ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1334/2008)

 

19 Σεπτεμβρίου, 2011

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Τ. A. Παντελή για Ανδρέα Σοφοκλέους και Σια, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής ο οποίος υπηρετούσε στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου με το βαθμό του λοχία, αξιώνει με την παρούσα προσφυγή την ακύρωση της απόφασης του καθ΄ ου η αίτηση ημερομηνίας 26.5.2008, με την οποία τον καλούσε να αποχωρήσει της δύναμης με προαφυπηρετική άδεια την 21.7.2008.

 

Ουσιαστικά ο αιτητής ζητά ακύρωση των αποφάσεων του καθ΄ ου η αίτηση ημερομηνίας 26.5.2008 και 30.6.2008, με τις οποίες αποφασίστηκε η αφυπηρέτησή του από την 1.9.2008 και η έναρξη της προαφυπηρετικής του άδειας στις 21.7.2008.  Αξιώνει επίσης ακύρωση της απόφασης του καθ΄ ου η αίτηση, ημερομηνίας 18.7.2008, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για ανάκληση της απόφασής του για προαφυπηρετική άδεια και για αφυπηρέτησή του την 1.9.2008.  Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι εφ΄ όσον οι πιο πάνω διοικητικές αποφάσεις δεν είναι συναφείς, η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων, δηλαδή  την πρώτη αιτούμενη θεραπεία.

 

Ο αιτητής ο οποίος γεννήθηκε στις 2.8.1953, προήχθη στο βαθμό του λοχία την 1.1.2005, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974, ως Μέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμου του 2001, Ν. 104(Ι)/2001.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 12(2) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν.97(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης αστυνομικού που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία είναι η ηλικία των 55 χρόνων.  Επιπροσθέτως σύμφωνα με τον κανονισμό 19Γ(1) των περί Αστυνομίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1989 έως 2004, Κ.Δ.Π. 51/89, όπως τροποποιήθηκαν, μέλος της Αστυνομίας που αφυπηρετεί λόγω ορίου ηλικίας ή μετά από αίτησή του οφείλει να λάβει πριν από την αφυπηρέτησή του την άδεια ανάπαυσης που έχει εις πίστιν του.

 

Ο αιτητής επικαλείται προς ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων αντισυνταγματικότητα του άρθρου 12 (2), του Ν.97(Ι)/1997, γιατί, όπως ισχυρίζεται, αντιβαίνει τις διατάξεις του περί της Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004, Ν.58(Ι)/2004.

 

Συγκεκριμένα παραπέμπει στο άρθρο 3 του Ν.58(Ι)/2004, στο οποίο αναγράφεται ο σκοπός του Νόμου.  Μεταξύ άλλων καθορίζεται και η ηλικία ως ένα από τα στοιχεία που πρέπει να θεσπιστεί πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης.  Ο αιτητής προβαίνει και σε αναφορά στο άρθρο 4 του νόμου, το οποίο προβλέπει ότι ο Νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, όσον αφορά τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξαρτήτως του κλάδου δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών.  Παραπέμπει ακόμα στο άρθρο 6 του νόμου, το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση διάκριση ή παρενόχληση λόγω θρησκείας, πεποιθήσεων, ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής  κλπ.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι αφού σύμφωνα με το Νόμο, άλλα μέλη της Αστυνομίας αφυπηρετούν στα 55 και άλλα στα 60 τους χρόνια, προκύπτει η παράβαση των πιο πάνω διατάξεων του Ν.58(Ι)/2004.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι εφ΄ όσον έχει αποδείξει ότι το εδάφιο (2) του άρθρου 12 του Ν.97(Ι)/1997 είναι αντίθετο με τις διατάξεις του Ν.58(Ι)/2004, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει ότι το εν λόγω εδάφιο έχει καταργηθεί εν όψει των προνοιών του άρθρου 16 του Νόμου αυτού.

 

Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι το άρθρο 16(1) προβλέπει ότι κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου κάθε υφιστάμενη διάταξη νόμου, κανονισμού ή διατάγματος, που είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του νόμου, καταργείται κατά το μέρος που περιέχει άμεση ή έμμεση διάκριση.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση υποβάλλουν ότι ο αιτητής επιδιώκει την επέκταση του γράμματος του Ν.69(Ι)/2005 ούτως ώστε να περιλαμβάνει και τα μέλη της Αστυνομίας.  Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό ότι ο αιτητής υποστηρίζει πως όλοι οι αστυνομικοί, ανεξαρτήτως βαθμού, θα πρέπει να αφυπηρετούν στην ίδια ηλικία, δηλαδή στο 60ο έτος, όπως προβλεπόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο στο άρθρο 12(1) του Ν.97(Ι)/1997.

 

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι με το άρθρο 5 του περί Συντάξεων Τροποποιητικού Νόμου του 2010, Ν.37(Ι)/2010, τροποποιήθηκε το εδάφιο 2 του άρθρου 12 του Ν.97(Ι)/1997. Καθορίζεται υπό προϋποθέσεις ως υποχρεωτική ηλικία αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει βαθμό υπαστυνόμου ή ανώτερου υπαστυνόμου, το 61ο έτος, ενώ για αστυνομικό που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία το 60ο έτος.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι στο χώρο της Αστυνομίας ο νομοθέτης πάντα προέβλεπε διαφορετική ημερομηνία αφυπηρέτησης για αστυνομικούς με διαφορετικό βαθμό.

 

Καθοριστικής σημασίας για το θέμα είναι το άρθρο 8(3) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004, Ν.58(Ι)/2004, το οποίο προβλέπει ότι δε συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.

 

Τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται και από το άρθρο 6.2 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου, 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία.  Η οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με το Ν.58(Ι)/2004.  Στο άρθρο 8(1) του Ν.58(Ι)/2004, προβλέπεται ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δεν συνιστά διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 6, εφ΄ όσον δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο.

 

Όπως  καταγράφεται και στην επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας προς το δικηγόρο του αιτητή ημερομηνίας 18.7.2008, ο νομοθέτης συνειδητά επέλεξε τη διαφοροποίηση του ορίου ηλικίας στην Αστυνομία, αφού η τυχόν υιοθέτηση του ιδίου ορίου ηλικίας αφυπηρέτησης, εξυπακούει αφ΄ ενός σαφή περιορισμό νέων θέσεων εργασίας και αφ΄ ετέρου αδυναμία ανανέωσης και εξυγίανσης του χαμηλόβαθμου και χαμηλόμισθου προσωπικού της Αστυνομίας.  Τονίζεται στην ίδια επιστολή η διαφορετικότητα των συνθηκών του περιβάλλοντος εργασίας και των καθηκόντων των απλών μελών και λοχίων της Αστυνομίας από τα αντίστοιχα των κατώτερων και ανώτερων αξιωματικών, καταλήγοντας ότι οι πρώτοι βιώνουν σχεδόν καθημερινά διάφορες ψυχοφθόρες καταστάσεις που δυστυχώς επιφέρουν αλλοίωση στις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις.

 

Είναι φανερό με όλα τα πιο πάνω ότι το άρθρο 12(2) του Ν.97(Ι)/1997 δεν συγκρούεται με τις πρόνοιες του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και Εργασία Νόμου του 2004, Ν.58(Ι)/2004.  Είναι επίσης προφανές ότι το εδάφιο (2) του άρθρου 12 του Ν.97(Ι)/1997, δεν συγκρούεται ούτε με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, η οποία όπως είπαμε ενσωματώθηκε με το Ν.58(Ι)/2004.

 

Απορριπτέο είναι επίσης και το σκέλος του ισχυρισμού του αιτητή περί αντισυνταγματικότητας του εδαφίου (2) του άρθρου 12 του Ν.97(Ι)/1997, γιατί συγκρούεται με το Πρωτόκολλο Αρ. 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, ο οποίος κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Δωδέκατο Πρωτόκολλο) (Κυρωτικό) Νόμο του 2002, Ν.13(ΙΙΙ)/2002.  Ο αιτητής υποστηρίζει ότι το Πρωτόκολλο Αρ. 12 ουσιαστικά αντιστοιχεί στο ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος και διασφαλίζει τη θεμελιώδη αρχή ότι όλα τα πρόσωπα είναι ίσα ενώπιον του Νόμου και δικαιούνται ίσης προστασίας.  Υποβάλλει ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε εύλογη δικαιολογία για την εν λόγω διαφορετική μεταχείριση και ως εκ τούτου το εδάφιο (2) του άρθρου 12 παραβιάζει το Πρωτόκολλο Αρ. 12.  Κατ΄ ανάλογο τρόπο, υποστηρίζει, παραβιάζεται και το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, εφ΄ όσον το εδάφιο (2) του άρθρου 12 δημιουργεί αυθαίρετη διάκριση εις βάρος των αστυνομικών που έχουν βαθμό όχι ανώτερο του λοχία.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσω ότι λανθασμένα ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, μετέφερε το όλο ζήτημα στο ότι αίτημα του αιτητή είναι να διευρυνθούν οι πρόνοιες του άρθρου 12(4Α) του Ν.97(Ι)/1997 όπως τροποποιήθηκε από το Ν.69(Ι)/2005, ώστε να συμπεριληφθούν και τα μέλη της Αστυνομίας στο νόμο αυτό, ούτως ώστε να αφυπηρετούν και αυτοί στο 63ο έτος της ηλικίας τους όπως και οι δημόσιοι υπάλληλοι, κάτι το οποίο δεν επιτρέπεται, εφ΄ όσον όπως έχει νομολογηθεί, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετικά νομοθετική διάταξη ούτε και να την τροποποιεί ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα (Dias United Publishing Co Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550).

 

Εκείνο το οποίο αξιώνει ο αιτητής είναι όπως το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρήσει ως αντισυνταγματικό το εδάφιο (2) του άρθρου 12 του Ν.97(Ι)/1997, ώστε να εφαρμόζεται και στην περίπτωσή του το εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου.  Με αποτέλεσμα όλοι οι αστυνομικοί να αφυπηρετούν στο 60ο έτος της ηλικίας τους.

 

Δεν έχω διαπιστώσει ομοιότητα μεταξύ των δύο ομάδων αστυνομικών, ήτοι αυτών που υπηρετούν στην Αστυνομία με βαθμό ανώτερο του λοχία και αυτών που υπηρετούν με βαθμό όχι ανώτερο του λοχία, όπως είναι η περίπτωση του αιτητή.

 

Η διαφοροποίηση βασίζεται σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση.  Δεν παρατηρείται παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ο όρος «πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» στο ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά διασφαλίζει μόνο έναντι αυθαίρετων διακρίσεων.  Δεν αποκλείονται εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων.  Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις (Γιασεμίδου κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.α. (Αρ.2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491.  Βλέπε ακόμα Μικρομμάτης ν. The Republic 2 R.S.C.C. 125  και Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119).

 

Καταλήγω ότι το εδάφιο (2) του άρθρου12 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν.97(Ι)/1997 δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας και κατ΄ επέκταση το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να μην κρίνεται ως αντισυνταγματικό.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο