ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 316/2011]
3 Αυγούστου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ
Αιτητής
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
Καθ' ων η αίτηση
O αιτητής παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Για τους Καθ' ων η αίτηση: Δ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η θεραπεία που επιδιώκεται προσδιορίζεται στην προσφυγή ως ακολούθως:
«Δήλωσιν και/ή απόφασιν του Δικαστηρίου ότι η απόφασης του Διευθυντή Φυλακών να απορρίψη το αίτημα του αιτητή να δέχεται επισκέψεις μελών της Οικογένειας του σε ανοικτό χώρο είναι παράνομος και αντισυνταγματική, αποτελεί Κατάφορον Στέρησιν των ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του αιτητού και του παιδιού του, λήφθηκε Καθ' υπέρβασιν Και Κατάχρησιν Εξουσιών, αδικιαιολόγητος Και στερουμένη οιουδήποτε αποτελέσματος».
Τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η προσφυγή καταγράφονται ως ακολούθως:
«1. Η απόφασης ή η πράξης των καθ' ων η αίτηση είναι προδήλως παράνομη και αντίθετη προς το Σύνταγμα και το Νόμο.
2. Η απόφασης είναι αυθαίρετος και εκδικητική και λήφθηκε καθ' υπέρβασιν ή κατάχρησιν εξουσίας.
3. Η απόφασης λήφθηκε κατά παράβασιν της Νομοθεσίας, καθ' υπέρβασιν των αρχών της χρηστής Διοικήσεως και της αρχής της ισότητας.
4. Η προσβαλλόμενη πράξις και/ή απόφασης είναι προϊόν αλλότριου σκοπού και παραβιάζει τα κεκτημένα Δικαιώματα του Αιτητού και τους κανόνας της φυσικής Δικαιοσύνης, των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης με συνέπεια να στερείται ο Αιτητής του δικαιώματος το οποίο του παρέχουν οι Νόμοι και Κανονισμοί της Δημοκρατίας».
Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται εξειδικεύονται ως ακολούθως:
«Α) Ο Αιτητής εκτίει 4ετή ποινή φυλακίσεως η οποία του επεβλήθη υπό του Κακουργιοδικείου Λάρνακας.
Β) Ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα να δέχεται τις επισκέψεις της Γυναίκας του, με το 9 μηνών παιδί του, της 78 ετών Μάνας του και, των 2 αδελφών του σε ανοικτό χώρο επισκέψεων και όχι πίσω από Γυαλί αλλά ο Διευθυντής Φυλακών απέρριψε το αίτημα του χωρίς καμμιά Δικαιωλογία.
Γ) Ο Αιτητής επιφυλάσσει το Δικαίωμα να παρουσιάση μαρτυρία η πρόσθετα γεγονότα ή ισχυρισμούς κατά την ακρόασιν της αιτήσεως.»
Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν την προδικαστική ένσταση πως:
«με την παρούσα δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη εντός της έννοιας του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά διοικητικό μέτρο εσωτερικής φύσης.».
Η προδικαστική ένσταση αφορά στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της ουσίας του παραπόνου του αιτητή και έδωσα οδηγίες για αγορεύσεις επ' αυτής. Ώστε, πριν από οτιδήποτε άλλο, να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγής. Οι καθ' ων η αίτηση κατέθεσαν γραπτή αγόρευση. Ο αιτητής, ο οποίος καταχώρησε και χειρίστηκε την προσφυγή αυτοπροσώπως, επέλεξε να αγορεύσει προφορικώς. Οι καθ' ων η αίτηση, με παραπομπή στην πάγια νομολογία μας, αναφέρθηκαν στα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης ως προς τον έλεγχο της οποίας το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να αναλάβει δικαιοδοσία κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Με κεντρικό τέτοιο χαρακτηριστικό το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγαγε έννομα αποτελέσματα με την εξ αυτής γένεση δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. Είναι συναφώς η θέση τους πως με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράχθηκαν τέτοια έννομα αποτελέσματα αφού συνιστά «διοικητικό μέτρο» εσωτερικής φύσης. Ως προς τη διάκριση μεταξύ των δυο, της εκτελεστής διοικητικής πράξης ως προς την οποία μπορεί να αναληφθεί δικαιοδοσία και του διοικητικού μέτρου εσωτερικής φύσης το οποίο δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος, παραπέμπουν στην επίσης πάγια νομολογία μας. Αναφορικά με τις γενικές αρχές (βλ. Νικοδήμου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 571, Νίκος Χαραλάμπους - Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης, 2η έκδοση, 2004, σελ. 117 αλλά και σε κατά περίπτωση εφαρμογή τους. Με ιδιαίτερη αναφορά στις πιο κάτω υποθέσεις στις οποίες δεν αναλήφθηκε δικαιοδοσία επειδή οι πράξεις ήταν, ακριβώς, τέτοιο διοικητικό μέτρο εσωτερικής φύσης. Στη Συμεών ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 ΑΑΔ 214, για τη μετακίνηση εκπαιδευτικού από ένα σχολείο σε άλλο, στην ίδια πόλη. Στην Κόκκαλος κα ν. Δημοκρατίας, (1995) 4Γ ΑΑΔ 2233, για την ανάθεση καθηκόντων ή την αλλαγή καθηκόντων δημοσίου υπαλλήλου σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης του. Στην Karapataki v. Republic (1982) 3 CLR 88, για τη μετάθεση ενός μέλους του γενικού γραμματειακού προσωπικού, που ανήκε στο εναλλάξιμο προσωπικό από ένα υπουργείο σε άλλο. Στη Minister of Interior v. Kyriacou (1986) 3 CLR 1690 για τη μετάθεση αστυνομικού από το Τμήμα Εισαγγελίας σε αστυνομικό σταθμό, στην ίδια πόλη. Στη Vrahimis v. Republic (1984) 3 CLR 1428 για την προσωρινή αποβολή που επιβλήθηκε σε μαθητή από το Διευθυντή του Σχολείου. Εν τέλει, στην προηγούμενη προσφυγή του ίδιου του αιτητή (Βλ. Ανδρέας Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 2009/06, ημερομηνίας 8.6.07) στην οποία κρίθηκε πως η απαγόρευση επισκέψεων φίλων του ήταν διοικητικό μέτρο εσωτερικής φύσης.
Ο αιτητής, επικαλέστηκε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στη δική του υπόθεση Onoufriou v. Cyprus, Application No. 24407/04, ημερομηνίας 7.1.10 στην οποία, σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξέτιε την ποινή φυλάκισης που του είχε επιβληθεί, που περιλάμβαναν και απαγόρευση επισκέψεων, διαπιστώθηκαν παραβάσεις της Σύμβασης, ως ακολούθως:
- Του άρθρου 3 για ταπεινωτική μεταχείριση.
- Του άρθρου 8 για μη σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και για παρακολούθηση της αλληλογραφίας του.
- Του άρθρου 13 για μη παροχή στον αιτητή αποτελεσματικής θεραπείας σε σχέση με τη μεταχείριση στην οποία υποβαλλόταν.
Περαιτέρω, ο αιτητής επικαλέστηκε το Σύγγραμμα Criminal Law του Richard Card, 15η έκδοση, σελ. 41, παράγραφος 2.44 σε σχέση με την ποιότητα του νόμου αν πρόκειται αυτός να θεωρείται ως έρεισμα για την παρέμβαση στην άσκηση δικαιωμάτων όπου αυτή είναι για τέτοιο λόγο παραδεκτή.
Υπενθύμισα τον αιτητή πως σ' αυτό το στάδιο εξετάζουμε μόνο το παραδεκτό της προσφυγής και διερωτήθηκα αν η παραπομπή στα πιο πάνω ήταν δυνατό να συνιστά απάντηση στην προδικαστική ένσταση. Ο αιτητής, ο οποίος κατά τα άλλα μου φάνηκε ικανός να διαβάζει και να κατανοεί νομικά κείμενα, δήλωσε «είμαι γνώστης». Συνέχισε όμως στην ίδια γραμμή, και περαιτέρω, ό,τι ανέπτυξε ήταν, στην ουσία, η άποψη του αναφορικά με το πόσο ήταν παράνομη η ενέργεια του Διευθυντή των Φυλακών. Μάλιστα όχι μόνο η προσβαλλόμενη, που αφορά όχι στην απαγόρευση επισκέψεων αλλά μόνο στην απαγόρευση επισκέψεων σε ανοικτό χώρο, όπως επεξηγήθηκε 6 επισκέψεων μηνιαίως και όχι δυο μόνο που, εκ των υστέρων, μετά την άσκηση της προσφυγής, του επιτράπηκαν. Σ' αυτό το πλαίσιο, επεκτάθηκε σε κατ' ισχυρισμό περιορισμό παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και στην, κατά την αντίληψή του, συναφή παρανομία. Επίσης στις συνθήκες, ως εκ του κλειστού χώρου που διατίθετο για τις επισκέψεις, της διαμόρφωσης του και του τρόπου επικοινωνίας, με τηλέφωνο πίσω από γυάλινο διαχώρισμα μεταξύ του και των επισκεπτών του, ιδιαίτερα της ηλικιωμένης μητέρας του και του παιδιού του. Περαιτέρω στην απαίτηση να διευθετείτο εκ των προτέρων η όποια επίσκεψη, με «ραντεβού». Επικαλέστηκε συναφώς αποσπάσματα από την αναφερθείσα απόφαση του ΕΔΑΔ και, εν τέλει, αποσπάσματα από την Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτροπή Βασανιστηρίων και Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης (C.P.T.) της 5.4.08, στην οποία αναφέρθηκε το ΕΔΑΔ.
Αντικείμενο της συζήτησης μπορεί να είναι μόνο η πράξη που προσδιορίζεται στην προσφυγή. Αυτή συνίσταται στην απαγόρευση επισκέψεων σε ανοικτό χώρο και δεν παρέχεται δυνατότητα επέκτασης σε άλλα ζητήματα.
Το άρθρο 28 του περί Φυλακών Νόμου του 1996, (Ν. 62(Ι)/96 όπως τροποποιήθηκε) παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο εξουσία έκδοσης Κανονισμού, μεταξύ άλλων, [παράγραφος 1(ε)] για «επισκέψεις στους κρατουμένους».
Οι περί Φυλακών (Γενικοί) Κανονισμοί του 1997 (ΚΔΠ 121/97), που εκδόθηκαν δυνάμει του πιο πάνω Νόμου περιλαμβάνουν ειδικές ρυθμίσεις σε σχέση με τις επισκέψεις. Ο Κανονισμός 116, στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει, προβλέπει ως ακολούθως:
«(1) Σε κάθε κρατούμενο επιτρέπεται να δέχεται επισκέψεις μελών της οικογένειάς του, συγγενών ή φίλων του μέχρι έξι φορές το μήνα».
Ο Κανονισμός 117, στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει, προβλέπει ως ακολούθως:
«(1) Οι επισκέψεις πραγματοποιούνται σε κατάλληλους χώρους της φυλακής, ειδικά διαρρυθμισμένους, στους οποίους υπάρχει οπτικός έλεγχος από μέρους του εποπτεύοντος την αίθουσα επισκέψεων λειτουργού.
(2) Η διάρκειά των επισκέψεων δεν υπερβαίνει τη μία ώρα, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Κανονισμό 116.
(3) Η διαδικασία πραγματοποίησης των επισκέψεων, ο αριθμός των επισκεπτών που δικαιούται ο κρατούμενος να δέχεται σε κάθε επίσκεψη, οι μέρες και οι ώρες των επισκέψεων στους κρατουμένους, καθώς και κάθε άλλο θέμα που αφορά τις επισκέψεις καθορίζονται από το Διευθυντή και γνωστοποιούνται προς τους κρατουμένους με την ανάρτηση ειδικών γνωστοποιήσεων στις πτέρυγες κράτησης και προς τους επισκέπτες με την ανάρτηση ειδικών γνωστοποιήσεων στην αίθουσα επισκέψεων».
Στη βάση της νομολογίας μας καταλήγω πως το κατά πόσο οι επισκέψεις που κατά τα άλλα επιτρέπονται κατά τον προβλεπόμενο αριθμό θα πραγματοποιούνται σε «κλειστό» ή «ανοικτό» χώρο, είναι σαφώς διοικητικό μέτρο εσωτερικής φύσης. Επομένως, δεν συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν είναι επιτρεπτό να αναληφθεί δικαιοδοσία ως προς αυτό. Το σύγγραμμα του Richard Card που επικαλέστηκε ο αιτητής, ως προς την ποιότητα νόμου, δεν είναι δυνατό να συσχετισθεί προς το ζήτημα της προδικαστικής ένστασης. Η αναφερθείσα δε απόφαση του ΕΔΑΔ, το λιγότερο, δεν μπορεί να βοηθήσει τον αιτητή. Το ΕΔΑΔ ασχολήθηκε με την ουσία του παραπόνου του αιτητή, ασφαλώς χωρίς εκεί να τίθεται ζήτημα δικαιοδοσίας όπως εδώ το επιβάλλει το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Αυτή δε η απόφαση επί της ουσίας, ως προς τις παραβάσεις των άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης, κατέστη δυνατή ενόψει της κρίσης ότι η εισήγηση της Δημοκρατίας ότι ο αιτητής δεν εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα, δεν ήταν βάσιμη. Κατά τη συζήτηση δε αυτού του θέματος, το ΕΔΑΔ ακριβώς αναφέρθηκε στην προϋπόθεση του Άρθρου 146 του Συντάγματος να υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη και εξήγησε, με αναφορά και σε κυπριακή νομολογία πως δεν είχε πεισθεί ότι αυτό το Άρθρο παρέχει αποτελεσματική θεραπεία. Εξ ου και η κρίση του, στο τέλος, πως παραβιάστηκε και το άρθρο 13 της Σύμβασης αναφορικά με την υποχρέωση παροχής αποτελεσματικής θεραπείας.
Η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά