ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.1829/2008)

 

30 Σεπτεμβρίου, 2011

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  146  ΚΑΙ  28  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΤΕΝΝΑ  ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτητές,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ  ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ  ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η Αίτηση.

________________________

 

Γιώργος Βαλιαντής, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία, για τους Αιτητές.

Γιώργος Σεραφείμ, για Σεραφείμ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για την Καθ' ης η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, (η «Αρχή»), ημερομηνίας 10/9/2008, με την οποία αυτοί κρίθηκαν ένοχοι για παραβάσεις των ΄Αρθρων 26(1)(β) και 26(1)(ε) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, (Ν. 7(Ι)/98), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος), και του Κ. 21(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, (Κ.Δ.Π. 10/2000), (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί).  Για τις παραβάσεις του Κ. 21(3) των Κανονισμών τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο €10.000,00.

 

Το ΄Αρθρο 26(1)(β) και (ε) του Νόμου, (ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο), πρόβλεπε ότι:-

 

«26. - (1)  Οι εκπομπές κάθε αδειούχου σταθμού πρέπει να διέπονται από τις αρχές -

 

..............................................................................................................

 

(β)  της ψηλής ποιότητας·

 

..............................................................................................................

 

(ε)  του σεβασμού της προσωπικότητας, της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου του ατόμου·»

 

 

 

Στον Κ. 21(3) των Κανονισμών, προβλέπονται τα εξής:-

 

«(3)  Οι σταθμοί υποχρεούνται όπως σ' όλες τις εκπομπές (συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων) διασφαλίζουν σεβασμό προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό βίο, την επαγγελματική, επιστημονική, κοινωνική, καλλιτεχνική, πολιτική ή άλλη συναφή δραστηριότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου μεταδίδεται από σταθμό ή γίνεται αναφορά ή μεταδίδονται γι' αυτό στοιχεία τέτοια που οδηγούν στην αναγνώριση της ταυτότητάς του.  Η πιο πάνω υποχρέωση επεκτείνεται αναφορικά με κάθε άτομο ή την εικόνα γενικά του ανθρώπου ως ατόμου ή μέλους ομάδας.»

 

 

 

Στις 15/12/2005, μετά τη λήψη από την Αρχή επώνυμης καταγγελίας ότι, κατά την μετάδοση των δελτίων ειδήσεων ημερομηνίας 13/12/2005 και 14/12/2005 από τον τηλεοπτικό σταθμό των αιτητών, παρουσιάστηκε σε κινητό τηλέφωνο φωτογραφία καθηγήτριας γυμνής, με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά, καθώς και πλάνα από λύκειο, το οποίο θα μπορούσε να αναγνωριστεί από γνώστη των κτηρίων, δόθηκαν από την Αρχή οδηγίες για διερεύνηση του παραπόνου.  Ενώ η καταγγελία διερευνάτο, παραλήφθηκε από την Αρχή και επιστολή διαμαρτυρίας του Καθηγητικού Συλλόγου λυκείου της επαρχίας Λεμεσού.

 

Η καταγγελία αφορούσε κακόβουλη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που βρίσκονταν σε κινητό τηλέφωνο καθηγήτριας, από μαθήτρια, κατά τη διάρκεια διαλείμματος και αποστολή τους, μέσω εικονομηνύματος, σε άλλα κινητά τηλέφωνα, εν αγνοία της κατόχου του τηλεφώνου.  Επρόκειτο για γυμνή φωτογραφία της καθηγήτριας, που, όπως διαπίστωσε ο αρμόδιος λειτουργός της Αρχής στην ΄Εκθεσή του, κατόπιν παρακολούθησης των σχετικών ρεπορτάζ που προβλήθηκαν από τον τηλεοπτικό σταθμό των αιτητών, εμφανίστηκε επανειλημμένα αλλοιωμένη, μαζί με μαυρόασπρα πλάνα του σχολείου και των μαθητών, τα οποία, καίτοι αλλοιωμένα, παρείχαν τη δυνατότητα αναγνώρισης του σχολείου σε όσους το γνώριζαν.  ΄Οπως σημειώθηκε στην Έκθεση, οι πληροφορίες που μεταδόθηκαν από το σταθμό ενδέχεται να αποκάλυψαν την ταυτότητα της καθηγήτριας, αφού, στα δύο ρεπορτάζ που κάλυψαν την είδηση, δόθηκαν στοιχεία για το σχολείο, την ειδικότητα της καθηγήτριας, καθώς και την ηλικία της, ενώ μεταδόθηκε επανειλημμένα η φωτογραφία της καθηγήτριας, που αναφέρθηκε ότι ήταν γυμνή.  Ως αποτέλεσμα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε σε διαπίστωση πιθανών παραβάσεων των ΄Αρθρων 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου.

 

Η ΄Εκθεση διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο και στα Μέλη της Αρχής, οι οποίοι, σε συνεδρία ημερομηνίας 1/3/2006, αφού την εξέτασαν, αποφάσισαν την προώθηση της υπόθεσης σύμφωνα με τον Κ. 42(6) των Κανονισμών.

 

Οι αιτητές, οι οποίοι ενημερώθηκαν για την απόφαση της Αρχής και προσκλήθηκαν, εάν επιθυμούσαν, να εκπροσωπηθούν, ζήτησαν όπως επιθεωρήσουν το διοικητικό φάκελο και λάβουν αντίγραφο του πορίσματος του ερευνώντος λειτουργού, αίτημα που έγινε αποδεκτό από την Αρχή.

 

Στις 26/9/2006, οι αιτητές υπέβαλαν γραπτές παραστάσεις, με τις οποίες ήγειραν αριθμό «προδικαστικών ενστάσεων».  Στη συνέχεια, η Αρχή, με επιστολή της ημερομηνίας 21/2/2008, καθόρισε ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης και κάλεσε τους αιτητές να εμφανιστούν.  Οι αιτητές απάντησαν με νέα επιστολή τους, στην οποία έθεταν ζητήματα παράβασης της αρχής της καλής πίστης, συγκρότησης και σύνθεσης της Αρχής, καθώς και «αίτημα για περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες» σε σχέση με διάφορα έγγραφα της υπόθεσης.

 

Ο Διευθυντής της Αρχής πληροφόρησε τους αιτητές ότι τα εγειρόμενα ζητήματα θα εξετάζονταν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.  Οι αιτητές δεν ικανοποιήθηκαν από την απάντηση, προέβησαν σε νέα γραπτά διαβήματα, εμμένοντας στις θέσεις τους και, τελικά, με επιστολή τους ημερομηνίας 15/3/2008, ενημέρωσαν την Αρχή ότι δεν θα εμφανίζονταν στη διαδικασία.

 

Η Αρχή, κατά τη συνεδρία της στις 19/3/2008, εξέτασε την υπόθεση και εξέδωσε την απόφασή της, με την οποία διαπιστώθηκαν παραβάσεις των ΄Αρθρων 26(1)(β) και (ε) του Νόμου και του Κ. 21(3) των Κανονισμών.  Στη συνέχεια, η Αρχή, αφού ενημέρωσε τους αιτητές για την απόφασή της, τους κάλεσε να εμφανιστούν ενώπιόν της, για σκοπούς επιβολής κύρωσης.

 

Οι αιτητές δεν ανταποκρίθηκαν, επικαλούμενοι το περιεχόμενο των προηγούμενων επιστολών τους.  Η Αρχή, στις 10/9/2008, αφού, όπως σημείωσε, έλαβε σοβαρά υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένων των γραπτών απόψεων του σταθμού για σκοπούς επιβολής κυρώσεων, ως, επίσης, και την όλη συμπεριφορά του ως προς τη διάπραξη παρόμοιας φύσεως παραβάσεων και τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν, όπως καταγράφονταν σε σχετικό Σημείωμα του αρμόδιου λειτουργού, αποφάσισε να επιβάλει τις ακόλουθες κυρώσεις:-

 

«Για τις παραβάσεις που έγιναν στις 13.12.2005, το διοικητικό πρόστιμο των €5.000 και την κύρωση της Προειδοποίησης, ως ακολούθως:

 

·  Για την παράβαση του κανονισμού 21(3) (υποστοιχείο 2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π.), το διοικητικό πρόστιμο των €5.000.

 

 

·  Για την παράβαση του άρθρου 26(1)(β) (υποστοιχείο 3) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998, (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), την κύρωση της Προειδοποίησης.

 

Για την παράβαση του άρθρου 26(1)(ε) (υποστοιχείο 1) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998, (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε κύρωση, λόγω ομοιότητας των γεγονότων και συστατικών στοιχείων της παρούσας παράβασης με εκείνα του υποστοιχείου 2, για την οποία έχει επιβληθεί το διοικητικό πρόστιμο των €5.000.

 

Για τις παραβάσεις που έγιναν στις 14.12.2005, το διοικητικό πρόστιμο των €5.000 και την κύρωση της Προειδοποίησης, ως ακολούθως:

 

·  Για την παράβαση του κανονισμού 21(3) (υποστοιχείο 5) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π.), το διοικητικό πρόστιμο των €5.000.

 

·  Για την παράβαση του άρθρου 26(1)(β) (υποστοιχείο 6) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998, (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), την κύρωση της Προειδοποίησης.

 

Για την παράβαση του άρθρου 26(1)(ε) (υποστοιχείο 4) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998, (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα), δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε κύρωση, λόγω ομοιότητας των γεγονότων και συστατικών στοιχείων της παρούσας παράβασης με εκείνα του υποστοιχείου 5, για την οποία έχει επιβληθεί το διοικητικό πρόστιμο των €5.000.»

 

 

 

Οι αιτητές, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, προβάλλουν σειρά λόγων, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.

 

Προέχει η εξέταση του ισχυρισμού για τη συγκρότηση της Αρχής.  Υποβάλλεται, από πλευράς αιτητών, ότι το μέλος της Αρχής Ν. Παπαμιχαήλ, ο οποίος συμμετείχε στη συνεδρία της 1/3/2006, κατά την οποία εξετάστηκε το πόρισμα του αρμόδιου λειτουργού και αποφασίστηκε η προώθηση της υπόθεσης για εκδίκαση, στη συνέχεια, παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Α. Μιχαηλίδη, ο οποίος και έλαβε μέρος σε όλες τις συνεδρίες που ακολούθησαν.  Το πρόβλημα,  κατά τους αιτητές, έγκειται στο γεγονός ότι η παρουσία του Ν. Παπαμιχαήλ στη συνεδρία της 1/3/2006 «εδημιούργησε / εσωματοποίησε το όργανο» το οποίο, αφού διαχειρίστηκε την υπόθεση και κατέληξε στην κρίσιμη προπαρασκευαστική απόφαση για εκ πρώτης όψεως ενοχή, αξιολογώντας και πραγματικό υλικό έπαυσε να υπάρχει.  Η Αρχή, όπως ήταν συγκροτημένη μετά την αντικατάσταση του παραιτηθέντος μέλους της, αποτελούσε, κατά τους αιτητές, ένα νέο συλλογικό όργανο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η συνέχιση της διαδικασίας, κατά τρόπο ώστε οι κρίσεις της προηγούμενης σύνθεσης να μετατρέπονται σε κρίσεις της νέας σύνθεσης.  Επομένως, συνεχίζει η εισήγηση των αιτητών, το νέο όργανο, όπως προέκυψε μετά το διορισμό του Α. Μιχαηλίδη, δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε ημιτελή σύνθεση.

 

΄Εχω εξετάσει την εισήγηση των αιτητών, καταλήγω, όμως, ότι η αλλαγή που σημειώθηκε στη σύνθεση της Αρχής δεν επηρέασε τη νομιμότητά της.  Ο Α. Μιχαηλίδης, ο οποίος δεν ήταν μέλος της Αρχής κατά τη συνεδρία της την 1/3/2006, στη συνεδρία της 19/3/2008, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ενημερώθηκε πλήρως για τα όσα είχαν συζητηθεί και αποφασιστεί προηγουμένως.  ΄Οπως σημειώθηκε στα πρακτικά της 19/3/2008, ο Α. Μιχαηλίδης, «..., αφού ενημερώθηκε και μελέτησε όλα τα στοιχεία που αφορούν στην υπόθεση αυτή, ήτοι το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης - που περιέχει όλα τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα Μέλη που ήταν παρόντα στη συνεδρία της Αρχής, μεταξύ των οποίων το πόρισμα του Λειτουργού και το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών της ως άνω συνεδρίας - αποφάσισε όπως συμφωνήσει και υιοθετήσει τα όσα αποφασίστηκαν από την Αρχή στη συνεδρία της ημερομ. 1.3.2006 αρ. 12/2006 και θεωρεί ότι είναι πλήρως ενημερωμένος για όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εκδίκαση της υπόθεσης και τη λήψη απόφασης».  Η διαδικασία που ακολουθήθηκε καλύπτεται πλήρως από τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:-

 

«22.  Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου.  Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε.  Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»

 

 

 

Επομένως, ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί - (βλ., σχετικά, Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 58/08, 4/2/11).

 

΄Αλλος ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι το εύρημα της Αρχής για την ύπαρξη των συγκεκριμένων παραβάσεων είναι λανθασμένο, γιατί οι σχετικές διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών «... εμπεριέχουν στην αντικειμενική τους υπόσταση αόριστες - αξιολογικές έννοιες», όπως «αρχές της ψηλής ποιότητας» - (΄Αρθρο 26(1)(β) του Νόμου) - «αρχές του σεβασμού της προσωπικότητας, της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου του ατόμου» - (΄Αρθρο 26(1)(ε) του Νόμου) -  και «προσωπικότητα», «τιμή» και «υπόληψη» - (Κ. 21(3) των Κανονισμών) - των οποίων το περιεχόμενο παρέλειψε να αναλύσει η Αρχή.  Κατά την άποψή τους, η Αρχή, παρόλο που όφειλε να αποδείξει το περιεχόμενο των πιο πάνω εννοιών, δεν ερεύνησε το θέμα, ούτε προσκόμισε μαρτυρία οποιουδήποτε μέλους της κυπριακής κοινωνίας - (από την οποία προέρχεται το τηλεοπτικό κοινό) - ώστε να εξετάσει το κοινωνικό περιβάλλον και, επιπρόσθετα, δεν παρακολούθησε ολοκληρωμένο το σχετικό βίντεο, αλλά αρκέστηκε στην απλή καταγραφή αποσπασμάτων, με αποτέλεσμα η κρίση της περί στοιχειοθέτησης των παραβάσεων να είναι παράνομη.  Επικαλούνται, προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας τους, τα όσα λέχθηκαν σχετικά με το πιο πάνω ζήτημα στην Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 1310/07, 14/5/09.

 

Προβάλλεται, επίσης, ο ισχυρισμός ότι η απόφαση της Αρχής αναφορικά με την ενοχή του σταθμού, σε σχέση με τις επίδικες διατάξεις, είναι εντελώς αναιτιολόγητη.  Τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης δεν υπήχθησαν στα επιμέρους συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και δεν αιτιολογήθηκαν οι κρίσεις της Αρχής αναφορικά με το τι θεωρεί η κυπριακή κοινωνία ως ποιοτική εκπομπή, ποιο είναι το επίπεδο της ίδιας της κυπριακής κοινωνίας και γιατί αυτό παραβιάστηκε, πώς ερμηνεύονται οι αόριστες - αξιολογικές έννοιες «προσωπικότητα», «τιμή», «υπόληψη» και γιατί έχει παραβιαστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσωπικότητα, η τιμή και η υπόληψη του προσώπου στο οποίο αφορούσε η επίδικη είδηση.

 

Τα ίδια επιχειρήματα που αφορούν τους πιο πάνω ισχυρισμούς των αιτητών εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στην Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 76/07, 8/2/10, από όπου και τα πιο κάτω:-

 

«Οι πιο πάνω τρεις λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από τους πιο κάτω κοινούς και για τους τρεις λόγους άξονες:

 

(α) Στον Κανονισμό 21(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000 'περιλαμβάνονται αόριστες αξιολογικές έννοιες', όπως οι έννοιες 'προσωπικότητα', 'υπόληψη', 'ιδιωτικός βίος'. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, προτού καταλήξει ότι τόσο η απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση του Κανονισμού 21(3), όσο και η απόφαση για επιβολή της επίδικης κύρωσης ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτές μέσα στα όρια της διακριτικής εξουσίας των εφεσιβλήτων, να καθορίσει το ακριβές περιεχόμενο των εν λόγω εννοιών στη βάση του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο μεταδόθηκαν οι επίδικες εκπομπές.

 

(β) Η απόφαση των εφεσιβλήτων για κρίση ενοχής τους είναι αναιτιολόγητη γιατί δεν υπάγει τα πραγματικά γεγονότα στα επί μέρους στοιχεία του αδικήματος και 'επομένως δεν υπάρχει καμία απολύτως αιτιολογία για το πώς έκρινε ότι στοιχειοθετούνται οι παραβάσεις'.

 

(γ) Ο ερευνών λειτουργός δεν συνέλεξε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα.

 

Για τους πιο κάτω λόγους, κανένας από τους τρεις πιο πάνω λόγους έφεσης μπορεί να πετύχει.

 

Το κατά πόσο ένα τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα παραβιάζει το Νόμο ή τους Κανονισμούς συνιστά θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στην κρίση της Αρχής, η ορθότητα της οποίας όμως υπόκειται στον έλεγχο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εφόσον βέβαια το εν λόγω Δικαστήριο, υπό την ιδιότητά του ως τελικού κριτή, κληθεί να αποφανθεί επί τούτου.  Κατά συνέπεια η κρίση ως προς την υπαγωγή γεγονότων στο Νόμο και τους Κανονισμούς εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της εφεσίβλητης Αρχής, της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου περιοριζομένης στον έλεγχο της κρίσης αυτής (βλ. 'Ο ΛΟΓΟΣ' Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 91). Κοντολογίς, το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται στη διεξαγωγή ελέγχου με αποκλειστικό στόχο τη διακρίβωση ότι η απόφαση της εφεσίβλητης Αρχής, κρινόμενη με βάση την αιτιολογία και το περιεχόμενο του φακέλου, ήταν εύλογα επιτρεπτή μέσα στα όρια της διακριτικής εξουσίας της. Κατά συνέπεια ο ορισμός εννοιών που χρησιμοποιούνται στους Κανονισμούς, όπως οι έννοιες προσωπικότητα, υπόληψη, ιδιωτικός βίος και η υπαγωγή τους στα γεγονότα της υπόθεσης, δεν εκφεύγουν του εν λόγω πλαισίου.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια άσκησης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του, απέρριψε τόσο την εισήγηση περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προνοιών του Κανονισμού 21(3) όσο και τις εισηγήσεις περί διεξαγωγής ελλιπούς έρευνας και αναιτιολόγητης απόφασης, επισημαίνοντας τα πιο κάτω:

 

'Οι δικηγόροι των αιτητών ισχυρίστηκαν ότι η κατάληξη της Αρχής για παράβαση του Κανονισμού 21(3) είναι εσφαλμένη. Αναφέρθηκαν στο επίδικο ρεπορτάζ που προβλήθηκε στις 28.12.2003 στα πλαίσια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του σταθμού των αιτητών και υποστήριξαν ότι παρουσιάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι οι πέντε Πακιστανοί ήταν ύποπτοι και όχι ένοχοι. Καθώς και ότι δεν προσβλήθηκε η προσωπικότητα, η τιμή, η υπόληψη και ο ιδιωτικός τους βίος.

 

Υποστήριξαν περαιτέρω ότι '. οι πέντε ύποπτοι Πακιστανοί, δεν ήταν αναγνωρίσιμοι στο τηλεοπτικό κοινό της Κύπρου. Η πιθανότητα αναγνωρίσεώς τους από το φιλικό τους περιβάλλον που θα μπορούσε να έβλεπε το επίδικο ρεπορτάζ, δεν μπορεί να οδηγήσει σε προσβολή της προσωπικότητάς τους, αφού το φιλικό περιβάλλον ούτως ή άλλως θα επληροφορείτο για τα γεγονότα.'

 

Κατά την άποψή μου δεν προκύπτει εσφαλμένη ερμηνεία του εν λόγω Κανονισμού. Από την απόφαση της Αρχής, με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση (παρατέθηκε ανωτέρω), καθώς και από την απόφαση της Αρχής για επιβολή της επίδικης κύρωσης, προκύπτει ότι αυτές ήταν εύλογα επιτρεπτές μέσα στα όρια της διακριτικής της εξουσίας.

 

Παραθέτω τα πιο κάτω από την απόφαση της Αρχής για επιβολή της κύρωσης:

 

'Στον Κανονισμό 21(3) των υπό αναφορά Κανονισμών, γίνεται σαφής λόγος για την εικόνα του ανθρώπου ως ατόμου ή μέλους ομάδας. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του σταθμού ότι τα πέντε ύποπτα άτομα δεν αποτελούν μέλη ομάδας και μέλη της Κυπριακής κοινωνίας, και άρα δεν υπάρχει παράβαση, δε γίνεται δεκτός, λόγω του ότι οι πέντε Πακιστανοί είναι μέλη της Κυπριακής κοινωνίας στην οποία ζουν και εργάζονται. Εξάλλου, ο Κανονισμός αναφέρεται ρητά και στην εικόνα του ανθρώπου ως ατόμου.'

 

.....................................................

 

Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η έρευνα της λειτουργού που διερεύνησε την υπόθεση είναι ελλιπής. Καθώς και ότι η απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη.

 

Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι επίσης αβάσιμοι. Θεωρώ την έρευνα δέουσα και την αιτιολογία επαρκή τόσο όσο αφορά την κατάληξη της Αρχής ότι οι αιτητές παραβίασαν τον Κανονισμό 21(3) όσο και την κατάληξή της όσο αφορά την κύρωση που επέβαλε.'

 

Το σκεπτικό της απόφασης της εφεσίβλητης όπως και οι λόγοι που την οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, προκύπτουν με σαφήνεια και περισσή επάρκεια από το περιεχόμενο του επίδικου ρεπορτάζ, από το πόρισμα της Λειτουργού που διερεύνησε το θέμα και γενικά από το σύνολο των στοιχείων που η Αρχή είχε ενώπιόν της. Το περιεχόμενο του πορίσματος, το οποίο αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου, αφού ενσωματώθηκε από την εφεσίβλητη στην απόφασή της, στη συνέχεια υιοθετήθηκε από την τελευταία, πρακτική καθόλα επιτρεπτή. Στο εν λόγω πόρισμα γίνεται εκτενής αναφορά στα γεγονότα όπως και στο περιεχόμενο του επίδικου ρεπορτάζ και παρατίθενται με λεπτομέρεια τα στοιχεία επί των οποίων η εφεσίβλητη βάσισε την απόφασή της.  Η ουσία του εν λόγω πορίσματος περιέχεται σε σημείωμα της Λειτουργού που ερεύνησε το θέμα προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Αρχής.  Το περιεχόμενο του εν λόγω σημειώματος στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, ομιλεί από μόνο του.  Το παραθέτουμε αυτούσιο:

 

'Στις 28.12.2003, στα πλαίσια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του σταθμού 'Τα Νέα του Αντ1', που μεταδόθηκε μεταξύ των ωρών 20:00-21:00, προβλήθηκε ρεπορτάζ που αφορούσε τη σύλληψη πέντε υπόπτων, για πιθανή διάπραξη τρομοκρατικής ενέργειας.  Κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ, μεταδόθηκαν επανειλημμένα πλάνα από τη σύλληψη των πέντε υπόπτων, των οποίων τα πρόσωπα δημοσιοποιήθηκαν από το σταθμό, ενώ ο σταθμός παρουσίασε και σχολίασε την είδηση κατά τρόπο που δεν κατέστη σαφές το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι θεωρούνται ύποπτοι χωρίς ωστόσο να έχουν αποδειχθεί ένοχοι.  Ο σταθμός δε διασφάλισε ώστε το εν λόγω ρεπορτάζ να διέπεται από την αρχή του σεβασμού προς την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψη των ατόμων αυτών, η εικόνα των οποίων μεταδόθηκε από το σταθμό, κατά παράβαση του Κανονισμού 21(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).  Συγκεκριμένα, ο σταθμός μετέδωσε στους τίτλους ειδήσεων και το σχετικό ρεπορτάζ, τα ακόλουθα, κατά λέξη:

 

'Δικαστικό θρίλερ με τους πέντε Πακιστανούς που συνελήφθησαν για τρομοκρατία.''

 

Υιοθετούμε το δικαιολογητικό της απόρριψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εισήγησης των εφεσειόντων για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης των προνοιών του Κανονισμού 21(3), όπως και την κατάληξή του ότι από την απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση και από την απόφαση με την οποία επεβλήθη στην εφεσίβλητη η συγκεκριμένη κύρωση, 'προκύπτει ότι αυτή ήταν εύλογα επιτρεπτή μέσα στα όρια της διακριτικής της εξουσίας' και κρίνουμε ότι κανένας από τους πιο πάνω τρεις λόγους έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.»

 

 

 

Συνεπώς, η Αρχή δεν ήταν υποχρεωμένη να προκαθορίσει το νόημα διαφόρων λέξεων ή φράσεων της σχετικής νομοθεσίας, ούτε να αναζητήσει οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με το τι θεωρείται ως ποιοτική εκπομπή στην κυπριακή κοινωνία.

 

Η Αρχή, στην απόφασή της ημερομηνίας 19/3/2008, κατέγραψε τις σχετικές πρόνοιες και, στη συνέχεια, πολύ αναλυτικά, τα στοιχεία από τα ρεπορτάζ των δύο κεντρικών δελτίων ειδήσεων που εδώ ενδιαφέρουν, υπογραμμίζοντας τις επίμαχες λεπτομέρειες που συνιστούσαν τις, κατά την κρίση της, παραβάσεις.  ΄Οπως, μάλιστα, προκύπτει από την ίδια την απόφαση, η Αρχή, προτού καταλήξει για την παράβαση των ΄Αρθρων 26(1)(ε) και 26(1)(β) του Νόμου και του Κ. 21(3) των Κανονισμών, παρακολούθησε και τις σχετικές βιντεοκασέτες.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται, περαιτέρω. ότι το «Σημείωμα» του ερευνώντος λειτουργού, ημερομηνίας 25/1/2006. δεν αποτελεί πόρισμα, καθώς συμπεριλαμβάνει μόνο καταγραφή κάποιων φράσεων από την επίδικη εκπομπή, τα υποβληθέντα παράπονα, τις νομοθετικές διατάξεις και ένα αυθαίρετο, αστήρικτο και αναιτιολόγητο συμπέρασμα ότι υπήρξαν παραβάσεις.  Κατά τους αιτητές, ο ερευνών λειτουργός είχε καθήκον να προβεί σε έρευνα για το κοινωνικό περιβάλλον και την ηθική αντίληψη των αποδεκτών της επίδικης εκπομπής - (κυπριακής κοινωνίας) - λαμβάνοντας, προς τούτο, καταθέσεις και προσκομίζοντας μαρτυρία για την απόδειξη των συμπερασμάτων του.  Αντί αυτού, θεώρησε τα γεγονότα που παρουσιάζονταν στις καταγγελίες ως αυταπόδεικτα και αρκέστηκε στην απλή υιοθέτησή τους, χωρίς να παρακολουθήσει ολοκληρωμένο το σχετικό βίντεο και χωρίς να αναλύσει το περιεχόμενο των αόριστων αξιολογικών εννοιών που εμπεριέχονται στις επίδικες διατάξεις.  Συνεπώς, καταλήγουν οι αιτητές, ο λειτουργός ενήργησε κατά παράβαση του ΄Αρθρου 45 του Ν. 158(Ι)/99, το οποίο επιβάλλει τη διενέργεια επαρκούς έρευνας κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης.

 

Ούτε οι ισχυρισμοί αυτοί των αιτητών ευσταθούν.  Το «Σημείωμα» που υποβλήθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα βοηθούσαν την Αρχή κατά την εξέταση του ζητήματος.  Περιέχει το περιεχόμενο των γραπτών παραπόνων και της τηλεφωνικής καταγγελίας που υποβλήθηκε από πολίτες σε σχέση με τα επίμαχα ρεπορτάζ, καταγραφή των κρίσιμων αποσπασμάτων, μαζί με τις παρατηρήσεις που προέκυψαν κατόπιν παρακολούθησης των ρεπορτάζ, και το συμπέρασμα για τη διαπίστωση των πιθανών παραβάσεων.  Μαζί με την ΄Εκθεση, υποβλήθηκαν, σε ξεχωριστά παραρτήματα, οι επίμαχες διατάξεις και αναλυτικές πληροφορίες για τις πιθανές παραβάσεις.  Το «Σημείωμα», όπως υποβλήθηκε, ήταν πλήρως αιτιολογημένο και περιείχε όλα τα σχετικά στοιχεία, όπως προβλέπεται στον Κ. 42(5) των Κανονισμών.  Δεν ήταν αναγκαία η, εκ μέρους του ερευνώντος λειτουργού περαιτέρω έρευνα ή αναζήτηση μαρτυρίας σε σχέση με το κοινώς αποδεκτό επίπεδο εκπομπών στην κυπριακή κοινωνία, ούτε και ο καθορισμός των διαφόρων αξιολογικών εννοιών της σχετικής νομοθεσίας, αφού, με βάση το ενώπιον του υλικό, αυτός ήταν σε θέση να προβεί σε πιθανολόγηση συγκεκριμένων παραβάσεων.

 

Προβάλλεται από τους αιτητές ότι η Αρχή ενήργησε κατά τρόπο που παραβιάζει το ΄Αρθρο 51 του Ν. 158(Ι)/99 - (αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης).  Σημειώθηκε, ισχυρίζονται, καθυστέρηση στην κοινοποίηση των αποφάσεών της για την ενοχή τους και για την επιβολή σε αυτούς της επίδικης κύρωσης.  Συγκεκριμένα, η απόφαση ενοχής εκδόθηκε στις 19/3/2008 και κοινοποιήθηκε στις 9/7/2008, ενώ η απόφαση για την επιβολή προστίμου εκδόθηκε στις 10/9/2008 και κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 19/11/2008.  Κατά τους αιτητές, επρόκειτο για αδικαιολόγητη καθυστέρηση, η οποία αποκαλύπτει ασυνεπή και κακόπιστη στάση της Αρχής απέναντί τους, εξ αιτίας της οποίας υπέστησαν ταλαιπωρία.  Η μη έγκαιρη κοινοποίηση των αποφάσεων τους εμπόδιζε από του να γνωρίζουν την τελική θέση της Αρχής και τους δημιούργησε την πεποίθηση ότι η Αρχή δε θα εξέδιδε απόφαση με δυσμενές γι' αυτούς περιεχόμενο.

 

Η εισήγηση δεν ευσταθεί.  Καίτοι ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης των αποφάσεων και της κοινοποίησής τους στους αιτητές ήταν μεγάλος, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αλλά και λόγω της έλλειψης οποιασδήποτε βλάβης των αιτητών, δε βρίσκω να παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης.  Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είχε εγερθεί από τους αιτητές και ενώπιον της Αρχής και εξετάστηκε από αυτή.  Με αναφορά στην έννοια του ευλόγου χρόνου του ΄Αρθρου 10 του Ν. 158(Ι)/99 και του μεγάλου αριθμού υποθέσεων που εκκρεμούσαν ενώπιόν της για εξέταση, τον απέρριψε.

 

Υποστηρίζεται, επίσης, από τους αιτητές, ότι η μη παραχώρηση σε αυτούς από την Αρχή των ουσιωδών εγγράφων και στοιχείων πριν από την προγραμματισμένη ακρόαση παραβιάζει το δικαίωμα ακρόασης, όπως αυτό προβλέπεται στο ΄Αρθρο 43 του Ν. 158(Ι)/99, στο οποίο, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο που έχει δικαίωμα ακρόασης μπορεί, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λάβει γνώση των στοιχείων του σχετικού διοικητικού φακέλου.

 

Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί.  ΄Οπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, η Αρχή, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ενημέρωνε τους αιτητές για τις αποφάσεις που λαμβάνονταν, καλώντας τους, παράλληλα, να υποβάλουν, εάν το επιθυμούσαν, οποιεσδήποτε εξηγήσεις ή παραστάσεις, είτε γραπτώς είτε προφορικώς κατά την εξέταση της υπόθεσης.  Αίτημα για επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου και λήψης αντιγράφων, όπως και για παράδοση στους αιτητές του πορίσματος του ερευνώντος λειτουργού, έγινε αποδεκτό από την Αρχή.  Πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης, για σκοπούς διαπίστωσης των παραβάσεων, η Αρχή ειδοποίησε έγκαιρα τους αιτητές για τις καταγγελίες που είχαν διατυπωθεί εναντίον τους, δίδοντάς τους, παράλληλα, την ευκαιρία να καλέσουν μάρτυρες, ή να προσκομίσουν αποδεικτικό υλικό κατά την ακρόαση.  Το γραπτό διάβημα των αιτητών ημερομηνίας 25/2/2008, το οποίο, μεταξύ άλλων, περιείχε «αίτημα για περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες», εξετάστηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, παρά την επιλογή των αιτητών να μην εμφανιστούν στη διαδικασία.  ΄Οπως ορθά επισημάνθηκε από την Αρχή, οι απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεταν οι αιτητές προέκυπταν ευθέως από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, που, είτε τους είχαν κοινοποιηθεί, είτε είχαν επιθεωρηθεί από αυτούς.  Συνεπώς, δεν υπήρξε οποιοσδήποτε επηρεασμός του δικαιώματος ακρόασής τους.

 

Προβάλλουν, επίσης, οι αιτητές, επικαλούμενοι την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα  T.V. Λτδ (2005) 3 ΑΑΔ 583, ότι, εφ' όσον οι επίδικες καταδίκες αφορούσαν «ειδησεογραφικές εκπομπές», δεν ήταν δυνατή η αυτεπάγγελτη εξέταση.  Απαιτείτο προηγούμενη αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.

 

Το ΄Αρθρο 41Α(1) του Νόμου και ο Κ. 27(4) των Κανονισμών πρόβλεπαν, για ό,τι εδώ ενδιαφέρει, τα εξής:-

 

«41Α.  (1)  Η Αρχή επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις στους σταθμούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, και ειδικότερα για παράβαση:

 

(α)  Του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας όπως αυτός καθορίζεται σε Κανονισμούς έπειτα από σχετική αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας·

 

(β)  του κώδικα διαφημίσεων, τηλεμπορικών μηνυμάτων και προγραμμάτων χορηγίας, όπως αυτός καθορίζεται σε Κανονισμούς·»

 

 

 

«(4)  Οι ειδησεογραφικές εκπομπές, τα τηλεοπτικά μαγκαζίνα και οι εκπομπές με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες (reality shows) υπόκεινται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας του συνημμένου στους παρόντες Κανονισμούς Παραρτήματος VIII

 

 

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες συζητήθηκαν, κατά την εξέταση παρόμοιου ισχυρισμού των αιτητών, στην Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 76/07, (πιο πάνω), όπου αναφέρονται τα εξής:-

 

«Η πιο πάνω θέση των εφεσειόντων δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Η απόφαση της Ολομέλειας στην πιο πάνω υπόθεση, διακρίνεται, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από τους συνηγόρους των εφεσιβλήτων, από την παρούσα υπόθεση.  Σε εκείνη την υπόθεση, η απόφαση του Δικαστηρίου προσεγγίζει το θέμα μόνο ως προς την παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και όχι ως προς την παράβαση του Κανονισμού 21(3). Οι πρόνοιες του Κανονισμού 27(4) δεν αποκλείουν την εφαρμογή άλλων προνοιών του Νόμου ή των Κανονισμών.  ΄Οπως πολύ ορθά έχει λεχθεί στην περίπτωση μας από τον αδελφό πρωτόδικο Δικαστή, ο Κανονισμός 27(4) 'δεν εννοεί την αυτόματη υπαγωγή στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου και των Κανονισμών που τελείται κατά τη διάρκεια των εκπομπών στις οποίες αναφέρεται ο Κανονισμός 27(4) παρά μόνο αυτών των παραβάσεων που βασίζονται στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.'  Και στην κρινόμενη περίπτωση, σε αντίθεση με την υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΝΑ T.V. Λίμιτεδ (πιο πάνω) 'δεν γίνεται αναφορά', όπως πολύ ορθά επίσης επισημαίνεται από τον αδελφό πρωτόδικο Δικαστή, 'σε παράβαση που να βασίζεται στις διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ώστε να απαιτείται αίτηση της εν λόγω Επιτροπής'.  Εξάλλου, υιοθέτηση της επί του προκειμένου εισήγησης των εφεσειόντων 'θα εκμηδένιζε', όπως πολύ εύστοχα παρατηρείται στην υπόθεση ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αρ. Υπόθ. 1625/2006, ημερομηνίας 20/10/2009 (απόφαση Στ. Ναθαναήλ, Δ.) 'τη δυνατότητα υποβολής παραπόνου από το κοινό ή την αυτεπάγγελτη εξέταση από τους καθ' ων για το σύνολο των καλυπτομένων εκπομπών που είναι ειδησεογραφικές, τηλεοπτικά μαγκαζίνα ή ασχολούνται με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες', παρατήρηση την οποία υιοθετούμε.»

 

 

 

Οι παραβάσεις που εξετάστηκαν δεν εμπίπτουν στο εν λόγω Κώδικα.  Η Αρχή έκρινε ότι υπήρξαν παραβάσεις των ΄Αρθρων 26(1)(β) και (ε) του Νόμου και του Κ. 21(3) των Κανονισμών.  Συνεπώς, νόμιμα προχώρησε στη διαδικασία της αυτεπάγγελτης εξέτασής τους.

 

Με άλλο λόγο ακύρωσης, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι, ενώ η υπόθεση εναντίον του σταθμού τους εξετάστηκε αυτεπάγγελτα, δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρακτικό που να επιβεβαιώνει ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια νόμιμης συνεδρίασης της Αρχής, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα ΄Αρθρα 20 - 25 του Ν. 158(Ι)/99 και το ΄Αρθρο 7 του Νόμου, καθώς και οι Κ. 41(2) και 42(3) των Κανονισμών, σύμφωνα με τους οποίους, για να προχωρήσει η Αρχή σε αυτεπάγγελτη διερεύνηση, πρέπει να τηρήσει προηγουμένως την προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία λήψης αποφάσεων από συλλογικά διοικητικά όργανα και να αποφασίσει ότι τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που υπέπεσαν στην αντίληψη της στοιχειοθετούν, εκ πρώτης όψεως, παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας.  Προς υποστήριξη του πιο πάνω ισχυρισμού τους, παραπέμπουν στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 67/07, 31/7/09.  Επιπρόσθετα, ισχυρίζονται ότι, ενώ η απόφαση της Αρχής για την εκ πρώτης όψεως ενοχή τους και την προώθηση της υπόθεσης προς εκδίκαση λήφθηκε κατά τη συνεδρία της 1/3/2006, το «κατηγορητήριο» που τους κοινοποιήθηκε φέρει ημερομηνία 25/1/2006, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της χρηστής διοίκησης και η προβλεπόμενη από τους Κανονισμούς διαδικασία και, γενικότερα, η αρχή της δίκαιης δίκης.  Τέλος, προσθέτουν ότι και τα δύο «κατηγορητήρια» είναι ελαττωματικά, καθώς δεν φέρουν υπογραφή.

 

Οι ισχυρισμοί των αιτητών δεν ευσταθούν.  Σύμφωνα με τον Κ. 41(2) των Κανονισμών:-

 

«(2)  Η Αρχή έχει εξουσία να εξετάζει αυτεπάγγελτα και ανεξάρτητα από παράπονα του κοινού παραβάσεις από οποιοδήποτε σταθμό, αν υποπέσει στην αντίληψή της ότι δυνατό να μην έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών.»

 

 

 

Ο Κ. 42(3) των Κανονισμών προβλέπει τα ακόλουθα:-

 

«(3)  ΄Οταν υποβληθεί παράπονο ή υποπέσουν στην αντίληψη της Αρχής παραβάσεις του Νόμου ή των Κανονισμών, η Αρχή για κάθε παράπονο ή παράβαση ορίζει λειτουργό για τη διερεύνησή του.»

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, μετά τη λήψη της καταγγελίας, ο Διευθυντής της Αρχής, ασκώντας σχετική εξουσία που του εκχωρήθηκε από την Αρχή με παλαιότερη απόφασή της ημερομηνίας 4/7/2001, βάσει του ΄Αρθρου 9(7) του Νόμου, το οποίο επιτρέπει στην Αρχή τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων της στο Διευθυντή, όρισε λειτουργό για τη διερεύνηση πιθανών παραβάσεων από το σταθμό των αιτητών.  Η ανάθεση έγινε σε σχετικό έντυπο, υπογεγραμμένο από το Διευθυντή.  Στο έντυπο γίνεται αναφορά σε λεπτομέρειες της εκπομπής και των παραβάσεων.  ΄Οπως έχει, ήδη, νομολογηθεί, η πιο πάνω εκχώρηση της συγκεκριμένης εξουσίας της Αρχής προς το Διευθυντή της δεν αφορά απλώς στον προσδιορισμό του λειτουργού, αλλά εκτείνεται στην άσκηση της καθόλου εξουσίας που προνοείται στον Κ. 42(3) των Κανονισμών, η οποία αφορά και τη λήψη απόφασης για αυτεπάγγελτη έρευνα.  ΄Οπως λέχθηκε στην Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 76/07, (πιο πάνω):-

 

«Κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ο υπό στοιχείο (4) λόγος έφεσης συνιστά η θέση ότι στην προκείμενη περίπτωση η διαδικασία άρχισε παράνομα γιατί δεν προηγήθηκε σχετική απόφαση των εφεσιβλήτων, ως συλλογικό όργανο, καταγραμμένη στο πρακτικό, για αυτεπάγγελτη διερεύνηση της υπόθεσης. Την αντίθετη άποψη εκφράζουν οι εφεσίβλητοι. Οι τελευταίοι παραπέμποντας στην απόφαση τους ημερομηνίας 4/7/2001 που λήφθηκε στα πλαίσια των δυνατοτήτων που τους παρέχονται από το άρθρο 9(8) του Νόμου 7(Ι)/98, υποστήριξαν ότι μεταβίβασαν την εξουσία της Αρχής 'να ορίζει Λειτουργό της Αρχής για διερεύνηση παραπόνου ή παράβασης', στο Διευθυντή ο οποίος και διόρισε τον ερευνώντα λειτουργό στην παρούσα περίπτωση.

 

Συνιστά κοινό και για τις δυο πλευρές έδαφος ότι στην προκείμενη περίπτωση, της διερεύνησης δεν προηγήθηκε απόφαση της εφεσίβλητης για διορισμό ερευνώντα λειτουργού.

 

Οι εφεσείοντες με αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στην Υπόθεση 67/2007, Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 31/7/2009 (απόφαση Φ. Νικολαΐδη, Δ.), υποστήριξαν ότι η αρμοδιότητα που μεταβιβάστηκε στο Διευθυντή με την απόφαση των εφεσιβλήτων 4/7/2001, περιορίζεται αποκλειστικά στον ορισμό λειτουργού προς διερεύνηση παραπόνου και δεν εκτείνεται και στην άσκηση της εξουσίας όπως την προβλέπει ο Κανονισμός 42(3).  Με όλο το σέβας προς τον αδελφό Δικαστή, δεν συμφωνούμε με την εν λόγω θέση. Η εκχώρηση που έγινε στο Διευθυντή ασφαλώς περιλάμβανε την απόφαση για ορισμό λειτουργού. Δεν περιοριζόταν όμως, αποκλειστικά σ' αυτό.  ΄Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο εξής απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση στην Υπόθεση 726/2006, Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 16/4/2008 (απόφαση Γ. Κωνσταντινίδη, Δ.), το οποίο υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε, '... η εκχώρηση δεν αφορούσε απλώς στον προσδιορισμό του Λειτουργού αλλά εκτεινόταν στην άσκηση της καθόλου εξουσίας όπως την προβλέπει ο Κανονισμός 42(3).'  Κατά συνέπεια ούτε ο υπό στοιχείο (4) πιο πάνω λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.»

 

 

 

Συνεπώς, η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν νόμιμη και ότι δεν ήταν απαραίτητη η λήψη απόφασης στα πλαίσια ειδικής συνεδρίας της Αρχής για αυτεπάγγελτη έναρξη της διαδικασίας.

 

Αβάσιμες είναι, επίσης, οι εισηγήσεις ότι υπήρξε προαπόφαση για την εκ πρώτης όψεως ενοχή των αιτητών, λόγω της ημερομηνίας του κατηγορητηρίου και ότι αυτό ήταν ανυπόγραφο.  Ο «Πίνακας Α΄», που περιέχει τις υπό διερεύνηση πιθανές παραβάσεις και ο οποίος κοινοποιήθηκε στους αιτητές με την επιστολή της Αρχής ημερομηνίας 8/3/2006, είναι πανομοιότυπος με τον «Πίνακα Α΄» που επισυνάφθηκε, μαζί με το πόρισμα του λειτουργού και εστάλη στην Αρχή στις 25/1/2006.  Η Αρχή, αφού μελέτησε το πόρισμα και τον εν λόγω πίνακα με τις πληροφορίες για τις πιθανές παραβάσεις, αποφάσισε στη συνεδρία της της 1/3/2006 την προώθηση της υπόθεσης.  Στη συνέχεια, ενημερώνοντας σχετικά τους αιτητές, τους κοινοποίησε τον «Πίνακα Α΄» ο οποίος διατήρησε την ημερομηνία σύνταξής του από το λειτουργό, δηλαδή την 25/1/2006.

 

Αναφορικά με το ανυπόγραφο του πίνακα - «Κατηγορητήριο» που κοινοποιήθηκε στους αιτητές - παρατηρώ ότι η επιστολή της 8/3/2006, στην οποία αυτός επισυνάφθηκε, είναι υπογεγραμμένη από το Διευθυντή.

 

Τα ίδια ισχύουν και για τον πίνακα που επισυνάφθηκε στο υπογεγραμμένο από τον αρμόδιο λειτουργό Σημείωμα της 25/1/2006 - (βλ. Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 170/07, 24/11/09).

 

Επικαλούνται, επίσης, οι αιτητές ως λόγους ακυρότητας την παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης - (΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος και ΄Αρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών - (δικαίωμα δίκαιης δίκης από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο)) - ισχυριζόμενοι ότι η Αρχή ενεργεί ως Κατηγορούσα Αρχή, διερευνά την υπόθεση, εκδικάζει και επιβάλλει χρηματική ποινή που καταλήγει στο ταμείο της, ότι προκαθορίζει στον Προϋπολογισμό της συγκεκριμένο ποσό ως έσοδα από διοικητικά πρόστιμα και ότι διέρρευσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα μεταξύ των επίμαχων δελτίων ειδήσεων, της κοινοποίησης των κατηγοριών και της επίδικης απόφασης.

 

Τα αποφασισθέντα από την Πλήρη Ολομέλεια στη Sigma Radio T.V. Ltd κ.ά. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134 απαντούν τους ισχυρισμούς των αιτητών:-  (σελ. 168-169)

 

«Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι η προβλεπόμενη διαδικασία, την οποία η Αρχή ακολούθησε, βρίσκεται σε διάσταση με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης που απαιτούν (α) να είναι ο κριτής αμερόληπτος και (β) να παρέχεται στο υπό κρίση πρόσωπο η ευκαιρία να ακουστεί.  Σημειώνουμε κατ' αρχάς την ενσωμάτωση τους στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κυρώθηκε από την Κύπρο με τον Ν. 39/62, και την κατ' ουσίαν αντιγραφή αυτής της διάταξης στο ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος.  Κατά τη συζήτηση των προσφυγών δεν απασχόλησε η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).  Η οποία εμφανίζει κάποια ρευστότητα.  Εξηγείται ωστόσο από την εγγενή δυσκολία στάθμισης των παραγόντων στη βάση των οποίων γίνεται η κατάταξη, αφού στην ποικιλόμορφη σφαίρα της δραστηριότητας των διοικητικών οργάνων είναι κάποτε δύσκολο να αποφασιστεί πρώτο, το κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και δεύτερο, αν εμπίπτει, κατά πόσο τηρήθηκαν οι όροι του.  Ως προς το πρώτο, έχοντας υπόψη μας την τάση του ΕΔΑΔ για έμφαση σε ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα έναντι παραγόντων δημοσίου δικαίου, που σημαίνει τη διασταλτική υπέρ του πολίτη ερμηνεία, θεωρούμε πως πρέπει να προσεγγίσουμε τις υπό κρίση προσφυγές στη βάσει του δικαιώματος για αμερόληπτη κρίση*.  Με αυτό ως δεδομένο, προχωρούμε να εξετάσουμε το κατά πόσο η προβλεπόμενη διαδικασία** πληρούσε τα εχέγγυα αμεροληψίας.  Δικαιολογείται, κατά τη γνώμη μας, η καταφατική απάντηση.  Μας φαίνεται πως σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις υπήρξε ικανοποιητική διάκριση μεταξύ των διαφόρων σταδίων, τα οποία συνίσταντο στη συγκέντρωση των στοιχείων, στην προκαταρκτική θεώρηση τους, στην ενημέρωση των αιτητών ως προς αυτά, στην παροχή σ' αυτούς του δικαιώματος να ακουστούν, γραπτώς ή προφορικώς, και στην τελική κρίση.  Το ότι, βάσει του άρθρου 38(1)(δ) του Νόμου, '... έσοδα που προέρχονται από την επιβολή διοικητικού προστίμου στους σταθμούς ...' κατατίθενται στο ταμείο της Αρχής δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, ασυμβίβαστο με την αμεροληψία.  Δεν εμπλέκεται ιδιωτικό ή προσωπικό οικονομικό συμφέρον*.  Η Αρχή, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενεργεί απρόσωπα για την προώθηση των σκοπών του Νόμου.  Στο ταμείο της Αρχής κατατίθενται, βάσει της ίδιας διάταξης, και άλλα έσοδα που περιλαμβάνουν τέλη από την παραχώρηση αδειών, την εξέταση αιτήσεων κλπ, όπως και η κρατική χορηγία με την οποία εν πάση περιπτώσει διασφαλίζεται η οικονομική επάρκεια της Αρχής ώστε να μπορεί να επιτελέσει το ιδιαίτερα σημαντικό στη σύγχρονη κοινωνία έργο της.»

 

 

 

(Βλ., επίσης, Case of Sigma Radio Television Ltd, v. Cyprus, 21/7/11, (Applications nos. 32181/04 and 35122/05), European Court of Human Rights.)

 

Με τον τελευταίο ισχυρισμό τους, οι αιτητές εισηγούνται ότι η απόφαση της Αρχής, με την οποία τους επιβλήθηκε το συνολικό διοικητικό πρόστιμο των €10.000,00, είναι αναιτιολόγητη και προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, γιατί δεν έχουν καταγραφεί σε αυτή ποια ακριβώς προηγούμενα του σταθμού λήφθηκαν υπόψη της Αρχής κατά τη διαμόρφωση της κρίσης της για επιβολή της κύρωσης.  Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι ο σταθμός δεν είχε προηγούμενα, με αποτέλεσμα η απόφαση, στην οποία σημειώθηκε ότι ελήφθη υπόψη και η «όλη συμπεριφορά του σταθμού ως προς τη διάπραξη παρόμοιας φύσεως παραβάσεων», να στηριχθεί, πεπλανημένα, σε ανύπαρκτα γεγονότα.

 

Οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν.  Η Αρχή, κατά τη διαδικασία επιβολής κύρωσης, είχε στη διάθεση της το Σημείωμα του αρμόδιου λειτουργού της, ημερομηνίας 3/9/2008, στο οποίο καταγράφονταν αναλυτικά οι προηγούμενες παραβάσεις των ΄Αρθρων 26(1)(β) και (ε) του Νόμου και του Κ. 21(3) των Κανονισμών από το σταθμό των αιτητών και οι διοικητικές κυρώσεις που τους είχαν επιβληθεί, κατά περίπτωση.  Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης συμπληρώνεται από τα αναφερόμενα στον Πίνακα, έτσι ώστε η εισήγηση περί πλάνης αναφορικά με τα προηγούμενα τα οποία ελήφθησαν υπόψη κατά την επιβολή ποινής να μην ευσταθεί.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της καθ' ης η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                                         Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                      Δ.

 

/ΚΧ"Π, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο