ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 373/2009)
30Δεκεμβρίου, 2011
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΒΒΑ,
Αιτητής,
ν.
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
(1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
(2) ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
΄Ελενα Αρότη (κα), για Σπύρο Αρότη, για τον Αιτητή.
Φίλιππος Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας, (ο «Αρχηγός»), ημερομηνίας 24/2/2009, η οποία εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, (ο «Υπουργός»), και με την οποία η Ευγενία Κακουλλή, ο Χριστόδουλος Ψακίδης και ο Ανδρέας Νικολάου - («ενδιαφερόμενα μέρη») - προήχθησαν στο βαθμό του Λοχία, από 25/2/2009.
Ο Υπουργός, στα πλαίσια πλήρωσης 20 κενών θέσεων Λοχία σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004, (Κ.Δ.Π. 214/2004), όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 350/2005, (οι «Κανονισμοί»), αφού διαβουλεύθηκε με τον Αρχηγό, προέβη στο διορισμό Επιτροπής Αξιολόγησης, Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων και Συμβουλίου Κρίσεως, κατά τα προβλεπόμενα στους Κ. 6, 7(6) και 8 των Κανονισμών.
Σε πρώτο στάδιο, η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπλήρωσε ειδικό έντυπο αξιολόγησης για κάθε υποψήφιο, αντίγραφο του οποίου διαβιβάστηκε στον Αστυνομικό Διευθυντή ή Διοικητή Μονάδας, ανάλογα με την περίπτωση, και, στη συνέχεια, ετοίμασε ΄Εκθεση και Κατάλογο όλων των υποψηφίων, κατά σειρά βαθμολογίας, τον οποίο υπέβαλε, μαζί με τα έντυπα αξιολόγησης, στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων. Ο Κατάλογος αναρτήθηκε, ταυτόχρονα, σε όλες τις αστυνομικές διευθύνσεις και μονάδες.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων επιλήφθηκε των ενστάσεων που υποβλήθηκαν και κατάρτισε Κατάλογο, στον οποίο σημειώθηκε η βαθμολογία των υποψηφίων, κατά σειρά βαθμολογίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την εξέταση των ενστάσεων.
Στον Κατάλογο, ο οποίος περιλάμβανε 82 υποψηφίους που είχαν εξασφαλίσει πέραν του 50% της συνολικής βαθμολογίας μετά την εξέταση των ενστάσεων, δηλαδή αριθμό τετραπλάσιο των κενών θέσεων, και τους υποψηφίους που ισοβάθμησαν στην τελευταία κατά σειρά βαθμολογίας προνομιούχα θέση (80ή), κατά τα προβλεπόμενα στον Κ. 7(7) των Κανονισμών, συμπεριλήφθηκαν και οι διάδικοι. Ο αιτητής κατέλαβε την 23η θέση του Καταλόγου, με σύνολο 53,40 μονάδες, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη Ψακίδης, Κακουλλή και Νικολάου κατετάγησαν στην 20ή , 21η και 34η θέση, με συνολική βαθμολογία 53,45, 53,40 και 53 μονάδες, αντίστοιχα.
Ο πιο πάνω Κατάλογος, μαζί με τα έντυπα αξιολόγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης και της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, υποβλήθηκε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως.
Οι υποψήφιοι του Καταλόγου που υποβλήθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, εκτός από έναν, που είχε, στο μεταξύ, παραιτηθεί από την Αστυνομία, κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. Η βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης ενός εκάστου των υποψηφίων καταγράφηκε σε ξεχωριστό πρακτικό, σύμφωνα με τον Κ. 9(5) των Κανονισμών, και αιτιολογήθηκε.
Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Κρίσεως, αφού συνυπολόγισε τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την εξέταση των ενστάσεων και τη βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης, κατάρτισε «Τελικό Πίνακα», με τα στοιχεία όλων των υποψηφίων που συστήνονταν για προαγωγή, κατά σειρά βαθμολογίας. Με βάση την τελική βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσεως, ο αιτητής κατετάγη στην 33η θέση με 57,10 μονάδες, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη Κακουλλή, Ψακίδης και Νικολάου κατέλαβαν την 20ή, 21η και 22η θέση, συγκεντρώνοντας 58,40, 58,35 και 58,30 μονάδες, αντίστοιχα.
Ο Τελικός Πίνακας αυτών που συστήνονταν, μαζί με τη σχετική ΄Εκθεση του Συμβουλίου Κρίσεως και όλα τα σχετικά έγγραφα, υποβλήθηκε στον Αρχηγό, ο οποίος, αφού έλαβε υπόψη, στο σύνολό τους, όλα τα στοιχεία των υποψηφίων, σύμφωνα με τον Κ. 9(7) των Κανονισμών, τις Εκθέσεις και αξιολογήσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως, τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 17 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, (Ν. 73(Ι)/2004), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»), ως, επίσης, και τις πρόνοιες του Κ. 3 των Κανονισμών και αφού, όπως σημείωσε, ακολούθησε πιστά τη σειρά επιτυχίας, αποφάσισε την προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών.
Η απόφαση εγκρίθηκε από τον Υπουργό και δημοσιεύθηκε στις "Εβδομαδιαίες Διαταγές" της Αστυνομίας, ημερομηνίας 2/3/2009.
Ο αιτητής, για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, εισηγείται ότι:-
(i) Αυτός υπερέχει στα αντικειμενικά στοιχεία κρίσεως και ότι η κρίση του Συμβουλίου Κρίσεως για την απόδοσή του κατά την προσωπική συνέντευξη είναι άδικη.
(ii) Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν του προσωπική συνέντευξη είναι αναιτιολόγητη.
(iii) Η επίδικη απόφαση του Αρχηγού και η εγκριτική πράξη του Υπουργού στερούνται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
(iv) Η έγκριση του Υπουργού συνιστά απλή προσυπογραφή της απόφασης του Αρχηγού· και
(v) Παραμένει άγνωστη η επίδραση των «συμβουλών» των υπεύθυνων αξιωματικών στη βαθμολογία.
Είναι η θέση του αιτητή ότι αυτός, με βάση τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων, ατομικών δελτίων και Ετήσιων Εκθέσεων Αξιολόγησης, όπως αυτά αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης με βάση τον Κ. 7 των Κανονισμών, προηγείτο στη σειρά προτεραιότητας για προαγωγή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Νικολάου. Το προβάδισμα του αυτό ανατράπηκε, λόγω της υποκειμενικής, άδικης και αναιτιολόγητης κρίσης του Συμβουλίου Κρίσεως, το οποίο κατέστησε την ενώπιον του προσωπική συνέντευξη ως το αποφασιστικό κριτήριο προαγωγής, κατά παραγνώριση της αξίας, των εμπειριών και της έκδηλης υπεροχής του σε αρχαιότητα.
Οι καθ' ων η αίτηση, στα πιο πάνω, απαντούν ότι, εφόσον ο αιτητής συμμετείχε στην όλη διαδικασία, περιλαμβανομένης και της συνέντευξης ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, δεν μπορεί, εκ των υστέρων, να καταφέρεται εναντίον της τελευταίας, ισχυριζόμενος ότι δόθηκε σε αυτήν υπέρμετρη βαρύτητα - (βλ. Ανδρέας Ανδριανού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 388/06, 514/06, 515/06, 522/06, 545/06 και 559/06., 18/4/08).
Ο ισχυρισμός του αιτητή δεν ευσταθεί. Η Επιτροπή Αξιολόγησης, κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων, ακολούθησε πιστά τα προβλεπόμενα στον Κ. 7 των Κανονισμών, ενώ η μεθοδολογία της αξιολόγησης καταγράφεται αναλυτικά στην ΄Εκθεσή της.
΄Οπως, ήδη, αναφέρθηκε, στη συνολική βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης, η οποία αποτελείτο από το άθροισμα όλων των στοιχείων του εντύπου αξιολόγησης, ο αιτητής, μετά την εξέταση των ενστάσεων, κατείχε την 23η θέση κατά σειρά επιτυχίας, με 53,40 μονάδες, όσες και το ενδιαφερόμενο μέρος Κακουλλή, που τοποθετήθηκε στην 21η θέση. Με βάση τον πιο πάνω Κατάλογο, ο αιτητής υπερείχε κατά 0,40 μονάδες του ενδιαφερόμενου μέρους Νικολάου, που κατέλαβε την 34η θέση, με 53,00 μονάδες. Η κατάταξη, όμως, ανατράπηκε μετά τη βαθμολογία που δόθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως για την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη. Με βάση τον Κ. 9(4)(γ) των Κανονισμών, η προσωπική συνέντευξη βαθμολογείται κατά ανώτατο όριο με 7 μονάδες. Καθορίζεται, επίσης, στον ίδιο Κανονισμό η κατανομή των μονάδων στα διάφορα κριτήρια. Προβλέπεται, περαιτέρω, ότι η βαθμολογία του υποψηφίου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των τριών μελών του Συμβουλίου Κρίσεως. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το Συμβούλιο Κρίσεως, στην παρούσα περίπτωση, αποφάσισε να προσδώσει στην προσωπική συνέντευξη τη μέγιστη δυνατή βαθμολογία των 7 μονάδων, οι οποίες κατανεμήθηκαν στα προκαθορισμένα κριτήρια. Ο αιτητής, μετά τη γενική αξιολόγηση, έλαβε για την απόδοσή του στη συνέντευξη 3,70 μονάδες, ενώ η αντίστοιχη βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους Νικολάου ήταν 5,30 μονάδες. Τα ενδιαφερόμενα μέρη Κακουλλή και Ψακίδης βαθμολογήθηκαν με 5,00 και 4,90 μονάδες, αντίστοιχα. Ως αποτέλεσμα, η κατάταξη στον Τελικό Κατάλογο διαφοροποιήθηκε και ο αιτητής υποχώρησε στην 33η θέση, με 57,10 μονάδες, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Νικολάου ανέβηκε στην 22η θέση, με 58,30 μονάδες και τα ενδιαφερόμενα μέρη Κακουλλή και Ψακίδης κατετάγησαν στην 20ή και 21η θέση, συγκεντρώνοντας 58,40 και 58,35 μονάδες, αντίστοιχα. Η συγκεκριμένη απόδοση στην προσωπική συνέντευξη ήταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου Κρίσεως και δεν έχει αποδειχθεί ότι, με την προκαθορισμένη βαθμολογία των διαφόρων κριτηρίων, έχει αδικηθεί ο αιτητής, ο οποίος υστέρησε στη συνέντευξη, με αποτέλεσμα να χάσει το οριακό προβάδισμα που είχε έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Νικολάου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μετά την αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης. Επιπρόσθετα, ο αιτητής θα μπορούσε να θέσει το ζήτημα των μονάδων της συνέντευξης πριν προσέλθει ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. Δεν το έπραξε, όμως, και η, εκ των υστέρων, επίκληση του θέματος φέρνει στο προσκήνιο το δόγμα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας - (βλ. Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884).
Ο αιτητής εισηγείται, περαιτέρω, ότι η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη είναι αναιτιολόγητη, κατά παράβαση του Κ. 9(4)(β) των Κανονισμών και του ΄Αρθρου 26 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99). Υποβάλλει, επίσης, ότι η τελική αριθμητική αποτύπωση με τις επί μέρους βαθμολογίες των θεμάτων, όπως αυτή καταγράφηκε στα πρακτικά, δεν εξηγεί τις αποκλίσεις της συνολικής βαθμολογίας του αιτητή από εκείνη των ενδιαφερόμενων μερών, αλλά αποκαλύπτει ότι υπήρξε «προσυνεννόηση» των μελών του Συμβουλίου Κρίσεως, για να ευνοηθούν αναξιοκρατικά κάποιοι υποψήφιοι.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή, επίσης, δεν ευσταθούν. Η διαδικασία των προσωπικών συνεντεύξεων και η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων ρυθμίζεται από τον Κ. 9(4) των Κανονισμών, ο οποίος απαιτεί καταγραφή της γενικής εντύπωσης και αιτιολογία. Καθορίζονται, επίσης, τα κριτήρια αξιολόγησης και η ανώτατη βαθμολογία για το κάθε ένα από αυτά, η οποία αποτυπώνεται σε ειδικό έντυπο - («Παράρτημα Β» των Κανονισμών), στο οποίο αποτυπώνεται και η αιτιολογία των επί μέρους στοιχείων αξιολόγησης.
Στην παρούσα περίπτωση, το Συμβούλιο Κρίσεως χρησιμοποίησε το πιο πάνω έντυπο, στο οποίο μεταφέρθηκε ο μέσος όρος των τριών βαθμολογιών (Προέδρου και Μελών) του κάθε κριτηρίου. Για τις ξεχωριστές βαθμολογίες χρησιμοποιήθηκαν βοηθητικά έντυπα, τα οποία, επίσης, επισυνάφθηκαν στο ειδικό έντυπο, το οποίο περιλαμβάνει χωριστά «αιτιολογία προσωπικής συνέντευξης», στην οποία αντικατοπτρίζεται αριθμητικά η βαθμολογία (μέσος όρος) που αποδόθηκε στα έξι κριτήρια του Κ. 9(4)(γ) των Κανονισμών. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε περιγράφεται αναλυτικά στην ΄Εκθεση του Συμβουλίου Κρίσεως, το οποίο, όπως σημειώθηκε, για σκοπούς «ομοιόμορφης, δίκαιης και ίσης μεταχείρισης» των υποψηφίων, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι και τα τρία μέλη του Συμβουλίου θα ετοίμαζαν εκ των προτέρων αριθμό ερωτήσεων για τα θέματα της αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων και ότι η επιλογή της ερώτησης που θα υποβαλλόταν, κατά περίπτωση, θα γινόταν πριν την έναρξη των συνεντεύξεων από τα δύο μέλη που δεν είχαν σχέση με την ετοιμασία της.
Η διαδικασία που έχει εκτεθεί πιο πάνω, τα έντυπα που χρησιμοποιήθηκαν, ο τρόπος βαθμολόγησης και η αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων σε μονάδες έχει επικροτηθεί σε σειρά αποφάσεων - (βλ. Νίκος Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 305/04 κ.ά., 31/10/05· Ευριπίδης Παναγιώτου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 454/06, 556/06, 471/06 και 547/06, 30/5/08· Μιχάλης Ανδρονίκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 241/09, 2/2/10· Μάριος Παπαευριβιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 246/09, 23/2/10· Ανδρέας Ανδριανού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (πιο πάνω)· Βασούλα Γιαννακού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 251/09 κ.ά., 5/5/11 και Χριστάκης Μηλιδώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 141/07, 14/9/09).
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό για προσυνεννόηση των μελών του Συμβουλίου προς το σκοπό προώθησης κάποιων υποψηφίων, αυτός δεν έχει αποδειχθεί με ικανοποιητική βεβαιότητα, όπως απαιτεί η νομολογία - (βλ. Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170).
Με άλλους λόγους ακύρωσης, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι τόσο η απόφαση του Αρχηγού ημερομηνίας 24/2/2009, όσο και η έγκριση του Υπουργού ημερομηνίας 25/2/2009, είναι αναιτιολόγητες. Ειδικότερα, εισηγείται, η απόφαση του Αρχηγού είναι ασαφής, γενική και αόριστη, χωρίς συγκεκριμενοποίηση του λόγου της προτίμησης, ενώ η εγκριτική πράξη του Υπουργού δόθηκε ως απλή σφραγίδα και προσυπογραφή, χωρίς να προηγηθεί έλεγχος νομιμότητας και δέουσα έρευνα αυτών που προηγήθηκαν.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 17(1) του Νόμου:-
«Τα μέλη της Αστυνομίας μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου διορίζονται, εγγράφονται, προάγονται και απολύονται από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού».
Ο δε Κ. 9(7) των Κανονισμών, προβλέπει τα ακόλουθα:-
«(7) Ο Πίνακας των συστημένων για προαγωγή μαζί με τα έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσης υποβάλλονται από το Συμβούλιο Κρίσης στον Αρχηγό, ο οποίος, αφού λάβει υπόψη στο σύνολό τους όλα τα στοιχεία που αφορούν τον κάθε υποψήφιο, με έγκριση του Υπουργού προβαίνει στις προαγωγές σύμφωνα με το άρθρο 17 του Νόμου:
Νοείται ότι, σε περίπτωση μη τήρησης της κατάταξης κατά σειρά επιτυχίας υποψηφίου στον Πίνακα, απαιτείται ειδική αιτιολογία του Αρχηγού.»
Στο αιτιολογικό της επίδικης απόφασης του Αρχηγού, σημειώνεται ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία των υποψηφίων, περιλαμβανομένων των Εκθέσεων, αξιολογήσεων και βαθμολογιών της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως, τα οποία και συνεκτιμήθηκαν. Γίνεται επίσης αναφορά στις σχετικές κανονιστικές και νομοθετικές διατάξεις, ιδιαίτερα δε στον Κ. 9(7) των Κανονισμών, σύμφωνα με την επιφύλαξη του οποίου απαιτείται ειδική αιτιολογία του Αρχηγού, σε περίπτωση μη τήρησης της κατάταξης κατά σειρά επιτυχίας. Στην παρούσα περίπτωση, η σειρά επιτυχίας ακολουθήθηκε πιστά. Συνεπώς, η απόφαση του Αρχηγού είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Ο ισχυρισμός ότι η υπουργική έγκριση ήταν αναιτιολόγητη, επίσης, δεν ευσταθεί. Ο Νόμος δεν απαιτεί ρητή και καταγεγραμμένη αιτιολόγηση της έγκρισης. ΄Οταν η επιλογή βασίζεται σε καλύτερη αξιολόγηση, η έγκριση καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας. ΄Οπως τονίστηκε στην Απέητος & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 64:- (σελ. 75-76)
"Οι προσωπικοί φάκελοι και όλα τα στοιχεία για τον καθένα υποψήφιο ήταν ενώπιον του Αρχηγού, ο οποίος, με πολλή επιμέλεια, αφού τα διεξήλθε, ετοίμασε τους πίνακες και την απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, που υπέβαλε για έγκριση στον Υπουργό.
Ο Υπουργός, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας, στην απουσία μαρτυρίας ή ένδειξης για το αντίθετο, μελέτησε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, που ήταν ικανοποιητικά ή/και επαρκή για το σκοπό της άσκησης της διακριτικής εξουσίας της έγκρισης, και έδωσε την αναγκαία έγκριση - (βλ. Pantelis Th. Michanicos and Another v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 237, 244∙ Savva v. Republic (1985) 3 C.L.R. 694∙ Κλέαρχος Μιλτιάδους και ΄Αλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 789, 791 και 796 (Απόφαση δόθηκε στις 30 Μαΐου, 1989[1]))."
Επίσης, στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 281 αναφέρθηκε ότι:- (σελ. 284)
«Απορριπτέος είναι, κατ' ακολουθία, και άλλος λόγος έφεσης κατά της πρωτόδικης κρίσης ότι η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας και η έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών δεν στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Η επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών και η έγκριση εβασίσθη στην καλύτερη αξιολόγηση τους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία και τους σύστησε εφ' όσον ήσαν οι πρώτοι τέσσερις σε σειρά κατάταξης. Αναιτιολόγητη θα ήταν μάλλον η παραγνώριση της αξιολόγησης αυτής, ως κατάληξης της προβλεπόμενης στο νόμο διαδικασίας, και η άνευ ετέρου επιλογή άλλων.»
Ο αιτητής προβάλλει, επίσης, ότι η ΄Εκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης δε διαφωτίζει εάν και σε ποιο βαθμό λήφθηκαν υπόψη οι «συμβουλές» των υπευθύνων και προϊσταμένων, όπως προβλέπει ο Κ. 7(4) των Κανονισμών και ισχυρίζεται, όπως και στην περίπτωση του Συμβουλίου Κρίσεως, ότι υπήρξε προσπάθεια των μελών της Επιτροπής να ευνοήσουν παράνομα κάποιους υποψηφίους. Ως ενισχυτικό παράδειγμα του ισχυρισμού του προβάλλει τη βαθμολογία του στο κριτήριο της «Διεκπεραίωσης Καθηκόντων», όπου, ενώ ο προϊστάμενός του τον αξιολόγησε με την ανώτατη βαθμολογία των 4 μονάδων, ο μέσος όρος αξιολόγησης του από την Επιτροπή ήταν 3,40 μονάδες.
Επειδή, σύμφωνα με τον Κ. 7(4) των Κανονισμών, απαιτείται όπως η γνώμη του υπεύθυνου αξιωματικού για τον αξιολογούμενο καταγράφεται, η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπεριέλαβε στο ειδικό έντυπο την αξιολόγηση του άμεσα προϊσταμένου του αιτητή Υπαστυνόμου Νίκου Παντζιαρά, όπως αυτή αποτυπώθηκε αριθμητικά σε βοηθητικό έντυπο. Σημείωσε, επίσης, στο αιτιολογικό της απόφασής της ότι αξιολόγησε τον αιτητή, αφού μελέτησε τον Προσωπικό του Φάκελο, τα Ατομικά Δελτία και τις Ετήσιες Εκθέσεις των τεσσάρων τελευταίων ετών και αφού συμβουλεύθηκε τον άμεσα προϊστάμενό του. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει τη βαθμολογία που παραχώρησε στον αιτητή ο προϊστάμενος του σε οποιοδήποτε κριτήριο, αλλά διατηρούσε στο θέμα αυτό ελεύθερη κρίση, νοουμένου ότι η απόφαση της αιτιολογείτο. Συνεπώς, ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί.
Ούτε τα περί αλλότριου σκοπού και έλλειψης αμεροληψίας της Επιτροπής έχουν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα. Παρέμειναν ισχυρισμοί.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΔΓ, ΜΠ