ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζ.Υποθ. Αρ.17 /2009 και 201/2009)
19 Οκτωβρίου, 2011
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28, και 146 του Συντάγματος
(Υποθ. Αρ.17 /2009)
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Αιτήτρια
- και -
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Kαθ΄ων η αίτηση
-----------------------
(Υποθ. Αρ.201 /2009)
ΒΑΣΟΥΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Αιτήτρια
- και -
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Kαθ΄ων η αίτηση
------------------------
Ασπ.Σοφοκλέους, (κα.), για την αιτήτρια στη 17/09
Γ. Χ΄Μιχαήλ, (κα.), για την αιτήτρια στη 201/09
Αν.Χρίστου, (κα.), για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για τους καθ΄ων η αίτηση.
Xρ.Καμπούρης, για τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η Ανδρούλλα Δημητρίου, αιτήτρια στην προσφυγή 17/2009 και η Βασούλα Κωνσταντίνου, αιτήτρια στην προσφυγή 201/2009, προσλήφθηκαν στην υπηρεσία της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, (καθ΄ων η αίτηση), την 1η Οκτωβρίου 1992, στη θέση Γραφέα. Την 1η Φεβρουαρίου 2001 είχαν προαχθεί στη θέση Βοηθού Υποτομεάρχη (Οικονομικό).
Στις 29 Σεπτεμβρίου 2008 οι καθ΄ων η αίτηση γνωστοποίησαν την πρόθεση τους για πλήρωση μεταξύ άλλων, δύο θέσεων Υποτομεάρχη (Γενική Γραμματεία) Κλίμακα Α10, Κέντρο Τηλεξυπηρέτησης. Για τις θέσεις αυτές υπέβαλαν αίτηση οι δύο πιο πάνω αιτήτριες, όπως και η Αθηνά Νεοφυτίδου και Ορθοδοξία Χ΄Ιωάννου (ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2).
Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, σε συνεδρία που έλαβε χώρα στις 30 Οκτωβρίου 2008 επέλεξε, κατά πλειοψηφία, να προτείνει για προαγωγή πέντε υποψήφιους, μεταξύ των οποίων την αιτήτρια στην προσφυγή αρ.201/09 και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Υποβλήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2008, σχετική εισήγηση στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για θέματα Προσωπικού.
Κατά τη συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερ. 14 Νοεμβρίου 2008, αφού κλήθηκε ο Γενικός Διευθυντής για να δώσει τη δική του σύσταση, αποφασίστηκε, ομόφωνα, να συσταθεί για προαγωγή η Ο.Χ΄Ιωάννου, ενδιαφερόμενο μέρος 2, και κατά πλειοψηφία η Α.Δημητρίου, αιτήτρια στην προσφυγή αριθμ.17/2009.
Σε συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 16 Δεκεμβρίου 2008, στην οποία και πάλι είχε κληθεί ο Γενικός Διευθυντής για να εκφράσει την άποψη του, μετά από αξιολόγηση όλων των στοιχείων και δεδομένων που αφορούσαν όλους τους υποψήφιους, το Συμβούλιο κατά πλειοψηφία προχώρησε στην προαγωγή των δύο ενδιαφερομένων μερών.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκαν οι δύο συνεκδικαζόμενες προσφυγές με τις οποίες αμφισβητείται η νομιμότητα της εν λόγω απόφασης, για προαγωγή των Α.Νεοφυτίδου και Ο.Χ΄Ιωάννου (ενδιαφερομένων μερών).
Προσφυγή 17/2009
Αμφότερα τα ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα προσφυγή πρόβαλαν προδικαστικώς θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος από πλευράς αιτήτριας για την προώθηση της παρούσας προσφυγής, θέτοντας έλλειψη προσόντων, αφού, όπως επεσήμαναν, ο διορισμός της δεν είχε επικυρωθεί.
Η αιτήτρια, όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, είχε προσληφθεί την 1η Οκτωβρίου 1992. Ο εν λόγω διορισμός ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 9 Ιουλίου 1997. Οι καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν, στις 17 Μαρτίου 1998, σε επαναδιορισμό της αιτήτριας στη θέση που κατείχε με αναδρομική ισχύ (1η Οκτωβρίου 1992). Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είχε προαχθεί στη θέση του Βοηθού Υποτομεάρχη (Οικονομικό) την 1η Φεβρουαρίου 2001.
Το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης περιλαμβάνει στα απαιτούμενα προσόντα, τη δεκαοχταετή συνολική υπηρεσία στη θέση Γραφέα Γενικών Καθηκόντων ή και Βοηθού Υποτομεάρχη (Οικονομικό) ή (Γενική Γραμματεία), από την οποία τρία χρόνια να είναι σε θέση Βοηθού Υποτομεάρχη (Οικονομικό) ή Γενική Γραμματεία ή εξαετή συνολική υπηρεσία στη θέση Βοηθού Υποτομεάρχη (Οικονομικό) ή Γενική Γραμματεία. Όπως σημειώθηκε η αιτήτρια είχε προαχθεί την 1η Φεβρουαρίου 2001 στη θέση Βοηθού Υποτομεάρχη, το σχέδιο υπηρεσίας της οποίας, όπως είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προέβλεπε, ως απαιτούμενο προσόν, την κατοχή της θέσης του Γραφέα.
Σύμφωνα με τη νομολογία, και αναφέρομαι στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Πογιατζή, (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, και Δημοκρατία ν. Αντωνίου, (2002) 3 Α.Α.Δ. 468, υποψήφιος ο οποίος κατέχει θέση για την οποία απαιτείτο το ίδιο προσόν τεκμαίρεται ότι το κατέχει. Με την προαγωγή της αιτήτριας, η οποία σημειώνω ήταν μεταγενέστερη της ακυρωτικής απόφασης, ουσιαστικώς οι καθ΄ων η αίτηση επικύρωσαν το διορισμό της εφόσον ήταν απαιτούμενη η κατοχή της θέσης του Γραφέα, θέση για την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη προβάλλουν ανυπαρξία επικύρωσης διορισμού.
Τα όσα αναφέρονται από το ενδιαφερόμενο μέρος δεν με βρίσκουν σύμφωνο, συναφώς, δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα η ένσταση αυτή και απορρίπτεται.
Διαδικασία λήψης απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, από την αιτήτρια, ότι η διαδικασία συζήτησης και η συνακόλουθη λήψη απόφασης δεν είχε διεξαχθεί από την αρχή μέχρι το τέλος με τα ίδια πρόσωπα να παρίστανται στο Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση. Συγκεκριμενοποιείται η εισήγηση για τον Πρόεδρο της Αρχής που δεν είχε, όπως προβλήθηκε, συμμετοχή από την αρχή της διαδικασίας, τη συζήτηση και τη λήψη της απόφασης. Παράλληλα πρόβαλαν ότι δεν είχαν τηρηθεί λεπτομερή και άρτια πρακτικά.
Από τα πρακτικά της συνεδρίας των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 16 Δεκεμβρίου 2008 διαφαίνεται μια υποσημείωση δίπλα από το όνομα του Προέδρου και συγκεκριμένα αναφέρεται «Ο πρόεδρος κ.Χάρης Θράσου προσήλθε στη συνεδρία στο σημείο όπου γίνεται ειδική αναφορά στα πρακτικά». Στην εν λόγω συνεδρία συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν σειρά θεμάτων. Ενόψει της απουσίας πλήρους πρακτικού, ζήτησα και προσκομίστηκε, στο στάδιο του επανανοίγματος της υπόθεσης, το σύνολο των πρακτικών της συγκεκριμένης συνεδρίας, στην οποία προσδιορίζεται ο χρόνος προσέλευσης του Προέδρου της Αρχής, που έγινε πριν τη συζήτηση της επίδικης προαγωγής. Συνακόλουθα ο εν λόγω λόγος ακυρώσεως δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.
Σύσταση Γενικού Διευθυντή
Η σύσταση του γενικού Διευθυντή, πρόβαλε η αιτήτρια, πάσχει, καθότι είχε συσταθεί το ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 2 προσδίδοντας σημασία στο είδος των καθηκόντων που ασκούσε, θυματοποιώντας με αυτό τον τρόπο την αιτήτρια. Αυτή τη σύσταση, συνέχισε, έλαβαν υπόψη τους οι καθ΄ων η αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η σύσταση αναφέρει:
«Στη διαμόρφωση της σύστασης μου υπέρ της προαγωγής των Ορθοδοξία Χ΄Ιωάννου και Νατάσα Γιωργαλλή Ιωάννου έλαβα επίσης υπόψη μου το γεγονός ότι οι υποψήφιες αυτές εργάζονται στο συγκεκριμένο κέντρο και οι γνώσεις και οι εμπειρίες που έχουν αποκτήσει κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους εκεί, τις καθιστούν καταλληλότερες υποψήφιες για τις ανάγκες των εν λόγω θέσεων.»
Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη εισήγηση της αιτήτριας έχει έρεισμα. Δεν με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, όπως και των ενδιαφερομένων μερών ότι ο Διευθυντής είχε απλώς προβεί σε αναφορά στο κέντρο το οποίο υπηρετούσε το ενδιαφερόμενο μέρος 2 και πως η επιλογή στηρίχθηκε στην αρχαιότητα και την πείρα. Ξεκάθαρα, κατά την άποψη μου, ο Διευθυντής είχε συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος 2, βασιζόμενο και στην εμπειρία την οποία απέκτησε από το Κέντρο στο οποίο εργαζόταν.
Από την άλλη, κατά τη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 16 Δεκεμβρίου 2008 αναφέρθηκε ότι το Συμβούλιο κατέληξε στην απόφαση για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους 2.
«επεσήμαναν το γεγονός ότι εργάζεται στο συγκεκριμένο κέντρο και οι γνώσεις και εμπειρία που έχει αποκτήσει κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της εκεί την καθιστούν καταλληλότερη υποψήφια για τις ανάγκες των εν λόγω θέσεων.»
Ανάλογο θέμα με είχε απασχολήσει στην υπόθεση αρ. 182/2008 Χρυσοστόμου ν. Δήμου Παραλιμνίου, ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2010 όπου αναφέρθηκαν τα εξής, τα οποία και υιοθετώ.
«Έχει καταστεί ξεκάθαρο από τη νομολογία και αναφέρομαι στις υποθέσεις μεταξύ άλλων Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 24. και στην πρόσφατη ΑΕ.3862 Παπαδοπούλου κ.ά. ν. ΡΙΚ, 18.6.2009, ότι η δυνατότητα διεκδίκησης από υπάλληλο μιας θέσης για προαγωγή, δεν μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς από το γεγονός ότι ο κύκλος καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας του, ήταν περιορισμένος. Η αρχή της χρηστής διοίκησης επιβάλλει την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή. Η αρχή αυτή απαιτεί την αξιολόγηση του κάθε υποψήφιου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του είχαν ανατεθεί μέσα στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας του. Αντίθετη περίπτωση θα αφήνετο η διοίκηση να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, αναλόγως των καθηκόντων τα οποία τους ανατίθενται. Διαφορετική προσέγγιση θα απέληγε σε θυματοποίηση υποψήφιου για λόγους ανεξάρτητους από την ετοιμότητα του ιδίου να εκτελέσει, κάθε πτυχή των καθηκόντων της θέσης την οποία κατέχει.»
΄Εχοντας υπόψη ότι τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος 2, πληρούσαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να κριθούν με τα ίδια κριτήρια και όχι στη βάση των καθηκόντων τα οποία εκτελούσαν, λαμβανομένου υπόψη ότι οι καθ΄ων η αίτηση είχαν τοποθετήσει το ενδιαφερόμενο μέρος στην εν λόγω θέση. Η εν λόγω διαπίστωση οδηγεί σε αποδοχή της προσφυγής σε συνάρτηση με το ενδιαφερόμενο μέρος 2.
Αιτιολογία για Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Προβλήθηκε από πλευράς αιτήτριας ότι τόσο η απόφαση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής όσο και η απόφαση των καθ ων η αίτηση για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους 1 πάσχει λόγω ελλείψεως αιτιολογίας.
Είμαι της γνώμης ότι ο λόγος αυτός ευσταθεί. Η Επιτροπή, έχει υποχρέωση, με βάση τον Κανονισμό 14 του Δεύτερου Πίνακα των περί Αρχής Ηλεκτρισμού (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών ΚΔΠ291/86, να συντάξει αιτιολογημένη έκθεση προς την Αρχή. Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής αναφέρει στην εισήγηση της ότι έλαβε υπόψη τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων και ότι διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, ότι έλαβε υπόψη τα παραδεγμένα κριτήρια προαγωγής, την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα στην Αρχή, τα προσόντα των υποψηφίων, την επίδοση τους, τις Εμπιστευτικές Εκθέσεις/Φύλλα Αξιολόγησης.
Όπως αναφέρθηκε, από το Νικολαϊδη, Δ., στις υποθέσεις αρ. 1413/2007 και 1465/2007 Κωνσταντίνου κ.ά. ν. ΑΗΚ ημερ. 31 Ιουλίου 2009 η απλή αναφορά στα πιο πάνω προαπαιτούμενα του Καν.14 δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία. Συγκεκριμένα τονίζονται τα εξής με τα οποία συμφωνώ.
«Είναι προφανές ότι η εισήγηση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη όπως ρητά απαιτείται από τον Κανονισμό 14. Η εισήγηση είναι γενική και αόριστη και συνιστά απλή επανάληψη του νόμου και συγκεκριμένα του Κανονισμού 23(2) της Κ.Δ.Π. 291/86.
Αφού η αιτιολογία απαιτείται από τους Κανονισμούς και συγκεκριμένα από τον Κανονισμό 14, συνιστά ουσιώδη τύπο της πράξης και πρέπει να περιέχεται σ΄ αυτή, χωρίς να είναι αρκετό να μπορεί να ανευρεθεί στο φάκελο (Τουραπή ν. Οδυσσέως κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 581, 583). Εφ΄ όσον λοιπόν η αιτιολόγηση αποτελούσε εκ του νόμου ουσιώδη τύπο, παρέκκλιση από αυτόν καθιστά στην πράξη άκυρη.»
΄Εχοντας ως δεδομένο ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών έλαβε υπόψη της την έκθεση της πιο πάνω επιλογής η οποία, όπως έχω καταλήξει, πάσχει, συμπαρασύρει και την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση.
Ένα άλλο στοιχείο που με έχει προβληματίσει είναι το γεγονός ότι οι καθ΄ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους τόσο την έκθεση της Επιτροπής Επιλογής, με την οποία είχαν συστηθεί για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη, όσο και την εισήγηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής σύμφωνα με την οποία είχε συστηθεί για προαγωγή και η αιτήτρια. Όπως καταφαίνεται από τα πρακτικά της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 16 Δεκεμβρίου 2008, ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου εξέφρασε τη διαφωνία του με την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού, όπως αναφέρθηκε, τελούσε υπό πλάνη αναφορικά με την αξία των υποψηφίων. Σημειώνεται δε σχετικά το πιο κάτω:
«στο σημείο αυτό, η κυρία Φιλίτσα Ιωάννου εξέφρασε την έκπληξη της για το λόγο ότι η υποψήφια Αθηνά Νεοφυτίδου δεν συστήνεται από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για θέματα προσωπικού, ενώ υπερέχει τόσο σε βαθμολογία κατά 2Α και 3Α όσο και σε αρχαιότητα κατά 1 χρόνο περίπου, από τις υποψήφιες που συστήνονται, ήτοι την Ορθοδοξία Χατζηιωάννου και την Ανδρούλλα Δημήτριου».
Από μελέτη των προσωπικών φακέλων τα οποία κατατέθηκαν προκύπτει ότι η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος είχαν την ίδια συνολική βαθμολογία στις εμπιστευτικές εκθέσεις.
Από τα αποσπάσματα των πρακτικών της Επιτροπής Επιλογής και της Συνεδρίας των καθ΄ων η αίτηση, δεν προκύπτει οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επαρκής αιτιολογία. Υπάρχουν γενικής μορφής αναφορές χωρίς εξειδίκευση και δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια ποίοι ήταν οι λόγοι οι οποίοι ώθησαν την Αρχή να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν καταλληλότερα για προαγωγή. Η μόνη αναφορά η οποία γίνεται είναι ως προς την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση έτσι ώστε να καταφανεί πώς και με ποιο τρόπο επηρέασε την κρίση των καθ΄ων η αίτηση.
Προσφυγή 201/2009
Η αιτήτρια στην προκείμενη περίπτωση αμφισβητεί την ορθότητα της σύστασης του Διευθυντή. Για το συγκεκριμένο θέμα έχω ήδη ασχοληθεί και καταλήξει σε συμπέρασμα, στην προσφυγή 17/2009, ότι η σύσταση πάσχει, συνακόλουθα η εν λόγω προσφυγή επιτυγχάνει για το ενδιαφερόμενο μέρος 2.
Παράλληλα η αιτήτρια εισηγείται ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Και γι΄αυτό το σημείο έχω ήδη αποφασίσει. Συνακόλουθα η προσφυγή επιτυγχάνει και γι΄αυτό το λόγο.
Ενόψει της επιτυχίας αμφοτέρων των προσφυγών, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των αιτητριών και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση. Ενόψει της συνεκδίκασης τα έξοδα θα μειωθούν σε κάθε περίπτωση κατά ½.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.