ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 532/2009]
18 Νοεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΕΓΓΕΡΗΣ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ
Καθ' ων η αίτηση
Αχιλλέας Αιμιλιανίδης για τον αιτητή.
Λαμπρινή Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για τους καθ' ων η αίτηση.
Φίλιππος Καμένος για Α. Μαρκίδη για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (ΕΔΥ), ημερομηνίας 16.2.09, οι Μαρίνος Παρέλλης, Μαρία Στυλιανίδου και Νίκος Χασάπης διορίστηκαν στη θέση (Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής) Λογιστή, στο Γενικό Λογιστήριο. Ο αιτητής προσέβαλε το διορισμό των Μ. Στυλιανίδου και Ν. Χασάπη (οι ενδιαφερόμενοι).
Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε τη διεξαγωγή γραπτής εξέτασης που θα συνίστατο σε τεστ αριθμητικού συλλογισμού, γλωσσικού συλλογισμού, ικανότητας διοικητικής κρίσης και ερωτήσεων κρίσεως επί θεμάτων συναφών με τα καθήκοντα της θέσης. Ο αιτητής εξασφάλισε ψηλότερη βαθμολογία από τους ενδιαφερόμενους. Συγκεκριμένα, 65.17% (3ος στη σειρά αλλά με τον ίδιο βαθμό με το δεύτερο) ενώ η Μ. Στυλιανίδου 62.13% (8η στη σειρά) και ο Ν. Χασάπης 61.94% (9ος στη σειρά).
Προστέθηκαν σ' αυτή τη βαθμολογία μονάδες για ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα και η συνολική τους βαθμολογία από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, διαμορφώθηκε ως ακολούθως: Ο αιτητής 68.60% (2ος στη σειρά) η Μ. Στυλιανίδου 65.40% (7η στη σειρά) και ο Ν. Χασάπης 65.20% (9ος στη σειρά).
Κατά το σχέδιο υπηρεσίας «Διετής τουλάχιστο λογιστική/ ελεγκτική πείρα μετά την απόκτηση του επαγγελματικού προσόντος που αναφέρεται στην παρ. (1) πιο πάνω, θα αποτελεί πλεονέκτημα». Αυτό το πλεονέκτημα το είχαν, από τους τρεις, ο αιτητής και ο Ν. Χασάπης και σημειώνω πως, για λόγους που εξηγήθηκαν, η βαρύτητά του δεν αποτιμήθηκε σε μονάδες προκειμένου αυτή να εκτιμηθεί κατά τις πάγιες αρχές που διέπουν το θέμα. Η παραγνώριση πλεονεκτήματος μπορεί να γίνει με ειδική και πειστική αιτιολογία.
Ενώ αυτή ήταν η αντικειμενική εικόνα, χωρίς άλλα στοιχεία κρίσης σε εκείνο το στάδιο, ο Γενικός Λογιστής, ο οποίος ήταν, ας σημειωθεί, ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σύστησε για διορισμό το Μ. Παρέλλη που ήταν ο πρώτος στην αναφερθείσα σειρά κατάταξης και τους ενδιαφερομένους. Η σύσταση του δεν ήταν αιτιολογημένη αλλά δεν είναι εδώ το πρόβλημα. Ο Νόμος δεν απαιτούσε τέτοια αιτιολογία στην περίπτωση. Το πρόβλημα αφορά στο συσχετισμό της σύστασης προς τα στοιχεία του φακέλου. Και είναι πρόδηλο πως συγκρουόταν προς αυτά. Ο αιτητής υπερείχε των δυο εκ των συστηθέντων στη συνολική βαθμολογία και, περαιτέρω, ως προς τη Μ. Στυλιανίδου και κατά το πλεονέκτημα. Υποστηρίχτηκε από την άλλη πλευρά πως είχε βαρύτητα η σύσταση ενόψει της προφορικής εξέτασης που διεξήγαγε η ΕΔΥ και της καλύτερης εντύπωσης του Διευθυντή για τους ενδιαφερομένους. Όμως αυτή η σύνδεση δεν δικαιολογείται αφού η σύσταση ήταν αναιτιολόγητη. Εν πάση περιπτώσει, ορθά ο αιτητής παραπέμπει στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αντώνης Καφά ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 130/05, ημερομηνίας 1.2.10, σύμφωνα με την οποία, για λόγους που εξηγούνται «δεν επιτρέπεται στον προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψηφίους και να καταλήξει στη σύστασή του».
Είναι, κατ' ακολουθίαν, ορθή η εισήγηση του αιτητή πως αφού η σύσταση συγκρουόταν προς τα στοιχεία του φακέλου δεν ήταν εύλογο να είχε βαρύτητα. Η σύσταση αποτέλεσε στοιχείο για την εν τέλει επιλογή των ενδιαφερομένων και στοιχειοθετείται, συναφώς, λόγος ακυρότητας.
Ο αιτητής εγείρει ζήτημα και ως προς τη βαρύτητα που δόθηκε, από την ΕΔΥ στις εντυπώσεις της από την προφορική εξέταση. Ο αιτητής είχε αξιολογηθεί ως πολύ καλός ενώ οι ενδιαφερόμενοι ως εξαίρετοι και αυτή η διαφορά αποτέλεσε τον περαιτέρω λόγο για την επιλογή, η οποία επαγόταν, ως προς τη Μ. Στυλιανίδου, και παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή. Ο αιτητής επικαλέστηκε νομολογία πως οι εντυπώσεις από την προφορική εξέταση, με τέτοια διαφορά, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως η ειδική και πειστική αιτιολογία που απαιτείται για να είναι νόμιμη η παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Αλλά ούτε και μπορούσαν να είχαν την αποφασιστική βαρύτητα που τους αποδόθηκε, στην περίπτωση του Ν. Χασάπη ώστε δι' αυτής να παραγνωριστούν τα αντικειμενικά δεδομένα της καλύτερης απόδοσης του αιτητή στη γραπτή εξέταση και, εν τέλει, της συνολικής του βαθμολογίας, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Ιδιαιτέρως, αφού τα συγκριτικά αρνητικά σχόλια της ΕΔΥ για τον ίδιο, κατά την αιτιολόγηση της γενικής της εντύπωσης, αφορούσαν και σε ζητήματα για τα οποία διαγωνίστηκαν γραπτώς. Η άλλη πλευρά έχει την αντίθετη άποψη και παραπέμπει στην επισήμανση της ΕΔΥ πως η διαφορά των τριών στη γραπτή εξέταση και στη συνολική βαθμολογία δεν ήταν μεγάλη.
Δεν παρέχεται δυνατότητα για εκτιμήσεις ως προς το ζήτημα της βαρύτητας της προφορικής εξέτασης, στην περίπτωση. Δεν είναι δυνατό αυτό το ζήτημα να απομονωθεί ως αυτοτελές. Η τελική επιλογή έγινε με γνώμονα και τη σύσταση και δεν μπορούμε, βεβαίως, να γνωρίζουμε ποια θα ήταν η κατάσταση αν η σύσταση προσεγγιζόταν στην ορθή της διάσταση. Δηλαδή δεν μπορούμε εδώ να προχωρήσουμε στη βάση υποθέσεων αναφορικά με το ποιά θα ήταν η τελική επιλογή αν δεν υπήρχε η σύσταση υπέρ των ενδιαφερομένων.
Πρέπει, όμως, να επιληφθώ του τελευταίου, κατά τη σειρά του αιτητή, θέματος που εγείρεται. Αυτό αφορά στην ερμηνεία σε σχέση με την κατοχή από τον ενδιαφερόμενο Ν. Χασάπη απαιτούμενου προσόντος.
Κατά την παράγραφο 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας απαιτείτο να είναι ο υποψήφιος μέλος ενός από σειρά καθοριζομένων Σωμάτων Επαγγελματιών Λογιστών ή οποιουδήποτε άλλου Σώματος ήθελε εγκριθεί ως ισότιμο από τον Υπουργό Οικονομικών. Ο αιτητής δήλωσε πως ήταν μέλος του American Institute of Certified Public Accountants (A.I.C.P.A.) και είναι παραδεκτό πως η ιδιότητα του μέλους σ' αυτό ικανοποιούσε το σχέδιο υπηρεσίας. Επίσης είναι παραδεκτό πως δεν έπασχε η κρίση της ΕΔΥ μετά από ειδική έρευνα που διεξήγαγε, πως ο αιτητής ικανοποιούσε και τη συνοδευτική, προς την ιδιότητα του Μέλους σ' αυτό το Σώμα απαίτηση, να έχει τριετή τουλάχιστον λογιστική/ελεγκτική πείρα, όπως αυτή εξειδικεύεται στην παράγραφο 3(1)(θ) του σχεδίου υπηρεσίας.
Το πρόβλημα, κατά τον αιτητή, αφορά στο κατά πόσο ήταν πράγματι ο ενδιαφερόμενος μέλος αυτού του Σώματος κατά τον ουσιώδη χρόνο και μέχρι τη λήψη της απόφασης για το διορισμό. Υπήρχε στο φάκελο του ενδιαφερομένου πιστοποιητικό από το A.I.C.P.A. από 31.7.2004 αλλά αυτό δεν μπορούσε να ήταν αρκετό. Αυτό, ενόψει των διαμειφθέντων ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής στο πλαίσιο διαδικασίας επανεξέτασης, για άλλη θέση. Όχι γιατί εκείνη η διαδικασία και η κατάληξη της δεσμεύει εδώ αλλά γιατί όσα τότε διαπιστώθηκαν και λέχθηκαν επέβαλλαν τώρα τη διεξαγωγή έρευνας. Συνοψίζω τα δεδομένα:
Στις 15.10.08, δηλαδή λίγες μέρες πριν από τη συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε σχέση με την πλήρωση των εδώ επίδικων θέσεων, η εκεί Συμβουλευτική Επιτροπή, όμοιας όπως αναφέρεται συγκρότησης με την παρούσα, διατύπωσε αμφιβολίες, στο πλαίσιο επανεξέτασης μετά από ακυρωτική για άλλο λόγο δικαστική απόφαση, αναφορικά με το κατά πόσο πράγματι ο Ν. Χασάπης ήταν, κατά τον εκεί ουσιώδη χρόνο, μέλος του Α.Ι.C.P.A. Που ήταν και εκεί απαιτούμενο προσόν αφού η θέση ήταν και πάλιν Λογιστή, στο Γενικό Λογιστήριο. Ο Ν. Χασάπης είχε παρουσιάσει επιστολή από το Α.Ι.C.P.A. σύμφωνα με την οποία είχε εγγραφεί ως μέλος του στις 31.5.03 και η κάρτα μέλους που προσκόμισε δεν ανέφερε ημερομηνία εγγραφής. Παράλληλα είχε διαπιστωθεί η παρουσία πιστοποιητικού εγγραφής μέλους του Α.Ι.C.P.A. με ημερομηνία 31.7.04. Ζήτησε τότε η Συμβουλευτική Επιτροπή διευκρινήσεις από το Α.Ι.C.P.A. και, κάτω από λεπτομέρειες που καταγράφονται στο πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 15.10.08, λειτουργός εκείνου του Σώματος πληροφόρησε τηλεφωνικώς ότι αδυνατούσε να δώσει οποιαδήποτε πληροφόρηση «καθ' ότι ο κ. Χασάπης δεν πλήρωσε την ετήσια συνδρομή του στο Α.Ι.C.P.A. και ως εκ τούτου θεωρείται ανενεργό μέλος». Σ' αυτή τη βάση ο Ν. Χασάπης αποκλείστηκε από εκείνη τη διαδικασία ως μη προσοντούχος.
Οι καθ' ων η αίτηση επικαλούνται το πιστοποιητικό που κατατέθηκε σύμφωνα με το οποίο ο Ν. Χασάπης ήταν μέλος του Α.Ι.C.P.A. από 31.7.2004. Επομένως, δεν χρειαζόταν άλλη έρευνα και ασφαλώς τα αφορώντα σε άλλη διαδικασία, στην οποία ήταν διαφορετικός ο ουσιώδης χρόνος, δεν επηρεάζουν. Το ίδιο και ο ενδιαφερόμενος ο οποίος, περαιτέρω, σημειώνει ότι η λειτουργός του Α.Ι.C.P.A. αναφερόταν στο 2008 που είναι εκτός του ουσιώδους χρόνου. Εδώ η τελευταία ημέρα υποβολής αιτήσεων ήταν η 27.12.07. Περαιτέρω, ο Ν. Χασάπης πρόβαλε με την αγόρευσή του ισχυρισμούς και επισύναψε σ' αυτή έγγραφα για να δείξει πως, πράγματι, είχε καταβάλει τη συνδρομή του. Τελικά, εισηγήθηκε, θέση που συμμερίζονται και οι καθ' ων η αίτηση, πως η μη πληρωμή της συνδρομής δεν επαγόταν έκπτωση από την ιδιότητα του Μέλους.
Ο αιτητής επισημαίνει αντίφαση μεταξύ των εγγράφων που επισυνάφθηκαν στην αγόρευση και στις δηλώσεις της λειτουργού πως, το 2008, ο Ν. Χασάπης δεν είχε πληρώσει τη συνδρομή του. Είναι, όμως, η βασική του θέση, ορθή ασφαλώς, πως είναι ανεπίτρεπτη η προσπάθεια θεμελίωσης γεγονότων διά μέσου της γραπτής αγόρευσης αλλά και η προσαγωγή εγγράφων χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, όπως και επ' αυτού ορθά επιχειρηματολογεί ο αιτητής, δεν προβαίνει, το ίδιο, σε πρωτογενείς διαπιστώσεις. Ούτε ως προς το θέμα της πληρωμής ούτε ως προς το θέμα των επιπτώσεων από τη μη πληρωμή.
Εξέτασα τα δεδομένα και κρίνω βάσιμη τη θέση του αιτητή. Η κατάθεση του πιστοποιητικού εγγραφής κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε να ήταν αρκετή. Εδώ όμως υπήρχαν στοιχεία τα οποία, πράγματι, επέβαλλαν τη διεξαγωγή έρευνας. Αυτά αφορούσαν, έστω το 2008, και η τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων ήταν η 27.12.07. Αλλά, ασφαλώς, η ιδιότητα του μέλους, ως απαιτούμενο προσόν, θα πρέπει να υπάρχει και κατά το χρόνο της απόφασης για το διορισμό. Όπως προβλέπει το άρθρο 34(15) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) «κανένας δεν διορίζεται ή προάγεται σε θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής εκτός αν», μεταξύ άλλων, «κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση αυτή κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση».
Τα σημειωθέντα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στις 15.10.08 αφορούσαν σε χρόνο κατά τον οποίο βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία προς πλήρωση των επίδικων θέσεων και εγειρόταν από αυτά ζήτημα που θα έπρεπε να είχε ερευνηθεί. Οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος λέγουν πως δεν ήταν υποχρεωμένη η διοίκηση εδώ να γνωρίζει ή να θυμάται τα αφορούντα σε άλλη άσχετη διαδικασία ώστε να αποφασίσει έρευνα εκεί που το πιστοποιητικό που κατατέθηκε ήταν σαφές. Δεν είναι όμως πάνω σε τέτοια βάση που είναι ορθό να κρίνονται τέτοια, δημοσίου δικαίου, ζητήματα. Ανεξάρτητα από τη χρονική συγκυρία και τη σύμπτωση της ταυτότητας των Μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής στις δυο περιπτώσεις, παραμένει πως, εξ αντικειμένου, όπως διαπιστώνεται έστω εκ των υστέρων, δημιουργούνταν εύλογα ερωτήματα. Η απόφαση της Ολομέλειας στην Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Αμπελ. Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228 είναι ευθέως σχετική. Εκεί ο διορισθείς κατέθεσε το απαιτούμενο απολυτήριο Σχολής Μέσης Παιδείας, αλλά, από μεταγενέστερη αλληλογραφία μεταξύ του δικηγόρου του αιτητή και του Υπουργείου Παιδείας, προέκυπτε ότι το όνομα του διορισθέντος δεν περιλαμβανόταν στους αποφοίτους της χρονιάς για την οποία παρουσίασε απολυτήριο. Η πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία δεν υπήρχε λόγος να διεξαχθεί έρευνα επειδή «κατά το χρόνο λήψης της απόφασης διορισμού δεν είχε προκύψει τέτοιο θέμα», παραμερίστηκε. Όπως εξηγήθηκε «το υλικό που προσκομίστηκε ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε να αγνοηθεί γιατί ήταν άρρηκτα συνυφασμένο με το πραγματικό καθεστώς κάτω από το οποίο λήφθηκε η απόφαση». Αφού η πιθανολόγηση πλάνης αρκούσε, η Ολομέλεια ακύρωσε το διορισμό, «ώστε να υπάρχει η ευχέρεια για πλήρη διερεύνηση του θέματος από το Συμβούλιο».
Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι αν η διοίκηση υποκειμενικά στη βάση των δεδομένων που γνώριζε διέπραξε σφάλμα αλλά αν, εκ των δεδομένων όπως αυτά προκύπτουν, αναδύεται εξ αντικειμένου η πιθανότητα πλάνης. Εναπόκειται, λοιπόν, στη διοίκηση, να ερευνήσει και αυτό το θέμα για να καταλήξει σε διαπίστωση ως προς την πληρωμή της συνδρομής και ως προς την επίπτωση στο πλαίσιο των δεδομένων της περίπτωσης από τη μη πληρωμή της, αν αυτή θα είναι η περίπτωση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά