ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Υπόθεση Αρ. 194/2010]

 

19 Δεκεμβρίου, 2011

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ

Αιτητής

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ

Καθ' ων η αίτηση

 

 

Μαρίκα Καλλιγέρου για τον αιτητή.

Αλεξία Καλησπέρα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για  τους καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,  Δ.:  Ο αιτητής εισήγαγε μεταχειρισμένο αυτοκίνητο από το Ηνωμένο Βασίλειο και του επιβλήθηκε φόρος εγγραφής ύψους €6.989,00.  Κατέβαλε το ποσό με τη γραπτή διαμαρτυρία πως η επιβολή του φόρου ήταν παράνομη και ο Αν. Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων, αιτιολογώντας, με την επιστολή του ημερομηνίας 9.4.10, τον πληροφόρησε ως ακολούθως:

 

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερ. 04/02/10 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:

 

1.     Ο φόρος εγγραφής μηχανοκίνητου οχήματος προσδιορίζεται με βάση την παράγραφο 1 του Μέρους Ι, του Παραρτήματος του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.

2.     Ο εν λόγω φόρος καταβάλλεται στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, κατά την εγγραφή του οχήματος στο Μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων.

 

Συνεπώς, το Τμήμα Οδικών Μεταφορών ενεργώντας μέσα στα πλαίσια της ισχύουσας Νομοθεσίας δεν έχει περιθώριο διαφορετικού χειρισμού του θέματος και ως εκ τούτου, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας για επιστροφή του φόρου εγγραφής του υπό αναφορά οχήματος δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.»

 

 

Το Μέρος Ι του Παραρτήματος του πιο πάνω Νόμου του 1972 (Ν. 86/72) καθορίζει ως αποκλειστικό κριτήριο για  τον καθορισμό του φόρου τον κυβισμό του αυτοκινήτου, ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι καινούργιο ή μεταχειρισμένο.  Ο φόρος υπολογίστηκε, λοιπόν, στη βάση του κυβισμού του αυτοκινήτου και είναι η θέση του αιτητή πως ο Νόμος παραβιάζει τα Άρθρα 90 και 95 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτά ερμηνεύθηκαν και εφαρμόστηκαν από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.  Ιδιαιτέρως στην υπόθεση Americo Jοao Nunes Tadeu, (C-345/93, ημερομηνίας 9.3.95, Συλλογή 1995, 6.Ι479), στην οποία, ακριβώς, κρίθηκε πως η πορτογαλική νομοθεσία που πρόβλεπε ως φόρο επί εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων ποσοστό που θα ανερχόταν στο 90% του αντίστοιχου για τα καινούργια, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πραγματική απόσβεση της αξίας του οχήματος, συνιστούσε δυσμενή διάκριση, παραβιάζουσα το Άρθρο 95 της Συνθήκης σε σχέση με τα ήδη εγγεγραμμένα στα Πορτογαλικά Μητρώα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα τα οποία αγοραζόμενα στην πορτογαλική αγορά έχουν μειωμένο κατάλοιπο φόρου σε σύγκριση προς τον επιβαλλόμενο για  τα εισαγόμενα.  Παραθέτω το καταληκτικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Εν όψει του συνόλου των παραπάνω σκέψεων, πρέπει να  δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι η εκ μέρους κράτους μέλους είσπραξη φόρου επί των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους αντιβαίνει προς το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ, όταν το ποσό του φόρου, υπολογιζόμενο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική απόσβεση της αξίας του οχήματος, υπερβαίνει το ποσό του καταλοίπου του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στα μητρώα του πρώτου κράτους.».

 

Επικαλέστηκε ο αιτητής και την António Gomez Valente, C-393/98, ημερομηνίας 22.2.2001, Συλλογή 2001 6.I01327) που επίσης αφορούσε εισαχθέν μεταχειρισμένο αυτοκίνητο στην Πορτογαλία. Το νομοθετικό καθεστώς είχε στο μεταξύ διαφοροποιηθεί σε σύγκριση προς εκείνο που διήπε την περίπτωση Τadeu (ανωτέρω).  Είχε εγκαταλειφθεί το σύστημα υπολογισμού του φόρου για  τα μεταχειρισμένα στη βάση του ποσοστού του 90% του αντίστοιχου που προβλεπόταν για  τα καινούργια και, στη θέση του, θεσπίστηκε Κώδικας κατά τον οποίο ο φόρος για  τα μεταχειρισμένα μειωνόταν κατά σταθερά ποσοστά, ανάλογα προς τα έτη χρήσης του αυτοκινήτου.  Αποφασίστηκε πως δεν ήταν απαραίτητο για  τον υπολογισμό της απόσβεσης της αξίας μεταχειρισμένου αυτοκινήτου να γίνεται οπωσδήποτε εκτίμηση ή πραγματογνωμοσύνη για  κάθε όχημα.  Αναφέρθηκαν συναφώς οι εγγενείς σε ένα τέτοιο σύστημα δυσχέρειες και κρίθηκε πως θα ήταν επιτρεπτό η απόσβεση να προσδιορίζεται, με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, με αναφορά και σε ευρετήριο για  τις μέσες τιμές.  Νοουμένου, όμως, ότι τα κριτήρια θα διασφαλίζουν επαρκή ακρίβεια στον υπολογισμό.  Σ' αυτό το πλαίσιο κρίθηκε πως η κλιμάκωση του φόρου αποκλειστικά με βάση τα έτη χρήσης, χωρίς συνυπολογισμό και άλλων παραγόντων, όπως, μεταξύ άλλων, ο τύπος του οχήματος και τα διανυθέντα χιλιόμετρα, δεν διασφάλιζαν επαρκή ακρίβεια στον υπολογισμό και πως, γι' αυτό, ήταν αντίθετη προς το Άρθρο 95 της Συνθήκης.  Αυτό, έχοντας υπόψη και πως δεν παρεχόταν δυνατότητα στον κύριο του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου να υποστηρίξει δικαστικώς ότι η αντικειμενική κλίμακα ήταν απρόσφορη για  τον προσδιορισμό της πραγματικής αξίας του αυτοκινήτου που εισήγαγε.  Παραθέτω και εν προκειμένω το καταληκτικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«44 Επομένως, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκαν στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ναι μεν επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να εφαρμόζει επί των εισαγομένων από άλλα κράτη μέλη μεταχειρισμένων οχημάτων σύστημα φορολογήσεως, κατά το οποίο η απόσβεση της πραγματικής αξίας των εν λόγω οχημάτων υπολογίζεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και κλιμάκων οριζομένων με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, αλλά μόνον υπό τον όρον ότι τα εν λόγω κριτήρια ή κλίμακες εγγυώνται ότι το ποσό του φόρου δεν υπερβαίνει - ούτε καν σε ορισμένες περιπτώσεις - το ποσό του καταλοίπου του φόρου που παραμένει ενσωματατωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στα μητρώα του οικείου κράτους».

 

 

Η επιχειρηματολογία του αιτητή συμπληρώθηκε με παραπομπή στις πρωτόδικες αποφάσεις στις Θωμάς Τριφυλλής ν. Τμήματος Τελωνείων, Προσφυγή 1161/2004, ημερομηνίας  26.5.2006 και Pavlos Ph. Varellas Trading Co. Limited ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 333/2005, ημερομηνίας 17.7.2006, σε σχέση με φόρο κατανάλωσης, στις οποίες ακριβώς ακολουθήθηκε η πιο πάνω νομολογία του ΔΕΚ.  Επίσης ως σχετικές, προς την ίδια κατεύθυνση, στις παρατηρήσεις της Πλήρους Ολομέλειας στη M.C. Sports Cars Ltd κ.α. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ, 42.

 

Γνωμάτευση ακριβώς επί του θέματος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 5.2.09 (βλ. και Γνωμάτευση της 5.11.09) ήταν κάθετη.  Με αναφορά στην πιο πάνω νομολογία, συμβούλευσε πως, πραγματικά, ο Νόμος εισήγαγε δυσμενή διάκριση αφού συναρτά το φόρο μόνο προς τον κυβισμό του αυτοκινήτου, χωρίς οποιαδήποτε έκπτωση με βάση την ηλικία, τον τύπο, τη γενική κατάσταση και τα άλλα χαρακτηριστικά του οχήματος.  Αυτή η θέση, όπως αναφέρεται, διατηρείται από τη Νομική Υπηρεσία μέχρι σήμερα.  Θεωρούν, όμως, οι καθ' ων η αίτηση πως η προσφυγή πρέπει να  απορριφθεί επειδή ο αιτητής ουδέποτε έθεσε ενώπιον της διοίκησης «οποιαδήποτε στοιχεία που να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο φόρος που του επιβλήθηκε για  το όχημα του ήταν ψηλότερος από το φόρο της εναπομείνασας αξίας ομοειδούς μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που είναι ήδη εγγεγραμμένο στο Μητρώο της Δημοκρατίας».  Εμφανώς το παράπονό του «είναι γενικό και άπτεται της νομοθετικής πολιτικής της Δημοκρατίας», ήταν δικό του το βάρος απόδειξης και δεν υπολειπόταν οτιδήποτε από την έρευνα που η Δημοκρατία όφειλε να είχε διεξαγάγει.  Θεωρούν, συνεπώς, πως η Varella (ανωτέρω) ήταν από αυτή την άποψη λανθασμένη και επικαλούνται τις Pavlos Ph. Varellas Trading Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 703/05, ημερομηνίας 29.5.06 και Aντώνης Χ. Πέτρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1477/09 ημερομηνίας 13.4.11. Για να αναφερθούν, όμως, κατά τις διευκρινήσεις και στην πρόσφατη απόφαση στη Χαράλαμπος Ασπρομάλλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 462/10, ημερομηνίας 8.9.11, προς την αντίθετη κατεύθυνση.  Στην οποία επισημάνθηκε πως δεν παρεχόταν στον αιτητή, ενόψει των προνοιών του Νόμου, ευχέρεια αμφισβήτησης του ποσού του φόρου, με την έννοια που το θέμα εξηγήθηκε από το ΔΕΚ στην Gomez Valente, (ανωτέρω).

 

Δεν καθορίστηκε το ποσό του φόρου με αναφορά στη μη προσαγωγή, από τον αιτητή, οποιωνδήποτε στοιχείων.  Καθορίστηκε με βάση τις δεσμευτικές για  τον Έφορο πρόνοιες του Νόμου όπως και ο ίδιος εξήγησε απαντώντας στον αιτητή.  Δεν είχε, του είπε, περιθώριο άλλου χειρισμού. Δεν ήταν και δυνατό να τίθεται θέμα άλλων κριτηρίων.  Ο Νόμος, στην πτυχή του που εδώ ενδιαφέρει, καθορίζει ένα κριτήριο, τον κυβισμό.  Οτιδήποτε άλλο προσκόμιζε ή έλεγε ο αιτητής θα ήταν εκτός του Νόμου τον οποίο ο Έφορος όφειλε να εφαρμόσει.  Η αποδοχή, ορθή βεβαίως, ότι δεν είναι επιτρεπτό να υπολογίζεται ο φόρος μόνο στη βάση του κυβισμού, τέμνει το θέμα.  Αυτός είναι ο Νόμος και αφού εκ του Νόμου δημιουργείται η ανισότητα, όπως εξηγήθηκε από το ΔΕΚ, δεν παρεχόταν δυνατότητα συζήτησης άλλων κριτηρίων, ώστε να τίθεται ζήτημα βάρους απόδειξης του αιτητή, ως προς τέτοια.  Η άρση της δυσμενούς διάκρισης μπορεί να επέλθει με τροποποίηση του Νόμου και σημειώνουμε την αναφορά στην Ασπρομάλλης (ανωτέρω) στον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο του 1994 [Ν. 91(Ι)/94] που τροποποιήθηκε ειδικά, μετά από σειρά ακυρωτικών αποφάσεων στην ίδια βάση, ώστε να εξαρτά το ποσό του φόρου από κριτήρια στη γραμμή της νομολογίας του ΔΕΚ.  Σε συμφωνία, επομένως, με την απόφαση στην Ασπρομάλλης, (ανωτέρω), καταλήγω ότι η προσφυγή είναι βάσιμη.  Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

/μσιαμπαρτά


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο