ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1677/2008)

 

 

28 Νοεμβρίου, 2011

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

GEORGE & COSTAS TOURIST ENTERPRISES LTD.,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

                            ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                        1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΦΠΑ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Αλ. Κουντουρή (κα) για Τ. Παπαδόπουλος και Συνεργάτες, για την Αιτήτρια.

 

Λ. Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση την οποία είχε υποβάλει εναντίον της βεβαίωσης φόρου ημερομηνίας 10/8/2007.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή σε συντομία έχουν ως πιο κάτω:

 

Η αιτήτρια, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, είχε ως κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα της τη λειτουργία εστιατορίου στην Κάτω Πάφο, με την επωνυμία Grazie Ristorante Italiano, από τις 15/3/2002 δε, ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο Φ.Π.Α.

 

Με στόχο τη συλλογή πληροφοριών για σκοπούς ενδεχόμενου μελλοντικού ελέγχου των φορολογικών δηλώσεων που οι εγγεγραμμένες στο Φ.Π.Α. επιχειρήσεις υποβάλλουν στο Φ.Π.Α., λειτουργοί του Τμήματος Φ.Π.Α. πραγματοποίησαν σειρά επισκέψεων στο εστιατόριο της αιτήτριας και προέβησαν στη συμπλήρωση εντύπων με σχετικές παρατηρήσεις. Οι επισκέψεις έγιναν μεταξύ 2002 και 2006 και συγκεκριμένα, στις 3/9/2002, 28/6/2003, 11/8/2004 και 29/8/2006.

 

Στα πλαίσια ελέγχου που διενεργήθηκε στις 27/11/2006, των βιβλίων και του αρχείου που τηρούσε η αιτήτρια με σκοπό την επιβεβαίωση της ορθότητας των στοιχείων που περιλαμβάνονταν στις φορολογικές δηλώσεις που η αιτήτρια υπέβαλε στον Έφορο Φ.Π.Α., εξετάστηκαν οι φορολογικές δηλώσεις που η αιτήτρια υπέβαλε στον Έφορο Φ.Π.Α. Εξετάστηκαν οι φορολογικές περίοδοι από 1/4/2002 μέχρι 30/6/2006.

 

Τον πιο πάνω έλεγχο ακολούθησε βεβαίωση φόρου με βάση το άρθρο 49 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 2000-2007, δυνάμει της οποίας βεβαιώθηκε ως φόρος οφειλόμενος από την αιτήτρια το συνολικό ποσό των Λ.Κ.36.882,07.

 

Η αιτήτρια, ασκώντας το δικαίωμα που της παρέχουν οι πρόνοιες του άρθρου 51Α του Νόμου, υπέβαλε ένσταση μέσω των δικηγόρων της, η οποία όμως απορρίφθηκε. Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

 

Κυρίαρχο ρόλο στους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, κατέχει η θέση ότι οι καθ'ων η αίτηση με τις ενέργειες και παραλείψεις τους και την εν γένει συμπεριφορά τους, παραβίασαν τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του κοινού προς τη διοίκηση. Ως λόγοι ακύρωσης προβάλλονται και προωθούνται επίσης «η παραβίαση της υποχρέωσης των καθ'ων η αίτηση «να χρησιμοποιήσουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση τους» και η μη τήρηση άρτιων πρακτικών».

 

Για να γίνουν κατανοητές οι σχετικές με τους λόγους ακύρωσης θέσεις και εισηγήσεις της αιτήτριας, θα πρέπει να παρατεθούν και τα πιο κάτω γεγονότα.

 

Από τον έλεγχο των βιβλίων και αρχείων της αιτήτριας που διενεργήθηκε από τους λειτουργούς του Φ.Π.Α. στις 27/11/2006, προέκυψαν τα πιο κάτω:

 

(α) Δεν τηρούντο από την αιτήτρια αντίγραφα των τιμολογίων πώλησης, καθώς και αντίγραφα των εντύπων που εκδίδοντο κατά τη λήψη των παραγγελιών από τους πελάτες για φαγητό και ποτό, γεγονός που εκμηδένιζε τη δυνατότητα διαπίστωσης της ορθότητας των καταχωρημένων στις φορολογικές δηλώσεις, στοιχείων των πωλήσεων και συνακόλουθα τη δυνατότητα επιβεβαίωσης της ορθότητας των επίμαχων φορολογικών δηλώσεων.

 

(β) Το λογισμικό σύστημα «Logisys», το οποίο χρησιμοποιούσε η αιτήτρια στην επιχείρηση του εστιατορίου της για σκοπούς έκδοσης των τιμολογίων πώλησης, παρείχε την εκ των υστέρων δυνατότητα αλλοίωσης των τιμολογίων πώλησης, διαγραφής των ήδη εκδοθέντων και παραδοθέντων τιμολογίων πώλησης, όπως και τη δυνατότητα έκδοσης πέραν του ενός τιμολογίου με τον ίδιο αύξοντα αριθμό, χωρίς αυτές οι παρεμβάσεις να αποθηκεύονται στο λογισμικό του προγράμματος. Οι συγκεκριμένες αδυναμίες στο λογισμικό σύστημα παρείχαν τη δυνατότητα διαφυγής καταβολής εισπραχθέντων φόρων προστιθέμενης αξίας που πληρώθηκαν από πελάτες του εστιατορίου.

 

 (γ) Η αιτήτρια παρέλειψε να τηρεί απογραφή των περιουσιακών στοιχείων και αποθεμάτων της επιχείρησης της, όπως προβλέπεται από τους σχετικούς Κανονισμούς.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας με παραπομπή βασικά στις Υποθέσεις Αρ. 213/2002, 653/2002 και 658/2002, Ι. Γ. Κασουλίδης και Υιός Λτδ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Οικονομικών, Εφόρου Φ.Π.Α., ημερομηνίας 18/2/2004 - εκτεταμένα αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση στις εν λόγω υποθέσεις παρατίθενται στη γραπτή αγόρευση τους και επαναλαμβάνονται στην απάντηση τους - ισχυρίζονται παραβίαση των άρθρων 50 και 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Ισχυρίζονται συγκεκριμένα:

 

"... οι καθ'ων η αίτηση διεξήγαγαν ελέγχους στην αιτήτρια εταιρεία από την 3/9/2002 μέχρι την 29/8/2006 και ουδέποτε υπεδείχθη σε αυτή ότι το λογισμικό σύστημα «Logisys» το οποίο χρησιμοποιούσε η αιτήτρια θεωρείται επισφαλές ή έστω ότι υπήρχε η πιθανότητα να θεωρηθεί ως τέτοιο. Η αιτήτρια, ενεργώντας καλόπιστα, βασίστηκε στο ότι το εν λόγω σύστημα χρησιμοποιείται παγίως από πληθώρα, όμοιας φύσεως, επιχειρήσεις και στο ότι ουδέποτε κρίθηκε αυτό ως αναξιόπιστο από τους καθ'ων η αίτηση χωρίς καμία υπόδειξη από τους τελευταίους περί του θέματος, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η αιτήτρια να το χρησιμοποιεί ανεπιφύλακτα.

 

Είναι η θέση μας ότι, η διαρκής και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά επί τέσσερα τουλάχιστον συνεχή έτη, των καθ'ων η αίτηση να μην κάνουν οποιαδήποτε υπόδειξη ή αναφορά σε σχέση με το εν λόγω σύστημα ανατράπηκε ανεπίτρεπτα, παραβιάζοντας τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της αιτήτριας προς τη Διοίκηση και θέτοντας την αιτήτρια σε κατάσταση αιφνιδιασμού και εκπλήξεως αναφορικά με την αντικειμενικότητα και αξιοπιστία του λογισμικού συστήματος που χρησιμοποιούσε."

(Η έμφαση είναι του κειμένου)

 

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι απόψεις της ευπαίδευτης συνηγόρου της άλλης πλευράς. Κεντρικό άξονα της επιχειρηματολογίας της κας Ζαννέτου συνιστά η θέση ότι ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, του φορολογούμενου επιχειρηματία υποχρεούμενου να καταγράφει όλες τις απαραίτητες για τη βεβαίωση του φόρου πληροφορίες και να αποκαλύπτει στον Έφορο το σύνολο των αναγκαίων για σκοπούς προσδιορισμού των φορολογικών δηλώσεων του, στοιχείων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αιτήτρια απέτυχε να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωση της, με αποτέλεσμα ο Έφορος, στον οποίο παρέχεται διακριτική ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού του φόρου με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, ενεργώντας μέσα στα ορθά πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, να προβεί σε βεβαίωση του οφειλομένου από την αιτήτρια φόρου με βάση το άρθρο 49 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000-2007 (ο Νόμος).

 

Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχετικές με τα ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα περίπτωση, υποθέσεις, τονίζουν την πάγια νομολογιακή αρχή ότι η ευθύνη παρουσίασης και αποκάλυψης των αναγκαίων και απαραίτητων για σκοπούς προσδιορισμού των φορολογικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου στοιχείων, βαρύνει αποκλειστικά τον ίδιο, ο οποίος για το σκοπό αυτό υποχρεούται να τηρεί πλήρως ενημερωμένα στοιχεία. Παράλειψη συμμόρφωσης του φορολογούμενου με τη συγκεκριμένη υποχρέωση του, ενεργοποιεί τις εξουσίες που το άρθρο 49(1) του Νόμου παρέχει στον Έφορο να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο τρόπο την κρίση του, του φορολογούμενου στερούμενου, λόγω ακριβώς της μη συμμόρφωσης από πλευράς του με τη συγκεκριμένη υποχρέωση του, της δυνατότητας να επιζητήσει την επί του προκειμένου άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου, προς όφελος του. (Βλ., μεταξύ άλλων, Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 782, Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd. (2000) 3 Α.Α.Δ. 679 και Kokos Athanasiou Motors Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21 και την εκεί νομολογία που οι εν λόγω αποφάσεις παραπέμπουν).

 

Επομένως, η αιτήτρια στην περίπτωση μας όφειλε, δεν το έπραξε όμως, να τηρεί στοιχεία - αντίγραφα των σχετικών τιμολογίων - αναφορικά με τις εκάστοτε πωλήσεις στις οποίες προέβαινε, όπως επίσης και στοιχεία αναφορικά με τις εκάστοτε παραγγελίες για φαγητό και ποτό στις οποίες οι πελάτες της προέβαιναν - αντίγραφα των εντύπων που εκδίδοντο κατά το χρόνο λήψης της παραγγελίας από τον πελάτη. Ορθά λοιπόν ο Έφορος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράλειψη τήρησης τέτοιων στοιχείων καθιστούσε δυνατή την εφαρμογή του άρθρου 49(1) του Νόμου, όπως πολύ ορθά κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα λόγω της παράλειψης της αιτήτριας να τηρεί στοιχεία σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης και τη διακύμανση των αποθεμάτων της. Η κατανάλωση ποτού και φαγητού και γενικά η τήρηση κατάστασης περιουσιακών στοιχείων και αποθεμάτων σε επιχειρήσεις όπως αυτή της αιτήτριας, αποτελεί ζήτημα πρωταρχικής σημασίας το οποίο καθιστά ικανό τον Έφορο να υπολογίσει ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου. Την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 49 δικαιολογούσε επίσης το γεγονός ότι η αιτήτρια, ενώ είχε υποχρέωση να διατηρεί ασφαλές λογισμικό σύστημα για σκοπούς έκδοσης των τιμολογίων πώλησης, έτσι ώστε όχι μόνο να αποκλείεται το ενδεχόμενο αλλοίωσης των αναγκαίων για σκοπούς υπολογισμού του φόρου στοιχείων αλλά και παράλληλα να παρέχεται η δυνατότητα διαπίστωσης της ορθότητας των καταχωρημένων στις φορολογικές δηλώσεις στοιχείων, παρέλειψε να συμμορφωθεί με τη συγκεκριμένη υποχρέωση της. Σε αυτό το στάδιο θα πρέπει να λεχθεί ότι οι ελλείψεις και οι αδυναμίες του συστήματος «Logisys» που η αιτήτρια χρησιμοποιούσε, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν παρείχετο δυνατότητα έκδοσης αντιγράφων των αποδείξεων είσπραξης, είχε αποτελέσει ένα από τους βασικούς λόγους απόρριψης των βιβλίων και αρχείων της αιτήτριας.

 

Η αιτήτρια βέβαια, η οποία να σημειωθεί δεν διαφωνεί με τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα και στις οποίες έχω ήδη κάμει αναφορά πιο πάνω, ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω αρχές έχουν παραβιαστεί από τον Έφορο, καθότι από πλευράς του υπήρξε «κακή άσκηση της ευχέρειας του». Είναι η θέση της ότι «ενώ οι καθ'ων η αίτηση διεξήγαγαν ελέγχους στην αιτήτρια εταιρεία από τις 3/9/2002 μέχρι τις 29/8/2006, ουδέποτε υπεδείχθη σε αυτή ότι το λογισμικό σύστημα (Logisys) το οποίο χρησιμοποιούσε η αιτήτρια θεωρείται επισφαλές ή έστω ότι υπήρχε πιθανότητα να θεωρηθεί ως τέτοιο ....».

 

Η πιο πάνω θέση της αιτήτριας δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι αλήθεια ότι λειτουργοί του Φ.Π.Α. είχαν διενεργήσει επισκέψεις στην επιχείρηση της αιτήτριας κατά την περίοδο 2002-2006 και μάλιστα είχαν συμπληρώσει σχετικά έντυπα με τις παρατηρήσεις τους. Τα εν λόγω έντυπα επισυνάπτονται στην ένσταση. Όμως, η ανακρίβεια και οι αδυναμίες του συστήματος Logisys που η εταιρεία χρησιμοποιούσε και γενικά η αναξιοπιστία του συστήματος, για πρώτη φορά διαπιστώθηκαν το Νοέμβριο του 2006 κατά τη διάρκεια του ελέγχου που οι λειτουργοί διενήργησαν στα βιβλία και τα αρχεία που η αιτήτρια τηρούσε, ο οποίος ήταν και ο πρώτος έλεγχος αυτού του είδους στον οποίο η υπηρεσία προέβαινε αναφορικά με την επιχείρηση της αιτήτριας             και ποτέ προηγουμένως. Οι λειτουργοί του Φ.Π.Α. ουδέποτε είχαν αποφανθεί για την αξιοπιστία του συστήματος που χρησιμοποιούσε, η αιτήτρια, η αγόρευση των συνηγόρων της οποίας είχε σαν βασικό άξονα το λογισμικό σύστημα. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η αιτήτρια παρέλειψε, ανάμεσα σε άλλα, να τηρεί τα αναγκαία έγγραφα και αρχεία. Τέτοια παράλειψη ενεργοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 49(1) του Νόμου. Δεν είναι δυνατό να απαιτείται από τους λειτουργούς του Φ.Π.Α. κατά τις επισκέψεις τους να προβαίνουν σε εξονυχιστικούς ελέγχους για να διαπιστώσουν κατά πόσο τηρούνται όλα τα αναγκαία αρχεία και στοιχεία. Εξάλλου, η υιοθέτηση ορθού τρόπου έκδοσης αντιγράφων τιμολογίων αποτελεί υποχρέωση του φορολογούμενου και δεν είναι υποχρέωση των λειτουργών του Φ.Π.Α. ή υπόδειξη στο φορολογούμενο του εν λόγω τρόπου. (Βλ. Κανονισμό 22(1)(β)(iii) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών του 2001 (Κ.Δ.Π. 314/2001)).

 

Οι Υποθέσεις 213/2002, 653/2002 και 658/2002, Ι. Γ. Κασουλίδης και Υιός Λτδ. κ.ά. (πιο πάνω), τις οποίες οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας επικαλούνται για σκοπούς επίρρωσης της πιο πάνω θέσης τους, διαφοροποιούνται ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα τους από την παρούσα περίπτωση. Σε εκείνες τις περιπτώσεις, σε αντίθεση με την παρούσα, οι λειτουργοί του Φ.Π.Α. για σειρά ετών ακολουθούσαν συγκεκριμένο τρόπο φορολογικής μεταχείρισης των αιτητών, τον οποίο οι αιτητές καλόπιστα ακολουθούσαν. Προς τούτο οι λειτουργοί ακολουθούσαν συγκεκριμένη φορολογική πρακτική, η ορθότητα της οποίας δεν τους προβλημάτισε, παρά μόνο μετά την πάροδο δέκα περίπου χρόνων όταν, με αφορμή συγκεκριμένη εγκύκλιο που είχε εκδοθεί τέσσερα περίπου χρόνια νωρίτερα με σκοπό την ενιαία εφαρμογή των προνοιών του Νόμου, μετέβαλαν τη μέχρι τότε στάση και φορολογική συμπεριφορά τους απέναντι στους αιτητές. Θεωρώντας ότι το έντυπο που οι αιτητές εξέδιδαν δεν ενέπιπτε στην έννοια του όρου «εφημερίδα», η οποία εξαιρείτο από τη νομοθεσία του Φ.Π.Α., οι λειτουργοί ζήτησαν από τους αιτητές, οι οποίοι μέχρι τότε καλόπιστα ακολουθούσαν τον τρόπο φορολογικής μεταχείρισης του εντύπου τους, να αποδώσουν φόρο εκροών και μάλιστα αναδρομικά.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Σύμφωνα με το δεύτερο προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης οι καθ'ων η αίτηση παρέβησαν την υποχρέωση τους να «χρησιμοποιήσουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση τους».

 

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η μέθοδος περιθωρίου κέρδους που χρησιμοποιήθηκε από τους καθ'ων η αίτηση, ήταν εσφαλμένη. Συγκεκριμένα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το περιθώριο κέρδους θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί όχι μόνο στα αλκοολούχα ποτά, αλλά και στα φαγητά, καθότι αρκετά από τα φαγητά που πωλούσε είχαν μεγάλη απόκλιση περιθωρίου κέρδους από αυτό που υπολογίζεται για τα αλκοολούχα ποτά, στοιχείο το οποίο αν και τέθηκε έγκαιρα και τεκμηριωμένα υπόψη των καθ'ων η αίτηση, αγνοήθηκε από τους τελευταίους.

 

Ούτε η πιο πάνω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση, το κατά πόσο ο Έφορος χρησιμοποίησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, είναι θέμα που εξετάζεται με βάση τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης που τίθεται ενώπιον του. Επομένως κατά τον κρίσιμο χρόνο, τα αναγκαία για σκοπούς εξαγωγής ασφαλών συμπερασμάτων στοιχεία θα πρέπει να βρίσκονται ενώπιον του Εφόρου. Και την υποχρέωση για να βρίσκονται αυτά τα στοιχεία ενώπιον του Εφόρου την έχει ο φορολογούμενος, ο οποίος υπενθυμίζω οφείλει να τηρεί βιβλία και αρχεία για σκοπούς εξακρίβωσης των παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιεί ή λαμβάνει. Στην περίπτωση μας η αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε με την εν λόγω υποχρέωση.

 

Το συγκεκριμένο ισχυρισμό της η αιτήτρια είχε θέσει και ενώπιον της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. με την ένσταση της, απορρίφθηκε όμως με το πιο κάτω δικαιολογητικό:

 

"Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός σας ότι στην μέθοδο υπολογισμού των πωλήσεών σας που χρησιμοποίησε η Υπηρεσία ΦΠΑ, δεν λήφθηκαν υπόψη οι πληροφορίες και τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από εσάς. Συγκεκριμένα, για τους υπολογισμούς που έγιναν και που κατέληξαν στην βεβαίωση φόρου, λήφθηκε υπόψη ότι μέρος των αλκοολούχων ποτών της επιχείρησης σας χρησιμοποιήθηκε στην κουζίνα, καθώς και ότι μέρος καταναλώθηκε από το προσωπικό της επιχείρησής σας. Επιπρόσθετα για λόγους χρηστής διοίκησης, λήφθηκε υπόψη και ο ισχυρισμός σας για παραχώρηση έκπτωσης σε κάποιους πελάτες σας παρόλο που οι εκπτώσεις αυτές δεν αναγράφοντο στις αποδείξεις είσπραξης σας. Η εισήγηση - θέση σας για υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους των φαγητών που πωλεί η επιχείρηση σας είναι άνευ αντικειμένου. Στη μέθοδο υπολογισμού των πωλήσεων σας έγινε συσχέτιση των πωλήσεων ποτών προς το σύνολο των πωλήσεων της επιχείρησης σας. Η μέθοδος αυτή έχει κριθεί και από το Ανώτατο Δικαστήριο σε άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις που εφαρμόστηκε ότι παρέχει μια δίκαιη και λογική βάση για τον ορθό υπολογισμό των πωλήσεων."

 

 

Διεξήλθα προσεκτικά το ενώπιον μου υλικό. Από το εν λόγω υλικό προκύπτει ότι ο Έφορος εξέτασε όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες που η αιτήτρια είχε θέσει ενώπιον του. Επομένως, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι ο Έφορος αγνόησε τα εν λόγω στοιχεία, είναι αβάσιμος. Συνακόλουθα, αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί εσφαλμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου στην επιλογή της μεθόδου που ο Έφορος υιοθέτησε για σκοπούς εξολογιστικού προσδιορισμού του καταβλητέου φόρου, όπως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της περί  παράλειψης του να «χρησιμοποιήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του».

 

Ως αποτέλεσμα, και ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τον τρίτο και τελευταίο λόγο ακύρωσης παρατηρώ τα πιο κάτω.

 

Σε σημείωμα που έχει σχέση με την ένσταση, ημερομηνίας 3/7/2008, το οποίο προηγήθηκε της εξέτασης της ένστασης και το οποίο υπογράφεται από τον υπεύθυνο του Επαρχιακού Γραφείου των καθ'ων η αίτηση στην Πάφο, γίνεται λόγος για «σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 27/6/2008», στην οποία έλαβαν μέρος εκτός από τον υπογράφοντα το σημείωμα και άλλοι λειτουργοί του Φ.Π.Α., στους οποίους γίνεται μνεία στο σημείωμα, ονομαστικά. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι εφόσον δεν τηρήθηκαν πρακτικά των όσων λέχθηκαν στην εν λόγω σύσκεψη και από ποιον και στη σύσκεψη συζητήθηκε η ένσταση της αιτήτριας, «καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος του σημειώματος ως προπαρασκευαστικής πράξης», στοιχείο που αναπόφευκτα οδηγεί, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους της αιτήτριας, σε επιτυχία της προσφυγής.

 

Ούτε η εν λόγω θέση με βρίσκει σύμφωνο. Πρόκειται για πολυσέλιδο σημείωμα στο οποίο σχολιάζεται σημείο προς σημείο το περιεχόμενο της ένστασης που η αιτήτρια είχε υποβάλει εναντίον της βεβαίωσης του φόρου από τον Έφορο Φ.Π.Α. Στο εν λόγω σημείωμα πέραν από την αναφορά ότι στην πραγματοποιηθείσα στις 27/6/2008 σύσκεψη συζητήθηκε από τους συμμετέχοντες η ένσταση της αιτήτριας, γίνεται ρητή μνεία του γεγονότος             ότι το περιεχόμενο του σημειώματος συμφωνήθηκε από όλους τους συμμετέχοντες. Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος του περιεχομένου του σημειώματος δεν καθίσταται λόγω μη τήρησης πρακτικών, ανέφικτος, ως η θέση της αιτήτριας.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και ο τρίτος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Τέλος θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής: Όπως έχει υποδειχθεί πιο πάνω, η μη τήρηση των αναγκαίων αρχείων ενεργοποιεί τις πρόνοιες του σχετικού άρθρου του Νόμου (βλ. Van Boekel v. Customs and Excise Commission (1981) 2 All E.R. 505). Στη διαδικασία της προσφυγής το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτητής. Στην περίπτωση μας η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την επίκληση των προνοιών του συγκεκριμένου άρθρου. Με δεδομένη τη νομιμότητα της απόφασης του Εφόρου να ενεργήσει στη βάση των προνοιών του άρθρου 49(1), θεωρώ ότι οι επισκέψεις των λειτουργών δεν παρέχουν άσυλο στην παράλειψη της αιτήτριας να τηρεί τα αναγκαία αρχεία και στοιχεία που από το Νόμο και τους Κανονισμούς επιβάλλεται να τηρούνται.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή, αποτυγχάνει και συνακόλουθα απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση €1.250. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                            Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο