ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1810/2008)
12 Δεκεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Ι. Νικολάου, για την Αιτήτρια.
Ελ. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 15.9.2008, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για εγγραφή στην Αστυνομία. Η αίτησή της απορρίφθηκε γιατί δεν ικανοποιούσε το προβλεπόμενο από τη νομοθεσία ύψος, έτσι αντί αυτής ενεγράφησαν στην Αστυνομία, σύμφωνα με τις Εβδομαδιαίες Διαταγές ημερομηνίας 28.9.2008, τα οκτώ ενδιαφερόμενα μέρη.
Η αιτήτρια υπηρετεί ως ειδική αστυφύλακας στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου από 3.1.2000, μέχρι δε τις 21.11.2007 υπηρετούσε στο Γραφείο Τύπου του Αρχηγείου Αστυνομίας, ενώ από την πιο πάνω ημερομηνία υπηρετεί στον Ουλαμό Πρόληψης Εγκλημάτων.
Ανταποκρινόμενη σε σχετική προκήρυξη η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για τη θέση Αστυφύλακα, πρώτου διορισμού στις κλίμακες Α3-Α5-Α7. Στην προκήρυξη αναφέρονταν τα καθήκοντα και οι ευθύνες της θέσης, καθώς και τα απαιτούμενα προσόντα, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η πρόνοια της νομοθεσίας για το όριο ύψους των υποψηφίων, που δεν έπρεπε να ήταν κάτω από 1.65 μ. για άντρες και κάτω από 1.60 μ. για γυναίκες.
Μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων, το Συμβούλιο Προσλήψεων, ενεργώντας σύμφωνα με τον Κανονισμό 5 (2) (β) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 έως 2004, Κ.Δ.Π. 51/89, όπως τροποποιήθηκαν και αφού προέβη στην αξιολόγηση και ταξινόμηση των αιτήσεων, καθόρισε ημερομηνία διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων.
Το Συμβούλιο Προσλήψεων σε επιστολή προς τους υποψήφιους με την οποία τους καλούσε σε γραπτή εξέταση, επεσήμανε ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να ήταν ύψους όχι μικρότερου του 1.65 μ. για τους άντρες και του 1.60 μ. για τις γυναίκες.
Ο κατάλογος των επιτυχόντων στη γραπτή εξέταση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η αιτήτρια είχε εξασφαλίσει 57.50% μέσο όρο βαθμολογίας. Στις 16.7.2007, το Συμβούλιο συνήλθε και αποφάσισε να προχωρήσει σε έλεγχο του ύψους, ιατρικές εξετάσεις, αθλητικές εξετάσεις και προφορική συνέντευξη.
Η μέτρηση του ύψους των υποψηφίων έγινε στην παρουσία των δύο από τα τρία μέλη του Συμβουλίου Προσλήψεων από 17 έως 19/7/2007. Είκοσι δύο υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και η αιτήτρια, δεν πληρούσαν το απαιτούμενο επίπεδο ύψους που προβλέπεται από τον Κανονισμό 4 (1) (ε) της Κ.Δ.Π. 51/89 και έτσι αποφασίστηκε όπως ενημερωθεί ο Αρχηγός Αστυνομίας για το αποτέλεσμα της εξέτασης. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Προσλήψεων υπέβαλε σχετικές εκθέσεις στον Αρχηγό, πληροφορώντας τον συνάμα ότι δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για εξαίρεση υποψηφίων, δοθέντος ότι στη γραπτή εξέταση είχε πετύχει αρκετά μεγάλος αριθμός υποψηφίων. Συγκεκριμένα 283 για 168 κενές θέσεις. Ο Αρχηγός συμφώνησε με τις εισηγήσεις του Συμβουλίου Προσλήψεων και τόνισε ότι καμιά παρέκκλιση δεν ενδείκνυται.
Εν τω μεταξύ ο πατέρας της αιτήτριας απέστειλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας επιστολή ημερομηνίας 24.7.2007, με κοινοποίηση στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, στον Αρχηγό Αστυνομίας και στην Επίτροπο Διοικήσεως, με την οποία ζητούσε όπως η κόρη του τύχει της προνοούμενης από τους κανονισμούς εξαίρεσης. Περαιτέρω αμφισβητούσε το υπολογισθέν ύψος της, εφ΄ όσον, όπως ισχυρίστηκε, μετρήθηκε και από αθλίατρο του ΚΟΑ και βρέθηκε μέσα στα πλαίσια του κανονισμού.
Ακολούθησε έρευνα η οποία δεν διαπίστωσε πως το όργανο μέτρησης που χρησιμοποιείται στο Γραφείο Προσλήψεων μπορούσε να κριθεί ως αναξιόπιστο. Ενημερώθηκαν σχετικά ο Αρχηγός της Αστυνομίας, όσο και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Η αιτήτρια ενημερώθηκε πως δεν πληρούσε το όριο του ύψους και ότι συνεπώς η αίτησή της δεν μπορούσε να αξιολογηθεί περαιτέρω.
Η διαδικασία βέβαια προχώρησε και τελικά οι κενές θέσεις πληρώθηκαν βάσει της σειράς κατάταξης των υποψηφίων στον Πίνακα Διοριστέων. Οι διορισμοί δημοσιεύτηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές με αύξοντα αριθμό 43, Μέρος ΙΙ, ημερομηνίας 22.10.2007.
Η αιτήτρια επανήλθε στις 8.9.2008 με επιστολή στον Αρχηγό Αστυνομίας, με την οποία ισχυρίστηκε ότι το ύψος της είναι μέσα στα πλαίσια του κανονισμού, εφ΄ όσον, όπως επεσήμανε, μετά από δική της πρωτοβουλία, επαναμετρήθηκε από αθλίατρο στον Κ.Ο.Α., με αποτέλεσμα 1.60.1. μ.
Η Βοηθός Αρχηγός Εκπαίδευσης, εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας, πληροφόρησε στις 15.9.2008 την αιτήτρια ότι η απόφαση που είχε ληφθεί δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί. Η επιστολή τόνιζε ότι η μέτρηση του ύψους όλων των υποψηφίων έγινε με το ίδιο ακριβώς όργανο μέτρησης, στην παρουσία των μελών του Συμβουλίου Προσλήψεων.
Οι καθ΄ων η αίτηση υπέβαλαν αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού είναι πράξη καθαρά βεβαιωτική λόγω του ότι ελήφθη από το ίδιο όργανο, απευθύνετο στο ίδιο πρόσωπο και είχε την ίδια αιτιολογία και διατακτικό με την προηγούμενη απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, ημερομηνίας 27.8.2007. Επισημαίνουν επίσης ότι για τη λήψη της δεν προηγήθηκε καμιά νέα έρευνα, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο της επιστολής. Συνεπώς, υποστηρίζουν οι καθ΄ων η αίτηση, αφού δεν έγινε οποιαδήποτε νέα έρευνα η μόνη εκτελεστή πράξη περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 27.8.2007.
Η πιο πάνω προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως και η ίδια η αιτήτρια υποστηρίζει, με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλει αυτοτελώς την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που της κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 27.8.2007, με την οποία της γνωστοποιήθηκε η απόρριψή της λόγω ελλιπούς ύψους, ούτε και η επιστολή ημερομηνίας 15.9.2008 με την οποία επιβεβαιώνονται τα πιο πάνω. Η πράξη αυτή συνιστά προπαρασκευαστική πράξη, η οποία ενσωματώθηκε στην τελική σύνθετη διοικητική πράξη με την οποία διορίστηκαν στις συγκεκριμένες θέσεις τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η απόφαση δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές ημερομηνίας 28.9.2008 και αυτή είναι το αντικείμενο προσβολής του δεύτερου σκέλους του αιτητικού της αιτήτριας.
Η διαδικασία μέτρησης του ύψους των υποψηφίων που έγινε από το Συμβούλιο Προσλήψεων και γενικότερα η διαπίστωση των απαιτουμένων προσόντων των υποψηφίων, είναι πράξη προπαρασκευαστική της σχετικής επιλογής του Αρχηγού Αστυνομίας, η οποία συνιστά σύνθετη διοικητική πράξη, ανεξαρτήτως του αν οι πράξεις αυτές γνωστοποιήθηκαν ή όχι στους υποψήφιους.
Ο καταρτισμός δηλαδή του Πίνακα Διοριστέων, όπως και ο ίδιος ο Πίνακας Διοριστέων, συνιστούν προπαρασκευαστική πράξη, μη εκτελεστού χαρακτήρα, οι οποίες ενσωματώνονται στην τελική απόφαση που λαμβάνει ο Αρχηγός και η οποία είναι η μοναδική που έχει εκτελεστό χαρακτήρα.
Όπως έχει νομολογηθεί, σε μια σύνθετη διοικητική πράξη ακόμα κι΄ αν η κάθε μια από τις προηγηθείσες πράξεις έχει εκτελεστό χαρακτήρα και μπορεί να προσβληθεί, από τη στιγμή που αυτή απορροφηθεί από την περατωθείσα διοικητική ενέργεια, χάνει τον εκτελεστό της χαρακτήρα.
Το τι συνιστά σύνθετη διοικητική πράξη απασχόλησε την υπόθεση Κοινοπραξία Cyprus Airports Group v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 439. Βλέπε ακόμα Pavlos Varella Trading Co Ltd ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 615, καθώς και Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 9η έκδοση, παραγρ. 157, σελ. 162 και Η. Κυριακόπουλος, Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, Γ. Ειδικόν Μέρος, 4η έκδοση, σελ. 98.
Έτσι, εν όψει των ανωτέρω, καταλήγω ότι ορθά και νόμιμα η αιτήτρια προσβάλλει την εγγραφή των ενδιαφερομένων μερών στην Αστυνομία ως τη μόνη εκτελεστή πράξη.
Όμως και η δεύτερη προδικαστική ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η αιτήτρια ως μη προσοντούχος, εφ΄ όσον δεν είχε το απαιτούμενο ύψος του 1.60 μ., στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την εγγραφή των ενδιαφερομένων μερών στην Αστυνομία. Οι καθ΄ ων η αίτηση παραπέμπουν στην αρχή ότι για να έχει κάποιος έννομο συμφέρον να προσβάλει διορισμό ή προαγωγή σε μία θέση θα πρέπει να κατέχει τα προσόντα για κατάληψη της θέσης.
Όμως στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο εκτιμήθηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση τα προσόντα της και συγκεκριμένα το κατά πόσο πληρούσε το απαιτούμενο προσόν ελάχιστου ύψους για γυναίκες.
Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, όπου το ζήτημα κατοχής των προσόντων καθίσταται επίδικο θέμα, ο αιτητής δεν χάνει το έννομό του συμφέρον να προσβάλει τη διοικητική απόφαση (Χρυσοστόμου κ.α. ν. Κωνσταντινίδου κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13, 18). Συνεπώς η αιτήτρια έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση.
Η αιτήτρια επικαλείται τρεις νομικούς ισχυρισμούς για να επιτύχει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται προς τον κανονισμό 4 της Κ.Δ.Π. 51/89, καθότι παράνομα και ή πεπλανημένα κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να επανεξεταστεί το ύψος της, ενώ υπήρχαν βάσιμες αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της πρώτης μέτρησής της. Αρχικά η αιτήτρια αντιπαρέβαλε στην εξέταση ύψους η οποία πραγματοποιήθηκε από το Συμβούλιο Προσλήψεων (1.59 μ. έναντι του 1.60 μ. που απαιτεί ο κανονισμός 4(1)(ε)) τη μέτρηση από ένα άλλο ανεξάρτητο όργανο, το Επιστημονικό Κέντρο Αθλητικών Ερευνών (1.60.1 μ.). Παραπέμπει μάλιστα στη σχετική έρευνα που διεξήγαγε το Συμβούλιο Προσλήψεων, μετά την αμφισβήτηση αριθμού γυναικών υποψηφίων συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας, όπου διαπιστώθηκε ότι το όργανο μέτρησης που χρησιμοποιείται δεν μπορεί να κριθεί ως αναξιόπιστο. Υποστηρίζει όμως ότι δεν προκύπτει από το σχετικό πιο πάνω σημείωμα που ετοίμασε το Συμβούλιο Προσλήψεων σε ποια στοιχεία βασίστηκε και, εν πάση περιπτώσει, αν τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε ήταν ικανά να οδηγήσουν στο αποτέλεσμα που οδήγησαν.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ακόμα ότι αν το Συμβούλιο Προσλήψεων διερευνούσε ορθά το όλο θέμα, θα διαπίστωνε την ανασφάλεια των χειροκίνητων μετρήσεων που το ίδιο χρησιμοποιεί και παράλληλα ότι το ηλεκτρονικό σύστημα που χρησιμοποιεί το Κέντρο Ερευνών δεν επιτρέπει υποκειμενική αντίληψη του ατόμου που διενεργεί τη μέτρηση.
Καταλήγοντας η αιτήτρια εισηγείται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση είτε αρνούμενοι να αποδεχτούν το αποτέλεσμα της δεύτερης αυτής μέτρησης, είτε αρνούμενοι να προχωρήσουν σε επαναμέτρηση του ύψους της, άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια υπό πλάνη και γι΄ αυτό η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός της αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθεί. Η αιτήτρια δεν έχει υποδείξει την πρόνοια του κανονισμού ή του νόμου που είναι αυτή που επιβάλλει την επανεξέταση του ύψους οποιουδήποτε υποψήφιου και δεν έχει τεκμηριώσει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται προς τον κανονισμό 4, ο οποίος απλώς καθορίζει το ελάχιστο ύψος για τις γυναίκες. Η αιτήτρια παρέλειψε επίσης να παραπέμψει σε σχετική νομολογία. Στη μόνη νομολογία που παρέπεμψε είναι η συγκεκριμένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (4103/2001), η οποία όμως βασίζεται σε διαφορετικές νομοθετικές διατάξεις και γεγονότα. Στην υπόθεση εκείνη είχαν προσαχθεί ιατρικές μελέτες οι οποίες έγιναν αποδεκτές από το δικαστήριο. Στην παρούσα υπόθεση καμιά τέτοια μαρτυρία δεν προσκομίστηκε από πλευράς αιτήτριας και συνεπώς το δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε οποιοδήποτε σχετικό συμπέρασμα.
Εν πάση περιπτώσει καμιά συγκεκριμένη διαδικασία μέτρησης του ύψους δεν διαλαμβάνεται ρητά στους σχετικούς κανονισμούς και προφανώς αυτή επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου. Οι καθ΄ ων η αίτηση ακολουθούν κάθε φορά την ίδια συγκεκριμένη διαδικασία η οποία ισχύει για όλους τους υποψήφιους. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διαδικασία μέτρησης η αιτήτρια δεν υπέβαλε οποιοδήποτε παράπονο για ελλιπή ή λανθασμένη διαδικασία.
Οι καθ΄ ων η αίτηση, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε νομική υποχρέωση, προχώρησαν μετά το παράπονο που υπέβαλε ο πατέρας της αιτήτριας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στη διεξαγωγή έρευνας για να διαπιστώσουν αν ετίθετο θέμα αναξιοπιστίας του οργάνου μέτρησης που χρησιμοποιείται. Δύο μάλιστα μέλη του Συμβουλίου Προσλήψεων επισκέφθηκαν το Κέντρο Αθλητικών Ερευνών Κύπρου όπου συζήτησαν το θέμα με τον επιστημονικό προϊστάμενο του Κέντρου.
Μετά και το πέρας της έρευνας που διεξήχθη, δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την επανεξέταση του θέματος της αιτήτριας. Προκύπτει επίσης πως οι διαφορές που πιθανόν να προκύπτουν κατά τη μέτρηση του ύψους ενός ατόμου δεν αφορούν την αξιοπιστία του οργάνου μέτρησης, αλλά τη στάση του σώματος του ατόμου τη συγκεκριμένη στιγμή. Από τη διεξαχθείσα έρευνα καταδεικνύεται ακόμα ότι οι διαφορές που πιθανόν να παρουσιαστούν είναι αδύνατο να αποφευχθούν, είτε αν η μέτρηση διεξάγεται με ηλεκτρονικό μέτρημα, είτε με συμβατικούς τρόπους. Προκύπτει εύλογα από τα πιο πάνω ότι δεν τίθεται θέμα επανεξέτασης του ύψους της αιτήτριας.
Προφανώς βρισκόμαστε μπροστά σε περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, όπου από τη μια η αιτήτρια αποδέχτηκε τη μέτρηση του ύψους της από το Συμβούλιο Προσλήψεων με το συγκεκριμένο τρόπο, ενώ πολύ αργότερα, όταν αντιλήφθηκε πως θα αποκλειόταν από τη διαδικασία, τον αμφισβήτησε ως αναξιόπιστο.
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα της επιλογής της καταλληλότητας ή της αξιοπιστίας του οργάνου μέτρησης του ύψους του Γραφείου Προσλήψεων και κατά συνέπεια η επάρκεια της έρευνας που διεξήγαγαν οι καθ΄ ων η αίτηση, αποτελεί τεχνικό θέμα και ως τέτοιο εκφεύγει του ελέγχου του δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει σε τεχνικής φύσεως θέματα, αλλά εξετάζει αν κατά πόσο με βάση τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του συγκεκριμένου διοικητικού οργάνου ήταν ευλόγως αναμενόμενο, μέσα στα πλαίσια να πάρει την απόφαση που έλαβε, χωρίς να συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας (Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.α., Υποθ. Αρ. 114/98, ημερ. 24.2.2000).
Τα πιο πάνω απαντούν και παράλληλα απορρίπτουν και τον επόμενο νομικό ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας ή επαρκούς έρευνας.
Απορριπτέος είναι επίσης και ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απαίτηση του κανονισμού 4 της Κ.Δ.Π. 51/89 για ορισμένο ύψος είναι αντίθετη με το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος και την αρχή της ισότητας και την ίση μεταχείριση όλων των πολιτών, σύμφωνα με τα άρθρα 38 και 41 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1990, Ν. 158(Ι)/99.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται δηλαδή ότι η επιβολή ορίου ύψους στο σχετικό κανονισμό είναι αντισυνταγματική καθότι οι καθ΄ων η αίτηση, χωρίς κανένα βάσιμο λόγο, προβαίνουν σε διαχωρισμό των υποψηφίων. Το ύψος υποστηρίζει συνιστά προσόν το οποίο δεν συνδέεται με τα καθήκοντα του μέλους της Αστυνομίας, αλλά με την εμφάνιση, η οποία δεν προσδιορίζει τις δυνατότητες άσκησης των αστυνομικών καθηκόντων. Συνεπώς, καταλήγει, ο αποκλεισμός υποψήφιου από μόνο το γεγονός ότι δεν ικανοποιεί το προβλεπόμενο ύψος, συνιστά μη απαραίτητο περιορισμό για την άσκηση των καθηκόντων του αστυνομικού. Με τον περιορισμό του ορίου του ύψους αποκλείονται, υποστηρίζει, υποψήφιοι που μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντα του αστυνομικού και δεν αποδίδονται τα ίσα σε όμοιες υποψηφιότητες για διορισμό. Γι΄ αυτό ο περιορισμός αυτός είναι απαράδεκτος και δεν συνάδει με τις πρόνοιες που κατοχυρώνουν την ίση μεταχείριση όλων των υποψηφίων για διορισμό στην Αστυνομία.
Επιπρόσθετα ισχυρίζεται ότι η αρχή της ισότητας παραβιάστηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση και για το λόγο ότι τόσο κατά την παρούσα διαδικασία, όσο και σε προηγούμενες διαδικασίες πρόσληψης αστυνομικών, προσλήφθηκαν, κατά καιρούς, αστυνομικοί, οι οποίοι δεν ικανοποιούσαν το απαιτούμενο προσόν του ύψους. Ο τελευταίος ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί μόνο και μόνο γιατί η αιτήτρια αναφέρθηκε αόριστα και γενικόλογα χωρίς την προσαγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή μαρτυρίας που να αποδεικνύει τους πιο πάνω ισχυρισμούς.
Ως προς την αρχή της ισότητας υπάρχει πληθώρα νομολογίας. ΄Εχει αποφασιστεί ήδη από την υπόθεση Mikrommatis ν. The Republic, 2 R.S.C.C. 125 ότι ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν υπονοεί την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνο εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων. ΄Η, όπως τέθηκε στην υπόθεση Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, αποκλείονται διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου. Αν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Αν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για τη θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης (βλέπε επίσης και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441). Σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας βλέπε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2), (1989) 3 Α.Α.Δ., 1931).
Στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται θέμα ανισότητας μεταξύ της αιτήτριας και των άλλων υποψηφίων, αφού όλοι οι υποψήφιοι τελούσαν κάτω από τις ίδιες συνθήκες εφ΄όσον εφαρμόστηκε σε όλους ανεξαιρέτως το ενιαίο κριτήριο του ύψους. Ούτε και ο καθορισμός του κριτηρίου του ύψους μπορεί να θεωρηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι είναι αντίθετος ή ασυμβίβαστος με το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος γιατί αποτελεί εύλογο καθορισμό κριτηρίου και διαφοροποίηση η οποία ήταν εύλογα επιτρεπτή αν λάβει κάποιος υπ΄όψιν τη φύση των καθηκόντων των αστυνομικών, όπου η σωματική διάπλαση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ