ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 828/2010)

 

27 Σεπτεμβρίου 2011

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

P.A. CYTECO CYPRUS TECHNICAL

 CONSTRUCTIONS LIMITED,

Αιτητές,

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

-----------------------------------

Κ. Αγαθοκλέους για Μ. Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.,

για τους αιτητές.

Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η αναθέτουσα αρχή, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, στα πλαίσια διαγωνισμού με θέμα «Λύκειο Δυτικά Λεμεσού (περιοχή Μερρά Κολοσσίου)-Ανέγερση», κατακύρωσε στην εταιρεία N. Gabriel & Sons Ltd Building & Civil Engineering Contractors την προσφορά, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί από τους αιτητές, οι οποίοι επίσης ήταν προσφοροδότες, ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών.  Λήφθηκαν ταυτόχρονα και προσωρινά μέτρα αναστολής της διαδικασίας των προσφορών ή της εκτέλεσης οποιασδήποτε συναφούς πράξης μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής.  Η Αναθεωρητική Αρχή αφού εξέτασε τα ενώπιον της τεθέντα θέματα απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης της αναθέτουσας αρχής, την οποία και επικύρωσε. 

 

        Επαναλαμβάνονται με την παρούσα προσφυγή τα όσα ουσιαστικά προωθήθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής από τους αιτητές.  Η κύρια επιχειρηματολογία τους εστιάζεται στη λανθασμένη και κατά πλάνη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής να θεωρήσει ως «δεόντως συμπληρωμένο» το σχετικό έντυπο προσφοράς στο οποίο έπρεπε να καταγραφεί το συνολικό ποσό της προσφοράς τόσο ολογράφως, όσο και αριθμητικώς.  Ο επιτυχών προσφοροδότης, δηλαδή η εταιρεία N. Gabriel & Sons Ltd, ανέγραψε στο έντυπο αριθμητικώς το ποσό των €7.850.000, ενώ ολογράφως έγραψε «επτά χιλιάδες οκτακόσεις πενήντα χιλιάδες ευρώ».  Συνεπώς, κατά την εισήγηση, υπήρξε ουσιώδης  παράβαση όρου του διαγωνισμού και λανθασμένα η αναθέτουσα αρχή και στη συνέχεια η Αναθεωρητική Αρχή, θεώρησαν ότι η διαφορά αυτή οφειλόταν σε αριθμητικό λάθος ή λάθος από μεταφορά το οποίο μπορούσε να διορθωθεί έχοντας υπόψη τα υπόλοιπα έγγραφα της προσφοράς από τα οποία και εξαγόταν αβίαστα το συμπέρασμα ότι το ορθό ποσό ήταν τα €7.850.000.  Η θέση των αιτητών είναι ότι δεν υπήρχε ζήτημα λάθους μεταφοράς από τον επιτυχόντα προσφοροδότη το οποίο ήταν θεραπεύσιμο δυνάμει των όρων ή των λοιπών εγγράφων της προσφοράς, διότι το ολογράφως αναγραφέν ποσό τέθηκε κατευθείαν επί του εντύπου προσφοράς και δεν μεταφέρθηκε από άλλο σημείο.  Ο σχετικός όρος για αριθμητικό έλεγχο και κατάταξη προσφορών, όρος 7.4, δεν ήταν δυνατό να ερμηνευθεί ως καλύπτων και το έντυπο προσφοράς, εφόσον αυτός αναφέρεται σε «προσφορές», έννοια που δεν συμπεριλαμβάνει και το έντυπο προσφοράς. 

 

        Πέραν του πιο πάνω σημείου, διαπιστώνεται σύμφωνα με τους αιτητές, ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής είναι αναιτιολόγητη διότι αυτή δεν υπεισήλθε στην ουσία του πράγματος, εφόσον δεν εξέτασε το εύρος και την εφαρμογή των όρων 7.2, 7.6.1 και 7.6.2 της προσφοράς. Κατά παράβαση δε της νομολογίας η Αναθεωρητική Αρχή ανέτρεξε στα λοιπά έγγραφα της προσφοράς για να εξακριβώσει το ποσό, το οποίο όμως θα έπρεπε να προέκυπτε με σαφήνεια από το ίδιο το έντυπο της προσφοράς. 

 

        Η θέση της Αναθεωρητικής Αρχής είναι ότι δεν συντρέχει λόγος για επέμβαση του Δικαστηρίου στην απορριπτική απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής που υπέβαλαν οι αιτητές.  Κατά τη θέση της, υπήρξε η δέουσα συμπλήρωση του εντύπου προσφοράς εφόσον ήταν σαφές ότι το αριθμητικό ποσό ήταν το ορθό, έναντι του ποσού που λανθασμένα ανεγράφη ολογράφως.  Προς τούτο ήταν επιτρεπτή η αναφορά σε άλλα σημεία των εγγράφων του διαγωνισμού και της προσφοράς ώστε να διαπιστωθεί το ορθό ποσό της προσφοράς από τον επιτυχόντα προσφοροδότη, εφόσον ο όρος 7.4 έδινε το δικαίωμα ελέγχου των προσφορών με σκοπό να εντοπισθούν αριθμητικά λάθη ή λάθη από μεταφορά, προς διόρθωση τους.

 

  Το έντυπο προσφοράς, σύμφωνα πάντα με την Αναθεωρητική Αρχή, αποτελεί στην ουσία την ίδια την προσφορά, ενώ εξάγεται από τα υπόλοιπα υποβληθέντα έγγραφα του επιτυχόντος προσφοροδότη, η ορθότητα του ποσού των €7.850.000,00, εφόσον επ΄ αυτού του ποσού εξήχθησε το ποσό της εγγύησης συμμετοχής που είναι €7.000, ενώ στα δελτία ποσοτήτων όπου έγινε ο ουσιαστικός και αναλυτικός υπολογισμός του ποσού της προσφοράς αναφέρεται το ποσό των €7.850.000,00.  Το «Δελτίο 16-Γενική Περίληψη» σημειώνει καθαρά το εν λόγω ποσό, ενώ και το ποσό Φ.Π.Α. που αναφέρεται στο έντυπο προσφοράς καθορίζεται στο €1.177.500 που αναμφισβήτητα αντιστοιχεί στο αριθμητικό ποσό των €7.850.000.  Κατά τα άλλα, η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής είναι πλήρως αιτιολογημένη, χωρίς να έχει παραβιαστεί οποιαδήποτε νομολογία εφόσον θεωρήθηκε ευλόγως από την Αναθεωρητική Αρχή ότι το έντυπο προσφοράς ήταν «δεόντως συμπληρωμένο».

 

        Εξετάζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις, παρατηρείται πρωτίστως ότι ο όρος 5.6 του Τόμου Α των εγγράφων του διαγωνισμού που αφορά τους όρους και τις οδηγίες προς τους οικονομικούς φορείς, προδιαγράφει ως προς το περιεχόμενο του φακέλων των προσφορών με την παρ. 1.α, ότι το έντυπο προσφοράς που είναι συνημμένο ως Παράρτημα 1 στον Τόμο Α, «.. θα πρέπει να είναι δεόντως συμπληρωμένο με το συνολικό ποσό στο νόμισμα που καθορίζεται στην παρ. 2.19, ολογράφως και αριθμητικά .».  Το έντυπο προσφοράς, το οποίο απαντάται στα Παραρτήματα της ένστασης, αναφέρει στην παρ. 1 ότι ο επιτυχών προσφοροδότης πρότεινε  να εκτελέσει το έργο «.. για το Συνολικό Ποσό των Ευρώ 7.850.000,00, (ολογράφως), επτά χιλιάδες οκτακόσιες πενήντα χιλιάδες Ευρώ ΚΑΙ .... σεντ, συν Ποσό €1.177.500,00 για Φ.Π.Α., ή τέτοιο ποσό όπως θα καθορίζεται σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις πρόνοιες των Όρων Συμβολαίου.».

 

        Η εμφανής πιο πάνω διαφορά στην αριθμητική καταγραφή του ποσού με το ποσό που επίσης ιδιοχείρως καταγράφηκε ολογράφως, αποτέλεσε τον κύριο άξονα της επιχειρηματολογίας των αιτητών.  Η Αναθεωρητική Αρχή βασίστηκε στον όρο 7.4 των εγγράφων του διαγωνισμού ο οποίος τιτλοφορείται «Αριθμητικός Έλεγχος και Κατάταξη Προσφορών» για να εξάξει το συμπέρασμα ότι το ολογράφως καταγραφέν ποσό αφορούσε λάθος «... το οποίο έγινε κατά τη μεταφορά και την αναγραφή του ποσού στο Έντυπο Προσφοράς, ως ανωτέρω αναφέρεται και του οποίου επιτρέπεται η διόρθωση με βάση τους όρους τους διαγωνισμού.».  Η Αναθεωρητική Αρχή συμπλήρωσε ότι συμφωνούσε με την κατάληξη των ιδιωτών μελετητών του έργου και της Επιτροπής Αξιολόγησης της αναθέτουσας αρχής, ότι το Έντυπο Προσφοράς ήταν «δεόντως συμπληρωμένο».  Θεωρήθηκε επίσης ότι οι οικονομικοί φορείς «... θα πρέπει να υποβάλουν την προσφορά τους δεόντως συμπληρωμένη και υπογεγραμμένη δηλ. όπως είναι αναγκαίο ή όπως πρέπει να γίνει (όπως ορθά τόνισε και η Αναθέτουσα Αρχή).». 

 

        Η κατάληξη της Αναθεωρητικής Αρχής ως προς το ότι το έντυπο προσφοράς ήταν δεόντως συμπληρωμένο, κρίνεται εύλογη έχοντας υπόψη τα όσα τέθηκαν ενώπιον της.  Αναφορά έγινε στην  ερμηνεία της λέξης «δεόντως» στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Μπαμπινιώτη  και που σημαίνει «όπως είναι αναγκαίο, όπως ταιριάζει, όπως πρέπει να γίνει.».  Αυτή ήταν η θέση της αναθέτουσας αρχής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής όπως καταγράφηκε στη σελ. 5 της προσβαλλόμενης απόφασης και η οποία έγινε δεκτή από την Αναθεωρητική Αρχή.  Οι λέξεις «δεόντως συμπληρωμένο» παραπέμπουν ακριβώς στην ανάγκη συμπλήρωσης κατά τον πρέποντα και σωστό τρόπο.  Αν, για παράδειγμα, το έντυπο προσφοράς παρέμενε εντελώς κενό στη σχετική παράγραφο όπου επιβαλλόταν η καταγραφή ολογράφως και αριθμητικώς του ποσού της προσφοράς, τότε βεβαίως δεν θα υπήρχε δεόντως συμπληρωμένο έγγραφο.  Εδώ, ακριβώς, εστιάζεται και η διαφορά της παρούσας με την Conspec Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, υπόθ. αρ. 653/05, ημερ. 11.12.2006, (Κραμβής, Δ.), όπου το ίδιο το έντυπο προσφοράς δεν έφερε υπογραφή, γεγονός που καθιστούσε ουσιαστικά το έντυπο, κενό.  Επί κενού εντύπου δεν ήταν δυνατόν να χωρέσει επέμβαση και εκ των υστέρων θεραπεία, εφόσον η ορθή συμπλήρωση του εντύπου αποτελούσε ουσιώδη όρο. 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, το έντυπο ήταν συμπληρωμένο και υπογραμμένο.  Μπορούσε να τύχει, κατά επιτρεπτό βέβαια τρόπο, διόρθωσης.  Κατά την ερμηνευτική της λέξης «δεόντως» το καθήκον του προσφοροδότη είναι να συμπληρώσει υποχρεωτικά το έντυπο προσφοράς και η τυχόν ύπαρξη λάθους στην υποχρεωτική αυτή συμπλήρωση δεν καθιστά το έντυπο μη δεόντως συμπληρωμένο. 

 

        Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης μπορεί να αναφερθεί ότι στο Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Ιστορία των Λέξεων) του Γ. Μπαμπινιώτη εξηγείται στη         σελ. 339, ότι η λέξη «δεόντως» παραπέμπει στη λέξη «δέων», στη δε σελ. 342 εξηγείται ότι το «δέων» σημαίνει «πρέπον-σωστός» χρησιμοποιούμενο ήδη από τον 4ον αιώνα π.Χ. από τον Αριστοτέλη• είναι ο μετοχικός ενεστώτας του ρήματος «δέω» δηλαδή «είμαι κατώτερος, στερούμαι».  Η σημασία του «δεόντως» παραπέμπει στο απρόσωπο παράγωγο «δει» που σημαίνει «είναι ανάγκη, πρέπει».  Περαιτέρω, στο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας του Ιωάννου Σταματάκου  αναφέρεται στη σελ. 251, ότι το αττικό «δειν» σημαίνει ότι «είναι υποχρεωτικό, αναγκαίο, πρέπον». 

 

        Επομένως από τα πιο πάνω συνάγεται ότι η ουσιαστική σημασία των λέξεων «δεόντως συμπληρωμένο», όσον αφορά το έντυπο προσφοράς, είναι ότι το έντυπο θα πρέπει να συμπληρωθεί ως ανάγκη, ως υποχρέωση του προσφοροδότη χωρίς να εξισούται απαραιτήτως με την ορθότητα του συμπληρωθέντος.  Άλλωστε και ο όρος 7.2.1(β) προνοεί ότι η αναθέτουσα αρχή, πριν τον ενδελεχή έλεγχο των υποβληθεισών προσφορών, θα εξακριβώσει κατά πόσον «το έντυπο προσφοράς έχει συμπληρωθεί και υπογραφεί κατάλληλα».  Παρατηρείται λοιπόν ότι εδώ δεν γίνεται λόγος για την ορθότητα της συμπλήρωσης, αλλά μόνο ότι το έντυπο συμπληρώθηκε και υπογράφηκε.  Η λέξη «κατάλληλα» δεν παραπέμπει κατ΄ ανάγκην στην ορθότητα των όσων έχουν εκεί τεθεί.

 

        Ο όρος 7.4.2 που αναφέρθηκε προηγουμένως προνοεί ότι:

 

«Οι προσφορές θα ελεγχθούν με σκοπό να εντοπισθούν οποιαδήποτε αριθμητικά λάθη και/ή λάθη από μεταφορά, τα οποία και θα διορθώνονται.»

 

        Ο όρος 7.4.5 προνοεί ότι η σύγκριση των διαφόρων προσφορών θα γίνεται με βάση το ολικό ποσό προσφοράς όπως προκύπτει μετά τη διόρθωση αριθμητικών λαθών ή λαθών από μεταφορά.  Αποτελούσε λοιπόν υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να εξετάσει τις προσφορές με σκοπό να εντοπισθούν λάθη ώστε εν τέλει οι διάφορες προσφορές να συγκριθούν μεταξύ τους μετά από τη σχετική διόρθωση.  Δεν είναι ορθή η θέση των αιτητών ότι το έντυπο προσφοράς δεν αποτελεί μέρος των εγγράφων του διαγωνισμού ή ότι η λέξη «προσφορές» στον όρο 7.4.2, αποκλείουν το ίδιο το έντυπο προσφοράς.   «Έγγραφα διαγωνισμού», ως ορίζονται στην παρ. 1 («Ορισμοί»), στον      Τόμο Α: Οδηγίες προς Οικονομικούς Φορείς, είναι τα έγγραφα που καθορίζονται στον όρο 4.1, παραπομπή στον οποίο αποκαλύπτει ότι καθορίζονται διάφορα έγγραφα ως συνιστώντα τα «Έγγραφα Διαγωνισμού», μεταξύ των οποίων και το υπόδειγμα του «Εντύπου Προσφοράς».  Εμπίπτει λοιπόν στις προσφορές ως στοιχείο αυτής, διότι χωρίς τον καταρτισμό και την κατάθεση όλων των απαραίτητων εγγραφών δεν νοείται να υπάρχει προσφορά.  Αναφορά στον όρο 5.5, ως προς τον τρόπο σύνταξης των προσφορών επιβεβαιώνει αυτό ακριβώς το σημείο.  Το ίδιο και ο όρος 5.6, που προδιαγράφει ότι ο κάθε προσφέρων «... οφείλει να καταθέσει τον Τόμο Α με τα ακόλουθα    έγγραφα ..», το πρώτο εκ των οποίων είναι το Έντυπο Προσφοράς.

 

        Βεβαίως, οι όροι ενός διαγωνισμού μπορούν να ταξινομηθούν ως ουσιώδεις ή επουσιώδεις.  Εάν είναι ουσιώδες εφαρμόζονται αυστηρά ως θέμα δημόσιας τάξης (G. P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155 και Π.Κ. Ιωάννου και Υιοί Λτδ ν. Υπουργείου Οικονομικών, υπόθ. αρ. 1531/09, ημερ. 29.4.2011), κατά πόσον δε όρος κρίνεται ουσιώδης εναπόκειται στο Δικαστήριο.  (Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389 και Tamassos Tobacco Suppliers & Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60). Προσφορά που δεν πληροί και δεν ανταποκρίνεται σε ουσιώδη  όρο του διαγωνισμού είναι άκυρη.  (K & M Transport v. Eteria Fortigon Aftokiniton (EFA) and Others (1987) 3 C.L.R. 1939).  Οι καθ΄ων δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι ο όρος 5.6.1 και ο αντίστοιχος όρος 7.2.1(β), αποτελούν ουσιώδεις όρους του διαγωνισμού.  Ταυτόχρονα, όμως, και ορθά, θεωρούν ότι δεν παραβιάστηκε ο όρος αυτός ή δεν υπήρξε ουσιώδης απόκλιση, κατά τα αναφερόμενα στους όρους 7.2.1(δ) και 7.2.2, εφόσον διαπιστώθηκε λάθος ή λάθος από μεταφορά κατά τον όρο 7.4.2.  Εφόσον εντοπίζεται τέτοιο λάθος, η αναθέτουσα αρχή προβαίνει σε διόρθωση του.  Δεν τίθεται επομένως ζήτημα ουσιώδους απόκλισης από όρο, εφόσον το εντοπιζόμενο λάθος εμπίπτει στην εμβέλεια του διορθωτικού όρου 7.4.2.  Διαφορετικά, δεν θα είχε νόημα στους όρους του διαγωνισμού, η συνύπαρξη του    όρου 7.4.2, και δεν θα είχε νόημα ούτε η δυνατότητα ελέγχου των διαφόρων εγγράφων για αριθμητικά λάθη, εάν δεν θα ήταν ταυτόχρονα δυνατός και ο έλεγχος και η τυχόν διόρθωση του ιδίου του εντύπου προσφοράς.

 

        Ορθά κρίθηκε ότι η ασάφεια που προέκυπτε από τη διαφορετική καταγραφή του ποσού της προσφοράς, αφορούσε κατ΄ αρχάς αριθμητικό λάθος.  Αυτό απορρέει, όπως εύλογα έκρινε η Αναθεωρητική Αρχή στην απορριπτική της απόφαση, από το περιεχόμενο των υπολοίπων εγγράφων της προσφοράς.  Τα Δελτία Ποσοτήτων αποτελούν έγγραφα που πρέπει να συνυποβάλλονται και να εμπεριέχονται στο φάκελο προσφορών σύμφωνα με τον όρο 5.6.1(ε) και είναι μέρος του Τόμου Α, ως Παράρτημα 14.  Και αυτά πρέπει και είναι δεόντως συμπληρωμένα σύμφωνα με τον εν λόγω όρο.  Εφόσον στο Δελτίο 16 - Γενική Περίληψη, αναγράφηκε το ποσό αριθμητικώς των €7.850.000,00, που συνάδει με αυτό του εντύπου προσφοράς, η αναγραφή κατά λανθασμένο τρόπο του πιο πάνω ποσού ολογράφως, προφανώς παραπέμπει σε λάθος.  Οι αιτητές δεν μπορούν να δέχονται, εφόσον δεν υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι το Δελτίο 16 είναι δεόντως συμπληρωμένο και να αμφισβητούν ταυτόχρονα το έντυπο προσφοράς ως μη δεόντως συμπληρωμένο με μόνη τη λανθασμένη αναγραφή του ποσού ολογράφως.

 

        Το ίδιο δε το έντυπο προσφοράς αποτελεί στην ουσία τα σύνοψη των βασικών οικονομικών στοιχείων της προσφοράς.  Η συμπερίληψη σ΄ αυτό του Φ.Π.Α. και του ποσού της εγγύησης συμμετοχής δεν είναι τυχαία.  Και τα δύο αυτά αριθμητικά στοιχεία πιστοποιούν την ορθότητα του αριθμητικώς αναγραφέντος ποσού, ενώ ταυτόχρονα είναι εύλογη και η θεώρηση ότι υπήρξε λανθασμένη μεταφορά δεδομένων από τα υπόλοιπα στοιχεία των εγγράφων διαγωνισμού στο συνοπτικό έντυπο προσφοράς.

 

        Το έτερο παράπονο ως προς την απουσία αιτιολογίας επίσης δεν ευσταθεί.  Η θέση των αιτητών εδώ εξαντλείται στην ουσία στο γεγονός ότι,  κατ΄ ισχυρισμόν, η Αναθεωρητική Αρχή απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή χωρίς αναφορά ή εξέταση των όρων  7.2, 7.6.1 και 7.6.2 στους οποίους αυτή βασιζόταν.  Απορρέει, κατά τους αιτητές, εύλογη αμφιβολία στο πώς λειτούργησε νοητικά η Αναθεωρητική Αρχή με αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβολία η κρίση της.  Είναι γεγονός ότι η ιεραρχική προσφυγή  βασίστηκε στις κατ΄ ισχυρισμόν παραβάσεις των όρων 5.6, 7.2, 7.6.1 και 7.6.2.  Αυτοί όμως οι όροι περιστρέφονται γύρω από το ίδιο θέμα, δηλαδή, τη δέουσα συμπλήρωση του εντύπου προσφοράς, τον έλεγχο περί της εγκυρότητας αυτής και την απόρριψη προσφοράς που κρίνεται ότι ουσιωδώς αποκλίνει από τους όρους του διαγωνισμού.  Είναι δε φανερό από το σκεπτικό της Αναθεωρητικής Αρχής ότι έγινε με πληρότητα αναφορά στις θέσεις των αιτητών, συνισταμένη των οποίων ήταν το λανθασμένο της διόρθωσης του ολογράφως καταγραφέντος ποσού κατά παράβαση ουσιωδών όρων του διαγωνισμού, ώστε αυτή να έπρεπε να απορριφθεί.  Δεν παρίστατο ανάγκη να εξεταστεί ένας έκαστος των όρων που παρέθεσαν οι αιτητές στην ιεραρχική προσφυγή (έστω και αν αυτό θα ενέδυε το σκεπτικό με περισσότερη ανάλυση), από τη στιγμή που το όλο ζήτημα κατέληγε στον έλεγχο του κατά πόσο το έντυπο προσφοράς ήταν ή όχι «δεόντως συμπληρωμένο», και κατά πόσο ήταν επιτρεπτή η διόρθωσή του.  Ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συνήγορος των αιτητών προσδιόρισε, κατά τις διευκρινίσεις, ότι ακριβώς «.. ένα σημείο χρήζει εξέτασης από το Δικαστήριο και αυτό δεν είναι άλλο από την ερμηνεία ενός όρου σε αυτή τη διαδικασία», ήτοι, η δέουσα συμπλήρωση του εντύπου προσφοράς.

 

        Πέραν του ιδίου του σκεπτικού της Αναθεωρητικής Αρχής, η προσβαλλόμενη πράξη συμπληρώνεται από τα όλα στοιχεία του φακέλου κατά τα προνοούμενα από το άρθρο 29 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99.  Με την προϋπόθεση βεβαίως ότι τα στοιχεία προϋπήρχαν της πράξης και εξάγονται από τους φακέλους.  (δέστε Ε.Π. Σπηλιωτοπούλο: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ. (2006), Τόμος ΙΙ, σελ. 143-145, ιδιαίτερα παρ. 517).

 

        Ούτε βεβαίως παραβιάστηκε η νομολογία, ως ο καταληκτικός ισχυρισμός των αιτητών.  Η απόφαση στην  Ξ.Α. Κοντεάτης και Υιοί Λτδ ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Βορόκλινης, ιεραρχική προσφυγή αρ. 3/08, στην οποία παραπέμπουν οι αιτητές, δεν σχετίζεται με τα παρόντα γεγονότα.  Εκεί, δεν είχε αναγραφεί καθόλου το ποσό στο έντυπο προσφοράς και βεβαίως δεν εναπόκειτο στην αναθέτουσα αρχή να ανεύρει εξ ιδίων της από τα υπόλοιπα έγγραφα του διαγωνισμού το ποσό ώστε, ανεπιτρέπτως, να το συμπλήρωνε.  Στην υπό κρίση περίπτωση, υπήρχε αναγραφή του ποσού το οποίο κατά την ολογράφως συμπλήρωση του ήταν ασαφές, με αποτέλεσμα να ήταν δυνατή η διόρθωση του.

 

        Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται κατά το         Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                   Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο