησης του διευθυντή, χωρίς αιτιολογία και κατά παράβαση του ρόλου του, που καθορίζεται από το άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, ως τροποποιήθηκε. Ο συνήγορος του αιτητή παρέπεμψε στην αγόρευση του σε νομολογία σύμφωνα με την οποία σύσταση, η οποία καταγράφει απλή προτίμηση χωρίς αιτιολογία ή σύγκριση στοιχείων, είναι μηδενικής αξίας και ως εκ τούτου δεν λαμβάνεται υπόψη, συμπαρασύροντας σε ακυρότητα και την τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. (Γ. Μαυρομμμάτη ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 8/98, ημερ. 31.3.1999, Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, Κίκης Ονουφρίου ν. Ε.Δ.Υ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 833, Δημοκρατία ν. Γεώργου Χ»Γεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 547 και Ιωάννης Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695).
Η νομολογία είναι βέβαια ορθή και διαχρονική, αλλά ο διευθυντής δεν κατέγραψε απλώς μια υποκειμενική κρίση ασύνδετη και απομονωμένη από τα υπηρεσιακά στοιχεία. Ο διευθυντής διέκρινε ορθά ότι ο αιτητής μειονεκτούσε κατά το έτος 2000, έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε ένα «εξαίρετα», έχοντας διαπιστώσει αρχικά ότι την τελευταία πενταετία πριν την προαγωγική κρίση ήταν εντελώς ισοδύναμοι. Ως προς τα προσόντα και οι δύο κατείχαν τα προαπαιτούμενα, καθώς και το πλεονέκτημα, ενώ σημείωσε την κατοχή διδακτορικού τίτλου από τον αιτητή και δύο μεταπτυχιακούς τίτλους από το ενδιαφερόμενο μέρος. Η αρχαιότητα ήταν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους στην προηγούμενη της προαγωγής θέση, κατά τρία χρόνια και τριάμιση μήνες, ενώ πρόσθετα, ως σημείωσε ο διευθυντής, ακόμη και στην ημερομηνία πρώτου διορισμού, υπήρχε ελαφρό προβάδισμα σε αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του αιτητή.
«Συνυπολογιζομένων των πιο πάνω», κατέληξε στη σύσταση του ο διευθυντής, «συστήνω για προαγωγή», το ενδιαφερόμενο μέρος. Όπως εύστοχα ανέφερε στη δική της αγόρευση η συνήγορος της Ε.Δ.Υ., είναι με όλα τα δεδομένα υπόψη που ο διευθυντής «έφθασε στο ζητούμενο της σύστασης». Η σύσταση του διευθυντή αποτελεί συμβουλευτική και μόνο κρίση προς την Ε.Δ.Υ., η οποία έχει βέβαια, υπεύθυνα, τον τελικό λόγο. Με την προϋπόθεση ότι η σύσταση δεν είναι αντίθετη ή συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων και δεν αναδεικνύονται πλασματικά προς όφελος ενός των υποψηφίων ορισμένες ιδιότητες είτε λόγω ανάθεσης ευκαιριακών ή άλλως καθηκόντων σ΄ αυτόν, η σύσταση δεν πάσχει. Όπως αναφέρθηκε και στη Δημοκρατία ν. Παρασκευής Κουππάρη (2010) 3 Α.Α.Δ. 272, η σύσταση εφόσον είναι σύμφωνη με τα υπηρεσιακά δεδομένα και ανακύπτει «.. μετά από σύγκριση .. και συνεκτίμηση του συνόλου των αναγνωρισμένων στοιχείων κρίσης, ήτοι, της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας», δεν είναι μεμπτή. Πρόβλημα, εξηγήθηκε, αναφύεται όταν ο διευθυντής στηρίζεται ή επηρεάζεται από πληροφορίες που έλαβε έξω από τα στοιχεία των φακέλων. Το απαγορευτικό για τη σύσταση είναι να μην αναπλάθεται η εικόνα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις ώστε να είναι θετική προς ένα υποψήφιο και αρνητική για άλλο, ενώ οι αξιολογήσεις κατ΄ έτος δεν πιστοποιούν τέτοιου είδους κρίση. (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -). Μεμπτή είναι επίσης η σύσταση όταν βασίζεται ή επηρεάζεται από πληροφορίες που λαμβάνονται από τον προϊστάμενο έξω από τα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης και σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων. (Κουάλης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742, Μιχαήλ Σπύρου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, συνεκδ. υποθ. αρ. 1926/09, 67/09, 153/09 και 198/09, ημερ. 29.6.2010 και Μιχάλης Καΐση ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 479/09, ημερ. 22.7.2010).
Η σύσταση του διευθυντή εδώ, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν αφαιρούσε ή προσέδιδε οτιδήποτε από τα υπηρεσιακά δεδομένα. Αντίθετα, με δεδομένη την ορθή αποτύπωση των στοιχείων τους, σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος αντί τον αιτητή. Θα ήταν πιο συνετό αν ο διευθυντής εξωτερίκευε την εξυπακουόμενη από την καταγραφή των στοιχείων θέση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος συστήνεται ενόψει της υπέρτερης αρχαιότητας, της ουσιαστικής ισοδυναμίας των προσόντων (ένα διδακτορικό έναντι δύο μεταπτυχιακών) και της ισοδυναμίας στην αξία. Αλλά, αυτή ακριβώς η εικόνα εξαγόταν αβίαστα από την όλη συγκριτική άσκηση στην οποία ενδιέτριψε ο διευθυντής κατά την καταγραφή της θέσης του, ώστε να προβεί στη σύσταση του. Αν έλεγε οτίδηποτε το αντίθετο, (αν για παράδειγμα σύστηνε τον αιτητή ή τον έτερο υποψήφιο), θα βαρύνετο με την ανάγκη να αιτιολογήσει τη θέση του ενόψει της σαφέστερης αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους. Το ότι δεν το έπραξε, με ασφάλεια μπορεί να συναχθεί ότι η κρίση του βασίστηκε σ΄ αυτή την αρχαιότητα, των υπολοίπων στοιχείων περίπου ίσων. Δεν είναι η περίπτωση εδώ της κριθείσας ως πάσχουσας σύστασης στην Κίκης Ονουφρίου ν. Ε.Δ.Υ. - ανωτέρω -, όπου η μη σύσταση του εκεί εφεσείοντος ενδεχομένως να εξυπάκουε και ότι αυτός δεν ήταν άριστος υπάλληλος. Εδώ, ο διευθυντής ρητά χαρακτήρισε και τους τρεις υποψηφίους ως ικανούς να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης του Ανώτερου Μορφωτικού Λειτουργού. Άλλωστε, όπως εξηγήθηκε και στην Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431, τα όσα ο διευθυντής αναφέρει κατά τη σύσταση του, λειτουργούν συγκριτικά.
Όσον αφορά την Ε.Δ.Υ., η κρίση της ήταν εξίσου άνευ προβλήματος. Η θέση της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του αιτητή, καταγράφηκε και επεξηγήθηκε ρητά και αναλυτικά τόσο με αναφορά στα δικά της προσόντα, αξία και αρχαιότητα, αλλά και σε σύγκριση με τον αιτητή. Σε σχέση με τον τελευταίο, η Ε.Δ.Υ. είχε υπόψη της ότι ο αιτητής ήταν κάτοχος διδακτορικού τίτλου στη φιλοσοφία του Πανεπιστημίου Αθηνών και σαφώς το σημείωσε. Εδώ πρέπει να παρεμβληθεί το εξής: ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση σελ. 11, σημείωσε ότι «η αναφορά (σκόπιμη ή τυχαία) στην αγόρευση του ενδιαφερομένου μέρους ότι ο αιτητής κατέχει διδακτορικό τίτλο στη φιλοσοφία, είναι λανθασμένη. Ο αιτητής κατέχει διδακτορικό του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.». Προφανώς είναι η αντίληψη αυτή του συνηγόρου που είναι εσφαλμένη, εφόσον στα προσόντα του αιτητή, όπως καταγράφονται στο Παράρτημα 4 της ένστασης, λογίζεται σ΄ αυτόν ακριβώς «Διδακτορικός τίτλος στη Φιλοσοφία, Πανεπιστήμιο Αθηνών» και μάλιστα με «άριστα» και τέτοιο τίτλο είναι που καταγράφει και η ίδια η Ε.Δ.Υ. κατά τη σύγκριση των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων. Το γεγονός πιστοποιείται και από το ερυθρό 55 του διοικητικού φακέλου που αφορά τον αιτητή και που κατατέθηκε ως Τεκμ. «Β», κατά τις διευκρινίσεις. Να σημειωθεί δε ότι η παραπομπή στην αρχική γραπτή αγόρευση του αιτητή στη σελ. 8, ως προς το τι κατάγραψε η Ε.Δ.Υ., λανθασμένα αναφέρει ότι η Ε.Δ.Υ. είπε ότι ο αιτητής διαθέτει διδακτορικό τίτλο του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν είναι αυτό που η ίδια η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε στο πρακτικό της, όπως αυτό αποτυπώνεται στο Παράρτημα 3 της ένστασης.
Με δεδομένη την ορθότητα της σύστασης του διευθυντή την οποία ευλόγως συνυπολόγισε η Ε.Δ.Υ., προκύπτει από τα λεχθέντα και δέουσα έρευνα και αιτιολόγηση κατά την τελική κρίση αυτής. Στερείται, υπό το φως των δεδομένων εδώ, ερείσματος η θέση ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε ως απλή σφραγίδα της σύστασης του διευθυντή. Κατ΄ αρχάς συνεκτίμησε τα προσόντα των υποψηφίων, όπως αυτά αναφέρθηκαν ήδη πιο πάνω. Η συχνά χρησιμοποιούμενη φράση ότι η Ε.Δ.Υ. «απέδωσε στα προσόντα την ανάλογη βαρύτητα», δεν πάσχει από ανεπάρκεια κρίσης ή επεξήγησης. Η απόδοση της ανάλογης βαρύτητας, ως φράση, κινείται μέσα στα νομολογημένα πλαίσια. Έχει λεχθεί και πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 156/08, ημερ. 29.9.2011, ότι:
«... οι λέξεις 'δέουσα βαρύτητα' ή 'ανάλογη βαρύτητα', είναι φράσεις που χρησιμοποιούνται από το διοικητικό όργανο και αποδίδουν την εκτίμηση του διοικητικού οργάνου σε ό,τι αφορά τη σημασία του πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος. Τέτοια φράση είχε, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιηθεί και στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (ανωτέρω.»
Όπως είχε διαχρονικά επεξηγηθεί (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2010) 3 Α.Α.Δ. 377), το διοικητικό όργανο έχει καθήκον να λάβει υπόψη τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, κινούμενο ανάμεσα σε δύο όρια: ούτε της απόδοσης υπερβολικής βαρύτητας ώστε να ανακύπτει έκδηλη υπεροχή, ούτε όμως και της εντελώς οριακής αξιολόγησης, ώστε να μην αποδίδεται στην ουσία οποιαδήποτε σημασία ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Επομένως, όσον αφορά τα πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε τα προσόντα των υποψηφίων και απέδωσε σ΄ αυτά τη βαρύτητα που άρμοζε σημειώνοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διαθέτει πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και γι΄ αυτό το συνεκτίμησε με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Είναι φανερό ότι η σχετικότητα του προσόντος αυτού με τα καθήκοντα της θέσης θεωρήθηκε υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους. Το πρόσθετο αυτό προσόν ήταν βέβαια πέραν του πλεονεκτήματος που κατείχαν και οι δύο, αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος, με την εξής όμως διαφορά: Το προσόν του ενδιαφερομένου μέρους, που θεωρήθηκε ως πλεονέκτημα (μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Ιστορία του Πανεπιστημίου Charles de Gaulle), ήταν, όπως σημείωσε η Ε.Δ.Υ. άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ το πλεονέκτημα του αιτητή (διδακτορικό στη Φιλοσοφία του Πανεπιστημίου Αθηνών), δεν θεωρήθηκε σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, εφόσον δεν σημειώθηκε ως τέτοιο από την Ε.Δ.Υ.
Η κατοχή πλεονεκτήματος δεν φέρει μαζί του και αυτόματη υπεροχή κατά τρόπο που να προεξοφλά την καταλληλότητα για τη θέση. Είναι το σύνολο των κριτηρίων και η συνεκτίμηση τους που αποκτά σημασία. Εδώ, πέραν του πλεονεκτήματος που αμφότεροι οι υποψήφιοι κατείχαν, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε και πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Το σχέδιο υπηρεσίας δεν καθόριζε υπεροχή ή διαβάθμιση αναλόγως της κατοχής μεταπτυχιακού, τύπου Master ή Maitrise και Διδακτορικού. Το διδακτορικό είναι γενικώς ανώτερο του Master, αλλά εδώ ήταν σε θέμα όχι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και ήταν επομένως ένα πλεονέκτημα, όπως και το Maitrise του ενδιαφερόμενου μέρους που ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Το ενδιαφερόμενο μέρος όμως είχε και δεύτερο μεταπτυχιακό, εξίσου σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Η κρίση της Ε.Δ.Υ. υπό τις περιστάσεις ήταν εύλογη.
Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ