ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 135/2009
30 Δεκεμβρίου, 2011
[Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΙΣΣΟΝΕΡΓΑΣ
Καθ' ου η αίτηση
..................................
Μ. Καλλιγέρου, (κα) για τον αιτητή
Α. Ευτυχίου, για τον καθ' ου η αίτηση
.....................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ: Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα προσφυγή έχουν συνοπτικά ως εξής:
Κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο αιτητής υπηρετούσε στους καθ' ων η αίτηση ως Γραμματέας. Ως αποτέλεσμα καταγγελιών που υποβλήθηκαν εναντίον του, στις 14/7/2008 και 17/7/2008 αντίστοιχα από δύο συγκεκριμένους υπαλλήλους των καθ' ων η αίτηση για απαράδεκτη από πλευράς του συμπεριφορά σε βάρος τους, διατάχθηκε από τους καθ' ων η αίτηση - η σχετική απόφαση λήφθηκε σε συνεδρία των καθ' ων η αίτηση που έλαβε χώρα στις 23/7/2008 - πειθαρχική έρευνα εναντίον του. Για το σκοπό αυτό διορίστηκε ερευνών λειτουργός.
Ο ερευνών λειτουργός αφού έλαβε καταθέσεις από διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και οι παραπονούμενοι, ετοίμασε σχετική έκθεση την οποία στις 2/10/2008 υπέβαλε στους καθ' ων η αίτηση. Οι τελευταίοι αφού μελέτησαν την έκθεση και άκουσαν τις διευκρινίσεις του ερευνώντα λειτουργού, προχώρησαν στο διορισμό νομικού συμβούλου για σκοπούς γνωμοδότησης επί του περιεχομένου της έκθεσης και ετοιμασίας κατηγορητηρίου εναντίον του αιτητή αναφορικά με πειθαρχικά παραπτώματα.
Το κατηγορητήριο αφού ετοιμάστηκε από το νομικό σύμβουλο και υποβλήθηκε στους καθ' ων η αίτηση, στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 9/10/2008 επιδόθηκε στον αιτητή ο οποίος κλήθηκε παράλληλα να παραστεί ενώπιον των καθ' ων η αίτηση σε συγκεκριμένη ημερομηνία για σκοπούς ακρόασης της υπόθεσης. Οι πέντε κατηγορίες που περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο είχαν ως αντικείμενο το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης από πλευράς του αιτητή της υποχρέωσης του να συμπεριφερθεί με ευπρέπεια και ευγένεια κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Κοινοτήτων Νόμου 86(Ι)/1999 ως τροποποιήθηκε και των σχετικών προνοιών των περί Κοινοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών Κ.Δ.Π. 278/2002 οι οποίοι τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.
Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 25/10/2008 με την κατάθεση μαρτύρων και συνεχίστηκε και στις 8/11/2008 ημερομηνία κατά την οποία ολοκληρώθηκε η λήψη μαρτυρίας και επιφυλάχθηκε η απόφαση. Μεταξύ αυτών που κατέθεσαν ήταν και ο ερευνών λειτουργός. Ο αιτητής, όταν κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπιση του επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής.
Με απόφαση τους ημερομηνίας 29/11/08 οι καθ' ων η αίτηση έκριναν τον αιτητή ένοχο σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και στις 10/12/2008 επέβαλε στον αιτητή την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση. Συγκεκριμένα ζητά:
«Δήλωση και/η Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 29/11/2008 σύμφωνα με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος και στα πέντε πειθαρχικά παραπτώματα της πειθαρχικής υπόθεσης αρ. 1/2008, καθώς και η απόλυτα συναφής μεταγενέστερη απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 10/12/08, σύμφωνα με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή η πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης για όλα τα πειθαρχικά παραπτώματα της πειθαρχικής υπόθεσης 1/2008, είναι παράνομες, αντισυνταγματικές, άκυρες και/ή χωρίς κανένα νόμιμο αποτέλεσμα.»
Ως λόγους ακύρωσης ο αιτητής προβάλλει:
(α) παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης
(β) η διαδικασία που ακολουθήθηκε - πρόκειται για οιονεί ποινική διαδικασία - έπασχε λόγω παραβίασης της θεμελιώδους αρχής της αμεροληψίας και/ή λόγω συμμετοχής στη σύνθεση των καθ' ων η αίτηση κωλυομένων να συμμετάσχουν προσώπων και/ή λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας από πλευράς του Προέδρου και μελών των καθ' ων η αίτηση.
(γ) παντελή έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης με την οποία κρίθηκε ένοχος,
(δ) η απόφαση επιβολής της ποινής πάσχει επίσης λόγω έλλειψης πρακτικού που να ταυτίζεται με την απόφαση και/ή επειδή η απόφαση δεν λήφθηκε κατά τεκμήριο από τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου/παράβαση των άρθρων 24(1) και 26(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου,
(ε) παράβαση του άρθρου 53(1)(β) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99, όπως τροποποιήθηκε),
(στ) η απόφαση επιβολής της ποινής πάσχει λόγω πολλαπλότητας. Επιβλήθηκε μια ποινή σωρευτικά για όλες τις κατηγορίες,
(ζ) η απόφαση επιλογής της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης στερείται παντελώς αιτιολογίας και/ή παραβιάζει τις πρόνοιες των άρθρων 48 και 50 του Ν. 158(Ι)/99 όπως και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και/ή υπό τις περιστάσεις είναι καταχρηστική,
(η) έκδηλα καταχρηστική διαδικασία και αποφάσεις/πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο.
Πρώτος λόγος ακύρωσης
Κεντρικό άξονα του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης συνιστούν οι πρόνοιες του Καν. 4 του Μέρους Ι του Πρώτου Πίνακα των περί Κοινοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του Κοινοτικού Συμβουλίου Σωτήρας Κ.Δ.Π. 278/2002, οι οποίοι υιοθετήθηκαν από τους περί Κοινοτικής Υπηρεσίας Κανονισμούς του Κοινοτικού Συμβουλίου Κισσόνεργας Κ.Δ.Π. 321/03. Οι εν λόγω πρόνοιες έχουν ως εξής:
«Ο υπάλληλος δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση, ενώ του παρέχεται αντίγραφο των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε σχετικών εγγράφων και η ευκαιρία να ακουστεί.»
Στην παρούσα περίπτωση συνιστά κοινό έδαφος ότι ο ερευνών λειτουργός δεν παρείχε στον αιτητή αντίγραφο των μαρτυρικών καταθέσεων όπως και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών με την εναντίον του αιτητή υπόθεση εγγράφων. Στην κατάθεση του ενώπιον των καθ' ων η αίτηση, ο ερευνών λειτουργός διευκρίνισε ότι αρκέστηκε να ζητήσει από τον αιτητή να τον πληροφορήσει κατά πόσον ήταν ενήμερος του περιεχομένου των δύο επιστολών με τις οποίες υποβλήθηκαν εναντίον του οι σχετικές καταγγελίες.
Είναι η θέση του αιτητή ότι η παράλειψη του ερευνώντα λειτουργού να του χορηγήσει αντίγραφο των μαρτυρικών καταθέσεων και των οποιωνδήποτε σχετικών εγγράφων αφορούσαν στην εναντίον του υπόθεση, προτού κληθεί να καταθέσει ενώπιον του, παραβιάζει όχι μόνο τις πρόνοιες του Καν. 4 της πιο πάνω Κ.Δ.Π. αλλά και το δικαίωμα του να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση έγκαιρα έτσι ώστε να μπορεί να αντικρούσει στο στάδιο που κλήθηκε ενώπιον του ερευνώντα λειτουργού την υπάρχουσα εναντίον του μαρτυρία. Κοντολογίς ο αιτητής ισχυρίζεται ότι στερούμενος του δικαιώματος να του χορηγηθούν, προτού κληθεί ενώπιον του ερευνώντα λειτουργού, αντίγραφα των καταθέσεων των μαρτύρων, στερήθηκε ουσιαστικά του βασικού δικαιώματος του να ακουστεί.
Ο επί του προκειμένου ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι η παράλειψη να χορηγηθούν στον αιτητή οι μαρτυρικές καταθέσεις και γενικά το μαρτυρικό υλικό που ήταν ενώπιον του ερευνώντα λειτουργού, προτού ο αιτητής κληθεί ενώπιον του λειτουργού, συνιστά μεν παράβαση πλην όμως παράβαση επουσιώδους σημασίας, η οποία επ' ουδενί λόγω μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Σημειώνεται ότι αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων δόθηκαν στον αιτητή στο στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης.
Στο σύγγραμμα «Σύστημα Διοικητικού Δικαίου» του Γ.Μ. Παπαχατζή, στη σελ. 614, παράγραφος (β), διαβάζουμε τα πιο κάτω σχετικά με το θέμα:
«Οι «ουσιώδεις τύποι» που είναι απαραίτητο να τηρηθούν στις διοικητικές ενέργειες. - Η δράση της δημοσίας διοικήσεως δεν είναι νόμιμη, όταν δεν τηρούνται οι τύποι οι επιβαλλόμενοι από τους νόμους στις διάφορες διοικητικές ενέργειες. Ιδίως όταν πρόκειται για την έκδοση νομικών πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, είτε ειδικών («εν στενή εννοία διοικητικών πράξεων») είτε κανονιστικών, μεριμνούν οι διοικητικοί νόμοι να τάσσουν ποικιλότατους τέτοιους «ουσιώδεις τύπους» για τη νόμιμη έκδοσή τους. Οι «τύποι» αυτοί αποσκοπούν στη διασφάλιση του νομίμου, του συντόνου και του ευστόχου (επιτυχούς) χαρακτήρα των λύσεων που το αρμόδιο διοικητικό όργανο δίνει κάθε φορά στα διάφορα ζητήματα και θέματα δράσεως. Ο κάθε θεσπιζόμενος από τη διοικητική νομοθεσία τύπος είναι κατά κανόνα «ουσιώδης», χωρίς να χρειάζεται να προσθέτει κάθε φορά ο νόμος τη λεκτική έκφραση «επί ποινή ακυρότητος». Επομένως η παράλειψη της τήρησής του έχει ως συνέπεια παραβάσεις του νόμου και ακυρότητες. Εξαιρετικές είναι οι περιπτώσεις που ο ακυρωτικός δικαστής μπορεί να κρίνει ότι κάποιος τύπος, έστω ρητώς από τον νόμο προβλεπόμενος, δεν έχει τον χαρακτήρα «ουσιώδους τύπου». Το θέμα της διακρίσεως των «τύπων» του νόμου σε ουσιώδεις και μη είναι σε τελευταία ανάλυση ζήτημα εκτιμήσεως του δικαστού της αιτήσεως ακυρώσεως. Οι διοικητικές υπηρεσίες οφείλουν να υπολογίζουν ως «ουσιώδεις» όλους τους υπό του νόμου οριζόμενους «τύπους»."
Επί του ιδίου θέματος στο σύγγραμμα «Διοικητικό Δίκαιο», Γενικό Μέρος, 3η Έκδοση, του Δ. Κόρσου, στη σελ. 420, διαβάζουμε τα εξής:
«γ. Σε ουσιώδεις και επουσιώδεις τύπους. Ουσιώδεις είναι οι τύποι, όσοι αποβλέπουν στην διασφάλιση ουσιώδους στοιχείου της ΔιοικΠρ [Π. Δαγτόγλου, έ.ά. σ. 321]. Όπως π.χ. είναι η διασφάλιση της νομιμότητος του περιεχομένου αυτής ή των υπέρ του διοικουμένου παρεχομένων εγγυήσεων. Έτσι π.χ. η προηγουμένη υπό του ΣτΕ επεξεργασία των κανονιστικών δ/των (άρθρο 15 §2 του πρ. Δ/τος 18/1989), ή ειδικώς ητιολογημένη γνώμη του κατά τον νόμο ωργανωμένου συμβουλίου, ή προβλεπομένη επί μεταθέσεως (μονίμου) δημοσίου υπαλλήλου, η κλήση σε απολογία παντός πειθαρχικώς διωκομένου δημοσίου υπαλλήλου (πλήν αν ο διωκόμενος προσήλθε και απελογήθη αυθορμήτως), η επί δυσμενών διοικητικών πράξεων προηγουμένη κλήση του ενδιαφερομένου προς διατύπωση των απόψεών του (βλ. άρθρο 20 § 2 του Συντάγματος), η μυστικότης των θεμάτων και της βαθμολογήσεως επί διαγωνισμού, η παράθεση αιτιολογίας στο σώμα της ΔιοικΠρ, όταν η αιτιολογία ρητώς αξιούται από τον νόμο, κ.λ.π., κ.λ.π. Όλοι αυτοί είναι τύποι ουσιώδεις, η παράλειψη των οποίων δημιουργεί λόγο ακυρώσεως της ΔιοικΠρ.
Οι υπό του νόμου απαιτούμενοι τύποι είναι κατά κανόνα ουσιώδεις. Επουσιώδεις είναι οι τύποι, η ύπαρξη των οποίων δεν ασκεί επίδραση επί της νομιμότητος του περιεχομένου της ΔιοικΠρ [Π. Δαγτόγλου, έ.ά. σ. 321] ή επί της τύχης των υπέρ του διοικουμένου τασσομένων εγγυήσεων. Έτσι π.χ. επουσιώδης είναι ο τύπος της αναφοράς (στο προοίμιο του κανονιστικού δ/τος) των διατάξεων του νόμου επί των οποίων εστηρίχθη η έκδοση αυτού. Ή του αριθμού της γνωμοδοτήσεως του ΣτΕ κ.λ.π.»
Επί του ιδίου θέματος βλ. επίσης σελ. 569 του συγγράμματος «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 3η έκδοση του Π. Δαγτόγλου, όπως και το σύγγραμμα «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων», Μ. Στασινόπουλος, σελ. 228.
Το δικαίωμα ακρόασης είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Στην ουσία καθιερώθηκε από τον κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που θέλει και την άλλη πλευρά να ακούεται. Ως τέτοιο δε είναι κατοχυρωμένο συνταγματικά. (παρ. 5 του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος).
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τη διεξαγωγή μιας πειθαρχικής δίκης, επιβάλλεται, και αυτό ως μια από τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων, όπως ο υπό δίωξη υπάλληλος γνωρίζει τις εναντίον του κατηγορίες έτσι ώστε να μπορεί να τις αντικρούσει. Συγκεκριμένα το δικαίωμα ακρόασης πρέπει να παρέχεται στις περιπτώσεις διαδικασιών πειθαρχικής φύσεως ή άλλων διαδικασιών με τις οποίες σκοπείται η λήψη μέτρων με τιμωρητικό χαρακτήρα. (βλέπε Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027, Παπακόκκινου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510). Παράβαση του συγκεκριμένου δικαιώματος, συνεπάγεται την ακύρωση της επιβάλλουσας την κύρωση ή το δυσμενές διοικητικό μέτρο πράξης (βλέπε σύγγραμμα «Το δικαίωμα υπεράσπισης ενώπιον των διοικητικών αρχών» υπό Μ.Δ. Στασινόπουλου, έκδ. 1974 σελ. 87 και 244).
Είναι προφανές ότι οι πρόνοιες του Καν. 4 του Πρώτου Πίνακα της Κ.Δ.Π. 278/2002, οι οποίες υπενθυμίζω, μεταξύ άλλων, προνοούν τη χορήγηση στον υπό δίωξη υπάλληλο των μαρτυρικών καταθέσεων, έχουν εισαχθεί με αποκλειστικό στόχο τον αποκλεισμό του καθ΄ οιονδήποτε τρόπου δυσμενούς επηρεασμού του επηρεαζόμενου υπαλλήλου στην παρουσίαση της υπόθεσης του με το να του δίνεται η δυνατότητα να γνωρίζει πλήρως και με κάθε λεπτομέρεια την υπόθεση εναντίον του έτσι ώστε να μπορεί να την αντικρούσει. Στην παρούσα περίπτωση κατά παράβαση των συγκεκριμένων προνοιών δεν χορηγήθηκαν από τον ερευνώντα λειτουργό οι μαρτυρικές καταθέσεις στον αιτητή προτού ο τελευταίος κληθεί για κατάθεση ενώπιον του λειτουργού, με αποτέλεσμα αυτός, δηλαδή, ο αιτητής να μην γνωρίζει κατά τον εν λόγω χρόνο που ήταν και ο κρίσιμος χρόνος, την εναντίον του υπόθεση, έτσι ώστε με την κατάθεση του στο λειτουργό να μπορεί να αντικρούσει τους εναντίον του ισχυρισμούς.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η παράβαση του τύπου που προβλέπεται από τον πιο πάνω Κανονισμό, είχε ως συνέπεια την αποστέρηση από τον αιτητή του δικαιώματος του να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση και συνεπώς την αποστέρηση του δικαιώματος του να ακουστεί. Στην παρούσα περίπτωση η συγκεκριμένη παράλειψη αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ενώ ο αιτητής επέλεξε κατά την ακροαματική διαδικασία να κάμει χρήση του δικαιώματος σιωπής, λήφθηκε υπόψη η προς τον ερευνώντα λειτουργό κατάθεση του. Πρόκειται επομένως, για παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία αναπόφευκτα οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει.
Η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει και η επίδικη απόφαση να ακυρωθεί και για ακόμα ένα λόγο. Συγκεκριμένα λόγω παραβίασης των προνοιών του άρθρου 53.(1)(β) του περί Κοινοτήτων Νόμου 86(Ι)/99, σύμφωνα με τις οποίες, στην περίπτωση της επιβολής ποινής αναγκαστικής αφυπηρέτησης, απαιτείται η σύγκλιση ειδικής συνεδρίας μετά από ειδοποίηση επτά τουλάχιστον ημερών.
Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής κρίθηκε ένοχος με απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που δόθηκε στις 29.11.2008. Ακολούθησε συνεδρία των καθ΄ ων η αίτηση στις 6.12.2008 με σκοπό να ακουστεί ο αιτητής για σκοπούς επιβολής ποινής. Η ποινή επιβλήθηκε στις 10.12.2008. Είναι φανερό ότι έχουν παραβιαστεί οι πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου καθότι η συνεδρίαση ημερ. 10.12.2008 για επιβολή της ποινής έλαβε χώρα τέσσερεις ημέρες μετά την ακρόαση για μετριασμό της ποινής. Η συγκεκριμένη παραβίαση συνιστά παραβίαση ουσιώδους τύπου. Στις υποθέσεις Πλαστήρας κ.ά. ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Πύργου, υπόθ. αρ. 9/08 και 10/08, ημερ. 16.9.2009 αναφέρονται τα εξής σχετικά από τον αδελφό Δικαστή Φωτίου τα οποία με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο και τα οποία υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης:
«Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια παράβαση ρητής διάταξης νόμου, που αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Με το να εισάξει ο νομοθέτης αυτή την πρόνοια στο νόμο για την περίπτωση της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης (κάτι που δεν απαιτείται για τα άλλα είδη πειθαρχικών ποινών) έχει τη σημασία του.»
Επομένως και ο υπό στοιχείο (ε) λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου κρίνω ότι δεν συντρέχει λόγος να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται. €1.300 έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Πασχαλίδης,
Δ.