ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1432/2007)
4 Αυγούστου, 2011
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PREPIS MANAGEMENT CO. LTD.,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Γ. Γεωργιάδης, για την Αιτήτρια.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.:
Γεγονότα
Η αιτήτρια, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/3968, Φ./Σχ. 50/55, Τεμάχιο 50 (πρώην 27) το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία Άμμος του χωριού Περβόλια της επαρχίας Λάρνακας.
Με βάση το Τοπικό Σχέδιο, το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας στις 11/4/1996, το πιο πάνω ακίνητο της αιτήτριας είχε ενταχθεί στην τουριστική ζώνη Τ2α. Με βάση το πολεοδομικό καθεστώς το οποίο ίσχυε πριν το 2002, η αιτήτρια είχε προβεί σε μερική αξιοποίηση του εν λόγω ακινήτου της. Συγκεκριμένα, είχε ανεγείρει σε αυτό παραθεριστικές κατοικίες συνολικού εμβαδού 2.539 τργ. μ.
Στις 29/11/2002 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας μεταξύ άλλων Γνωστοποιήσεων και η Γνωστοποίηση με αριθμό 1115, που αφορούσε αναθεώρηση των Πολεοδομικών Ζωνών της κοινότητας Περβολιών της επαρχίας Λάρνακας.
Με την προτιθέμενη τροποποίηση το ακίνητο της αιτήτριας εντασσόταν στη Ζώνη Τ2β1, με αποτέλεσμα ο συντελεστής δόμησης για παραθεριστικές κατοικίες να μειώνεται από 0,20:1 σε 0,10:1.
Αντιδρώντας η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση εναντίον των προνοιών των Πολεοδομικών Ζωνών Περβολιών, αιτούμενη την επαναφορά του καθεστώτος της 2α Ζώνης, στην οποία το ακίνητο ήταν προηγουμένως ενταγμένο, ώστε να μπορεί να αξιοποιήσει και το υπόλοιπο τμήμα του ακινήτου εκμεταλλευόμενη τον ψηλότερο συντελεστή της ζώνης Τ2α. Με την αλλαγή των συντελεστών η αιτήτρια υποστήριζε ότι είχε υποστεί οικονομική ζημιά. Εκτός από την αιτήτρια, ένσταση υπέβαλε και αριθμός άλλων προσώπων.
Σημειώνεται ότι το αίτημα για ένταξη της περιοχής στην οποία βρίσκεται και το ακίνητο της αιτήτριας σε ζώνη Τ2β1 είχε υποβληθεί από το Κοινοτικό Συμβούλιο Περβολιών, στα πλαίσια της διαδικασίας Αναθεώρησης των Πολεοδομικών Ζωνών το 2001, με σκοπό την αποθάρρυνση της χρήσης των ιδιοκτησιών της Τουριστικής Ζώνης για την ανέγερση κατοικιών αντί αμιγούς τουριστικής χρήσης που θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας.
Η ένσταση της αιτήτριας παραπέμφθηκε για εξέταση στην αρμόδια Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων (Ε.Μ.Ε.), της οποίας να σημειωθεί ο ρόλος είναι καθαρά συμβουλευτικός. Η Ε.Μ.Ε. αφού εξέτασε την ένσταση, εισηγήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών την απόρριψη της. Η σχετική εισήγηση είχε ως εξής:
"Η Επιτροπή εισηγείται απόρριψη της ένστασης. Το τεμάχιο με αρ. 50, αποτελούσε προηγούμενο τμήμα της Ζώνης Τ2α και σύμφωνα με το αναθεωρημένο σχέδιο των Ζωνών εμπίπτει σε Ζώνη Τ2β1.
Η εν λόγω Ζώνη έχει προκύψει βασικά μετά από αίτημα που τέθηκε από το Κοινοτικό Συμβούλιο Περβολιών στα πλαίσια της διαδικασίας αναθεώρησης των Πολεοδομικών Ζωνών του 2001, όπου καθορίστηκαν ειδικά μεμονωμένοι «θύλακες» σε αναξιοποίητες ιδιοκτησίες με στόχο καθαρά την αμιγή τουριστική χρήση και την αποθάρρυνση της χρήσης για κατοικίες.
Σε περίπτωση τροποποίησης του συντελεστή δόμησης για κατοικία από 0:10% σε 0:20% θα αποτελέσει λανθασμένη ρύθμιση, εφόσον θα συγκρούεται με τις πιο πάνω διαπιστώσεις."
Ο αρμόδιος Υπουργός αφού μελέτησε τις ενστάσεις, μεταξύ των οποίων και την ένσταση της αιτήτριας, και έλαβε υπόψη τις απόψεις και εισηγήσεις που είχαν υποβληθεί στα πλαίσια τους, όσο και τις απόψεις και εισηγήσεις της Ε.Μ.Ε. και αφού διαμόρφωσε τις δικές του απόψεις και εισηγήσεις, υπέβαλε πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο μαζί με συνημμένο Πίνακα, σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου. Στο βαθμό και την έκταση που μας αφορά, οι εισηγήσεις της Ε.Μ.Ε. εύρισκαν σύμφωνο και τον Υπουργό. Το Υπουργικό Συμβούλιο σε συνεδρία του που έλαβε χώρα στις 16/5/2007, ενέκρινε τα σχέδια των Πολεοδομικών Ζωνών όλων των κοινοτήτων, σύμφωνα με τις συστάσεις του Υπουργού Εσωτερικών. Η σχετική Γνωστοποίηση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 3/8/2007.
Η αιτήτρια, η οποία είχε ενημερωθεί για την απόρριψη της ένστασης της με επιστολή ημερομηνίας 3/9/2007, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία, προβάλλοντας αριθμό λόγων ακύρωσης με τους οποίους θα ασχοληθώ σε έκταση πιο κάτω, προσβάλλει την απόρριψη της ένστασης της και την έγκριση των σχεδίων των Πολεοδομικών Ζωνών.
Οι καθ'ων η αίτηση απορρίπτουν τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης ως αβάσιμους και ανεδαφικούς και υποστηρίζουν το νόμιμο και έγκυρο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με την οποία ισχυρίζονται ότι, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, ήταν καθόλα επιτρεπτή.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι οι καθ'ων η αίτηση είχαν αρχικά εγείρει, μεταξύ άλλων, και θέμα εκτελεστότητας της απόφασης. Είχαν μάλιστα, με οδηγίες του δικαστηρίου, προβεί και στην καταχώριση συμπληρωματικών αγορεύσεων. Η συγκεκριμένη όμως ένσταση τελικά αποσύρθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων. Κατά συνέπεια, δεν θα με απασχολήσει και ως εκ τούτου θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης.
Λόγοι ακύρωσης
Ως πρώτο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια προβάλλει την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι δεν έλαβε χώρα η δέουσα έρευνα για σκοπούς διακρίβωσης του κατά πόσο η ένταξη του ακινήτου της και της ευρύτερης γενικά περιοχής στην οποία το ακίνητο βρίσκεται, στη Ζώνη Τ2β1, θα εξυπηρετούσε τους στόχους του Κοινοτικού Συμβουλίου Περβολιών στη βάση του αιτήματος του οποίου αναθεωρήθηκαν οι ζώνες, ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία είτε αναφορικά με το όφελος και το σκοπό της προτιθέμενης τροποποίησης των ζωνών, είτε αναφορικά με τον τρόπο επιλογής της συγκεκριμένης περιοχής για σκοπούς τουριστικής ανάπτυξης, έτσι ώστε να δικαιολογείται η μείωση του συντελεστή δόμησης για οικιστικούς σκοπούς.
Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης, στην βάση των οποίων καθορίζεται και η έκταση της έρευνας και το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο έστρεψε την προσοχή του στο σύνολο των στοιχείων των σχετικών με το υπό εξέταση ενώπιον του θέμα. Η υποκειμενική όμως εκτίμηση των γεγονότων έχει νομολογηθεί ότι ανήκει αποκλειστικά στη διοίκηση και το Δικαστήριο τότε μόνο επεμβαίνει αν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή αν η διοίκηση υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας και προβαίνει σε διαπίστωση των γεγονότων κατά τρόπο που δεν είναι εύλογα επιτρεπτός με βάση τα ενώπιον της στοιχεία. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της διοικητικής αρχής με τη δική του. Το έργο του εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν το θέμα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επιλογής ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες εφικτές λύσεις, στις οποίες υπεισέρχονται τεχνικά ζητήματα ή ζητήματα που χρειάζονται εξειδικευμένη γνώση (Panayiotou v. The Republic of Cyprus (1984) 3 C.L.R. 857, HadjiEraclis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 604, Θουκυδίδη ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1150, Marangou v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 21 και Westpark Ltd. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 915).
Θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί η αρχή ότι η αιτιολογία μιας απόφασης θα πρέπει όχι μόνο να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και τη νομική βάση στην οποία το διοικητικό όργανο υπήγαγε τα γεγονότα που το οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, αλλά και να είναι διατυπωμένη με τρόπο που να καθιστά δυνατό το δικαστικό έλεγχο της νομιμότητάς της (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Το κενό που η απουσία αιτιολογίας δημιουργεί μπορεί να πληρωθεί από στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι τα εν λόγω στοιχεία, προκύπτουν ευθέως και «είναι σαφώς άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση». (Ηροδότου ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση 148/2007, ημερομηνίας 11/5/2010 και τη σχετική νομολογία που η απόφαση της Ολομέλειας παραπέμπει και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 185-186). Στην περίπτωση που η αιτιολογία απαιτείται από το Νόμο, τότε αυτή θα πρέπει να περιέχεται στο ίδιο το σώμα της πράξης.
Είναι η διαπίστωση ότι στην κρινόμενη υπόθεση η διεξαγωγή ενδελεχούς και δέουσας έρευνας όπως και η ύπαρξη πλήρους αιτιολογίας, προκύπτει αβίαστα από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου στον οποίο και οι δύο πλευρές με παρέπεμψαν, το οποίο και διεξήλθα προσεκτικά και ειδικότερα από το Έντυπο Μελέτης Ένστασης, την πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο και αυτή την ίδια την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και τέλος από το γεγονός ότι το αίτημα για ένταξη της περιοχής στην οποία βρίσκεται και το ακίνητο της αιτήτριας στη Ζώνη Τ2β1, υποβλήθηκε από το Κοινοτικό Συμβούλιο Περβολιών στα πλαίσια της διαδικασίας Αναθεώρησης των Πολεοδομικών Ζωνών το 2001 για συγκεκριμένους λόγους.
Στο μεν ΄Εντυπο Μελέτης Ένστασης παρατίθεται αυτούσια η τελική εισήγηση της Ε.Μ.Ε. και οι λόγοι που την οδήγησαν στη συγκεκριμένη εισήγηση. Στην εν λόγω εισήγηση της η Επιτροπή κατέληξε αφού, μεταξύ άλλων, διενεργήθηκαν επισκέψεις στο ακίνητο της αιτήτριας και στην ευρύτερη γενικά περιοχή και έλαβαν χώρα συζητήσεις και διαβουλεύσεις με άλλες αρχές. Στη δε πρόταση του αρμόδιου Υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο, περιλαμβανομένου και του επισυνημμένου Πίνακα, καταγράφονται οι λόγοι για τους οποίους ο Υπουργός Εσωτερικών έκαμε δεκτή την εισήγηση της Ε.Μ.Ε. Καταγράφονται επίσης οι σχετικές εισηγήσεις του Υπουργού Εσωτερικών για τη διαμόρφωση των οποίων λήφθηκαν υπόψη και οι γενικές αρχές πολεοδομικής οργάνωσης, όπως αυτές καθορίζονται στην έκθεση που ο ίδιος ο Υπουργός Εσωτερικών δημοσίευσε πριν την αναθεώρηση και τροποποίηση των Πολεοδομικών Ζωνών των κοινοτήτων της υπαίθρου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αρχή ότι οι επεκτάσεις των ζωνών ανάπτυξης πρέπει να κρίνονται αναγκαίες και δικαιολογημένες για την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών κάθε κοινότητας, όπως και η αρχή της κατανομής του οφέλους σε μεγαλύτερο αριθμό ιδιοκτητών. Αναφορικά με τους σκοπούς για τους οποίους το Κοινοτικό Συμβούλιο Περβολιών εισηγήθηκε την ένταξη της ευρύτερης περιοχής στην οποία βρίσκεται το ακίνητο της αιτήτριας στη συγκεκριμένη ζώνη, σχετική είναι η επιστολή προς το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως του Συμβουλίου, του Σεπτεμβρίου 2002, με την οποία αφού εκφράζεται η ανησυχία του Συμβουλίου «για τη μορφή ανάπτυξης που παίρνει η τουριστική περιοχή με τις πολυάριθμες οικιστικές μονάδες» ζητείται όπως το Τμήμα, με βάση σχέδια που του δόθηκαν, καθορίσει περιοχές για σκοπούς ενθάρρυνσης τουριστικής ανάπτυξης. Σχετική είναι επίσης η επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 12/11/2002, στην οποία κάτω από τον τίτλο «Αναθεώρηση Δήλωσης Πολιτικής, Σχέδια Πολεοδομικών Κοινοτήτων της Επαρχίας Λάρνακας», μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής:
"2. Αναφορικά με τις Τουριστικές Ζώνες της Κοινότητας Περβολιών σας πληροφορώ ότι το Τμήμα αυτό, μετά από αίτημα του Κοινοτικού Συμβουλίου, έχει προβεί σε επαναξιολόγηση της περιοχής και εισηγείται τη μερική τροποποίηση των υφιστάμενων Τουριστικών Ζωνών από Τ2α σε Τ2β1. Σημειώνεται ότι με την παρούσα τροποποίηση δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην Τουριστική αξιοποίηση των επί μέρους τμημάτων των υφιστάμενων Τουριστικών Ζωνών, ενώ παράλληλα αποθαρρύνεται σε μεγάλο βαθμό η ανέγερση κατοικιών. Η αναφερόμενη τροποποίηση δείχνεται με μπλε χρώμα στο χάρτη κλίμακας 2΄΄ ανά 1 μίλι και στα αντίστοιχα χωρομετρικά σχέδια με αριθμούς L46, L47 και L55."
Αναφορικά με τους υπό εξέταση πιο πάνω λόγους ακύρωσης και ειδικότερα το λόγο ακύρωσης που αφορά στην κατ' ισχυρισμό έλλειψη αιτιολογίας, θεωρώ σκόπιμο επίσης να επισημάνω ότι ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972 (Ν. 90/72), δεν απαιτεί όπως το διάταγμα γνωστοποίησης ή οριστικοποίησης του Τοπικού Σχεδίου είναι αιτιολογημένο ως προς το κάθε επηρεαζόμενο ακίνητο (The Vegetable Producers and Exporters Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 18/2007, ημερομηνίας 4/5/2010).
Ως αποτέλεσμα, οι πιο πάνω δύο λόγοι ακύρωσης δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Η πιο πάνω κατάληξη μου σφραγίζει και τη μοίρα του λόγου ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση τελούσαν υπό πλάνη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, καθότι στηρίχθηκαν, σύμφωνα με την αιτήτρια, στην εισήγηση του Κοινοτικού Συμβουλίου Περβολιών, χωρίς οι ίδιοι να προβούν, ως όφειλαν, σε δική τους έρευνα.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, η οποία λειτούργησε, σύμφωνα με την αιτήτρια, κατά τρόπο αντιφατικό και κακόπιστο, καθώς επίσης και τις αρχές της ίσης μεταχείρισης καθότι στις παραθαλάσσιες ζώνες της κοινότητας Περβολιών και των γειτονικών κοινοτήτων καθορίστηκαν ψηλότεροι συντελεστές δόμησης.
Κατ' αρχάς θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τις πρόνοιες του εδαφίου 5 του άρθρου 34Α του Νόμου 90/1972, οι οποίες κατά τη γνώμη μου όχι μόνο απαντούν στον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι «δεν προκύπτει πουθενά η ανάγκη αναθεώρησης των πολεοδομικών ζωνών», αλλά και σε συνδυασμό με την παντελή απουσία στοιχείων τεκμηρίωσης καθιστούν τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί «ανάκλησης παράνομης ευνοϊκής διοικητικής πράξης» ατεκμηρίωτους.
"(5) Η Δήλωσις Πολιτικής τελεί υπό διαρκή αναθεώρησιν υπό του Υπουργού και αποτελεί το θέμα εκθέσεως υπ' αυτού καθ' όν τρόπον το Υπουργικόν Συμβούλιο ήθελεν ορίσει, κατά διαστήματα μη υπερβαίνοντα τα πέντε έτη. Η έκθεσις αυτή περιλαμβάνει τοιαύτας προτάσεις, δια τροποποίησιν της Δηλώσεως Πολιτικής, οίας ο Υπουργός θεωρεί επιθυμητάς."
Θεωρώ επίσης σκόπιμο να υπενθυμίσω την πάγια αρχή της νομολογίας ότι η θέσπιση των Πολεοδομικών Ζωνών συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική εξουσία της διοίκησης και το δικαστήριο, κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση και εκτίμηση της διοίκησης, με άλλα λόγια δεν επεμβαίνει στην άσκηση της επί του προκειμένου διακριτικής εξουσίας της διοίκησης, εκτός αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας (βλ. Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 588).
Σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι η διοίκηση ενήργησε καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην E. Yiamas and Sons Constructions and Developments Ltd. v. Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων, Α.Ε. 96/2007, ημερομηνίας 20/10/2010, το οποίο και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας προσφυγής:
"Υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας καθιερώνονται ρητά από την παράγραφο (1) του άρθρου 146 του Συντάγματος ως λόγοι ακύρωσης διοικητικής πράξης ή απόφασης, πάγια δε νομολογία μας καθιέρωσε την αρχή ότι οι λόγοι αυτοί εξετάζονται από το Δικαστήριο, όχι αφηρημένα και ακαδημαϊκά, αλλά με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. (Βλ. Theodoros G. Papapetrou v. The Republic, 2 R.S.C.C. 61 και Τριλλίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 284). Στο σύγγραμμα «Διοικητικό Δίκαιο» του Δ. Κόρσου, Γενικό Μέρος, Τρίτη Έκδοση, στις σελ. 427 και 428, μεταξύ άλλων διαβάζουμε και τα εξής σχετικά:
"Η κατάχρηση εξουσίας είναι διάφορη από την παράβαση διατάξεως του νόμου. Η τελευταία είναι προφανής. Η πρώτη (η κατάχρηση εξουσίας) είναι αφανής. Και δυσχερής περί την απόδειξη. Κατά την αναζήτηση αυτής η ΔιοικΠρ ελέγχεται βαθύτερα. Ο ακυρωτικός δικαστής εμβατεύει εδώ στην καρδιά της εκδούσης την ΔιοικΠρ αρχής, ερευνά το εσωτερικό, το ενδιάθετο αυτής βούλευμα, γίνεται κριτής αφανών αυτής σκέψεων, αφανών αυτής προθέσεων, γίνεται «κριτικός ενθυμήσεων (αφανών σκέψεων) και εννοιών καρδίας», κατά την φράση του Παύλου (Εβρ, δ, 12). ..........
Ώστε κατάχρηση εξουσίας έχομε, όταν η διοικητική αρχή μολονότι είναι αρμοδία προς έκδοση ΔιοικΠρ, μολονότι κατά την έκδοση αυτής τηρεί όλους τους από τον νόμο διαγεγραμμένους τύπους, μολονότι δεν παραβιάζει ευθέως τον νόμο, εν τούτοις ασκεί την αρμοδιότητα αυτής προς σκοπό διάφορο του από τον νόμο ηθελημένου."
Στην υπό κρίση περίπτωση τίποτε ουσιαστικά δεν έχει τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου που να υποστηρίζει τη συγκεκριμένη θέση της αιτήτριας. Οι επί του προκειμένου ισχυρισμοί της, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από γενικότητα, ασάφεια και αοριστία, έχουν παραμείνει ατεκμηρίωτοι.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι η αιτήτρια υποστήριξε ότι η διοίκηση έδρασε έτσι «....... ώστε να ευνοηθούν μερικοί μόνο και ιδιαίτερα άνθρωποι του Κοινοτικού Συμβουλίου και/ή λόγω συγκεκριμένων και/ή φιλικών σχέσεων των ιδιοκτητών παρακείμενων ακινήτων με μέλη της Αρμόδιας Αρχής». Έχω την άποψη ότι η συγκεκριμένη κατηγορία, ελλείψει παντελούς τεκμηρίωσης, δεν αξίζει οποιουδήποτε σχολιασμού.
Δεν έχει επίσης διαφύγει της προσοχής μου ότι η αιτήτρια υποστήριξε ότι η διοίκηση ενήργησε καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, όπως και κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, καθότι το τεμάχιο της αιτήτριας «κατατέμνεται ........ σε δύο διαφορετικές ζώνες», με αποτέλεσμα η ανάπτυξη του να καθίσταται ασύμφορη και η αξία του να μειώνεται.
Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός της αιτήτριας έχει σαν βάθρο τη θέση ότι η αιτήτρια, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στερήθηκε της δυνατότητας χρήσης, αξιοποίησης και διάθεσης του συγκεκριμένου κτήματός της.
Έχει κατ' επανάληψη λεχθεί ότι στον καθορισμό του πολεοδομικού καθεστώτος και των συνθηκών ανάπτυξης κάθε περιοχής της δημοκρατίας, κυρίαρχος του παιχνιδιού είναι το Κράτος και πως η υφιστάμενη χρήση γης δεν παρέχει κεκτημένο δικαίωμα στους ιδιοκτήτες της για τη μη μεταβολή της. Εφόσον από τα εκάστοτε δεδομένα κοινωνικά, επιστημονικά και τη συλλογική βούληση για πολεοδομικό σχεδιασμό, προκύπτει ανάγκη για την επιβολή περιορισμών, τότε η επιβολή τέτοιων περιορισμών, εφόσον αυτοί έχουν συντελεστεί μέσα στα πλαίσια που παρέχονται στη διοίκηση από το σχετικό νόμο και δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας ή παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, είναι καθόλα επιτρεπτή. (Βλ. Frangoullides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 575 και Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85).
Ως προς την εμβέλεια και έκταση των περιοριστικών όρων, ενδεικτικό των επί του προκειμένου θέσεων της νομολογίας μας, συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στη δεύτερη από τις αμέσως πιο πάνω δύο υποθέσεις (Δημητριάδη):
"Όροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας, που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση.
Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας απολήγουν σε στέρησή της, μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή - (βλ. Κυριακοπούλου - "Διοικητικό Ελληνικό Δίκαιο", Τόμος Γ΄, σελ. 366 και 368∙ Π.Δ. Δαγτόγλου - "Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα Β΄", σελ. 907, 936, 937, 938, Lanitis E.C. Estates Ltd. και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (Υπόθεση Αρ. 108/88, κ.ά. - 21/12/1989)).
6. Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή, γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.
Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους. Η οικοδομική ανάπτυξη είναι αλληλένδετη με τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Στη Simonis and Another v. Imp. Board Latsia (1984) 3 C.L.R. 109, κρίθηκε ότι η χρήση γης για οικοδομικούς σκοπούς και, γενικά, η οικοδομική ανάπτυξη αποτελεί κοινοτική υπόθεση, υποκείμενη στο πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής στην οποία ευρίσκεται. Η απόφαση στη Simonis υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ορθή έκφραση του δικαίου στις υποθέσεις Lanitis E.C. Estates Ltd. και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (ανωτέρω), και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση Αρ. 63/82, κ.ά. - 5/4/1990).
7. Οι όροι οικοδομικής ανάπτυξης μιας περιοχής, που τίθενται με την ένταξη της σε πολεοδομική ζώνη, επάγονται, κατά κανόνα, όπως αναγνωρίζει η ομολογία, περιορισμό της χρήσης και όχι στέρηση ιδιοκτησίας - (βλ. Tryphonos and Others v. Nicosia Municipality (1988) 3 C.L.R. 901, Μιχαήλ Κωνσταντινίδης και Άλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Στροβόλου και Άλλων, (Υποθέσεις Αρ. 216/86, 220/86, 222/86, 224/86, και 225/86 - 30/4/1990)).
Οι πολεοδομικές ζώνες προδιαγράφουν τους όρους ανάπτυξης της περιοχής. Δεν αποστερούν τους ιδιοκτήτες του δικαιώματος χρήσης της ιδιοκτησίας τους στην κατάσταση στην οποία ευρίσκεται, ή, γενικότερα, της χρήσης της για τους σκοπούς για τους οποίους την προοιωνίζει η φυσική της κατάσταση.
Η επιβολή ζωνών συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο.
8. Περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση της ιδιοκτησίας οποτεδήποτε καθιστούν τη γη αδρανή για το σκοπό για τον οποίο, εξ αντικειμένου, προορίζεται. Σ' εκείνη την περίπτωση, το δικαίωμα ιδιοκτησίας καθίσταται άνευ αντικειμένου, εφόσον δεν παρέχεται η δυνατότητα χρήσης της γης για οποιοδήποτε γόνιμο σκοπό."
Στην περίπτωση μας με την επίδικη πολεοδομική ζώνη η αιτήτρια δεν αποστερήθηκε του δικαιώματος χρήσης της ιδιοκτησίας της, ούτε και έχει θέσει ενώπιον του δικαστηρίου οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι οι περιορισμοί που τέθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση καθιστούν τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία της αδρανή. Παράλληλα, δεν έχει θέσει οτιδήποτε ενώπιον μου που να τείνει να θέσει υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα του επίδικου Τοπικού Σχεδίου. Οι θέσεις της ότι «δεν προκύπτει πουθενά η ανάγκη αναθεώρησης των πολεοδομικών ζωνών» και ότι η διοίκηση έδρασε επιλεκτικά και με στόχο να ευνοηθεί συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, έχουν, για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω, απορριφθεί.
Ως αποτέλεσμα και οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Τέλος, ως λόγοι ακύρωσης προβάλλονται η παραβίαση των προνοιών των άρθρων 23 και 28 του Συντάγματος.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως η εν λόγω αρχή κατοχυρώνεται με το άρθρο 23 του Συντάγματος, παρατηρώ τα πιο κάτω.
Κεντρικό άξονα του εν λόγω ισχυρισμού συνιστά η θέση ότι, σε όλες τις παραθαλάσσιες ζώνες της κοινότητας Περβολιών και των γειτονικών κοινοτήτων καθορίζονται ψηλότεροι συντελεστές δόμησης, στην περίπτωση όμως του κτήματος της αιτήτριας, ως αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Επί της συγκεκριμένης θέσης περιορίζομαι να επισημάνω ότι οι σχετικές αναφορές της αιτήτριας είναι αόριστες, ασαφείς και γενικές, καθότι αυτή δεν έχει θέσει ενώπιον του δικαστηρίου οποιεσδήποτε λεπτομέρειες, στοιχεία και γενικά συγκριτικά χαρακτηριστικά ή παράγοντες που θα επέτρεπαν στο δικαστήριο να διαγνώσει άνιση μεταχείριση ομοίων ακινήτων. Ως αποτέλεσμα, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας της αιτήτριας, δικαίωμα που τυγχάνει προστασίας από το Σύνταγμα - βλ. άρθρο 28 του Συντάγματος - πρόσθετα των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω αναφορικά με την εμβέλεια και έκταση των περιοριστικών της χρήσης ιδιοκτησίας όρων, επισημαίνω και τα εξής. Το ακίνητο της αιτήτριας εντάχθηκε στη Ζώνη Τ2β1 με συντελεστή δόμησης 10%. Είναι σαφές ότι δεν έχει επιβληθεί οποιαδήποτε στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της αιτήτριας αναφορικά με το συγκεκριμένο τεμάχιο. Κατά συνέπεια, ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ