ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1683/2010)

 

21 Δεκεμβρίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Α & Χ (ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ) ΛΤΔ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

---------------------------------

 

Μ. Εύζωνα (κα), για την Αιτήτρια.

Γ. Μαυρέσης, γι΄ αυτόν Μ. Κυπριανίδου (κα),

για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

 

-----------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στην αιτήτρια εταιρεία, ιδιοκτήτρια πέντε συνολικά διαμερισμάτων, ήτοι, ενός στούτιο, ενός του ενός υπνοδωματίου και τριών των δύο υπνοδωματίων στο συγκρότημα «Panthea Cottages», επιβλήθηκαν από το Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, (εφεξής «το Συμβούλιο»), όπου βρίσκεται το συγκρότημα, τέλη σκυβάλων ύψους €90 για κάθε ένα από τα προαναφερθέντα διαμερίσματα αδιακρίτως μεγέθους, με επιστολές ημερ. 26.11.2010.  Τα τέλη ήταν πληρωτέα στις 10.12.2010, με επιβαλλόμενη επιβάρυνση ύψους 25% επί καθυστερήσεως, ενώ υπήρχε δικαίωμα υποβολής ενστάσεως εντός 14 ημερών. 

 

Η αιτήτρια παραπονείται ότι υπήρχε πρόβλημα στη σύνθεση του Συμβουλίου κατά τη λήψη της απόφασης, επί τω ότι παρίσταντο στις συνεδριάσεις του άτομα που δεν ήταν μέλη του, ενώ  δεν φαίνεται κατά πόσο αυτά αποχώρησαν ή όχι πριν τη λήψη της απόφασης, με συνεπακόλουθο η απόφαση να είναι άκυρη σύμφωνα με τη νομολογία που καθορίζει ότι και απλή παρουσία σε συνεδριάσεις συλλογικού οργάνου ατόμων που δεν έχουν θέση στη συνεδρία, επιφέρει αναρμοδιότητα και ακυρότητα.  Εν πάση περιπτώσει, το πρακτικό ημερ. 7.10.2010, το οποίο καταγράφει τη σχετική απόφαση, δεν είναι άρτιο, ενώ παραπέμπει σε άλλες προηγηθείσες συνεδρίες. 

 

Ανεξάρτητα από το πρόβλημα της σύνθεσης, η επιβολή των τελών σκυβάλων έγινε κατ΄ αντίθεση προς τα κριτήρια που η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καθορίσει, τα οποία και συσχετίζουν τα επιβαλλόμενα τέλη με τον όγκο, την έκταση, τη χρήση, τον αριθμό ατόμων που εργάζονται ή διαμένουν στο υποστατικό, την κατά προσέγγιση ποσότητα σκυβάλων, τις παρεχόμενες υπηρεσίες αποκομιδής αυτών και το ύψος της απαιτούμενης για το σκοπό αυτό δαπάνης.  Από τα τηρηθέντα πρακτικά, συνεχίζει η εισήγηση της αιτήτριας, παρουσιάζεται και έλλειψη έρευνας ως προς τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, πλάνη περί τα πράγματα και αντίθεση με το σχετικό Νόμο και την αρχή  της  ισότητας όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος. Αυτό, διότι το Συμβούλιο αυθαίρετα καθόρισε ένα κατ΄ αποκοπή ποσό για κάθε διαμέρισμα άλλοτε στον ιδιοκτήτη και άλλοτε στον κάτοχο και αδιάκριτα από τα συγκεκριμένα δεδομένα του κάθε διαμερίσματος δηλαδή την έκταση αυτού, την  χρήση του κλπ. 

 

Το Συμβούλιο απαντά ότι σεβόμενο τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σε πλήρη συμμόρφωση με αυτή, καθιέρωσε ειδικό έντυπο το οποίο απέστειλε προς όλους τους ιδιοκτήτες των κατοικιών που εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας του Κοινοτικού Συμβουλίου ώστε να τύχει απάντησης ως προς το εμβαδόν, τη χρήση εκάστου  υποστατικού, τον αριθμό των προσώπων που κατοικούν στα υποστατικά, ώστε να υπάρχει όσον το δυνατόν καλύτερη και πληρέστερη ενημέρωση και γνώση του Συμβουλίου πριν τη λήψη της απόφασης για την επιβολή του τέλους σκυβάλων.  Παράλληλα, το Συμβούλιο είχε ζητήσει και από το Κτηματολόγιο Πάφου ενημέρωση ως προς τα πιο πάνω και έλαβε σχετικό κατάλογο όπου αναφέρεται το είδος του υποστατικού και το όνομα του ιδιοκτήτη, χωρίς όμως να αναγράφεται ο όγκος και το εμβαδόν.  Η αιτήτρια παρέλειψε ή αρνήθηκε να δώσει τις σχετικές πληροφορίες στο Συμβούλιο όπως ζητείτο με το έντυπο.  Περαιτέρω, το Συμβούλιο ενώ πριν από το έτος 2010 επέβαλλε σε κάθε κάτοχο ιδιοκτήτη υποστατικού ένα ομοιόμορφο τέλος αποκομιδής σκυβάλων, το 2010 με σχετική απόφαση του κατηγοριοποίησε τα υποστατικά ούτως ώστε το επιβαλλόμενο τέλος να είναι δικαιότερο εφόσον καθορίσθηκε ότι για κάθε διαμέρισμα τύπου στούντιο/ενός υπνοδωματίου, το τέλος θα ήταν €80, για κάθε υποστατικό δύο υπνοδωματίων, το τέλος θα ήταν €90 και για κάθε υποστατικό τριών υπνοδωματίων, το τέλος θα ήταν €100.

 

Με τον τρόπο αυτό, υπήρξε πλήρης έρευνα από πλευράς του Συμβουλίου ή τέτοια έρευνα όσο ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις να γίνει, η δε απόφαση επιβολής των τελών ήταν πλήρης και σαφώς αιτιολογημένη.  Καμιά πλάνη δεν υπήρξε εφόσον το Συμβούλιο ενήργησε στη βάση των γεγονότων και δεδομένων που του ήταν γνωστά ή του γνωστοποιήθηκαν από τους ιδιοκτήτες των διαφόρων υποστατικών και σε συμμόρφωση με την αρχή της ισότητας και την έννοια του ανταποδοτικού χαρακτήρα που ενυπάρχει στην επιβολή τέτοιων τελών σε συνάρτηση με τις υπηρεσίες που η κοινότητα προσφέρει. 

 

Μετέπειτα, το Συμβούλιο ήταν ορθά συντεθειμένο σε κάθε περίπτωση, έστω και αν στις 24.6.2010, όταν συζητήθηκαν διάφορα θέματα, ήταν παρόντα διάφορα άτομα τα οποία όμως παρέμεναν στη συνεδρία μόνο στα θέματα που τους αφορούσαν.  Τέλος, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι τηρήθηκαν άρτια πρακτικά σε κάθε συνεδρία, παρόλο που το ζήτημα δεν μπορεί καν να εξεταστεί ενόψει μη ρητής και σαφούς έγερσης του στα νομικά σημεία της αίτησης ακύρωσης.

 

Προέχει το ζήτημα εξέτασης της νομιμότητας της σύνθεσης του Συμβουλίου, ως θέμα δημόσιας τάξης, εφόσον η σύνθεση ανατρέχει στη ρίζα της νομιμότητας της ληφθείσας απόφασης, ούτως ώστε η διαπίστωση προβλήματος στη σύνθεση να την καθιστά άκυρη, το ζήτημα δε μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, (δέστε τις αποφάσεις Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού(2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134 και Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130.)  Σύμφωνα με τον περί Κοινοτήτων Νόμο αρ. 86(Ι)/99, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), η λήψη απόφασης σε σχέση, μεταξύ άλλων, την επιβολή τελών για την αποκομιδή σκυβάλων, ανήκει με βάση το άρθρο 82(στ),  στο εγκαθιδρυόμενο δυνάμει του άρθρου 5 του Νόμου, Συμβούλιο, στη διοίκηση και αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν όλες οι τοπικές υποθέσεις. Κάθε Συμβούλιο απαρτίζεται, δυνάμει του άρθρου 11, από τον κοινοτάρχη, που είναι και ο πρόεδρος αυτού και τα μέλη που ανάλογα με τον αριθμό των εγγεγραμμένων εκλογέων μπορούν να κυμαίνονται μεταξύ τεσσάρων μελών (για εκλογείς μέχρι 300), έως οκτώ μελών (για εκλογείς που αριθμούν πέραν των 800).  Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου, η εγκυρότητα πράξης ή εργασίας οποιουδήποτε Συμβουλίου δεν επηρεάζεται με μόνο το λόγο ότι κενώθηκε θέση μέλους και το Συμβούλιο θεωρείται νόμιμα συγκροτημένο, εφόσον ο αριθμός των μελών του είναι περισσότερος από το ένα δεύτερο των μελών αυτού.  Με το άρθρο 41(3), απαρτία υπάρχει όταν παρευρίσκονται περισσότερα από τα μισά μέλη του, συμπεριλαμβανομένου και του κοινοτάρχη.  Οι αποφάσεις του Συμβουλίου δυνάμει του  εδαφίου (5) του άρθρου 41, λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων μελών, ενώ ο κοινοτάρχης ή το προεδρεύον μέλος έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι στη σχετική συνεδρία όταν επιβλήθηκαν τα προσβαλλόμενα τέλη, το Συμβούλιο βρισκόταν σε πλήρη απαρτία, απαρτιζόμενο από τον κοινοτάρχη και όλα τα μέλη του.  Το παράπονο που εκφράζεται αφορά την παρουσία άλλων αναρμοδίων προσώπων στη συνεδρία.  Κατά τις διευκρινίσεις (στις αγορεύσεις της δεν δίδονται λεπτομέρειες για το θέμα), στις 8.12.201, η κα Εύζωνα υπέβαλε ότι στο πρακτικό ημερ. 7.10.2010, παρουσιάζονται να παρίσταντο δύο άλλα άτομα, ο Θουκυδίδης Χρυσοστόμου, κοινοτάρχης Λέμπας, και ο Γιώργος Τοουλιάς, Γραμματέας του Συμβουλίου, τα οποία μάλιστα δεν φαίνεται κατά πόσον απεχώρησαν ή όχι πριν τη λήψη της σχετικής απόφασης και συνεπώς είναι άγνωστη η τυχόν επίδραση που η παρουσία των ατόμων αυτών είχε στη λήψη της απόφασης.  Η συνήγορος εισηγήθηκε περαιτέρω ότι η θέση του Συμβουλίου, όπως αυτή αποτυπώνεται στην αγόρευση των δικηγόρων του, ότι το ένα πρόσωπο και συγκεκριμένα ο Θουκυδίδης Χρυσοστόμου απεχώρησε  από τη λήψη της απόφασης, αποτελεί ανεπίτρεπτη προσαγωγή μαρτυρίας διά μέσου της αγόρευσης, πράγμα που η νομολογία απαγορεύει.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, είναι γεγονός ότι η παρουσία υπηρεσιακών παραγόντων καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, περιλαμβανομένης και της συζήτησης και λήψης απόφασης δεν επιτρέπεται εφόσον δεν περιλαμβάνονται στην κατά νόμο συγκρότηση των  συλλογικών οργάνων ή η συμμετοχή τους δεν προβλέπεται από σχετικές διατάξεις, τα πρόσωπα δε αυτά αν παρευρίσκονται έχοντας κληθεί προς τούτο για την παροχή πληροφοριών, πρέπει να αποχωρούν πριν την έναρξη της διαλογικής συζήτησης, (δέστε το σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Ενημέρωσις 1978, σελ. 129-130).  Κατά το άρθρο 21(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, συλλογικό διοικητικό όργανο δεν θεωρείται νόμιμα συντεθειμένο εάν παρίστανται μη εξουσιοδοτημένα από το νόμο πρόσωπα έστω και εάν δεν έλαβαν μέρος στη ψηφοφορία.  Πρόσθετα, όμως, το άρθρο 21(2), προνοεί ότι υπηρεσιακοί παράγοντες μπορούν να παρίστανται στη συνεδρία για την παροχή «κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων», υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί οι υπηρεσιακοί αποχωρούν πριν τη διαβούλευση και τη λήψη της απόφασης. 

 

Στο πρακτικό ημερ. 24.6.2010, (πιστόν αντίγραφο του οποίου περιέχεται στον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο), παρουσιάζεται να είχαν συζητηθεί δύο αυτοτελείς θεματικές ενότητες.  Η πρώτη αφορούσε «Θέματα Σχολικής Εφορείας» και η δεύτερη «Θέματα Κοινοτικού Συμβουλίου».  Στην αρχή του πρακτικού καταγράφεται η παρουσία του κοινοτάρχη, του αναπληρωτή κοινοτάρχη και των υπολοίπων επτά μελών, καθώς και του Γιώργου Τοουλιά, Γραμματέα του Συμβουλίου ως παρακαθήμενου.  Ο Γραμματέας εμφανίζεται να ήταν παρών σε όλη τη συνεδρία εφόσον στην τελευταία παράγραφο του δευτέρου θέματος που συζητήθηκε και που αφορούσε τα τέλη αποκομιδής σκυβάλων, καταγράφεται ότι δόθηκε εντολή στον Γραμματέα να εκδώσει σχετικό τιμολόγιο προς κάθε ιδιοκτήτη ή κάτοχο υποστατικού και να αποστείλει τη σχετική χρέωση.

 

 Ο Γραμματέας του Συμβουλίου αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 50 του Νόμου, άτομο που διορίζεται σε αυτή τη θέση από το Συμβούλιο και είναι στην ουσία υπάλληλος του Συμβουλίου, το οποίο έχει τη δυνατότητα διορισμού και άλλων υπαλλήλων. Από την άλλη, ο κοινοτάρχης δυνάμει του άρθρου 42(1) του Νόμου, έχει καθήκον «... να τηρεί ή να φροντίζει να τηρούνται πρακτικά σε κάθε συνεδρία του Συμβουλίου.  Τα πρακτικά καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται για τον σκοπό αυτό και επικυρώνονται στην επόμενη συνεδρία του Συμβουλίου.»  Συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις, ότι δικαιωματικά ο Γ. Τοουλιάς ως Γραμματέας του Συμβουλίου παρίστατο στη σχετική συνεδρία υπό αυτή του την ιδιότητα και δεν αποτελεί πρόβλημα αυτή η παρουσία εφόσον είναι εμφανές από το πρακτικό ότι ο Γραμματέας λάμβανε πρακτικά και βοηθούσε το Συμβούλιο στις εργασίες του.  Παρουσιάζεται να λαμβάνει  από το Συμβούλιο οδηγίες για διάφορα θέματα διοικητικής φύσεως, να καταθέτει προς αυτό κατάλογο των κατόχων των υποστατικών και να δέχεται οδηγίες ως προς την ενημέρωση του κάθε φορολογούμενου για τα τέλη αποκομιδής σκυβάλων.

 

 Ορθά η κα Εύζωνα ανέφερε ότι ο Γραμματέας δεν είναι μέλος του Συμβουλίου, αλλά εκ της θέσεως του λάμβανε τα σχετικά πρακτικά (με άλλα λόγια ο κοινοτάρχης φρόντισε να τηρούνται τα πρακτικά κατ΄ αυτόν τον τρόπο), και δεν χρειαζόταν να αποχωρήσει κατά τη λήψη των αποφάσεων εφόσον δεν έλαβε μέρος σ΄ αυτές,  όπως αβίαστα προκύπτει από την ολότητα των πρακτικών.  Ήταν μόνο ο αποδέκτης οδηγιών για την εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου.  Στην Χρίστου ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρωπίνου Δυναμικού (2007) 3 Α.Α.Δ. 74, αποφασίστηκε ως προς τους παρακαθήμενους ότι η παρουσία γραμματέα για τήρηση πρακτικών, εφόσον το προβλέπει ο νόμος ή οι κανονισμοί, είναι επιτρεπτή.  Επίσης στη Θεοφάνους ν. Συμβουλίου Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (2002) 4 Α.Α.Δ. 429, αποφασίστηκε ότι η παρουσία πρακτικογράφου σε συνεδρία συλλογικού οργάνου ήταν επιτρεπτή δυνάμει του σχετικού εκεί Νόμου, αλλά και δυνάμει  των διατάξεων του άρθρου 21(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, το οποίο καλύπτει το θέμα, εφόσον επιτρέπεται η παρουσία υπαλλήλου στη συνεδρία για τήρηση των πρακτικών.  Οι υποθέσεις που παρέθεσε η συνήγορος της αιτήτριας κατά τις διευκρινίσεις δεν είναι σχετικές διότι είτε αποφασίστηκαν επί των δικών τους δεδομένων και με αναφορά σε συγκεκριμένες νομοθεσίες, είτε χωρίς αναφορά στα προνοούμενα από το    άρθρο 21(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99.

 

Ως προς το έτερο άτομο, τον Θουκυδίδη Χρυσοστόμου, κοινοτάρχη Λέμπας, αυτός όπως εμφανώς καταγράφεται στο πρακτικό παρακάθησε μόνο στη συζήτηση των Θεμάτων Σχολικής Εφορείας και όχι στα θέματα που αφορούσαν το Κοινοτικό Συμβούλιο, στα οποία ενέπιπτε και η επιβολή τελών σκυβάλων. Οι δύο θεματικές ενότητες είναι σαφώς διαχωρισμένες μεταξύ τους στο τηρηθέν πρακτικό και η αναφορά στο όνομα του  Θ. Χρυσοστόμου γίνεται μόνο κάτω από τα θέματα που αφορούσαν τη Σχολική Εφορεία.  Είναι ορθή βεβαίως η παρατήρηση της κας Εύζωνα ότι διά των αγορεύσεων δεν μπορούν να συμπληρωθούν ή να παρεισφρύσουν γεγονότα που δεν εμφανίζονται στα ίδια τα πρακτικά διότι οι αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία που προϋποθέτει ως βάση την ύπαρξη πρωτογενών δεδομένων, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή  (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384). Η νομολογία επίσης αναφέρει διαχρονικά ότι αποκλειστικό οδηγό ως προς τα διαμειφθέντα σε μια συνεδρία και ως προς τα άτομα που ήταν παρόντα σ΄ αυτή, αποτελούν μόνο τα πρακτικά της.

 

 Εκείνο όμως που παραγνωρίζει η συνήγορος, είναι ότι η αγόρευση του συνηγόρου του Συμβουλίου δεν εισήγαγε γεγονότα στο πρακτικό ημερ. 24.6.2010, αλλά τα όσα υπέδειξε προκύπτουν αβίαστα από το ίδιο το καταγραφέν πρακτικό.  Αναμφίβολα θα ήταν ορθότερο εάν μνημονευόταν στο τέλος της πρώτης θεματικής ενότητας και πριν την έναρξη της συζήτησης της δεύτερης θεματικής ενότητας, ότι Θουκυδίδης Χρυσοστόμου απεχώρησε.  Κάτι τέτοιο, όμως, προκύπτει εν πάση περιπτώσει από το τηρηθέν πρακτικό και θα ήταν ιδιαίτερα σχολαστικό και θα αποτελούσε υπέρμετρη τυπολατρία εάν το Δικαστήριο διέκρινε πρόβλημα ουσίας λόγω αυτής της μη καταγραφής.  Εφόσον ο δικαστικός έλεγχος είναι δυνατός και εφικτός, επουσιώδεις παραλείψεις δεν οδηγούν κατ΄ ανάγκην σε ακύρωση, (Στέλλα Μουστάκα Πλέϊπελ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1185/07 κ.ά., ημερ. 22.7.2010 και Ανδρούλλα Σχίζα Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ.  1552/08,  ημερ. 31.1.2011).

 

Όσον αφορά την ουσία της προσβαλλόμενης πράξης, το Συμβούλιο παραπέμπει στη δυνατότητα δυνάμει του Καν. 104(1) της Κ.Δ.Π. 294/2002, να επιβάλλει στον ιδιοκτήτη ή τον κάτοχο οποιουδήποτε οικήματος ανάλογο τέλος για την μετακίνηση των σκυβάλων, ύψους μέχρι £100 τον χρόνο ή μέρος αυτού.  Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να αναφερθεί ότι η παραπομπή στην Κ.Δ.Π. 294/2002 στην αγόρευση του Συμβουλίου δεν είναι απόλυτα ακριβής, εφόσον οι συγκεκριμένοι Κανονισμοί αφορούν τους περί Διοίκησης των Τοπικών Υποθέσεων (Γενικοί) Κανονισμοί του Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς.  Όμως, με τους περί Διοίκησης των Τοπικών Υποθέσεων (Γενικοί) Κανονισμοί του Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας, Κ.Δ.Π. 440/2002, οι Κανονισμοί που αφορούν το Κοινοτικό Συμβούλιο Κοκκινοτριμιθιάς, με εξαίρεση τον Καν. 245, θεωρούνται ως πρότυποι Κανονισμοί και υιοθετήθηκαν ως Κανονισμοί θεσπισθέντες από το Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, με εφαρμογή για την περιοχή της κοινότητας Χλώρακας. 

 

Υπό το φως των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το Συμβούλιο προέβηκε στην αναγκαία ή εύλογη υπό τις περιστάσεις έρευνα ώστε να ήταν δυνατός ο καθορισμός των τελών που θα επιβάλλονταν στους ιδιοκτήτες ή κατόχους οικημάτων και υποστατικών συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας.  Στην ένσταση του Συμβουλίου έχει επισυναφθεί ως Παράρτημα Β, ένα έντυπο προερχόμενο από το Συμβούλιο με το οποίο με αναφορά στα υποστατικά και γενικά την ακίνητη ιδιοκτησία της κοινότητας, αναζητούνται στοιχεία ως προς τον ιδιοκτήτη του υποστατικού, τη διεύθυνση του, την περιγραφή του υποστατικού, το είδος του, τη χρήση του, τον αριθμό των προσώπων που διαμένουν σ΄ αυτό κλπ.  Αυτό το έντυπο απεστάλη στους ιδιοκτήτες ή κατόχους υποστατικών εντός της κοινότητας με βάση απόφαση του Συμβουλίου που λήφθηκε στις 23.2.2010, όπως αυτή η απόφαση αποτυπώθηκε σε πρακτικό και ενσωματώθηκε στο διοικητικό φάκελο.  Προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό ότι είχε ληφθεί απόφαση για διακύμανση των τελών αποκομιδής σκυβάλων και γενικά της επιβολής φορολογίας για τις κοινοτικές υπηρεσίες και απεστάλη προς τούτο επιστολή σε όλους τους κατοίκους για συμπλήρωση των στοιχείων των υποστατικών που τυχόν αυτοί κατέχουν ανάλογα με την κατηγορία που το Συμβούλιο διέκρινε, δηλαδή, σε μονάρι, διάρι, τριάρι και έπαυλη με πισίνα.  Η ανταπόκριση ήταν πολύ μικρή και έτσι το Συμβούλιο αποτάθηκε με επιστολή και ανακοινώσεις στους κατοίκους-ιδιοκτήτες, καλώντας τους να καταθέσουν τα σχετικά στοιχεία, προσκομίζοντας τίτλο ιδιοκτησίας ή στην απουσία αυτού, αγοραπωλητήριο έγγραφο και κάτοψη του υποστατικού.  Η προταθείσα και εγκριθείσα τότε επιβολή τελών αφορούσε την κατηγοροποίηση των υποστατικών σε στούντιο/μονάρι, διάρι ή τριάρι, με την αντίστοιχη επιβολή τέλους €80, €90 και €100. 

 

Στη συνεδρία ημερ. 24.6.2010, που αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη, κατατέθηκε από τον Γραμματέα κατάλογος ιδιοκτητών υποστατικών ο οποίος αναγνώσθηκε, έγιναν σ΄ αυτόν οι αναγκαίες διορθώσεις και ενεκρίθη με την προσυπογραφή όλων των μελών του Συμβουλίου.  Η διαδικασία αυτή έγινε υπό το φως και της ανταπόκρισης του Κτηματολογίου ως προς τη λήψη  στοιχείων  ως  αυτά,  σε σχέση με την αιτήτρια, επισυνάφθηκαν ως Τεκμήριο Α στην ένσταση, που δείχνει  την υπό της αιτήτριας κατοχή των σχετικών υποστατικών.  Η κα Εύζωνα στην απαντητική της αγόρευση εισηγείται ότι ουδέποτε η αιτήτρια έλαβε αυτό το έντυπο ώστε να το συμπληρώσει με τα ανάλογα στοιχεία. Αυτή όμως η αναφορά δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο στην απουσία σχετικής μαρτυρίας, η προσαγωγή της οποίας δεν επιδιώχθηκε.  Αντίθετα, το Συμβούλιο κατέθεσε, όπως προαναφέρθηκε, όλα τα αναγκαία στοιχεία που δείχνουν ότι έγινε κάθε δυνατή προσπάθεια για να προσκομιστούν από τους κατοίκους της κοινότητας τα στοιχεία αναφορικά με την ακίνητη ιδιοκτησία τους για να είναι δυνατή η επιβολή των αναλόγων τελών.  Ισχύει επομένως το τεκμήριο της κανονικότητας της διοικητικής πράξης και ότι η διοίκηση έλαβε υπόψη της ότι είχε ενώπιον της και δεν έλαβε, αντίθετα, υπόψη και δεν μπορούσε να λάβει υπόψη ότι δεν υπήρχε στο διοικητικό φάκελο, (Δημοκρατία ν. Χ»Γρηγορίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 549 και Barakan Petrosyan κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010).  Το Συμβούλιο διατείνεται ότι απέστειλε σ΄ όλους το αναγκαίο έντυπο και εναπόκειτο επομένως στην αιτήτρια να θεμελιώσει τη θέση της ότι τέτοιο έντυπο ή επιστολή δεν παρελήφθη από αυτήν.

 

Υπεδείχθη όντως από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Εύζωνας ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας, υπόθ. αρ. 1657/07, ημερ. 16.7.2009, (πρόκειτο εκεί για την επιβολή φόρου ενοικίου σε υποστατικά), ότι υπήρχε αντικειμενική δυσκολία ως προς την εφαρμογή του σχετικού κανονισμού 235, στην απουσία στοιχείων ως προς το μέγεθος, τις αποδείξεις ή τα ενοικιαστήρια έγγραφα, αλλά το Συμβούλιο έπρεπε να θεσπίσει αντικειμενικά κριτήρια υπολογισμού τερμακτού ενοικίου ώστε να υπάρχει αναλογία μεταξύ ενοικίου και επιβαλλόμενου φόρου.  Τέτοια κριτήρια μπορούσαν να είναι και το στοιχείο του αριθμού των υπνοδωματίων των διαμερισμάτων, αν ήταν επιπλωμένα ή όχι κλπ.  Το Συμβούλιο στην υπό κρίση υπόθεση έπραξε ότι ηδύνατο για να πιστοποιήσει την πραγματική εικόνα που αναδυόταν από τα διάφορα υποστατικά στην κοινότητα, σε συνάρτηση με την απόφαση του να κατηγοριοποιήσει τα υποστατικά σε τρεις ομάδες με ανάλογη αντιστοιχία τελών €80, €90 ή €100 αντιστοίχως. 

 

Η διερεύνηση που πρότεινε κα ακολούθησε το Συμβούλιο ήταν υπό τις περιστάσεις απόλυτα εύλογη και εντός της διακριτικής του ευχέρειας.  Η νομολογία, ως προς το τι συνιστά δέουσα έρευνα είναι σαφής.  Εφόσον συλλέγονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία, δεδομένα και γεγονότα που είναι εφικτό υπό τις περιστάσεις να αναζητηθούν, η έρευνα είναι πλήρης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 211 και Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση αντικείμενο.  Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά κατά πόσο η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής, (Δημοκρατία ν. C. Kassinos Constructions Ltd (1990) 3 (Ε) Α.Α.Δ. 3835).  Το κριτήριο για την εγκυρότητα πράξης «.. είναι η επάρκεια της έρευνας και η κατά τη διεξαγωγή της τήρηση των κανόνων της χρηστής διοίκησης.»,  (Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. P. Kourris Constructions & Co (2007) 3 Α.Α.Δ. 157).

 

Στη λογική των πραγμάτων και στην πρακτική εφαρμογή τους, ορθά ο συνήγορος του Συμβουλίου εισηγείται στην αγόρευση   του ότι εξ αντικειμένου το Συμβούλιο, όπως και κάθε άλλη τοπική αρχή, είτε Δήμος, είτε κοινότητα, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει με ακρίβεια το εμβαδόν, τον αριθμό των προσώπων που κατοικούν εκεί, τη χρήση των υποστατικών κλπ.  Η αναζήτηση επομένως στοιχείων από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες-κατόχους και το Κτηματολόγιο, στόχευε προς αυτήν την ενημέρωση.  Αδικαιολόγητα επομένως η αιτήτρια παραπονείται για την επιβολή του τέλους των €90 για κάθε διαμέρισμα.  Ο         Καν. 104 της Κ.Δ.Π. 294/02, προνοεί ότι τα τέλη για τη μετακίνηση σκυβάλων θα πληρώνονται από «τον ιδιοκτήτη ή τον κάτοχο οποιουδήποτε οικήματος».  Είναι αδιάφορο συνεπώς αν η αιτήτρια είναι ή όχι κάτοχος των υποστατικών από τη στιγμή που φαίνεται ως ιδιοκτήτρια, Παράρτημα «Α» στην ένσταση, και η ίδια δεν έδωσε οποιαδήποτε στοιχεία.

 

Τα τέλη σκυβάλων, όπως και άλλα τέλη για παράδειγμα, υδατοπρομήθειας, είναι καθαρά ανταποδοτικά τέλη και επιβάλλονται ως αντάλλαγμα μιας ειδικής υπηρεσίας που παρέχεται από το δήμο ή την κοινότητα σε κάθε ένα από τους δημότες ή τους κατοίκους, (Ε. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ. Τόμος 1, σελ. 334, παρ. 319).  Τα ανταποδοτικά τέλη δεν προϋποθέτουν χρήση των υπηρεσιών για τις οποίες και επιβάλλονται με την προϋπόθεση ότι υπάρχει        «... η τήρησις αναλογίας και προσήκοντος μέτρου.»,  (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας  1929-1959 σελ. 150 και Εμπορική Εταιρεία Παλαιχωρίου Λτδ ν. Δημοκρατίας μέσω Επάρχου Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 842/07, ημερ. 26.3.2009).

 

Έπεται ότι τα ανταποδοτικά τέλη ενυπάρχουν εγγενώς ως εκ της φύσεως των παρεχομένων από το άρθρο 82 του Νόμου υπηρεσιών και, ιδιαιτέρως, σ΄ ό,τι αφορά τα σκύβαλα, το εδάφιο (στ) αυτού.  Περαιτέρω, είναι κοινοτική υπηρεσία που προβλέπεται από το άρθρο 83(ιζ), προς όφελος του ευρύτερου κοινού, συμφώνως του ερμηνευτικού άρθρου 2.

 

Το επιβληθέν τέλος των €90, ως ο μέσος όρος για έκαστο των υποστατικών της αιτήτριας ήταν εύλογο και εντός της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου.  Ο Καν. 104, δίδει το δικαίωμα επιβολής τέλους σκυβάλων για κάθε κατοικία ή διαμέρισμα πολυκατοικίας, ύψους μέχρι £100 (ή σήμερα €170).  Παρατηρείται ότι δεν υπάρχει αναφορά σε κριτήρια.  Το Συμβούλιο, προφανώς έχοντας κατά νου τη νομολογία και τη δυσχέρεια, αντικειμενικής φύσεως, ως προς τον επακριβή προσδιορισμό του όγκου των σκυβάλων που συλλέγονται από τα διάφορα υποστατικά (Φίλιππος Δημητρίου & Υιοί Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 1150), καθόρισε στο πρακτικό του ημερ. 23.2.2010, μέρος του διοικητικού φακέλου, κατηγορίες υποστατικών σε σχέση με το μέγεθος τους, που εξυπακούει, λογικά, και μικρότερη ή μεγαλύτερη ποσότητα σκυβάλων προς αποκομιδή.  Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια των διαμερισμάτων που αναφέρονται στο απόσπασμα του καταλόγου ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας,  (Παράρτημα Α στην ένσταση).  Εφόσον εκεί δεν παρουσιάζονται στοιχεία του είδους του υποστατικού (μονάρι, διάρι ή τριάρι), ήταν, κρίνεται, εύλογη η κρίση του Συμβουλίου στη συνεδρία ημερ. 24.6.2010, να επιβάλει το μέσο τέλος των €90 για κάθε υποστατικό της αιτήτριας.  Η χρέωση που έγινε τιμολογιακά με το Παράρτημα Α στην αίτηση ακύρωσης ήταν απόρροια των πιο πάνω, και, δεν αναμενόταν βεβαίως ένα τιμολόγιο να περιέχει οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ως λεπτομέρειες ή το αιτιολογικό της χρέωσης.

 

 Η παρούσα είναι η περίπτωση όπου ακριβώς η προσβαλλόμενη πράξη εύλογα και κατά τη νομολογία, συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, συμφώνως της πρόνοιας του άρθρου 29 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99.  Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Μ. Στασινόπουλου: Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών 3η έκδ. σελ. 227-228, η αναπλήρωση αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου είναι επιτρεπτή, πάντοτε βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι αυτά προϋπήρχαν της πράξης και δεν δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα, (δέστε επίσης τις υποθέσεις Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).

 

Ούτε ευσταθεί ο ισχυρισμός περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών.  Αυτά έχουν κατατεθεί και είναι σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπουν οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου, σε σχέση με τη διοίκηση των Κοινοτήτων, Μέρος Πέμπτο,        άρθρα 41-42.  Τηρήθηκαν πρακτικά και υπογράφηκαν σε κάθε επόμενη συνεδρία από τον κοινοτάρχη.  Στην ένσταση του Συμβουλίου επισυνάφθηκε και το σχετικό πρακτικό ημερ. 7.10.2010, ίδιο με αυτό του διοικητικού φακέλου, από όπου λείπει η 5η σελίδα, αλλά υπάρχει στο πρακτικό που καταχωρήθηκε με την ένσταση.

 

Τέλος, γίνεται λόγος για ανισότητα, αλλά με γενικότητα και αοριστία και χωρίς παραπομπή σε δεδομένα.

 

Το Συμβούλιο, κρίνεται, ενήργησε εντός των παραμέτρων εύλογης κρίσης και ευχέρειας και ως εκ τούτου το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει από τη στιγμή που αυτή η κρίση θεωρείται ότι ασκήθηκε καλόπιστα και αντικειμενικά,  (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το               Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                Στ. Ναθαναήλ,

                                          Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο