ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 412/2009)
22 Ιουλίου, 2011
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ,
3. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Θ. Κουσπή (κα) για Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.
Μ. Θεοκλήτου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με την προσφυγή του, ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, η οποία του γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 3.2.2009, με την οποία απέρριψαν την αίτησή του για παραχώρηση αυτοστέγασης σε κυβερνητικό οικόπεδο στην Αγία Βαρβάρα.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Στα πλαίσια του κυβερνητικού προγράμματος παραχώρησης τίτλων ιδιοκτησίας σε δικαιούχους εκτοπισθέντες, στις 29.1.1998 εκδόθηκε στο όνομα του Αιτητή και της μητέρας του Παρασκευούς Μιχαήλ Παστελλά, τίτλος ιδιοκτησίας ανά ½ μερίδιο, για το διαμέρισμα με Αρ. 2, επί της οδού Μενελάου 1, στον Κυβερνητικό Οικισμό Στρόβολος ΙΙΙ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, που εξασφάλισαν οι Καθ' ων η αίτηση από το αρμόδιο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στις 6.9.2001 η μητέρα του Αιτητή του μεταβίβασε το μερίδιο της δυνάμει δωρεάς, οπότε ο τελευταίος κατείχε το όλο μερίδιο του τίτλου ιδιοκτησίας της πιο πάνω μονάδας. Σήμερα, μόνη κάτοχος του εν λόγω τίτλου ιδιοκτησίας είναι η μητέρα, αφού στις 9.4.2008, ο Αιτητής μεταβίβασε στο όνομα της δυνάμει δωρεάς, το όλο μερίδιο του τίτλου. Ενώ υπάρχει αναφορά ότι κατά την ουσιώδη περίοδο, στην επίδικη οικία διέμεναν ο Αιτητής, η αλλοδαπή σύζυγός του και η μητέρα του.
Στις 2.5.2008 ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα παραχώρησης κυβερνητικού οικοπέδου και οικονομικής βοήθειας, για αυτοστέγαση στην κοινότητα Αγίας Βαρβάρας, της Επαρχίας Λευκωσίας, συμπεριλαμβάνοντας σ' αυτήν, ως μέλος της οικογένειάς του, τη σύζυγό του.
Σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 60.945, ημερ. 19.10.2004, τα ισχύοντα Στεγαστικά Κριτήρια, Παράρτημα Β, Αρ. 1 για τους αιτητές στέγασης σε κυβερνητικό οικισμό ή αυτοστέγασης σε κυβερνητικό οικόπεδο, είναι, πέραν των οικονομικών κριτηρίων, να μην ήταν ή είναι οι ίδιοι ή οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας τους ιδιοκτήτες οικιστικής μονάδας, οικοπέδου ή άλλης ακίνητης περιουσίας σημαντικής αξίας.
Στις 22.10.2008 εξετάστηκε το αίτημα του από την Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας, η οποία όμως το απέρριψε με το αιτιολογικό ότι το σύνολο των ετησίων εισοδημάτων της οικογένειας, υπερέβαινε του καθορισθέντος από το Υπουργικό Συμβούλιο εισοδηματικού κριτηρίου των €21,360 κατά €3,000 και που ίσχυε για τις περιπτώσεις ζεύγους όπως αυτό καθορίστηκε στην απόφασή του αρ. 67.314, ημερ. 11.6.2008.
Αυτή την απόφαση προσβάλλει ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή του και προς ακύρωση προβάλλει ουσιαστικά 2 λόγους ακύρωσης:- (1) Κακή σύνθεση και συγκρότηση της Επιτροπής των Καθ' ων η αίτηση και (2) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και αναιτιολόγητη.
Κακή σύνθεση και συγκρότηση της Επιτροπής των Καθ' ων η αίτηση - Λόγος ακύρωσης 1
Ο Αιτητής κατ' αρχάς προβάλλει ότι η σύνθεση της Επιτροπής πάσχει, αφού κατά παράβαση του άρθρου 4 του περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας Νόμου του 2005 (Ν. 46(Ι)/2005) και του άρθρου 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/1999), κατά την επίδικη συνεδρία δεν καταγράφεται ούτε γιατί απουσίαζε το μέλος που εκπροσωπούσε το Γραφείο Ευημερίας, ούτε αν η συνεδρία ήταν τακτική. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι με βάση τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης δεν προκύπτει αν είχαν προσκληθεί όλα τα Μέλη της εμπρόθεσμα και νομότυπα, ούτε και γιατί και ποιο Μέλος της απουσίαζε από τη συνεδρία αυτή. Επίσης προβάλλει ότι στη συνεδρία παρευρίσκονταν πέραν των τριών Μελών της Επιτροπής, αλλά τρία άτομα για την τήρηση των πρακτικών. Προκαλεί απορία, ανέφερε ο δικηγόρος του Αιτητή, η παρουσία τόσων πολλών προσώπων για την τήρηση των πρακτικών. Το άρθρο 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/1999), προβλέπει για «υπάλληλο που είναι αρμόδιος για τήρηση των πρακτικών» και όχι για τρεις υπαλλήλους, όπως στην παρούσα περίπτωση.
Οι Καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν ότι οι συνεδρίες της Επιτροπής ήταν τακτικές και δεν απαιτείτο ιδιαίτερη πρόσκληση στα Μέλη της. Στην περίπτωση του Μέλους που εκπροσωπούσε το Γραφείο Ευημερίας, αυτό γνώριζε από πριν για την ώρα και ημερομηνία της συνεδρίας (22.12.2008), η οποία ήταν προκαθορισμένη. Για να είναι νόμιμη η σύνθεση της Επιτροπής, θα έπρεπε να υπήρχε απαρτία από τα υφιστάμενα Μέλη, πράγμα που ίσχυε στην παρούσα περίπτωση. Περαιτέρω οι συνεδρίες της Επιτροπής μπορούσαν να αναβληθούν μόνο σε περίπτωση που ο Πρόεδρος της δεν μπορούσε να παρευρεθεί ή απουσίαζαν τόσα Μέλη της ώστε να μην υπάρχει απαρτία. Σ' αυτή την περίπτωση, τα υπόλοιπα Μέλη ειδοποιούνταν τηλεφωνικώς για την αναβολή, πριν την προκαθορισμένη συνεδρία.
Όσον αφορά το θέμα της συγκρότησης της Επιτροπής και την παρουσία τριών υπαλλήλων υπεύθυνων για την τήρηση πρακτικών, οι Καθ' ων η αίτηση το απορρίπτουν και προβάλλουν ότι αφενός το άρθρο 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου και το άρθρο 6(3) του Νόμου 46(Ι)/2005 δεν απαγορεύουν την παρουσία πρακτικογράφου, αφού αυτό καταγράφεται στα πρακτικά της επίδικης συνεδρίας. Αφετέρου η παρουσία των τριών αυτών προσώπων, πρόσθεσε η δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση, επιβαλλόταν και για την υποβοήθηση του έργου της Επιτροπής, αφού επρόκειτο για τρεις λειτουργούς, οι οποίοι ο κάθε ένας ήταν εντεταλμένος να παρουσιάσει το θέμα του και να τηρήσει αντίστοιχα πρακτικά. Περαιτέρω, η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, για να αιτιολογήσει την παρουσία τριών πρακτικογράφων, κατά την επίδικη συνεδρία, επικαλείται το άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1, το οποίο επεξηγεί ότι «..λέξεις στον ενικό περιλαμβάνουν τον πληθυντικό και λέξεις στον πληθυντικό περιλαμβάνουν τον ενικό» και άρα μπορούν να είναι παρόντες περισσότεροι υπάλληλοι για τήρηση πρακτικών.
Το άρθρο 21(3) του Νόμου 158(Ι)/99, προβλέπει ότι:-
«(3) Για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο πρέπει να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες.»
Κατά την άποψή μου η απουσία του συγκεκριμένου Μέλους που εκπροσωπούσε το Γραφείο Ευημερίας από την επίδικη συνεδρία, δεν επηρεάζει το νομότυπο της σύνθεσης της Επιτροπής. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι συνεδριάσεις της Επιτροπής ήταν τακτικές και σύμφωνα με το άρθρο 21(3), του Νόμου 158(Ι)/99, δεν ήταν απαραίτητη η αποστολή ιδιαίτερης πρόσκλησης προς τα Μέλη. Αφετέρου, εφόσον υπήρχε η απαιτούμενη νόμιμη απαρτία, μπορούσε να ληφθεί απόφαση.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παράνομη συγκρότηση της Επιτροπής, λόγω της παρουσίας τριών πρακτικογράφων αντί ενός, το άρθρο 21(1) του Νόμου 158(Ι)/99, προβλέπει ότι:-
«(1) Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρίασή του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στην ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών.»
Η παρουσία περισσότερων υπαλλήλων ως πρακτικογράφων, μπορεί να μην απαγορεύεται από το Νόμο, αλλά θα πρέπει να καταγράφεται στα πρακτικά η αναγκαιότητα της παρουσίας τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναγκαιότητα της παρουσίας των τριών πρακτικογράφων, δεν δικαιολογείται από τα πρακτικά και, κατά την άποψή μου, νοθεύει τη νομιμότητα της συγκρότησης του αποφασίζοντος οργάνου. Αν η αναγκαιότητά τους, όπως αναφέρει στη γραπτή της αγόρευση η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, ήταν η υποβοήθηση του έργου του αποφασίζοντος οργάνου και ήταν προς τούτο εντεταλμένοι, τότε ο ρόλος και η παρουσία τους αλλάζει και δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή των πρακτικών. Εν πάση περιπτώσει, κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στα πρακτικά. Όμως, ακόμη και έτσι να ήταν τα πράγματα, οι εν λόγω υπάλληλοι, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου που αφορούν τη νομιμότητα του αποφασίζοντος οργάνου, εφόσον προέβαιναν στη σχετική παρουσίαση του θέματος που αφορούσε στον τομέα που υπηρετούσαν, θα έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 21(2) του Νόμου 158(Ι)/99, να αποχωρούσαν από τη συνεδρία πριν από τη συζήτηση για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Μέσα από το περιεχόμενο των πρακτικών δεν προκύπτει κάτι τέτοιο και ως εκ τούτου η παρουσία και των τριών λειτουργών, καθιστά πλημμελή τη σύνθεση της Επιτροπής (βλ. σχετικά Μίλτος Ιακώβου ν. ΚΥΣΑΤΣ, Υπόθ. Αρ. 925/03, ημερ. 5.4.2005, στην οποία υιοθετήθηκε παρόμοια προσέγγιση).
Ενόψει της διαπίστωσης ότι η συγκρότηση της Επιτροπής ήταν παράνομη, δεν είναι αναγκαία η εξέταση και του δεύτερου λόγου ακύρωσης, που αφορά στην έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ